Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

Διαδρομές V

αναμνήσεις από την παιδική ηλικία


Τώρα η αίθουσα του θεάτρου έχει σταδιακά αρχίσει να γεμίζει με ανθρώπους· κι όσο κι αν του άρεσε να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του πως είχε αρχίσει να συνηθίζει την πολυκοσμία στα live του, τόσο πολύ, ώστε να φτάσει μάλιστα και να του αρέσει κάπως, ξεκάθαρα ένιωθε πως του είχαν κόψει τη διαδρομή της σκέψης στη μέση. Ήταν οι τεχνικοί, βέβαια κι έπρεπε να κάνουν τη δουλειά τους, άσχετα με οτιδήποτε ο ίδιος ένιωθε να του αποπνέουν. Επιφυλασσόταν, ωστόσο, από το να σκεφτεί πως αυτό ήταν το υψηλότερο τίμημα του επαγγέλματος του μουσικού· το να περιστοιχίζεσαι αδιάκοπα από αδηφάγα βλέμματα, έτοιμα να σε δεκδικήσουν όσο και να συμβάλλουν τα μέγιστα στην καταδίκη σου: οι αναπόφευκτες συνέπειες ενός είδους φήμης, έστω και μετριασμένης. Ήταν άλλα, πιο σοβαρά που είχε ζήσει που τον έκαναν να έχει διαφορετική γνώμη για αυτά που τόσα χρόνια πλήρωνε και φαινόταν πως με έναν τρόπο θα συνέχιζαν να του κοστίζουν. Τώρα έψαχνε μια δικαιολογία να φύγει, ειδικά επειδή έβλεπε, μετά από τόσες εμφανίσεις όπου όλοι φαινόντουσαν να επιμένουν να τον προσκυνούν, πόσο δύσκολο ήταν να ανεχτεί να βρίσκεται παρών σ' αυτό το γεγονός που στηνόταν, όπου υποτιθέμενα ο ίδιος θα γινόταν για λίγο το κέντρο της γης ερήμην του, αφού εξαρτιόταν απόλυτα από τις διαταγές και τις κινήσεις άλλων. Τουλάχιστο μέχρι τη στιγμή να βγει ο ίδιος να παίξει μερικά μέτρα, ώσπου όλοι να καταλάβουν ότι όλα ήταν OK και τι ακριβώς έπρεπε να προσέξουν. Υπήρχε περιθώριο ακόμα, προλάβαινε.

Έργο του Έντριαν Μάρεϊ

Στάθηκε για λίγο στη μέση της αίθουσας, και καλά προσπαθώντας να βεβαιωθεί για κάτι ή δείχνοντας αναποφάσιστος – δεν ήξερε στ'αλήθεια ακριβώς τι από τα δύο. Τελικά αποφάσισε πως κανείς ή τουλάχιστον ένας αμελητέος αριθμός ατόμων θα αντιλαμβανόταν τον καίριο χαρακτήρα της απουσίας του κι έβαλε πλώρη με σταθερά βήματα για την έξοδο, με προορισμό το κοντινότερο μπαλκόνι. Θυμόταν πως υπήρχε ένα στην αντίθετη πλευρά του ορόφου· που το είχε βάλει στο μάτι για περίπτωση ανάγκης, κατά την είσοδό του. Η διέξοδος είναι η μόνη λύση: μια αλήθεια που του είχε αποκαλυφθεί σταδιακά και με σαφήνεια μέσα στη στερνή γνώση προ πολλού ξοδευμένων εμπειριών.

Το μπαλκόνι-διέξοδος φαινόταν να έχει μήνες, ίσως και περισσότερο να καθαριστεί, κάτι που τον έκανε να χαμογελάσει για τον τρόπο με τον οποίο του επιβεβαίωνε τον καταλληλότερο τρόπο να σκέφτεται για τη χώρα που είχε τόσο πολύ αγαπήσει, στην οποία είχε μεγαλώσει. Παντού αυτή η προθυμία και το συμφέρον να εξοικονομήσει κανείς κάτι συνοδευόμενο με μια κρυμμένη εικόνα επιλεκτικής παντελούς εγκατάλειψης, που όμως δεν πετύχαινε ποτέ να μασκαρευτεί τόσο αποτελεσματικά ώστε να είναι τελείως ανεπαίσθητη. Εν πάση περιπτώσει· ο δικός του άμεσος σκοπός τώρα ήταν να απολαύσει ένα τσιγάρο και να αποστασιοποιηθεί κάπως από όλα αυτά που υποτίθεται πως αναμενόταν σε λίγες ώρες να συμβούν μπροστά σε κοινό. Ο πρώτος στόχος έφερνε αποτελεσματικά και με ακρίβεια στην ικανοποίηση του δεύτερου, μιας προσωρινής μοναξιάς που τον έφερνε πίσω μοιραία στα παιδικά του χρόνια, μιας και τότε ακριβώς ήταν που μια τέτοια επιθυμία είχε τις ρίζες της στο ένστικτο της επιβίωσης.

Υπάρχουν αδιαμφισβήτητες δυσκολίες στο να μεγαλώνει κανείς χωρίς γονείς ή γονιό, την ίδια στιγμή που ο καθένας θα δεχόταν τις δυσάρεστες ιδιαιτερότητες που ενδέχεται να προσφέρει η αντίθετη κατάσταση (το να έχει δηλαδή κανείς γονείς ή ένα γονιό που να κοιμούνται και να ξυπνούν αποκλειστικά και μόνο με τη σκέψη του βλασταριού τους). Κανένας, ωστόσο, ποτέ δεν έκανε θέμα τη μέση κατάσταση, αυτό δηλαδή που είχε ζήσει ο ίδιος, το να έχει κανείς γονείς με τους οποίους συχνά ήταν αδύνατο να επικοινωνεί· που εξίσου, κατά τη γνώμη του, έχριζε αντιμετώπισης. Μπορεί ο μεγεθυντικός φακός του παιδιού και του εφήβου, βέβαια, να ήταν που έντυνε με χρώματα έκτακτης περίστασης αυτές τις καταστάσεις, θα παραδεχόταν τώρα, αν και δε μπορούσε να ισχυριστεί πως ήταν καθόλου σίγουρος γι'αυτό.

Άντρεα Μπάντζακ, Παιδικές Αναμνήσεις

Κοινώς υπήρχαν μεγάλα διαστήματα από τα δώδεκά του που είχε μεγαλώσει με την αποκλειστική φροντίδα παππούδων και θείων, με γονείς μετανάστες στο εξωτερικό, που πάει να πει συχνά παντελώς απόντες (πώς γινόταν εκείνα τα χρόνια να μην τους είναι απαραίτητο έστω κάποιο είδος επικοινωνίας, αν όχι οι ασφυκτικά καθημερινές επισκέψεις δε μπορούσε ο ίδιος να το σκεφτεί. Η σκέψη και μόνο πως θα έκανε περισσότερο από μια μέρα να μιλήσει με την τρίχρονη κόρη του έστω και τηλεφωνικά του προκαλούσε ναυτία κι ανησυχία που επηρέαζε διάχυτη διάφορα μέρη του σώματος). Κάτι ιδιαίτερα σκληρό για τις εύθραυστες ισορροπίες του κόσμου ενός παιδιού, μα εντελώς χρήσιμο, όπως τουλάχιστο το έβλεπε τώρα. Υπήρχαν άπειρα παραδείγματα για να υποστηρίξεις το πόσες και ποιες φορές η ζωή σε υποχρέωνε να μάθεις ποια όρια εγγύτητας πρέπει γενικά πάντα να τηρείς και ποια να καταφέρνεις να ξεπερνάς. Κάτι τέτοιο θυμόταν να είχε ζήσει σ' αυτή την κατάσταση της μη μονιμότητας.
Η αυλή του παππού. Και τα αναφιλητά του, την πρώτη φορά που έμαθε πως δε θα περνούσε το καλοκαίρι με τους ίδιους φίλους που είχαν φάει μέσα στη σχολική χρονιά ψωμί κι αλάτι. Θα πρέπει με κάποιο τρόπο αυτό το μάθημα να είχε συμπέσει με το πέρασμά του από την παιδική στα όρια της εφηβικής ηλικίας.
Καθετί στραβό δεν πρέπει να σε στενοχωρεί”, του είχε πει ο παππούς, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο που είχαν περάσει στο σπίτι του κάπου σε κάποιο βουνό της Καβάλας. “Δε λέω, βρε, παιδάκι μου, έχεις κι εσύ τα δίκια σου”, είχε πει με τη μελωδικότητα φωνής, χρώματα της οποίας τώρα ίσως κάποιος θα αναγνώριζε στη δική του. “Δεν είναι εύκολο να σε ξεριζώνουν κάθε τρεις και λίγο από εκεί όπου έχεις μάθει να παίρνεις και να δίνεις, να αγαπάς και να σε αγαπούν. Τούτο σου λέω να θυμάσαι, όμως, και μετά κλάψε όσο θες εσύ, που ούτε που θα καταλάβεις πόσο γρήγορα θα σου περάσει. Υπάρχει μια αγάπη που πάντα θα σε ακολουθεί. Μη βιάζεσαι να συγκρίνεις πόση απ' αυτή έχεις ή δεν έχεις ακόμη αποκτήσει. Θα σου πάρει καιρό, κι ας έχεις τελοσπάντων και κάτι σ΄αυτό τον κόσμο να σκέφτεσαι”.

Έρικ Ένστρομ, Χάρη

Το φως στο δωμάτιο ήταν ήδη σβηστό. Είχε πέσει ήδη από το απόγευμα, μόλις έμαθε τα κακά μαντάτα στο στρώμα κι έκλαιγε μπρούμυτα με τη φωνή, μέχρι να έρθουν αυτά τα λόγια να τον βρουν σα νανούρισμα· ελάχιστες στιγμές πριν τον ύπνο, κι όμως οι λέξεις που για πάντα θα θυμόταν. Γιατί τον είχαν συντροφεύσει τα λόγια αυτά στις στιγμές που οι γονείς του είχαν καταφτάσει να τον πάρουν μακριά από μια πραγματικότητα που μόνος του είχε δημιουργήσει, όχι μόνο μια φορά, αλλά επανειλημμένα, ήταν το ευαγγέλιο που τον κρατούσε ως τώρα ζωντανό. Κι όλες αυτές τις φορές που πλέον στην ενήλική του ζωή πήγαινε σ' ένα μέρος και ύστερα από λίγες ώρες έφευγε και ήταν απαραίτητο να μην κοιτάζει τόσο βαθιά μέσα του τις στιγμές της αποτίμησης. Θα έλεγε κανείς ο μόνος τρόπος να αντικρίσει κανείς κατάματα το γεγονός πως όταν μεγάλωνες έπρεπε να μάθεις να μην εξετάζεις πόσα σου έμειναν και πόσα σου παίρνει μακριά η σκηνή του αποχαιρετισμού.
Και η υπέρτατη αξία: αυτό το συναίσθημα πως μια αόρατη δύναμη συσσωρευμένη από χρόνια κι αμέτρητες στιγμές με ανθρώπους που έζησες μαζί φροντίζει να κρατιέσαι στη ζωή. Σα μια γυναικεία παρουσία που είχε τη φροντίδα του μυστικά υπό την επίβλεψή της, χωρίς ο ίδιος να χρειάζεται να σηκώσει κεφάλι και παρά το γεγονός πως μπορεί με τις παράτολμες πράξεις του τόσες φορές να της είχε αντισταθεί. Εκείνη, όμως παρέμενε στο ίδιο σημείο προσπαθώντας να του δίνει δύναμη. Μερικές φορές την ονειρευόταν τα βράδια να τον προσέχει την ώρα που είχε αποκοιμηθεί αμέριμνος προσπαθώντας να εντοπίσει τις απαρχές σκέψεων και να ενώσει γεγονότα γύρω από το μυστήριο της ύπαρξής του. Ήταν αδύνατο, όμως να καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει τις λεπτομέρειες της μορφής της την επόμενη μέρα. Ίσως, με κάποιο τρόπο, στα ταξίδια του ως μουσικός να την ψάχνει ακόμη, αν και κάτι παρόμοιο με τη στοργή που πάντα τον καθησύχαζε πως αιώνια θα μπορούσε να του προσφέρει μπορούσε να ισχυριστεί πως κάπου, σε κάποια σπίθα ανθρώπινης ύπαρξης είχε ήδη βρει...

Τόμας Κουτούρ, Νεαρός Ιταλός Μουσικός του Δρόμου

Μ' αυτές και μ' αυτές τις σκέψεις το τσιγάρο είχε ήδη τελειώσει πια  κι αναρωτιόταν πως δεν είχε βρεθεί ακόμη άνθρωπος να τον φωνάξει· ήταν ειδικότητά του πια κι απομεινάρι της παιδικής ηλικίας να καταφέρνει πάντα να τους ξεφεύγει χωρίς να παραχωρεί περιθώρια αντίδρασης. Ξεφορτώθηκε τη γόπα κι έκανε να επιστρέψει στην περίοπτη θέση που τον περίμενε απόψε στη μέση του θεάτρου, κρύβοντας σε μισό χαμόγελο τη γεύση άλλων αναμνήσεων εφηβικής αναίδειας στην αναλαμπή των οποίων του ήταν ολότελα αδύνατο να εμποδίσει.


By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου