Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Η Δυναμική της Εσωτερίκευσης του Εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου

Οι λέξεις «28η Οκτωβρίου» είναι φορείς διαφορετικών συνειρμών για τον καθέναν από εμάς· η σημαία του σχολείου, το «ΟΧΙ», το θέμα των παρελάσεων και των γιορτών, καθώς και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελούνται, ο ερχομός μιας αργίας και η διασκέδαση με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Ανεξάρτητα από όλες αυτές τις σκέψεις, η αναζήτηση προσωπικού νοήματος στη συγκεκριμένη αργία, αλλά και σε όλες τις αργίες-γιορτές-επετείους γενικότερα είναι μια διαδικασία με βαθύ νόημα για κάθε άτομο ξεχωριστά.
Πρώτα έρχεται το ζήτημα ότι πολλοί από εμάς μπορεί να μην αισθάνονται να τους διακρίνει ούτε το ελάχιστο ίχνος ενδιαφέροντος για την ιστορία του έθνους ή για οποιαδήποτε άλλη ιστορία ανθρώπου ή δείγματος της ανθρωπότητας γενικότερα. Σ' αυτούς που όλο και συχνότερα στις μέρες μας φαίνεται να απαρτίζουν το ακροατήριο των μαθημάτων μας έχουμε να απαντήσουμε πως αναπόφευκτα υπάρχουν εικόνες, φράσεις και στιγμές που ερήμην μας έχουμε εσωτερικεύσει, άρρηκτα συνδεδεμένες με τα ιστορικά γεγονότα του «ΟΧΙ», των απεριόριστων θυσιών στα βουνά της Αλβανίας, και γενικότερα σε όλο τον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια του πολέμου και των βασανιστικών στερήσεων στα χρόνια της Κατοχής. Υπάρχει, δηλαδή, ένα μέρος του συστήματος που μας αποτελεί, που θα παραμένει πάντα ρυθμισμένο να μας θυμίζει πως αυτές οι εποχές και οι ανθρώπινες προσπάθειες, που τις σημάδεψαν, θα παραμένουν πάντα αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας· ακόμη κι αν το έχουμε περιφρονήσει κι έχει καταλήξει ως κάτι σαν οδηγός που έχει πέσει σε αχρηστία, και την επίδρασή του μπορούμε να νιώσουμε μόνο μέσα από τα όνειρα και τις σπασμωδικές μας κινήσεις.


Ένα είδος καλλιέργειας του ενστίκτου αναζήτησης της κατάλληλα εξατομικευμένης παιδείας είναι η ασφαλώς η απαραίτητη προϋπόθεση για την αφύπνιση της κατανόησης όλων αυτών των πατριωτικών μας αισθημάτων. Κάτι που θα βοηθήσει τον καθένα να κατανοήσει με το δικό του τρόπο πως η αγάπη και η ευγνωμοσύνη γι' αυτό που υπήρξε ήδη πριν από μας για μας βρίσκονται στη σωστή θέση μέσα μας ώστε να μας επιτρέψουν το είδος εναρμόνισης και δεσίματος με το άμεσο περιβάλλον που κρίνουμε υγιές να μας χαρακτηρίζει. Αυτού του είδους η επιμόρφωση, το ξεκίνημα της οποίας μόνο θεσμοί όπως αυτό που ονομάζουμε «οικογένεια» και «σχολείο» μπορούν να σηματοδοτήσουν.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση της 28ης Οκτωβρίου, το ίδιο το «ΟΧΙ» που οι περισσότεροι απ' ευθείας συνδέουμε με τη σημασία της μπορεί να μας προσδώσει προσωπικό όφελος, αν φιλοσοφηθεί επαρκώς. Η αντίσταση σε διάφορες δυνάμεις στη ζωή μας κρίνεται κρίσιμη, ειδικά αν φέρουμε στο νου μας το σημερινό πεδίο δημιουργίας σχέσεων και διαμόρφωσης επιλογών. Η συνταγή του να δεχόμαστε τα πάντα στο τοπίο ως δεδομένα δύσκολα μπορεί να μας φέρει την ευτυχία κατά το πέρασμά μας από αχαρτογράφητα εδάφη επαφών με άγνωστα πρόσωπα και καινούργιες εμπειρίες: η εισβολή της τεχνολογίας στην καθημερινότητά μπορεί να αποτελέσει ένα μόνο απλό παράδειγμα των νέων σημασιακών σχέσεων και της κοσμολογίας του 21ου αιώνα που ακόμη δε μας είναι απόλυτα οικείες.
Φτάνουμε και στο είδος αμφισημίας της εντυπωσιολαγνείας που χαρακτηρίζει τις μέρες μας στο εγχώριο τοπίο εορτασμού των αργιών: έχουν σαφή λόγο ύπαρξης ή / και αξίζουν οι εκπληκτικοί ελιγμοί των πολεμικών αεροπλάνων, οι με κάθε λεπτομέρεις σχεδιασμένες παραδοσιακές φορεσιές κι ο σχολικός ανταγωνισμός για τη σημαιοφορία εις μνήμην ένδοξων παρελθόντων περιστατικών; Ή απλώς αρπάζουν πολλοί από εμάς την ευκαιρία να ξεχάσουν τις στενοχώριες τους ή τουλάχιστο να πείσουν τους άλλους να παραπλανηθούν πως το έκαναν για μερικές ώρες τουλάχιστο; Υπάρχει ουσία στην ενδοσκόπηση ή ένα είδος επιδειξιομανίας; Ένα ζήτημα που ο καθένας από εμάς που θα απολαύσει / απόλαυσε τη φετινή αργία θα έχει / είχε χρόνο να το σκεφτεί.



Το νόημα της 28ης Οκτωβρίου είναι αυτό ακριβώς που ο καθένας θα ανακαλύψει μέσα του να ταιριάζει με τις αξίες και τον κεντρικό χαρακτήρα που φέρνει στο μυαλό η θύμηση και η ενσάρκωση αυτής της επετείου.
Χρόνια μας πολλά!


By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Αναζητώντας το(ν) Ξένο

Είναι γνωστή κι έχει με πολλούς τρόπους αποδειχτεί η έμφυτη ανθρώπινη τάση του ξεδιαλέγματος και της γενικής τακτοποίησης, ώστε να ικανοποιείται το ένστικτο του φόβου που παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό της αυτοσυντήρησης. Αυτήν ακριβώς την τάση συναντώ στους μαθητές μου που αρνούνται κατηγορηματικά να ενσωματώσουν στο σύστημα γνώσεών τους διαφορετικές έννοιες κοινών λέξεων που ήδη κάποιες φορές έχουν συναντήσει. Είναι, εν μέρει ένα πρόβλημα που κατατρύχει γενικά τις λέξεις και τις έννοιες που έχουν κολλήσει με ορισμένο τρόπο στο μυαλό μας, τον οποίο αρνούμαστε κατηγορηματικά να αλλάξουμε, ή έστω να αναθεωρήσουμε. Κάπως, μέσα από αυτή τη στάση, γίνονται εμφανείς αποχρώσεις αντιλήψεών μας της έννοιας του ξένου, καθώς και συνεπαγόμενες συμπεριφορές μας απέναντι σε καθετί που θεωρούμε ξένο.
Είναι κι αυτή μια λέξη με πολλές σημασίες, την οποία ο καθένας αδιαμφισβήτητα περνάει από το πρίσμα των δικών του χρωμάτων. Ορισμένες μονάχα καλλιτεχνικές και περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλείς θα προσεγγιστούν εδώ: συγκεκριμένα, ο Ξένος του Αλμπέρ Καμύ, αυτός του Φοίβου Δεληβοριά μαζί με τον “Ξενιτεμένο” του Γιώργου Σεφέρη.

Μερσώ 01 (Ο Ξένος), Alexis Lekat

Ασφαλώς δε μπορεί κάποια να ισχυριστεί πως προσεγγίζει την ψυχική φυσιογνωμία του Μερσώ, του Ξένου και κεντρικού χαρακτήρα στο εμβληματικό για την υπαρξιστική θέση σύντομο μυθιστόρημα του Καμύ, χωρίς τουλάχιστο να πλησιάσει σε μια έστω εν μέρει κατανόηση της κατάστασης του “τυπικού ατόμου” του 20ού αιώνα κι έπειτα (χωρίς να υποθέτουμε, με οποιονδήποτε τρόπο, πως με βάση της πλήρους απαρίθμησης των παρακάτω χαρακτηριστικών ένα τέτοιο άτομο υφίσταται στην πραγματικότητα, σε κάθε λεπτομέρειά του). Η σημασία της εργασίας, όχι μόνο για την εξασφάλιση των απαραίτητων πόρων για να επιβιώσει κάποιος, αλλά και για την ενσάρκωση του οράματος της προσωπικής επιτυχίας-υποκειμενικής επιλογής για κάθε προσωπικότητα είναι εύκολο να παρατηρηθεί και μέσα από το μυθιστόρημα πως ξεκάθαρα ασκεί την αλλοτριωτική της δύναμη στο ψυχολογικό αποτύπωμα του καθενός. Γι' αυτό κι ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής πραγματικότητας του Μερσώ, όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης στο πρώτο τουλάχιστο μέρος του βιβλίου, πιο εμφανώς, αλλά και όχι μόνο, είναι η επίδοση στις απολαύσεις: της θάλασσας, του έρωτα, της συντροφιάς, χωρίς τη δόμηση σταθερών δεσμών ή ρουτίνας, με απώτερο στόχο την αντιστάθμιση των εξαναγκασμών, στους οποίους ο ήρωας καθημερινά, ασυναίσθητα και μη λόγω της καπιταλιστικά υπερεπιβαλλόμενης κυρίαρχης ιδεολογίας υποβάλλεται. Οι ομοιότητες αυτής της άποψης της ζωής του ήρωα με τη σημερινή μας κατάσταση είναι αυτονοητες και δε χρίζεται απαραίτητο να επισημανθούν περαιτέρω.


Η συνέπεια και συνέχεια, ωστόσο, αυτής της στάσης ζωής είναι αδύνατο να αρνηθούμε το βαθμό στον οποίο μετουσιώνεται στην όλο και περισσότερη αποστασιοποίηση του καιρού μας· τη σταδιακά λιγότερη εμπλοκή και ενεργή ενασχόληση· την όλο και φτωχότερη σκιαγράφηση διαβαθμίσεων των συναισθημάτων. Όλα αυτά δηλαδή ακριβώς που στόχευσαν να στηλιτεύσουν ο Γιώργος Σεφέρης κι ο Φοίβος Δεληβοριάς με δείγμα της ποίησης και της στιχουργικής τους αντίστοιχα, τη συμβολή των οποίων στη διαμόρφωση σύγχρονων πτυχών της έννοιας του ξένου στο ελληνικό συλλογικό ασυνείδητο θα εξετάσω παρακάτω.
Η θέση των δυο ποιητών (θα ονομάσω και το Δεληβοριά έτσι εδώ, επειδή κατά την ταπεινή μου προσωπική άποψη όσα καλλιτεχνικά έχει μέχρι τώρα να επιδείξει δικαιολογούν το χαρακτηρισμό) βασίζεται στη διείσδυση της συναισθηματικής ματιάς πάνω στους ανθρώπους και τα πράγματα, κι εμφανίζεται ξεκάθαρα να αντιτίθεται διαμετρικά στην ατομική θεώρηση του Μερσώ. Από τη μια μεριά, η περσόνα του νομπελίστα ποιητή στο “Γυρισμό του Ξενιτεμένου” εκθέτει τη νοσταλγία του μέσα από την ερευνητική ματιά που ρίχνει στην πατρίδα του, έχοντας διατηρήσει χωροχρονικές αποστάσεις που αποτρέπουν τον επαναπατρισμό όσων προσμένει ως τα πιο γλυκά συναισθήματα (“γυρεύω τα παλιό μου σπίτι / με τ' αψηλά παράθυρα ... γυρεύω την αρχαία κολόνα / που κοίταζε ο θαλασσινός”). Από την άλλη ο σύγχρονός μας τραγουδοποιός καταγγέλει τα συναισθήματα αποξένωσής του από τις συμβάσεις που εγκρίνει η ελληνική κοινωνία, από τις κυρίαρχες τάσεις της οποίας έχει απομακρυνθεί ανεπιστρεπτί (“πες μου αλήθεια αν αυτή η μουσική / ήταν πάντα μπουζούκια κλαψιάρικα”). Με άλλα λόγια, και οι δυο αποστρέφονται την κοινωνικά επεκτεινόμενη έλλειψη συναισθηματικής εμπλοκής και διαχωρίζουν τη θέση τους από αυτή.


Εκεί που, όπως ο Καμύ, αλλά και ο Δεληβοριάς επιβεβαιώνουν, η παρουσία του ξένου αποδεικνύεται περίτρανα είναι στο σημείο δημιουργίας ρηγμάτων ανάμεσα στην ατομική ιδιοσυγκρασία και την κοινωνική επιβολή. Ο Μερσώ του Καμύ είναι καταδικασμένος να ανακαλύψει με επίπονο τρόπο πως η ανάδυση της ανθρώπινης επιλογής εν μέσω των κοινωνικών συμβάσεων ενέχει τη δυνατότητα να οδηγήσει κάποιον στο ικρίωμα, ειδικά αν ορατά παραβεί τα όρια επίδειξης αναισθησίας προς τα θεωρούμενα ως προσφιλέστερα πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντός του, όπως για παράδειγμα με το να μην κλάψει ή συγκινηθεί καθόλου κατά τη διάρκεια της κηδείας της μητέρας του. Αυτό, παρ' όλο που, πολλά χρόνια μετά “ο Ξένος” του Δεληβοριά μας καλεί συνειδητά να κρατήσουμε αποστάσεις από την εκδοχή της πραγματικότητας που μας ταΐζεται άνωθεν, παρατηρώντας την από τη σκοπιά ξαφνικής ωριμότητας και προβάλλοντας τις ιδιοσυγκρασιακές μας αντιστάσεις απέναντι σ' αυτό που έτσι κι αλλιώς εξελίσσεται ερήμην μας, μέσω της καθημερινά αλόγιστα υπερυψωμένης από τα ΜΜΕ και κάθε λογής φερέφωνο δίχως σκέψη κυρίαρχης ιδεολογίας (“πες μου αλήθεια αν το μέρος αυτό / υπήρξε ή εγώ το φαντάστηκα”).


Όπως και να 'χει η αναλυτική απαρίθμηση κι εξέταση των εννοιών του ξένου που διαπερνούν την καθημερινότητα και την κουλτούρα μας δε σταματά εδώ. Οφείλει σκόπιμα και με ευγνωμοσύνη να επισημανθεί εδώ η συμβολή εκλεκτών δειγμάτων των διαφορετικών μορφών τέχνης στο καθρέφτισμα κι αντίκρυσμα από το παράθυρο πολλαπλά σημαίνοντων εκδοχών του γνωστού μας κόσμου.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Δέσμιοι της Συντροφικότητας;

Χαρούμενη νότα ξεκινήματος επειδή οι ευχάριστες διαπιστώσεις πρέπει να τονίζονται για να τονώνεται ο ατομικός και συλλογικός εαυτός: πόση ελπίδα μπορεί να γεμίσει κάποιον το γεγονός ότι τέτοια πληθώρα και διαφορετικότητα απόψεων βρίσκει διέξοδο στο Διαδίκτυο! Αυτή ακριβώς ήταν η αντίδρασή μου για την πολυπλοκότητα και το ενδιαφέρον που μπορεί να αποκτήσει η ζωή μας ως αποτέλεσμα των παραπάνω, ακριβώς μόλις τελείωσα τη δεύτερη ανάγνωσή μου του κειμένου ενός αναγνώστη του Lifo για τη στήλη You Send it, όπου δημοσιεύονται σκέψεις και η προσωπική έκφραση του κοινού, σχετικά με την ανάγκη και την εξάρτησή μας από τη συντροφικότητα.

Αλέξανδρος Παύλου, Κανείς δεν Πέθανε Επειδή Δεν Παντρεύτηκε 
 
Είναι και όχι μόνο φαινομενικά ευνόητο πως μπορεί πολλοί από εμάς να έχουμε μπουχτίσει με αναρίθμητες εκφάνσεις της κυρίαρχης κουλτούρας και να θέλουμε να αποδώσουμε τα σπασμένα κι όλο το φταίξιμο του κόσμου στα μούτρα της· ωστόσο, την άποψή μου σχετικά με το θέμα που πραγματεύεται εδώ ο συγγραφέας τη θεωρώ αναπόφευκτη: είτε αρέσει σε πολλούς είτε όχι, η συντροφικότητα είναι όχι μόνο ένας τρόπος να επιβιώσει η κοινωνία, αλλά κι ένας τρόπος να εκφραστεί και να ανθίσει κάθε κρυμμένη πτυχή συμμετοχικότητας και δημιουργίας του ατόμου.

Τρούντι Ντόιλ, Εραστές και Ηλιοτρόπια

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Επιστρέφοντας στην αρχή του κειμένου που δημοσιεύθηκε στο LIFO, ο συγγραφέας φαίνεται να αισθάνεται έντονα πως το κύριο χαρακτηριστικό από το οποίο διακρίνεται μια συντροφική (προφανώς εδώ εννοώ ερωτική) σχέση και στον 21ο αιώνα είναι η ανελευθερία βούλησης και κινήσεων. Ανελευθερία, πρώτον γιατί η επιλογή να ζήσει με αυτόν τον τρόπο είναι ξεκάθαρα υπερεπιβαλλόμενη από το άμεσο οικογενειακό, φιλικό, επαγγελματικό και γενικότερα κοινωνικό περιβάλλον, και δεύτερον διότι, από το πρώτο λεπτό που βρίσκεται στο μέσον ενός είδους δυικής εξάρτησης, κάποια οφείλει πάντα να υπολογίζει τη γνώμη ή τουλάχιστον τον πιθανό τρόπο ύπαρξης του άλλου της μισού, πριν οριστικοποιήσει κάθε απόφασή της.
Το δεύτερο επιχείρημα ξεκάθαρα αποδίδει δικαιοσύνη στον όγκο του ισχυρισμού· δε μπορεί, ωστόσο να ειπωθεί το ίδιο και για το πρώτο. Στο μέσον της σύγχυσης από την κεραυνοβόληση μηνυμάτων του καιρού μας, που όλο και κάτι προωθούν, σίγουρα οφείλουμε να περνάμε καθετί από το προσωπικό μας φίλτρο, είτε πρόκειται για κάτι στο οποίο η οικογένεια και οι φίλοι μας εξ ιδίας πείρας εντόνως επιμένουν, είτε για το τελευταίας κοπής στερεότυπο που προωθείται ως αυταπόδεικτη αξία, που πρέπει καθημερινά να ακολουθούμε, από τον κόσμο των ΜΜΕ. Κι ακόμη κι αν αισθάνεσαι στις φλέβες σου αυτή την καταπίεση, αναρωτιέμαι πόσο περισσότερο άνθρωπος θα μπορούσε ο καθένας μας να μοιάζει αν ορθώσει το ανάστημά του στους αγενείς και άγονους τοίχους των κατεστημένων που υποτίθεται πως πρέπει παντού και πάντα να ακολουθούνται όπως και να 'χει; Πάντως αυτό θα ήταν σίγουρα κάτι καινούργιο ή θα σήμαινε ενός είδους διαφορά.


Υπάρχει η επιλογή να συμμερίζεσαι και απλώς να απέχεις, ξεκάθαρα μακριά από το να παίζεις θέατρο ότι είσαι το ζωντανό παράδειγμα ήθους του είδους και άξιου συνεχιστή των κοινωνικών παραδόσεων (στο οποίο θέμα ξεκάθαρα δηλώνω πως συμμερίζομαι τη διαφωνία του συγγραφέα). Η προπαγάνδα των προηγούμενων είναι εκεί, πιθανόν επειδή έτσι πρέπει να είναι· επειδή ό,τι και να γίνει πάντα θα αισθάνονται την ανάγκη να μεταδώσουν κάποιου είδους γνώση· επειδή είναι γονείς ή στενά δεμένοι κι ενδιαφερόμενοι συγγενείς, που πάντα θα αισθάνονται την παρόρμηση να σε σώσουν από κάτι στο οποίο ακόμη δεν υπέπεσες· επειδή, ως μεγαλύτεροι οφείλουν να επιδείξουν γνώση και εμπειρία σαφώς βαθύτερη από τη δική σου. Ο δρόμος για την υποκειμενικότητα, όμως είναι κάτι που ξεκινάς έχοντας γνώση της αντοχής που πρέπει να δείξεις για τα στενά κι απόκρημνα μονοπάτια του, όπως και για τα όσα θα αισθανθείς ότι κέρδισες μόλις κάπως φανεί ότι έχεις φτάσει κάπου. Ενέχει με άλλα λόγια τη δυνατότητα να αποτελέσει αποκλειστικά δική σου διεκδίκηση κι ενδεχόμενο κεκτημένο.
Συνεχίζοντας προσεκτικά να ακολουθώ τη γραμμή εναντίωσης στον εξαναγκασμό οποιουδήποτε ανθρώπου προς οποιαδήποτε στάση ζωής ή ενέργεια, είναι αδύνατο να παραβλέψει κανείς να αναφερθεί εδώ στη δύναμη της χρυσής τομής που μπορεί να επιφέρει στην παγκόσμια ευτυχία η υγιής συντροφική συμβίωση. Κατ' αρχάς, κάποιοι άνθρωποι θα εξακολουθούν να είναι αιωνίως ταιριαστοί, όσο κι αν πάντα αυτό το ζήλευες, μη δεχόμενη ασφαλώς ποτέ να αρνηθείς ότι θα μπορούσαν να εκφραστούν με κάποιον άλλο τρόπο από το να παραμείνουν αιωνίως μαζί. Κι έπειτα, όσες υποχωρήσεις, ήττες και στενοχώριες κι αν κρύβει η ίδια η έννοια του συμβιβασμού, στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να παραδεχτούμε την επιτυχία έστω και της πιο ελάχιστα θεμελιώδους κατάκτησης χωρίς την ομπρέλα της σταθερότητάς του. Στρατιά σύννεφων από σκέψεις κι άπειρα λόγια, αλλά συγκεκριμένα πρακτικά βήματα συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν την ιστορία των σχέσεων της ανθρωπότητας ακόμη και σήμερα.

Μαρκ Σαγκάλ, Αδάμ και Εύα

Και φυσικά όσοι ποπολάροι κι αν ανυψωθούν επιφανειακά, κανείς δε θα μπορούσε να βρει ελαφρυντικά για την αρρώστια στη σκέψη και μόνο ότι θα μπορούσε κανείς να καταλήξει μόνος, έρημος κι ασυνόδευτος στην τρίτη ηλικία· τόσο πολύ ώστε τα οστά του να βρεθούν ξεσκισμένα από τις επιδρομές τρωκτικών και μικροοργανισμούς που έχουν επιτεθεί στο σώμα του μετά την τελική του κατάρρευση, την οποία δεν αντιλήφθηκε κανείς παρά μόνο, αφού η οσμή ξεπέρασε τα όρια της αντοχής και της περιέργειας των γειτόνων. Όχι πως αυτός οφείλει να γίνει ο αποκλειστικός λόγος να κυνηγήσει κάποιος ένα σύντροφο. Μπορεί να γίνει, όμως, μια παρακίνηση να σκεφτεί το θέμα από διαφορετική σκοπιά.
Είτε συμβιώνεις αρμονικά ή όχι, ή ακόμη κι αν (δεν) περιμένεις να φανεί κάτι τέτοιο στο δρόμο σου, το θέμα είναι λογικό να προσεγγίζεται ως ξεκάθαρα προσωπική επιλογή. Η απόδοση μεριδίου ευθύνης για τις αποφάσεις της ζωής σου στον περίγυρο ή στις κοινωνικές συμβάσεις μπορεί κάλλιστα να αποτελεί δικαιολογία, έναν από μηχανής θεό, μια κουκούλα όψης του εαυτού σου που περιμένει διακριτικά κάποτε να αποκαλυφθεί.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Η Φύση που (Δεν) Παρατηρούμε

Ανάμεσα στους παράγοντες που συντηρούν την ανάγκη και τη βούληση πολλών από εμάς να συνεχίσουμε σε αυτά που λέγονται επιβίωση και δημιουργία συγκαταλέγονται εκτός από επιλεχθέντα και τυχαία συναπαντήματα. Ένα απ' αυτά ίσως για πολλούς (στους οποίους αναμφίβολα ανήκει η υποφαινόμενη) αποτελεί η εξωτερική επίδραση της φύσης σε πρακτικά κομμάτια της ζωής μας· εγώ, εδώ, έχω επιλέξει να εστιάσω στη σημασία της για τη σταθερή εξέλιξη της ψυχοσύνθεσής μας και την αυτοέκφρασή μας.

Κλώντ Μονέ, Κήπος

Η φύση με την έννοια του περιβάλλοντος, των εξωτερικών επιφανειών που αθέλητα δεχόμαστε ή σκόπιμα σχεδιάζουμε να συντροφεύει το κρησφύγετο ανάπαυσής μας ή τον τόπο των (καθημερινών ή μη) δραστηριοτήτων μας. Αυτή η έννοια της φύσης κι όχι οτιδήποτε έχει σχέση με τη δουλικότητα διαπραγματεύσιμης, ή μη αποδεκτής βιολογικής πραγματικότητας, ή των πεπατημένων παραδόσεων θα μας απασχολήσει εδώ.
Συχνά, ιδιαίτερα όσοι από εμάς έχουμε ζήσει ή ζούμε σε τοποθεσία της ελληνικής επαρχίας, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με την εικόνα της εγκατάλειψης που απειλεί να ξεσκίσει οποιουδήποτε την ψυχή. Ξεριζωμένα από τον αέρα δέντρα ριγμένα πρόχειρα για μήνες σε κεντρικά πεζοδρόμια. Αστόχαστα αφημένα στη μοίρα τους λιμνάζοντα νερά στα όρια των περιχώρων. Αδέσποτα που έχουν αψήφιστα εγκαταλειφθεί να σιτίζονται από κεντρικές τοπικές επιχειρήσεις εστίασης εναλλάξ, ελλέιψει προστασίας ιδίου περιβάλλοντος. Το πιο επικίνδυνο που χαρακτηρίζει τις παραπάνω εικόνες είναι ο κίνδυνος, ως διαβάτες, να μας γίνουν τόσο συνήθεις στο μάτι, που να μην παρατηρούμε καν την απαρχή εκδήλωσης της παρουσίας τους σε περιοχές που αλωνίζουμε και δραστηριοποιούμαστε καθημερινά, πράγμα που δυστυχώς όλο και περισσότερο τείνει να πάρει σάρκα και οστά.
Μέσα στο φυσικό περιβάλλον που αντικρύζουμε καθημερινά υπάρχει ο εαυτός μας μαζί με αυτό των γύρω μας στις διάφορες εκφάνσεις τους. Μέσα από την προσοχή ή την αμέλεια που δείχνουμε στα δέντρα του τετραγώνου μας και τα λουλούδια του κήπου μας, είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε την ανάγκη και την αγωνιστικότητά μας στο να πετύχουμε κάτι, την ικανότητά μας για την κατανόηση της σημασίας της μεταφοράς στην ανθρώπινη σκέψη. Μπορούμε να διακρίνουμε πόσο νοιαζόμαστε να καλλιεργήσουμε μια υγιή σχέση με τους φίλους και την οικογένειά μας, πόσο πραγματική ανάγκη έχουμε της ύπαρξης κάποιου στη δική μας ζωή, μιας αντιθετικής δύναμης.
Ο τρόπος που τα χαρακτηριστικά των οργανισμών του άμεσου περιβάλλοντός μας αποτυπώνεται μέσα μας, αν τους δώσουμε το απαιτούμενο ελάχιστο προσοχής, διατηρεί τη δυνατότητα να μας σημαδέψει με μια σειρά από τρόπους. Ένας από αυτούς, για παράδειγμα, είναι το αμείωτο της προσοχής που εκδηλώνουν για την ευημερία μας μέσα από τη σταθερότητα που μας παρέχουν. “Μπορείς αν θέλεις να κρυφτείς όταν θα βρέχει / κάτω από 'κείνα τα πλατάνια τα μεγάλα”, όπως έχει γράψει και τραγουδάει στα “Δέντρα” ο αγαπημένος μας Παύλος Παυλίδης, αλλά και να παρκάρεις κάτω από τον ίσκιο των δέντρων που ίσως πριν χρόνια είχες φυτέψει ή έστω επιτρέψει ή ευνοήσει τις συνθήκες ώστε να αναπτυχθούν, προνόμια σπάνια στις σύγχρονες κοινωνίες που κατατρύχονται από ατέρμονους καταιγιστικούς ρυθμούς, αλλά και συστηματικά αποδεδειγμένη αμέλεια για ότι βρίσκεται ή τολμά να ξεμυτίσει στο χώμα τριγύρω. Είναι, όμως και η ηρεμία, καθώς και η δροσιστική πνοή του καλοκαιρινού αέρα, μια στάλα ανακούφισης, όταν σταματά ο θόρυβος από τις ασταμάτητες, καταδιωκτικές ομιλίες και τους θορύβους των μηχανών και των εξατμίσεων των πολύβουων πηγαινοερχόμενων αυτοκινήτων.



Πάνω απ' όλα, στους ζωντανούς οργανισμούς που σε περιβάλλουν μπορείς να προβάλλεις τον εαυτό σου, ή τελοσπάντων αυτό, του οποίου την αίσθηση έχεις ότι είσαι, χάρισμα με το οποίο είμαστε ιδιαίτερα έμφυτα προικισμένα τα περισσότερα ανθρώπινα όντα. Μπορεί να νιώθουμε μέρος της ευγένειάς τους που εκθειάστηκε παραπάνω, ή ακριβώς με τον τρόπο που τη ζει η Σύλβια Πλαθ, όταν δεν αναγνωρίζει στο προσωπό τους πως είναι ικανά “ούτε για αμβλώσεις, ούτε για ίντριγκα”, και πως προβάλλουν τον εαυτό τους αβίαστα, “χωρίς προσπάθεια”. Προσεγγίζοντας εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, η πολλαπλότητα των ανησυχιών για αναγνώριση κι επιβίωση του Βαν Γκογκ αντικατοπτρίζονται μέσα από τις αποτυπώσεις τοπίων του, τον εσωτερικό κόσμο των οποίων θεωρώ αδύνατο να συγκρίνει κανείς με οτιδήποτε μπορεί να εμφανίζεται παρόμοιο.


Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Σταροχώραφο με Κοράκια

Και το σημαντικότερο όλων: η φύση είναι η ματιά και το περιεχόμενο της έμπνευσής μας. Το ύφος του γραπτού σου μπορεί να αποφεύγει τις εξάρσεις αν ζεις σε περιοχή του κόσμου με σχετικά σταθερές κλιματολογικές συνθήκες ανά εποχή και δεν έχεις μετοικήσει ή μετοικείς συχνά· ίσως, παρ' όλα αυτά, να μετατραπεί σε πεδίο συνεχών ανακατατάξεων και ραγδαίων εσωτερικών ρωγμών, αν βιώσεις τη δύναμη του καταπιεστικού, εσωστρεφούς χειμώνα με έναν παρόμοιο τρόπο με τον οποίο ενδεχομένως ο Κάφκα ένιωθε πως καταδυναστευόταν από τις περιβαλλοντικές δυνάμεις. Η παραγωγή λόγου και βίου είναι μια αναπαράσταση της είσπραξης φυσικών δυνάμεων προς όλες τις κατευθύνσεις, την οποία ορμέμφυτα, καλλιεργημένες φυσικές τάσεις και συναισθήματα σχηματοποιούν.
Το να ψάχνουμε γύρω μας για εκείνα τα δέντρα που φαίνονται ενωμένα ή την τάδε γραμμή του ορίζοντα που δεν έχουμε παρατηρήσει είναι μια συνετή επιλογή στο έρεβος της ταχύτητας ζωής που μας διαφεντεύει. Όχι κάπου μακριά, αναζητώντας κάτι καινούργιο που θα μπορέσει να μας κόψει την ανάσα, αλλά κάπου τριγύρω στην αντηλιά και στην ομήγυρη όσων μας έχουν διαμορφώσει.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Μικρού Μήκους Χρονικά της Κρίσης Κάτω από το Μικροσκόπιο: Δυστυχώς Απολύεσαι

Δεν είναι λίγοι όσοι υπερθεματίζουν ότι τα χρόνια της κρίσης, όπως τη βιώνουμε στην Ελλάδα κι όχι μόνο, κάτι περισσότερο από 6 χρόνια τώρα, ως μέρος του φάσματος της θεματολογίας δημιουργημάτων, τους απωθούν εξαιτίας της μελαγχολίας που τους προκαλούν. Και δεν είναι λίγες οι φορές που έχω έρθει αντιμέτωπη με τις σκέψεις τους, διερωτώμενη πώς είναι δυνατό ένα μόνο είδος θύμησης και αντανάκλασης να τους προκαλεί τόσο βαθιά θλίψη. Κατά τη γνώμη μου, στο Δυστυχώς Απολύεσαι, όπως και σε άλλα έργα που επωμίζονται επάξια το βάρος του είδους, περισσότερο η συνειδητοποίηση κι ένα είδος μετα-αυτοκριτικής είναι ικανά να ωθήσουν τον αναγνώστη στην πρόθυμη έως και μανιώδη ανάγνωσή τους.

Κάρι Αν Μπάαντ, Μελαγχολία με Δαίμονες

Φυσικά κάποια επίπονα στερεότυπα είναι αδύνατο να αποφευχθούν κι εδώ, όπως κι αλλού. Όπως, για παράδειγμα, η συναισθηματική στειρότητα-προϊόν μιας στεγνής οικονομίας, που εισπράττει κανείς σε πολλές περιπτώσεις από τον φιλικό ή / και οικογενειακό περίγυρο. Στα περισσότερα μικρά διαμάντια-διηγήματα του Φώτη Καλαμαντή η αφομοίωση των ιδεών του καπιταλισμού ως υπέρτατες αξίες από τα μέλη της κοινωνίας είναι απόλυτη και πλήρης, δείγμα αυθεντικά συνειδησιακής ματιάς και διάθεσης ρεαλισμού. Πόσο μάλλον αν σκεφτεί κάποιος ότι το έτος έκδοσης που φέρει η συλλογή είναι μόλις το 2014.
Το εντυπωσιακό, ωστόσο, σ' αυτές τις μικρές ιστορίες δεν παραμένει μονάχα ο υπέρτατος βαθμός που οι συμπεριφορές μας, ως Ελλήνων της κρίσης έχουν αποτυπωθεί. Το πιο υπέροχο που έχει να αντικρίσει κανείς, με το που θα ανοίξει σχεδόν τα πρώτα διηγήματα του Δυστυχώς Απολύεσαι, είναι πολλά από τα προσωπικά ρομαντικά όνειρα προσωπικής πλήρωσης των ηρώων, συχνά ανέφικτα, που όμως, καθώς οικοδομούνται με προσοχη, ορθώνονται και καταλαμβάνουν στο σύμπαν τους απέραντες εκτάσεις, εκτοπίζοντας κάθε γκρίζα ανορθογραφία. Όπως για παράδειγμα δυο από τους συμπαθέστερους στην υποφαινόμενη ήρωες: ο Μιχάλης στα “Σκουπίδια” κι ο Κώστας στη “Ματούλα”.
Σκαλίζοντας σχολαστικά την εξέλιξη του πρώτου, διαπιστώνουμε πως ο Μιχάλης έχει παντρευτεί σε κανονική ηλικία, μόνο όπως κάτι αντίστοιχο υπολογιζόταν της δεκαετίες προ κρίσης, έχει βαρεθεί την καθημερινότητα με τη γυναίκα του και τα δίδυμα που του έχει χαρίσει, και ψάχνει έναν έρωτα να τον εξιτάρει στο πρόσωπο της Χρύσας. Το αντικείμενο του πόθου του είναι γυναίκα ευκατάστατη, παντρεμένη με πετυχημένο επιχειρηματία, στην προσπάθεια να αποκτήσει εμπειρίες προσωπικής ζωής, που να την εκφράζουν, έχοντας τες επιλέξει η ίδια· είναι ξεκάθαρο πως ως ηρωίδα που έχει φέρει εις πέρας καταπιεστικούς ρόλους ετών, αυτό που αναζητά πιθανώς απέχει παρασάγγας από συναισθηματική αναγέννηση οποιασδήποτε έντασης και μορφής. Μολονότι, αυτή ακριβώς ξυπνά στο μυαλό, την καρδιά και το είναι του εραστή της και ήρωά μας, Μιχάλη, στον οποίο δε μένει παρά να συνειδητοποιήσει ότι τίποτε απολύτως δεν επιθυμεί από τη ζωή μακριά από την απρόσμενη καθημερινότητα ενός παθιασμένου έρωτα.


Όσον αφορά, τώρα, τη συναισθηματική εξέλιξη του Κώστα στη “Ματούλα”, όλα εξαρτώνται από τις προοπτικές άνθησης του βλασταριού που με τόσο κόπο μόνος του κατάφερε να μεγαλώσει. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, η αρχική διάγνωση της έφηβης κόρης του με δύσκολα προβλέψιμη, για ό,τι τουλάχιστον αφορά την πορεία της, νόσο τον ρίχνει σε βαθιά μελαγχολία, που συνοδεύεται από αδυναμία αντίδρασης, μετά από τυχαία συνάντηση με ένα ακαθόριστου είδους και προέλευσης πεπρωμένου. Γι' αυτόν σύσσωμο το σύμπαν αντανακλά την αγάπη του για το παιδί που έφερε στον κόσμο, κι έτσι, κάπου μετά την αποκάλυψη μιας ανακουφιστικής αλήθειας στο διήγημα βροντά με άνεση την πόρτα στο ποτισμένο από κάθε ραγδαία διαβρωτική επίπτωση της καπιταλιστικά ανθρωποφαγικής ιδεολογίας αφεντικό του, το Τσίγκο, όνομα και πράμα (ειδικά αν σκεφτεί κανείς την κυριολεκτική χρωματολογία, καθώς και τη μορφολογική και ηχητική εγγύτητα της λέξης με το χαρακτηρισμό “σπάγγος”).
Και ο απόηχος του αγαπημένου μου διηγήματος από τη συλλογή (συνήθως αποφεύγω να μεροληπτώ σε υπερβολικό βαθμό, πάντα με πυξίδα την αυτοπραγμάτωση μέσα από τις κατάλληλες εξαιρέσεις, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση στάθηκε ειλικρινά δύσκολο να αντισταθώ!): στην “Καλή Δουλειά” ο αναγνώστης έρχεται φάτσα φόρα αντιμέτωπος με την προδιαγεγραμμένη αποτυχία ενός νέου που ψάχνει να βολευτεί με κάθε πολυτέλεια της έννοιας στη μετακρισιακή πραγματικότητα της σημερινής Ελλάδας. Ο Κώστας είναι 28 χρονών, απόφοιτος τμήματος Γεωγραφίας, αφού την κρίσιμη στιγμή δεν κατάφερε να περάσει στο Μαθηματικό κι ασφαλώς άνεργος. Ένα τηλεφώνημα του πατέρα του σε παλιό γνώριμο-μεγαλέμπορο-μαφιόζο εγγυάται με βεβαιότητα, αν όχι τίποτε άλλο, να του χαρίσει μια ματιά στην είσοδο των ημιαπατεωνιών και της απανθρωπιάς του ελληνικού μεγαλοεπιχειρηματικού κόσμου και τις δυσκολίες του ιδιωτικού τομέα. Θα καταφέρει ο Γιώργος να στεριώσει σαν υπάλληλος στην εταιρεία του Νάκου Βαρθολομαίου, μεγαλέμπορα χαρτιού, διαβόητου για μαφιόζικη συμπεριφορά, ή έχει δίκιο η Τίνα, η κοπέλα του, που προσπαθεί να τον προτρέψει να μη δίνει και πολύ σημασία; Κανενός είδους απάντηση, αλλά κι όλες ταυτόχρονα μπορούν να ικανοποιηθούν τα μέγιστα από την έκβαση του εκτενέστερου διηγήματος της αξιόλογης αυτής συλλογής.
Τι κι αν αισθανόμαστε πως οι λέξεις “ανεργία” και “οικονομικές συνθήκες” έχουν σημαδέψει τη ζωή μας βαθιά για πάντα· το λιτό ύφος γραφής του Καλαμαντή που όμως δεν αποφεύγει τις συγκρατημένες εκρήξεις, καθώς και η ανατριχιαστικά οικεία καθημερινότητα των περιστατικών που περιγράφει μας κάνουν να διακρίνουμε εκ νέου πράγματα που υπάρχουν στη ζωή μας και δεν έχουμε σταθεί ποτέ να αντικρύσουμε ή να παρατηρήσουμε. Αφιερωμένο αδιαμφισβήτητα σε όσους έχουν σβησμένη την παραγωγή λογοτεχνίας γραμμένη στην εποχή που φιλοδοξεί να αποτυπώσει τις καινοφανείς ιδιαιτερότητές της.

By Μαρία Γώγογλου


Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Σενάριο Εφικτής Υπέρβασης Σεξισμού της Γλώσσας;

Αφετηρία για τις σκέψεις που πυροδότησαν αυτή την ανάρτηση υπήρξε κείμενο του froot.gr, παρά το γεγονός ότι τα παρακάτω μπορεί να μη βρεθεί πως αποτελούν ευθέως σχόλιο ή απάντηση πάνω στις απόψεις του συγγραφέα. Το ανέφικτο του στοχασμού πάνω στη δυνατότητα έκφρασης και εκφοράς και των δύο φύλων στη γλώσσα παραμένει έτσι κι αλλιώς στοιχείο που διαπερνά καθημερινές εκφάνσεις της ανθρώπινης πραγματικότητας.


Το πρόβλημα, ακόμη και στον 21ο αιώνα και μετά από καθοριστικές κοινωνικές αλλαγές στις διαπροσωπικές σχέσεις και την αγορά εργασίας παραμένει άλυτο και δύσκολο να το διαπραγματευτεί κανείς: μπορούν οι γυναίκες να εκφραστούν ή να κοιμούνται ήσυχες, όταν άλλες και άλλοι εκφράζονται γι' αυτές, τη στιγμή που ο κανόνας ότι γραμματικά το αρσενικό υπερισχύει, απολαμβάνει γενικευμένης αποδοχής και σεβασμού; Το ερώτημα παραμένει και σχετικά με το αν και σε ποιο βαθμό υπάρχει προβληματισμός γύρω από το θέμα αυτό.

Soosh, Αυτοκριτική




Η χρήση του @ αντί για κατάληξη που να προδίδει το γένος καθημερινά, προς αποφυγή λόγου που προωθεί τις διακρίσεις ανάμεσα στα δυο φύλα παρουσιάζεται από το συγγραφέα ως λύση που κάποιες αντιλαμβάνονται πως αντισταθμίζει τη μειωμένη αντιπροσώπευση των γυναικών στις γλωσσικές ευκαιρίες του καιρού μας (όπως π.χ. Στην πρόταση “όποι@ πρόθυμ@ ενδιαφέρεται να λάβει μέρος μπορεί να τηλεφωνεί” κλπ). Όσο σκεπτικός παραμένει ο ίδιος, ωστόσο, απέναντί του άλλο τόσο δηλώνει και η υποφαινόμενη: το συγκεκριμένο αποτελεί μέτρο επιφανειακής αλλαγής που ενδέχεται να καλύψει μόνο το γραπτό λόγο, που μέσα από την ομιλία και την εσωτερίκευσή μας, στην οποία συνεχώς υποβάλλεται, συνεχίζει να μεταφράζεται στο γένος που ο καθένας έχει συνηθίσει να διαβάζει· δε θα είναι, άρα, καθόλου υπερβολικό να τονίσουμε εδώ ότι οι περισσότερες έχοντας αφομοιώσει το κυρίαρχο ρεύμα κουλτούρας της γλώσσας θα ανατρέξουν στο αρσενικό. Μια γρήγορη ματιά στον καθημερινό λόγο θυληκών περσόνων των ΜΜΕ κι ο σύντομος αναλογισμός του ρόλου του σε αμέτρητες στιγμές της ρουτίνας μας ακόμη και κατά την παράδοση μαθημάτων θα σας πείσει για την ισχύ του επιχειρήματος.
Όλοι, ωστόσο, χρειαζόμαστε ένα είδος ψευδαίσθησης για να επιβιώσουμε, ειδικά στις περιπτώσεις που το είδος της πραγματικότητας στο οποίο εισχωρούμε είναι υπερβολικά σκληρό για να μας συμπεριλάβει. Το γεγονός για παράδειγμα του κοινωνικού αποκλεισμού των γυναικών που επισφραγίστηκε μέσα από τους περιορισμούς χρήσης του θηλυκού γένους ανά τους αιώνες μπορούμε να αναλογιστούμε ότι αυθεντικά παρεμπόδισε σημαντικά την αυτοέκφραση, αλλά και την αυτοεκπλήρωση των γυναικών, μέσα στη σάρκα και τα οστά τους. Σε μεταφορικό επίπεδο η υλική υπόσταση των γυναικών ενδεχομένως εν μέρει συνεχίζει να καταδυναστεύεται στο πεδίο της γλώσσας από την αδυναμία ύπαρξης λέξεων που να αποδίδουν το ρόλο που διαδραματίζουν στο επαγγελματικό πεδίο που έχουν επιλέξει, όπως καταλαβαίνουμε, για παράδειγμα από την έλλειψη αντίστοιχου θυληκού ουσιαστικού για τις λέξεις πρόεδρος και ζωγράφος .
Η κύρια ερώτηση που ανακύπτει από τα παραπάνω, ωστόσο είναι: υπάρχει μόνο μια γυναικεία μειονότητα ή κάποιες συγκεκριμένες υποομάδες που αισθάνονται να προσβάλλονται από την παραπάνω κοινωνική παραβίαση ή μιλάμε για κάτι που εκλαμβάνεται γενικότερα σε βάθος στο σύνολο των επιπέδων του κοινωνικού ιστού; Η απάντηση είναι προφανώς ότι δεν είναι λίγες οι χειραφετημένες γυναικείες υπάρξεις που αντιλαμβάνονται τη μονιμότητα της δόκιμης χρήσης της Ελληνικής ως το μέσο που έχουν συνηθίσει να τους εκφράζει. Ένα εύλογο ερώτημα που πηγάζει από αυτή τη στάση είναι αν μέσα από αυτή μπορεί να ψηλαφιστεί ένα είδος γενικότερης ιδεολογίας που διέπει τις καθημερινές συμπεριφορές των ατόμων που αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα με το συγκεκριμένο σκεπτικό, κι άρα αν, ουσιαστικά, μπορούμε να την τοποθετήσουμε πιο κοντά στο ευχάριστο και βολικό καθήκον διαιώνισης του status quo.
Από την άλλη, δε μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η μητρική γλώσσα πολλές φορές μιλάει από μόνη της. Σίγουρα σε δύσκολες στιγμές, που έχουμε βρεθεί όλοι να μας έχουν στεγνώσει οι λέξεις, καταλάβαμε στα σπλάχνα του τον παραπάνω αφορισμό, όπως όταν για παράδειγμα μας ρώτησαν τη γνώμη μας για κάτι, στην οποία ερώτηση δεν είχαμε διανοηθεί ότι θα χρεαστεί ποτέ να δώσουμε απάντηση. Τότε το αρσενικό γένος μπορεί να εμφανιστεί από μόνο του χωρίς να το έχεις ποτέ προσκαλέσει, και να βρεθείς ακόμη και να απορείς, εσύ η ίδια με τις λέξεις που χρησιμοποίησες έτσι κι αλλιώς αφού επρόκειτο για κάτι που απλώς ξεκίνησε μόνο του να μιλάει μέσα από σένα.

Σκίτσο της Ελένης Τωμαδάκη
 
Σημαντικό είναι να έχουν περάσει και να περνούν παρόμοιες σκέψεις με τις παραπάνω από μέσα μας κάποια στιγμή έστω περιοδικά. Σημαντικό είναι επίσης να πιστεύουμε και να γνωρίζουμε ότι η ουτοπία υπάρχει εκεί, άσχετα με το αν θα θελήσουμε να πλησιάσουμε ποτέ κάποια παράμετρο που μπορεί να παραπέμπει έστω κι ελάχιστα στην έλευσή της. Σημαντικό είναι, τέλος, να ξέρουμε πως υπάρχει η αυτοέκφραση που συχνά δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το φύλο κάποιου, κι ακόμη, αυτή που υπάρχει να μπορεί να φέρει ενδυνάμωση ή τουλάχιστον κουράγιο σε κάποιον / κάποια που έχει διαλέξει μια λιγότερο ή περισσότερο πεπατημένη οδό.

Έντουαρντ Χόπερ, Αυτόματο

Με τη γλώσσα αξίζει να πούμε πόσο άδικο θα ήταν στην εποχή που ζούμε να προσθέτουμε στις διακρίσεις γενικά, που μόνο σταματημό κι επιβράδυνση στον πλούτο και την απόλαυση της ζωής μας μπορούν να προσφέρουν. Και την επόμενη φορά που θα χρησιμοποιήσετε αυθαίρετα και τυχαία το αρσενικό γένος για να μιλήσετε για οποιοδήποτε από τα δύο ή και για τα δύο, τουλάχιστο σκεφτείτε τον τρόπο που πάτε να πείτε αυτό που έτσι κι αλλιώς θα πείτε.


By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Παραλλαγές του Νου και Καβαφική Μνεία

Κάποιες ποιητικές συλλογές κρατούν διαρκή συντροφιά ανά τα χρόνια· και κάποιος μπορεί να τις επισκέπτεται επανειλημμένα ανακαλύπτοντας αμέτρητες φορές τα μοναδικά κρυμμένα νοήματα που μπορεί να βρίσκονται εκεί μόνο γι' αυτόν (δε χρειάζεται, ασφαλώς, να πούμε πως αυτό δε συμβαίνει μονάχα με τις ποιητικές συλλογές!). Η ποιητική τέχνη του Κωνσταντίνου Καβάφη συγκεκριμένα, εκτός από το γεγονός ότι αποτελεί απαραίτητη στάση για όποιον ενδιαφέρεται για την ελληνική ποίηση, αποτελεί υπόδειγμα γραφής για την απλότητά της· κι είναι πραγματικά εντυπωσιακό το τι μπορεί κανείς ιδιοσυγκρασιακά να ισχυριστεί πως έχει χωρέσει εκεί μέσα. Σε παρόμοιο σχόλιο μπορεί κανείς να προβεί και για τα παρακάτω, εγγενή της δικής μου σκέψης και προερχόμενα από γνωστά ποιήματά του:



Θαρρούμε πως με απόφαση και τόλμη / θ'αλλάξουμε της τύχης την καταφορά / κ'έξω στεκόμεθα ν'αγωνιστούμε.”

Όλοι τουλάχιστο μπορούμε να φανταστούμε πως κάποιες προσπάθειές μας είναι μάταιες· πολλές φορές κατάφωρα καταδικασμένες. Ακόμη και οι φράσεις μας “δες το θετικά” και “θετική σκέψη” περιέχουν μέσα τους το ζώσιμο του εαυτού με ελπίδα και υπομονή στην περίπτωση της αποτυχίας. Παρ' όλα αυτά, δεν είναι δυνατό να θεωρήσουμε τίποτε άλλο παρά ότι είναι θετικό που προσπαθούμε· πόσο άδεια θα φαινόταν η ζωή, αν απλώς από την αρχή παραδεχόμασταν τη ματαιότητα των πραγμάτων και το βάζαμε στα πόδια και κλεινόμασταν στον εαυτό μας μια για πάντα;
Μπορεί να υπάρχουν εκεί πέρα έστω λίγοι με τεντωμένες τις κεραίες τους που κάτι περιμένουν αιωνίως όπως εμείς για να μας καλωσορίσουν. Σ' αυτούς ίσως μπορέσουμε να στηρίξουμε τον κορμό μας που αιωνίως γέρνει, είναι κάθε άλλο παρά ανίκητος, παρουσιάζει φθορές, χρειάζεται συντροφιά, και γενικώς αιωνίως χρειάζεται κάτι.
Συχνά οι προσπάθειές μας χάνονται εκεί που “στεκόμεθα ν' αγωνιστούμε” και η τύχη καραδοκεί τα πράγματα. Εκείνη παίζει τα παιχνίδια της κι εμείς χωρίς τη δυνατότητα να ελέγξουμε ακόμη και την ελάχιστη παράμετρό της. Η προσπάθεια δεν παύει καθόλου να είναι δικιά μας, ωστόσο. Υψώνει το ανάστημά της στο χώρο και στο χρόνο και τουλάχιστο καταφέρνει να καταγραφεί παρά και πριν το σκοτάδι κάθε οριστικής καταδίκης. Ακριβώς όπως κι αυτή η ιστορία των Τρώων, που τα ελαττώματά τους θυμίζουν εμάς ή τουλάχιστον όσους δεν εθελοτυφλούν κι έχουν παραδεχτεί κάθε πτυχή της θνητότητάς τους.



Πάντα στην πόλη αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού – μη ελπίζεις – δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. / Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ / στην κώχη τούτη τη μικρή, σ' όλη την γη την χάλασες.”

Πραγματικά ίσως είμαστε καταδικασμένοι ορισμένες ρωγμές να μας ακολουθούν για πάντα και να ξαναγράφουν από μόνες τους την ιστορία της ζωής μας. Ακολουθούμε όσα συνέβησαν και μας έχουν σημαδέψει ξανά και ξανά και βάζουμε το εαυτό μας να δει το ίδιο έργο. Τα βήματα προχωρούν από μόνα τους σαν να μην είναι το βάδισμα προϊόν κάποιας σκέψης, αφού “τα πόδια θυμούνται”. Και καταλήγουμε να βλέπουμε τον κόσμο μέσα απ' τη γωνιά του παγωμένου κλουβιού που υποτίθεται πως οι άλλοι ή ενός είδους μοίρα, για να αποφύγουμε να πούμε μοιρολατρία, μας έχει χτίσει.
Από τα θραύσματα, ωστόσο, οικοδομείται κάτι στο ρημαδιό. Μπορεί να πάρει χρόνο και να πρέπει κανείς στην αρχεί να καμωθεί πως βαδίζει, να προσπαθήσει να σιγουρευτεί πως τα βήματά του μπορεί να δείχνουν τη διάθεση να τον οδηγήσουν κάπου. Είναι μια διαδικασία που θα πάρει χρόνο. Πιο πολύ είναι σαν το χτίσιμο ενός κόσμου απ' την αρχή χωρίς να υπολογίσει κανείς την εμφύσηση της ψυχής και τη διαδικασία της προσαρμογής της μετοίκησης, μετά την προηγηθείσα ολική καταστροφή κι επαναφορά.
Σιγά σιγά ο εαυτός μετουσιώνεται στο περιβάλλον και το περιβάλλον στον εαυτό. Ο τρόπος που αντικρύζεις τους άλλους είναι συχνά ο φακός, μέσα από τον οποίο τους παρατηρείς, που φαίνεται κι από την όψη διάθεσης της κάθε μέρας και τα θετικά ή δεινά που ανάλογα υπολογίζουμε ότι θα μας φέρει. Συχνά, βέβαια και η στενή σχέση μπορεί να φέρει την αγάπη: αφού η απόσταση κι ο φόβος εξαλειφθεί, ποιος μπορεί να παραβλέψει πως ένας έρωτας ενδέχεται να κυριεύσει την ανάσα;

Πάμπλο Πικάσο, Γκουέρνικα

Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν / ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου· / μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.”

Θα προσπαθήσω πολύ να μην το τραβήξω τόσο μακριά, ώστε να χρειαστεί να πω πως η απομυθοποίηση είναι η μοίρα κάθε σχέσης.
Υπάρχουν απτά σημάδια, όμως, που επιβεβαιώνουν όχι μόνο πως η φθορά είναι καταδικασμένη να εμφανιστεί· και δεν εννοώ μόνο την καθοδική πτώση που συνεπάγεται η φύση όλων των θνητών πλασμάτων. Εκτός από την εξάλειψη της μαγείας του αγνώστου, μόλις φτάσει η στιγμή που ανακαλύπτεις επιτέλους τι κρύβεται από κάτω, η κυρίαρχη κουλτούρα μας συνηθίζει ολοένα στην αγάπη του να παρατάμε το προηγούμενο και να μεταβαίνουμε σε ό,τι επόμενο φαίνεται ενδιαφέρον και φέρεται να κινείται. Μόνο έτσι είναι ευκολότερο να κρατάμε τον εαυτό μας σε εγρήγορση και ταυτόχρονα χωρίς την απαραίτητη ισορροπία ανάμεσα στα ευχάριστα, δυσάρεστα και ευτράπελα που κρύβει η ζωή και σημαίνουν ότι οφείλουμε και αξίζει να προσπαθήσουμε να επιπλεύσουμε. Ταυτόχρονα δίνουμε στον εαυτό μας την απαραίτητη δόση αδρεναλίνης και εφησυχασμού μέσα από τη συνεχή ευχαρίστηση.
Ωστόσο, θα προσφύγω εδώ στο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ μέσα από προσωπική ελεύθερη απόδοση τσιτάτου από το στόμα της Ζιλί Ντελπί: η μαγεία μπορεί να βρίσκεται στα απλά, καθημερινά, λίγο παράξενα, που δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα φανταζόμασταν για τον άλλο ή τους άλλους και την καθημερινή τους ρουτίνα, που ενέχει τη δυνατότητα να παραμείνει για μας κάτι ολότελα μοναδικό.


Για πιο φευγάτους παρόμοιου ύφους συλλογισμούς, μπορείτε να διαπιστώσετε κι εσείς με ποιο τρόπο τα καβαφικά ποιήματα, ή έστω διαλεγμένα αποσπάσματά τους μπορούν να δράσουν στην καθημερινότητα και την ψυχοσύνθεσή σας κουβαλώντας τα στο χέρι ή στο μυαλό σας την επόμενή σας φορά πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, στο λάπτοπ ή στο μεταφορικό μέσο που φροντίζει να σας πάρει μακριά ή να σας φέρει κοντά. Άλλωστε η σκέψη και η ποίηση αποτελούν από μόνες τους πιθανότητες (δια) φυγής.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Προίκα Φημισμένης Λογοτεχνικής Πένας

Δε θα χρησιμοποιήσω τα τετριμμένα (που, εδώ που τα λέμε, στο χρονικό της κρίσης συχνότατα ανθίζουν) λέγοντας ότι σε καιρούς απογοητεύσεων είναι καλό να κάνουμε στροφή back to basics. Επιθυμώ να δηλώσω, ωστόσο, πως για φιλόδοξους πρωτοεμφανιζόμενους στη γραφή, αλλά και σε αρχικό στάδιο επαφής με τη λογοτεχνία, επιπέδου μεν, είτε υψηλή, είτε του κυρίαρχου ρεύματος δε, η μελέτη των πρώτων διδαξάντων στο είδος αποτελεί σταθμός και δύσκολα μπορεί να αποφευχθεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα διηγήματα του Τσέχωφ είναι αδύνατο να αγνοηθούν κυρίως προς μελέτη και διαδρομή εκτίμησης εξαίσιων δημιουργημάτων που επικοινωνούν πολλά με λίγες λέξεις.

Προσωπογραφία που απεικονίζει τον Τσέχωφ το 1898

Στη συλλογή διηγημάτων Προίκα, που περιέχει μερικά από τα πιο γνωστά διαμάντια του πολυπράγμονος συγγραφέα (τόσο που σε όσους έχουν υπάρξει φοιτητές τμημάτων λογοτεχνίας, οι πλοκές, καθώς και κάποια αποσπάσματα είναι καταδικασμένα να διαβάζονται οικεία, λες και απηχούν κάτι από το χρονοντούλαπο του μυαλού!) αυτό γίνεται πέρα για πέρα αισθητό. Από τον ενδελεχή τεμαχισμό της ανθρώπινης φύσης και ψυχοσύνθεσης δεν ξεφεύγει κανένα στοιχείο, κολακευτικό ή μη. Ακόμη κι οι πιο ανεπαίσθητες διακυμάνσεις ερεθίζουν το πάντα σε εγρήγορση μάτι του συγγραφέα, που προσπαθεί να φτάσει στις αιτίες των πιο πανανθρώπινων ανησυχιών και τάσεων πριν τις διαφωτιστικές αναλύσεις του Φρόυντ, πατέρα της σύγχρονης ψυχολογίας. Έτσι, για παράδειγμα, το άγχος για την παντρειά της κόρης, που στη Ρωσία του 19ου αιώνα όφειλε να βρει τον τρόπο να αποκατασταθεί ως γυναίκα αποτυπώνεται στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής. Παρά την επανειλημμένη άρνηση της εν λόγω κόρης-ηρωίδας, η συναισθηματική συμμόρφωση στις κοινωνικές επιταγές είναι πασιφανής, τόσο μέσα από τη διαρκή επικέντρωση στη σταδιακή επέκταση του όγκου των προικιών όσο και στη διαταραγμένη ψυχική της διάθεση, που κλιμακώνεται, ιδιαίτερα μάλιστα κι αφού η ενδοοικογενειακή κλοπή τους γίνεται αισθητή. Κάθε έκφανση αντίδρασής της ή έλλειψή της ανακαλεί κι πιθανά υπαρκτές σημερινές αντιδράσεις από φαινομενικά «καθημερινούς» ανθρώπους πάνω στο ίδιο θέμα.
Για το συγγραφέα της Προίκας, η εμμονή με το καθημερινό φέρνει στο φως την πεμπτουσία της ανθρώπινης φύσης, κι ως εκ τούτου, της καθημερινής πραγματικότητάς μας. Έτσι, η βαρεμάρα κι η «μηχανική απάθεια» του προέδρου και των λοιπών δικαστών και υπαλλήλων στο διήγημα “Κακουργιοδικείο”, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των κατηγοριών του αντεισαγγελέα, αλλά και γενικά για όσο φαίνεται να κυριαρχεί ό,τι οι ήρωες αντιλαμβάνονται ως ρουτίνα, φωτίζει το καθημερινό μας μπούχτισμα για άλλη μια μέρα φουλ στις κοινοτυπίες, που δε φιλοδοξούμε παρά να μας φέρει «τα ίδια και τα ίδια», και σαφώς φανερώνει την έλλειψη εκτίμησής μας για το μοναδικό φαινόμενο της ζωής. Η συγκέντρωση της ενέργειάς μας σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο χρόνο που εκεί και τότε θεωρούμε σημαντικό λόγω της επιφαινόμενης έντασής του, ακόμη κι αν σε λίγες ώρες είναι καταδικασμένο να ξεχαστεί, αποτελεί ένα ακόμη ανθρώπινο χαρακτηριστικό που συγκεντρώνει την προσοχή του συγγραφέα. Η πρωταγωνίστρια της “Αναστάτωσης” αφήνει τη θεωρητικά επιφανειακή προσβολή του ψαχουλέματος των υπαρχόντων της από την αφεντικίνα της, λόγω άρτι παρελθούσας οικιακής κλοπής, στο σπίτι των οποίων διαμένει και προσφέρει τις υπηρεσίες της ως γκουβερνάντα, να διεισδύσει στα τρίσβαθα της ψυχής της, παρά το γεγονός ότι γνωρίζει πως το περιστατικό είναι μέρος της κατάστασης των πραγμάτων. Αφήνεται να επηρεαστεί τόσο βαθιά από ένα παροδικό συναίσθημα, ακόμη και τη στιγμή που ο φόβος και η ανάγκη για την επιβίωση έχουν αντίκτυπο στην αξιοπρεπή υπόστασή της, με τον τρόπο που όλοι μας παρασυρόμαστε από ρεύματα συναισθημάτων που πιστεύουμε ότι μας ξεπερνούν, και που μετά από καιρό είναι αδύνατο να ανακαλέσουμε την απαρχή και την κατάρρευση της επήρειας τους.
Υπάρχουν αναμφισβήτητα στιγμές που ο αναγνώστης αισθάνεται στα σωθικά του την επιμονή του συγγραφέα να διατηρήσει ένα απόλυτο είδος απόστασης, να παραμείνει αδέκαστος απέναντι στη μεροληψία και στην ευμετάβλητη φύση της ανθρώπινης ψυχής. Στην κατρακύλα του Πουτόχιν του “Παλιού Σπιτιού”, που χάνει τη γυναίκα του, όσο κι αν εν ζωή πιθανά δεν εκτιμούσε στο έπακρο τις ιδιαιτερότητές της, ο Τσέχωφ στέκεται αμείλικτος, ειδικά όταν η υπόληψη της οικογένειάς του παύει πλέον να τον αγγίζει· τόσο που, αφού έχει ξεκάνει το παλτό ενός από τους γιους του, επιλέγει να σκοτώσει στο ποτό τα λεφτά. Η επιμονή του, παρ' όλα ταύτα, στο να μην αφήνει ούτε το ελάχιστο περιθώριο για θαυμαστές εξαιρέσεις προτιμά να αγνοήσει πόσο σπουδαίοι μπορούν να γίνουν και πόση γενναιότητα μπορούν να φανούν οι αφανείς καθημερινοί άνθρωποι συχνά κάτω από δύσκολες και ιδιάζουσες συνθήκες, με την απομυθοποίηση έστω και της ελάχιστης σπουδαιότητας σε κάθε τους ενέργεια. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε ίσως, επιχειρώντας ιλιγγιώδη χωροχρονικά άλματα να υποθέσουμε ότι κατόπιν αλλεπάλληλων αποτυχιών κι αδιεξόδων με τους άλλους, ο Τσέχωφ είχε καταλήξει κατά μια έννοια πεσιμιστής.

Γκουστάβ Κουρμπέ, Μετά το Δείπνο



Όπως και να 'χει ωστόσο, δεν παύει η λιτή σε ύφος, με ανεπαίσθητα λόγιες στιγμές γραφή του να φτάνει βαθιά μέσα μας παρά την πάροδο των χρόνων, των ηθών και των νοοτροπιών. Το ότι κράζει μέσα από δείγματα δουλειάς του για την καλλιέργεια της κριτικής ικανότητας επί του συνόλου του πληθυσμού, καθώς και κατά συνέπεια για κοινωνική αλλαγή, μαρτυρώντας την αμάθεια και τα κοινωνικά χάσματα της εποχής του, απλά μας αποδεικνύει με έναν τρόπο ακόμα το πόσο επίκαιρος είναι.


By Μαρία Γώγογλου