Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Διαδρομές ΙΙΙ

προηγούμενα παραστρατήματα

Το θέατρο όπου πρόκειται να παίξει απόψε βρίσκεται στη θέση του, στο ίδιο αρμόζον σημείο που το είχε βρει και κατά τη διάρκεια της προηγούμενης επίσκεψης του. Ανελέητα χτυπημένο από παραστρατημένες ηλιαχτίδες της μέρας, που μόλις κατάφερναν να ξεμυτίσουν από τις βαριές κουρτίνες, που ψιθύριζαν τα χρόνια πάνω στις πλάτες τους, με τη μεγαλοπρέπειά του να στέκεται ανάμεσα στους ανθρώπους που διεκδικούσαν ακόμη την ταυτότητα του ντόπιου σ' αυτό το νησί: μια απομίμηση της Σκάλας του Μιλάνου στο απόγειό της. Οι τοιχογραφίες με τους μουσικούς μιας εποχής οριστικά περασμένης ήταν μονάχα το κερασάκι στην τούρτα σ' όλη αυτή την ατμόσφαιρα που μπορούσε να απολαύσει κανείς· και τώρα την απολαμβάνει ο ίδιος, ενώ στέκεται στη μέση της πλατείας κι αφήνει τα πρώτα συναισθήματα να τον κατακλύσουν. Η ευγνωμοσύνη στην τύχη, πάνω απ' όλα, και η ανακούφιση ότι δε χρειάζεται να βρεθεί σε κάποιον άλλο χρόνο και μέρος που ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει ότι θα του πήγαιναν περισσότερο από αυτόν εδώ· το λιμάνι που ήλπιζε πάντοτε να τον κατευνάσει.
Φαντάζει ευνόητο η σκηνή αυτή να οδηγήσει σε ένα άλλου τύπου ξεκίνημα· στις μέρες εκείνες της αρχής που ελάχιστοι, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου, θα εκδήλωναν τη διάθεση να θυμούνται.

Το συγκρότημα Paws
Θυμόταν χαρακτηριστικά ένα βράδυ, πολύ παλιά, σ' ένα χώρο πολύ διαφορετικό από αυτόν εδώ (που με καμία δύναμη δε θα μπορούσε να θυμίζει θέατρο, όση επεξεργασία κι αν υπήρχε ποτέ η δυνατότητα να υποστεί), όπου με περισσό ρομαντισμό θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως είχε εγκαταλείψει ζωντανά κομμάτια της νιότης του (αν έψαχνε κανείς προσεκτικά πίσω απ' τα σανίδια ενδεχομένως θα μπορούσε να ανακαλύψει ακόμη στάλες από τον ιδρώτα και το αίμα που τον είχε αναγκάσει να χύσει, αφού τα αντικείμενα έχουν την ιδιότητα να μιλούν για τις ιδιαιτερότητες της ύπαρξής τους στο πέρασμα του χρόνου). Όλοι σχεδόν φαινόντουσαν μεθυσμένοι κι ότι είχαν ξεκάθαρα προγραμματίσει από πριν να αποφαίνονται «ναι», και να αλαλάζουν από ενθουσιασμό κάθε φορά που διέκριναν μια σειρά από νότες που φάνταζαν επαναλαμβανόμενες στα στενά εγκεφαλικά όρια που τους υπαγόρευε η συγκεκριμένη στιγμή. Κι όλο αυτό το είχε στήσει ο ίδιος και οι «φίλοι» του, που ψυχορραγούσαν αυτό το λεπτό από δημιουργία επάνω σ' ότι μπορούσε να χαρακτηρίσεις αυτοσχέδια σκηνή. Κι όλο αυτό, προς σεβασμό σε ιδέες που και ο ίδιος ακόμη, με την πρώιμη εικοσικάτι αυτοπεποίθηση, έβρισκε σκουπίδια.
Έτσι δε θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε”, είχε εκφράσει με την κατά βούληση ήπια χροιά της φωνής του στις πιο υπαρξιακές στιγμές του συγκροτήματος· άσχετα που τα ανοιχτά στόματα πάνω στη βαριεστημένη έκφραση των άλλων του είχαν αποκλείσει κάθε ελπίδα συνεννόησης. Και στο κάτω κάτω τι τους ήταν, δηλαδή; Ο προσωρινός αντικαταστάτης κιθαρίστας που είχαν προσλάβει για να τους εξασφαλίζει το φόντο της Τέταρτης-Πέμπτης-Πρώτης στο εργάκι που είχαν στήσει για τον εαυτό τους αναμένοντας κι αντλώντας ευχαρίστηση από την απόληξή του κάθε βράδυ. Τουλάχιστον ο καθένας κατέληγε επαρκώς «ποτισμένος», με παρέα ή χωρίς (καμιά φορά το σκοτάδι σ' αυτά τα μέρη έκανε τα θαύματά του) στο σπίτι του για ύπνο στο τέλος της βραδιάς.

Το συγκρότημα Made Violent

Όμως, ο ίδιος δε βολευόταν (και το ήξερε ήδη καλά πως ήταν το βαθιά εδραιωμένο σύστημα του εαυτού του που δε βολευόταν). Δε βολευόταν με τα χαλασμένα ποτά, που ως αντιπροσωπευτικά εργαλεία της οικοδεσποσύνης έπρεπε όλοι τους να προσκυνήσουν, δε βολευόταν με την ατμόσφαιρα, που τους δινόταν απόλυτα συγκεκριμένη να απογειώσουν, με τις γωνίες που έσταζαν καπνό και ιδρώτα. Δε βολευόταν με τα βαμμένα αγέρωχα πρόσωπα των κοριτσιών, με τους μοϊκανούς και τις τυχαία βαμμένες τούφες, που επέμεναν να βρίσκονται στο κοινό τους, ένα πακέτο που οπωσδήποτε κάπως έπρεπε να περιέχει καρφιά στην αμφίεση. Δε βολευόταν, γενικώς, κι έτσι γινόταν όλο και συχνότερα αυτός που δεν είχε παρέα να γυρίσει στο σπίτι το βράδυ, συν του ότι έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε σπίτι να γυρίσει. Ήταν οι πρόχειρες διανυκτερεύσεις εκείνου του καιρού, σε σπίτια όποιου σταθερού φίλου εμφανιζόταν επαρκώς φιλόξενος κι εύκαιρος, οι στιγμές ανοίκειας θερμότητας (ή ψυχρότητας, ανάλογα με το σκηνικό!) ακριβώς πριν τη ζαλάδα που αδημονεί να σε βυθίσει στον ύπνο· η κενότητα και η μυρωδιά της κατάστασης που για τον ίδιο είχαν χρωματίσει την εικόνα ολόκληρης της εποχής.

Πάμπλο Πικάσο, Το Γεύμα του Τυφλού

Με δεδομένο ότι το ήξερε πόσο περιθωριακός αισθανόταν θα έπρεπε να τον ξενίζουν οι παραπάνω διαπιστώσεις, ακριβώς γιατί πόσο πιο περιθωριακός ανάμεσα στις φιγούρες του περιθωρίου μπορούσες να αναδειχθείς; Υπήρχαν στ' αλήθεια περιθωριακότεροι του περιθωριακού, κάτι σαν ερημίτες αποκομμένοι, αλλά που απολάμβαναν σεβασμό από την υπόλοιπη υποομάδα (έναν-δυο με μούσια και για πολλούς αιώνες ακούρευτα κι αχτένιστα μαλλιά είχε υπόψη του), και μήπως στην πραγματικότητα ήταν ένας απ' αυτούς που απλά δεν είχε ακόμη το θάρρος και τη θέληση να το εκδηλώσει; Ή η ψυχή του βρισκόταν ταγμένη στην άλλη πλευρά, την κυρίαρχη, την εχθρική προς κάθε τι παρεμβαλλόμενο και, τώρα που είχε έρθει η στιγμή να το εκδηλώσει, φοβόταν με κάθε μόριο της υλικής και της ανείπωτης ύπαρξής του; Άλλως πως να δικαιολογήσεις την αποστροφή του για ιδέες ατημέλητων κουρεμάτων.
Όλα αυτά ήταν δικαιολογίες· ήξερε με μαθηματική ακρίβεια που οδηγούσαν. Σε κάθε σχέση μεταξύ ατόμων σε μια ομάδα μπορούσες να καταλάβεις ότι κάπου κάποιος θα τραβούσε μια γραμμή· θα πρόβαινε σε τέτοιο είδος παράβασης ή ζημιάς που θα ξεχείλιζε το ποτήρι. Για τη συγκεκριμένη στιγμή, ήξερε πως ακριβώς σ' αυτό το σημείο βρισκόταν.

Υ.Γ. Προηγούμενα μέρη: Διαδρομές Ι και Διαδρομές ΙΙ

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Ντον Τζον: Εξαρτήσεις και Μύθοι Περί Πορνογραφίας

Μπορεί κάτι να εγγράφεται κάποτε στο μυαλό σου ως ανάξιο δεύτερης εκτίμησης κι επανατοποθέτησης, λόγω ασημαντότητας της στιγμής, κατά τη διάρκεια της οποίας προφανώς έτυχε να βρεθεί στη ζωή σου. Η ταινία Ντον Τζον ήταν για μένα μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση· που μέσα στην απλοποίηση της υπόθεσής της, ωστόσο, περιέχει άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία που προβληματίζουν με το που την επισκέπτεσαι δεύτερη φορά. Πολλά απ' αυτά τα στοιχεία σχετίζονται άμεσα με τα ερωτηματικά γύρω από το ρόλο της πορνογραφίας, αλλά και με τη γενικευμένη θέση των πολλαπλών εθισμών σε αυτήν.
Ο Ντον Τζον είναι νέος και ωραίος· με τον δικό του γραφικά χαρακτηριστικό και υπέρογκο τρόπο (ελαφρώς υβριστικοί, αλλά και χαριτωμένοι χαρακτηρισμοί για τέτοια άτομα που τους αρέσει να κάνουν θόρυβο στη ζωή με τον ότι να 'ναι τρόπο τους ξεκάθαρα δεν αρμόζουν εδώ). Σίγουρα του αρέσει να περνάει το χρόνο του γνωρίζοντας και φλερτάροντας, με αστραπιαία αποτελέσματα (!), όσο πιο όμορφες γυναίκες γίνεται. Και σίγουρα απολαμβάνει που παίζουν τα κοκόρια με τους φίλους του και πάντα καταφέρνει να κερδίζει, όπως και την κυριακάτικη βόλτα προς την εκκλησία με το αυτοκίνητό του, κι ας βρίζει όσους δεν ξέρουν στ' αλήθεια να αψηφούν το πορτοκαλί φανάρι στο δρόμο. Αυτό, όμως, που του αρέσει περισσότερο από ο,οτιδήποτε άλλο είναι η βουτιά στο διαδικτυακό του πορνό κάθε βράδυ (αλλά και σε ακαθόριστες στιγμές της ημέρας), συνήθεια που ούτε καν η ανακάλυψη και κατάκτηση της, μπρος στα κριτήριά του, ιδανικής γυναίκας δε μπορεί να ατροφήσει.


Κι η ισορροπία θα ήταν εντάξει, αν κάπου μέσα στην σχετικά αφανή αυστηρή εσωτερική λογική του δεν υπήρχε το μικρόβιο της εξάρτησης. Που ασφαλώς για κανένα μας πια δεν αποτελεί κάτι ξένο. Όλες οι επικρίσεις για τα δεινά των ναρκωτικών και του αλκοόλ του προηγούμενου αιώνα ωχριούν μπροστά σ' ένα φαινόμενο, όσο και καθημερινό χαρακτηριστικό που κυριαρχεί στην εξάπλωσή του στο πολυεπίπεδο σύνολο τομέων της ζωής. Από την τηλεόραση και τα κινητά στα πολύ προσωπικά μας “γούστα” στη μουσική και στον αθλητισμό, αλλά και στην εξακολούθηση αφηγήσεων με αποδεδειγμένη αντοχή στο χρόνο, συχνά ανεξάρτητα από το γεγονός της παντελούς ασυμβατότητάς τους με την εποχή ή του μυθολογικού τους περιεχομένου. Όπως για παράδειγμα, η μητέρα του Τζον, στην ταινία (όσο στο βάθος και ο πατέρας του, ακόμη κι αν δεν το επιδεικνύει διακαώς), που ζει με την ελπίδα πως το καμάρι της, ο μεγάλος της γιος θα ανοίξει μια μέρα την πόρτα και θα ξεπροβάλλει με την εκλεκτή της καρδιάς του, την ιδανική γυναίκα που θα συμβάλλει στη διαιώνιση του οικογενειακού ονόματος κι ολόκληρου του πληθυσμού των οικοκυρικών δραστηριοτήτων και στερεοτύπων. Σαν να ζούμε το σήμερα μέσα στο χθες ή σα να μην άλλαξε απολύτως τίποτε στη αναπόφευκτα ακατάπαυστη ροή των πραγμάτων.
Εξάρτηση που φτάνει στο απόγειό της, καθώς σιγά σιγά εισερχόμαστε στα ενδότερα μιας νοοτροπίας που μας παρουσιάζεται ως τυπική του ανδρικού παράγοντα: της κλασικής όσο και της σύγχρονης πορνογραφίας (που, όπως φαίνεται στην ταινία, φαίνεται να παρουσιάζουν έντονες διαφορές). Όλοι και κυριότερα όλες έχουμε αδιάψευστα αναρωτηθεί για τη σημασία της, όσο και για την κρισιμότητα της ύπαρξής της στην αρσενική μοναχική ρουτίνα· με τους υπολογισμούς των ορίων της φυσιολογικής κατανάλωσης πορνογραφικού υλικού να παίρνει, ιδιαίτερα σε γυναικεία, αλλά και όχι μόνο, μυαλά φοβερές διαστάσεις (αλλά στ' αλήθεια πού οριοθετείται το φυσιολογικό;). Αδιαμφισβήτητα η εισβολή της ταινίας της Τζούλιας Αλεξανδράτου, πριν από μερικά χρόνια, στην καθημερινότητα των αισθήσεων του ελληνικού κοινού πυροδότησε, όσο και όξυνε τους παραπάνω προβληματισμούς. Η δική μου σκέψη, όπως κεντρικά και της ταινίας, κατευθύνεται κυρίως προς το κατά πόσο σε κοινωνίες που δημιουργούν ή / και τρέφουν την αναγκαιότητα της διακίνησης πορνογραφίας, με τόσο ζήλο, ως συστατικό στοιχείο μιας υγιούς πραγματικότητας, μπορεί να ευδοκιμήσει ή έστω να επιβιώσει το ερωτικό αίσθημα. Υπάρχει άραγε νόημα πίσω από τη συνέχιση της χρήσης του όρου «έρωτας», κι αν ναι, κάτω από ποιον ογκώδη κι επικίνδυνο βράχο φυλάσσεται προσεκτικά;


Έτερον εκάτερον θα απαντούσε ίσως (εύχομαι!) η πλειοψηφία· από την άλλη μεριά, όμως, η εισχώρηση της πορνογραφίας οριστικά στον ορίζοντα της ζωής μας φαίνεται να έχει αλλοιώσει κάτι ή τουλάχιστο να το έχει κάνει να αποκτήσει τη συγκεκριμένη της χροιά. Συγκεκριμένα αισθάνομαι ίσως όχι η μόνη που έχει παρατηρήσει ένα είδος διείσδυσης μιας συγκεκριμένης, εμφανώς επηρεασμένης και από το πορνό, νοοτροπίας που με αντίκτυπο σε ένα είδος επίφασης της κανονικότητας της ζωής, ακόμη και στον ευρύτερο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων. Κάτι που, για παράδειγμα, μπορείς να διακρίνεις τις στιγμές που παρατηρείς ανθρώπους να πηγαίνουν από τη μια σχέση στην άλλη σχεδόν απ' ευθείας ή που φαίνεται να ερωτεύονται σχεδόν τηλεπαθητικά και να προχωρούν σε σχέση ακόμα γρηγορότερα. Κάτι που νιώθεις κάθε φορά που βλέπεις πόσο πολύ το εύρος της σεξουαλικής εμπειρίας υπολογίζεται στην παρέα σου ως βασικό χαρακτηριστικό κάποιου για να είναι απολύτως αποδεκτός ως “φυσιολογικό” δείγμα ανθρώπινης φύσης.


Κάπου στο βάθος αυτής της ιδέας βρίσκεται κι ο κόσμος που ο Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ έβαλε με κάθε τρόπο τα δυνατά του να μας το αναπαραστήσει (με τη μέγιστη συμβολή της Σκάρλετ Γιόχανσον, σε ρόλο έκπληξη, της Τζούλιαν Μουρ κι όλων των υπόλοιπων ηθοποιών και συντελεστών της ταινίας). Το κινηματογραφικό του πόνημά του μπορεί να μην είναι αφηγηματικά συγκλονιστικό· διεκδικεί ωστόσο να περάσει ένα σημαντικό μήνυμα στον κάθε θεατή, οποιαδήποτε σχέση κι αν διατηρεί με τους θεματικούς άξονες της ταινίας. Σ' ένα τέτοιο σημείο της προσπάθειας, για παράδειγμα, εντυπωσιάζει με την ολική ανατροπή της πλοκής όπου ένα αγόρι γνωρίζει κορίτσι. Εξίσου παραδεκτά, η επαναληπτικότητα των σκηνών, όπως για παράδειγμα η αλληλουχία της προσφυγής στην εκκλησία, της εξομολόγησης, της απαράλλακτης άφεσης αμαρτιών και του οικογενειακού δείπνου, καταφέρνει να αγγίξει την αλήθεια της καθημερινότητας, και μέσα απ' αυτή την εξομοίωση, να υπογραμμίσει τις τόσο απενοχοποιημένα τοξικές μας συνήθειες που σίγουρα δεν εξαντλούνται στην απλή επαφή με τα ποικίλα είδη εθισμών και της διαθέσιμης «πορνογραφίας». Η απλά μετωπική προσέγγιση στην ερμηνεία του Τζον, αλλά και των υπόλοιπων ηρώων, με αποκορύφωμα το “βουβό” χαρακτήρα της αδερφής του πρωταγωνιστή, που καίρια σπάει τη σιωπή της την κρίσιμη στιγμή, ενισχύει ακόμη περισσότερο την καταδίκη της κατασκευής αυτού του είδους πραγματικότητας στο οποίο, άθελά μας ή μη, δίνουμε συνεχώς τη συγκατάθεσή μας.
Στο τέλος της ημέρας, κερδίζει η πορνογραφία ή ο έρωτας; Κάντε μια μίξη κι ευχηθείτε κάτι καλό να βγει τουλάχιστον από αυτήν τη μικροαστική φάση της ιστορίας. Τουλάχιστον ο Ντον Τζον μας υπενθυμίζει τη φύση της αλήθειας που κατοικούμε.


By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Αλήθειες Αγνής Ανθρωπινότητας

Πολυαναμενόμενη εμφάνιση και πολυσυζητημένη άφιξη – το πιο πρόσφατο βιβλίο του Τζόναθαν Φράνζεν κάτι παραπάνω από δικαιολογεί τη φήμη και την απόλυτα αδιαμφισβήτητη αξία του δημιουργού του. Το μυθιστόρημα Αγνή είναι το άρτι κυκλοφορηθέν ολοκληρωμένο δείγμα λογοτεχνίας που διάβασα πιο πρόσφατα. Εκ πρώτης απόψεως, κυρίως καθ' ότι κατόπιν πρώτης ανάγνωσης, το βιβλίο φαίνεται να έχει πολλά αποστάγματα σοφίας να μας μεταφέρει, κυρίως σχετικά με την πολυπλοκότητα της σύγχρονης ανθρώπινης κατάστασης.

Έργο του Στέφανου Ρόκου

Κεντρική ηρωίδα είναι η Πιπ Τάιλερ, 23χρονη αρχικά υπάλληλος στο τμήμα Προβολής κι Επικοινωνίας στις Ανανεώσιμες Ενεργειακές Λύσεις της Όκλαντ, με υποχόνδρια μητέρα σ' ένα πιο ήσυχο και γραφικό μέρος της Καλιφόρνια, ακατανίκητη γοητεία κι ευστροφία και το ανυπέρβλητο βάρος ενός υπέρογκου φοιτητικού δανείου να της ζαλίζει τις δυνατότητες ευτυχίας. Η Πιπ θέλει όσο τίποτα να γνωρίσει τον πατέρα της, την ταυτότητα του οποίου η μητέρα της επανειλημμένα κι εμφατικά αρνείται να της αποκαλύψει, αν μην τι άλλο για να του φορτώσει την εξόφληση του επίμαχου ποσού, που την εμποδίζει να συνεχίσει με άνεση την πορεία της προς την ατομική καταξίωση και προσωπική «ελευθερία»· ακριβώς κι όσο με τον τρόπο της θα ήθελε να αποκτήσει μια σχέση που βγάζει νόημα (όσο κι αν η γενική στάση της επιδεικνύει το ακριβώς αντίθετο). Η περίπτωσή της τυχαίνει να εμπίπτει στη σφαίρα του ασύλληπτα ιδιοτελούς ενδιαφέροντος του Αντρέας Βολφ, πρώην περιθωριακά αντιφρονούντος, μολονότι οικογενειοκρατικά βολεμένου στο καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας και νυν επικεφαλής του εγχειρήματος Ηλιόφως, μιας αμφιλεγόμενης, αλλά και πολύκροτης οργάνωσης με έμφαση στις διαδικτυακές διαρροές ειδήσεων για εξέχουσες προσωπικότητες, καθώς και κρατικές και μη διεργασίες, αλλά και κομβικούς οργανισμούς παγκοσμίως. Ο τελευταίος στρατολογεί επιτακτικά την παρουσία της στο εγχείρημα, γεγονός που θα της αλλάξει τη ζωή για λόγους που δε σχετίζονται άμεσα μόνο με το αναντίρρητο της αρσενικής γοητείας του.
Χάρη στον Αντρέας Βολφ, ή αν θέλετε εξαιτίας του, η ιστορία της Πιπ ή αλλιώς Αγνής, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, θα φτάσει στον πατέρα της και διακεκριμένο δημοσιογράφο, Τομ Άμπεραντ, και το άδοξο ρομάντζο του με την κληρονόμο της αμύθητης περιουσίας της οικογένειας-ιδιοκτήτριας της εταιρείας ΜακΚάσκιλ, με κεντρική δραστηριότητα το κρεατεμπόριο. Είναι και η στιγμή του μυθιστορήματος που ο αναγνώστης έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το ανέφικτο μιας σύγχρονης ερωτικής σχέσης, δομημένης εξ αρχής στα ανισόρροπα θεμέλια της νεανικής τάσης για υπερβατικότητα των συναισθημάτων, με απώτατο στόχο την απογείωση της δυναμικότητάς τους. Είναι, επίσης, μια απ' τις στιγμές που οι αντικρουόμενες δυνάμεις των πολλαπλών «εγώ» των σύγχρονων αναγκών για συμφέροντα έρχονται κάτω από το μικροσκόπιο στον ορίζοντα του βιβλίου. Κάπου, στον αφηγηματικό χρόνο σχετικά σύντομα, έρχεται και η μεγάλη στιγμή που η Αγνή θα διεκδικήσει τα δικό της δικαίωμα κληροδότησης στην ευτυχία με συχνά ελάχιστα ελκυστικούς κοινωνικούς όρους, στους οποίους οι άνθρωποι οφείλουν τυφλή υπακοή, πέρα από τη φευγαλέα έννοια της συμμετοχής που ενσαρκώνουν – τουλάχιστον ξεκάθαρα ορατή σε αντιπροσώπους της νεότερης γενιάς.



Η μοναδικότητα του πιο πρόσφατου πονήματος του πολυβραβευμένου, κι εν γένει πολυαναγνωρισμένου Αμερικανού συγγραφέα, βρίσκεται, το δίχως άλλο τουλάχιστο μερικώς, στον τρόπο που αποπειράται να απαθανατίσει το αναπόδραστο της σύγχρονης μοναχικότητας, ως αποτέλεσμα της ψηφιακής, αλλά και της μοντέρνας αναβάθμισης της κοινωνικής ζωής. Το απότομο πέρασμα από τη συμπαγή ατομικότητα και τον -εντός ορίων- θεμιτό ναρκισσισμό της προσωπικής ανόδου προς την υποκειμενικότητα στην ψηφιακή εκμηδένιση από εκατομμύρια εξίσου ξιπασμένους εαυτούς, ειδήσεων και ιδεών που διεκδικούν το αξιοπρεπές και, ει δυνατόν όχι μόνο, στάτους τους αποτυπώνεται επάξια στην πολυμορφική πορεία και πολυσχιδή δραστηριότητα του Αντρέας Βολφ. Αρχικά προσπαθώντας, έστω και παραβατικά, να διαφοροποιηθεί στην αυτοκρατορία της ομοιομορφίας, κατόπιν της απόφασης και της επιτυχημένης θητείας του στην ποδηγέτηση των παραστρατημένων νέων του ίδιου καθεστώτος, ο Αντρέας αποδρά από τη συντροφική ζωή με την Άναγκρετ, τις προϋποθέσεις εγγύτητας της οποίας έχει στρώσει με έναν ανιδιοτελή φόνο, στην ανάδυση της παντοδυναμίας διασημότητας της ψηφιακής εποχής. Οι καταστροφικές συνέπειες από τη διαβρωτική αποξένωση φυσικά δε θα αργήσουν να γίνουν αισθητές χαρίζοντας στο βιβλίο μερικές από τις πιο έντονα δραματικές στιγμές κορύφωσης, που ταυτόχρονα υποσκάπτουν τις έμφυτες κι επίκτητες δυνάμεις έλξης του ήρωα που απογειώνουν.

Έργο του Άνταμς Καρβάλιο

Από μια ωδή στις τελευταίες ενδείξεις υπεροχής του ταλέντου του διακεκριμένου λογοτέχνη δε θα μπορούσε να λείπει και μια θερμή αποδοχή των ενδείξεων ιδιαίτερης συμπάθειας που φαίνεται να τρέφει στην περιοχή των υποκουλτούρων (μιας, όπως έχει ήδη γίνει εμφανές από αυτό εδώ το ιστολόγιο, εκ των εξεχόντων αδυναμιών μου ανάμεσα στις εκφάνσεις ανθρώπινων δραστηριοτήτων). Η προσωπική εξάρτηση της Αγνής από το κίνημα καταλήψεων σε μεγάλο μέρος του βιβλίου, οι ιδιοτυπίες κοινωνιών και μοναδικοτήτων καλλιτεχνών του '60κάτι, αναπόσπαστο μέρος των οποίων φέρεται να αποτελεί η Άναμπελ, ο ψυχαναγκαστικός έρωτας του Τομ, αλλά κι ο κόσμος του επαγγελματικού ρεπορτάζ, γεύσεις του οποίου, εκ των έσω, μας προσφέρει η μετέπειτα σύντροφος του Τομ, Λέιλα φωτίζουν αποσπασματικά μερικές μόνο γωνίες του ψηφιδωτού της πραγματικότητας που ως αναγνώστες (και, κατ' επέκταση, ως μέλη της κοινωνίας γενικότερα) αντικρίζουμε. Η συμβολή των υποομάδων αυτών στη σύνθεση του ολοκληρωτισμού της πραγματικότητάς μας σαφώς δεν πρέπει να αγνοείται, ακριβώς στο βαθμό που ο καθένας υπακούει σε ορισμένες ακολουθώντας τους προσωπικούς του δαίμονες – κάτι ανάμεσα σε μεγαλειώδη αναψυχή κι απροσδιόριστα ασυνείδητη υπακοή.
Αφεθείτε στο ένστικτο του Φράνζεν για την ανθρώπινη κατάσταση· παίρνει ανεξήγητες μορφές και είναι ανεκτίμητο το να αναλογίζεται κανείς πόσα έχει να προσφέρει στην εξέλιξη του εσωτερικού σας κόσμου μια τέτοιου είδους και βεληνεκούς λογοτεχνική ιδιοφυΐα.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Όρια Αναισθησίας

Αδιαμφισβήτητα, ένα από τα “μειονεκτήματα” που λιγότερο θρηνούμε (ιδιαίτερα στον εαυτό μας και στα παιδιά μας, τουλάχιστο γι' αυτούς που έχουν). Σίγουρα, από αυτές που έχουμε κατά καιρούς επιδείξει, σχεδόν η μόνη αδυναμία για την οποία ποτέ δε μετανιώσαμε, απλούστατα γιατί ποτέ δε μας πόνεσε. Υπάρχει τελικά κόστος στην περίπτωση που ακολουθείς κατά γράμμα τη λογική του παχύδερμου στον 21ο αιώνα;

Έντουαρντ Χόπερ, Το να είσαι πολύ συναισθηματικός
Στις σύγχρονες κοινωνίες, υπάρχει μια παραίνεση που συνοδεύει κάθε πλευρά του εαυτού σου στις δημόσιες εμφανίσεις του, που απειλεί σταδιακά να εισέλθει, από το προσωπείο που διαθέτεις στις συναναστροφές με άλλους στα πιο μύχια τμήματα του εσωτερικού σου κόσμου: το μικρόβιο της αναισθησίας. Με άλλα λόγια, η τάση του να μην ενδιαφερθείς ή πλησιάσεις τους άλλους αρκετά, ώστε να νιώσεις ασφαλής, μη ενδίδοντας απόλυτα, και κυρίως χωρίς την ταύτιση που απαιτεί η συμπόνια που θα νιώσεις για κάποιο συνάνθρωπο που έχει βρεθεί σε θέση στην οποία η κάποτε πραγματικότητά σου προσιδίαζε έντονα· ή που νιώθει κάτι, κι, εξαιτίας του, χρήζει, βοηθείας σχετικά με κάποιο σοβαρό πρόβλημα που μπορεί να έχει.
Αγνοώντας πως αυτό το γύρισμα της πλάτης οδηγεί τάχιστα σε μοναξιά και μη συμμετοχή. Αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα που η στάση αυτή μπορεί να επιφέρει στη φυσιογνωμία των προσωπικών αισθημάτων κάποιου όσο και στις σχέσεις του με τους άλλους.
Οι περισσότεροι υπέρμαχοι της παχυδερμολαγνείας θα ευαγγελίζονταν το συναίσθημα της ελευθερίας που μπορεί κανείς να απολαύσει ως αποτέλεσμά της. Αυτό το κλασικό που νιώθεις κάθε φορά που γυρίζεις μια φυσιολογική ώρα στο σπίτι, μετά από δουλειά κι έξοδο ορθολογικής διάρκειας, ειδικά εν είδει της συσσωρευμένης σου ημερήσιας κούρασης, χωρίς κανενός είδους κλαψιάρικο βουητό ή γκρίνια να στοιχειώνει τα αυτιά σου· εξού, συμπερασματικά, μπορείς με ηρεμία να σβήσεις το φως και να κοιμηθείς. Ή κατά τη διάρκεια ενός διαστήματος που αισθάνεσαι την ανάγκη να αφιερώσεις στον εαυτό σου ή σε ότι αγαπάς πιο πολύ (επειδή του το οφείλεις!), όταν αποφασίζεις ότι μπορείς να ζήσεις χωρίς μακρόσυρτα τηλεφωνήματα με στόχο να εκμαιεύσουν συμπόνια ελλείψει αληθινής παρουσίας κι ειλικρινούς κατανόησης. Απλές, δηλαδή, καταστάσεις, που λίγο πολύ όλοι στην καθημερινότητά μας έχουμε βιώσει.
Στον αντίποδα, ήρθε η στιγμή να παρουσιάσω πως σύμπτωμα ευαισθησίας (άρα και προφανώς σχεδόν παντελούς έλλειψης αναισθησίας) μπορεί να μετατραπεί σε στιγμή ευτυχίας από ένα απλό ανεπιθύμητο συμβάν.
Αλλά εδώ ήρθε η στιγμή να καλέσω σε βοήθεια την ελληνική εναλλακτική μουσική σκηνή για να βγάλει τα κάστανα απ' τη φωτιά, μιας κι έχω επανειλημμένα ανακαλύψει πόσο εύστοχα μπορεί να το κάνει. Συγκεκριμένα, διάλεξα το παρακάτω τραγούδι γιατί αντιπροσωπεύει τη στιγμή στο χρόνο που έχω κατά νου να περιγράψω πολύ χαρακτηριστικά.


Φανταστείτε πως προχωράτε στο δρόμο κι αντικρίζετε κάποιον πρώην σας από το κοντινό παρελθόν (ομολογώ πως δε θα αντισταθώ τόσο αποφασιστικά στο να προσπαθήσω να παραστήσω τη σκέψη της ανέμελης Πολυάννας με το παιχνίδι της στη συγκεκριμένη περίπτωση!). Εκείνος δε σας καταλαβαίνει ή είναι απόλυτα επιλήσμων της όλης κατάστασης που μπορεί να δημιουργεί μέσα σας το γεγονός της συνάντησης, όπως και του συνόλου παρομοίων καταστάσεων εν γένει. Εσείς, όμως, καταγράφετε κάθε δευτερόλεπτο παραλλαγής του συναισθήματος μέσα σας, χωρίς σε καμιά περίπτωση να σας κάνει να θέλετε να γυρίσετε πίσω στο σπίτι με κλάματα. 
Είναι, βασικά, μια παρηγοριά να συνειδητοποιείς πως υπάρχει κάτι που ακόμη και στην άκαρδη ζούγκλα των σημερινών διαπροσωπικών σχέσεων έχει τη δύναμη να σε κάνει να σκιρτήσεις ξανά, κι ας είναι, στην πραγματικότητα κάτι που θα σε αποθαρρύνει και κάπως θα σε στενοχωρήσει. “Πονάει η αγάπη / κι αυτό είναι κάτι” κι εσύ μόλις ανακάλυψες σ' ένα πραγματιστικό κι αδιάφορο σύμπαν το έστω κι εντελώς προσωπικό σου δικαίωμα να φυλάσσεις ακόμη μίσχους συναισθημάτων ανασυρμένων από το παρελθόν, αλλά με βάθος.

Έργο της Αλεξάντρα Ντβορνικόβα
Και μπορεί αυτό να μην καθιστά αυτόματα τη ζωή λιγότερο μουντή, άτονη και αφόρητη εξαιρετικά συχνά. Αλλά είναι μια εν δυνάμει ηλιαχτίδα του ίδιου του εαυτού. Με την επάνοδο της άνοιξης και των σωστών συνθηκών μπορείς να επιλέξεις να τη θέσεις ενεργά σε χρήση, οπωσδήποτε όχι ανεξέλεγκτα. Είναι η δική σου μυστική υπερδύναμη να ανακαλύπτεις και να αφήνεις να αποκαλυφθεί πως υπάρχει ένα είδος συμπαντικού σχηματισμού κάπου εκεί λίγο πιο πέρα από την έννοια της ακεραιότητας της «πάρτης» κάθε οντότητας. “Παρηγοριά κι ελπίδα” να περιμένεις, αλλά και να δράσεις χωρίς πίστη στην παντοδυναμία του αυτοματισμού και της επικράτησης του τυχαίου. Είναι άλλωστε, κατά κάποιο τρόπο, θέμα επιλογής.
Είσαι ήδη λουλούδι” ανθισμένο με πολύχρωμες πιθανότητες εξέλιξης. Ποιος ξέρει τι μπορεί να φέρει η επόμενη τυχαία συνάντηση στο δρόμο;

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Το Τελευταίο Ηλιοβασίλεμα του Μόνου Καουμπόι

Υπάρχει συχνά η αφορμή να μιλήσεις γι' αυτούς που έδρασαν πριν από σένα, ή έστω που ξεκίνησαν κάτι που με κάποιο τρόπο έχεις εκτιμήσει· να εκφράσεις ευγνωμοσύνη, επειδή σ' αυτό που ονομάζεις αρχικό λεπτό της μύησης υπήρχε κάτι να θαυμάσεις, ώστε να μπορέσεις να βγάλεις νόημα σχετικά με το τι απ' όλα ενστερνίζεται ο κόσμος μέσα σου, ή τουλάχιστο να σχετιστείς μαζί του. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να τονίσω ότι δεν υπήρξα ποτέ φαν του Λουκιανού Κηλαηδόνη, ούτε κι έχω ακολουθήσει ποτέ μέρος της δουλειάς του. Η σχέση μου με αυτό το φαινόμενο καλλιτέχνη φανερώνει εσωτερικές αναμοχλεύσεις ως αποτέλεσμα της περίοπτης διείσδυσης τη κυρίαρχης κουλτούρας.


Χωρίς, ωστόσο, να εννοεί κανείς αυτό που πρωταρχικά σχηματίζεται στο μυαλό, όταν ακούμε ή ξεστομίζουμε τις λέξεις. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ήταν πάντα ένα ιδιαίτερο μέρος της ελληνικής κυρίαρχης μουσικής ιδεολογίας, ένα από αυτά που συχνά, εξαιτίας της ύπαρξής τους, πολλοί ενοχλούνται, μη αποδεχόμενοι την όποια συμβολή τους, θέτοντας δυναμικά κι αναπόφευκτα τα δικά τους όρια, όπως αυτά που θέτουμε όλοι μέσα μας για το ανεκτό και το διαφορετικό, και τα μερίδια της συμπάθειάς τους για το καθένα.
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης απασχόλησε για πρώτη φορά την προσοχή μου, όταν μια συλλογή από τις κυριότερες από τις επιτυχίες του βρέθηκε στην κατοχή μου, αφού ήταν μια από τις προσφορές της κυριακάτικης εφημερίδας, το Βήμα (της οποίας τόσο τα ένθετα και οι προσφορές, όσο και η ύλη ανέκαθεν θεωρούσα ότι, καλώς ή κακώς, έχουν διαμορφώσει ένα μεγάλο κομμάτι μου). Κάτι ο λήθαργος και η υποτονικότητα εκείνου του καλοκαιριού και κάτι η πυρετώδης αναζήτηση για κάτι νέο κι αποφάσισα, λίγες μέρες μετά την αγορά της εφημερίδας, να εισάγω τελικά ένα από τα CD της συλλογής στο CD player (όχι εντυπωσιακά ακατέβατα χρόνια πριν, κι όμως πόση διαφορά στην τεχνολογία!). Το αποτέλεσμα στις αντιδράσεις μου δεν ήταν αναμενόμενο, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος πως πέρα από την ηχώ του ονόματος αυτής της προσωπικότητας, που τόσο οικεία μου ήταν, ήμουν παντελώς ανυποψίαστη για ό,τι επρόκειτο να ακούσω.
Ο κόσμος του Λουκιανού Κηλαηδόνη είναι ένας κόσμος ξεκάθαρα παραμορφωμένος σε σχέση με την παραστατική αποτύπωση της μοντέρνας εκδοχής της Ελλάδας που αποπειράται να προσφέρει· όσο κι αν επικρατεί η τάση ενίσχυσης της προβολής της διασκεδαστικής του πλευράς, ώστε οι περισσότεροι να ξεχαστούν. Είναι, κατά κύριο λόγο, μια πραγματικότητα καρτουνίστικη, ακριβώς για να βιώσει κάποιος την αναγκαιότητα της διαδικασίας του να σκεφτεί και να δράσει σε εντονότερο βάθος. Είναι μια πραγματικότητα, στην οποία η πλειοψηφία αποχαυνώνεται από ό,τι πιο αυτονόητο περιέχεται σε ένα υπερθέαμα κατ'εξακολούθηση, όπως για παράδειγμα "Το Ματς", χωρίς ίχνος αμφισβήτησης μιας απόλυτης κυριαρχίας και σαφών παραβάσεων του μέτρου. Είναι μια πραγματικότητα, στην οποία οι γυναίκες εκπληρώνουν τον απώτατο στόχο τους πετυχαίνοντας να διαιωνίζουν το ρόλο της νοικοκυράς, με τρόπο όσο πιο παρόμοιο γίνεται με το παράδειγμα της προηγούμενης γενιάς, για να φωτίσουν τη θυμοσοφία της αποκοίμισης. Όπως η «Ρίτα», αλλά και η «Μέρα μιας Μαίρης».


Είναι ένας κόσμος από χαρακτήρες αστείους που πέφτουν σε συνεχείς γκάφες, που όμως, μέσα στην επιμονή τους να επιβιώνουν, επιβεβαιώνουν τη διαφορά τους από το σύμπαν των κυρίαρχων μέσων της σάτιρας, στην οποία τόσο συχνά τώρα πια αναθέτουμε τη διασκέδασή μας. Η Μαίρη, ο μόνος καουμπόι και οι άλλοι μας φαίνονται γελοίοι, όμως είναι, στην πραγματικότητα, μια εκδοχή των ανεστραμμένων εαυτών μας, που συνεχώς δε βολεύεται με τις αποτυχίες, που με κάποιο τρόπο «αναγκάστηκε» να φορτωθεί. Είναι μια δημιουργική αναπαράσταση των νεοελλήνων στη συνεχή τους προσπάθεια να ξεσκάσουν και να βγουν έξω από τα νερά που τους οδηγούν ανεπιστρεπτί στο μάτι των προγονικών κυκλώνων και δυνάμεων του ασυνειδήτου.


Ασφαλώς, μια ματιά γύρω μας επιβεβαιώνει πως, από το πάρτι της Βουλιαγμένης, το απόγειο της δόξας των επιτυχιών του Λουκιανού, ελάχιστα έχουν αλλάξει, πέρα από την εξαφάνιση μιας αίσθησης γενικότερης οικονομικής ευφορίας και την αίσθηση πως κάτι ραγδαία πρόκειται να εξελιχθεί· που στην κατρακύλα τους πήραν κι ολόκληρη τη διάθεσή μας για πραγματική διασκέδαση. Ναι, στην πραγματικότητα, τίποτε εκτός από τον απόηχό τους δε θα μπορούσε να επαναλάβει την αναγκαιότητα ενός παρόμοιου σχεδίου συναυλίας, εν είδει Γούντστοκ, σε μια κοινωνία παραδομένη στην εκτεταμένη αποφυγή σχέσεων και την απομόνωση, επειδή κάπως έτσι έχει εξελιχθεί το σύμπαν όπου κατοικούμε, χωρίς αισθητά να ξεχωρίζει, αλλά σηματοδοτώντας ξεκάθαρα τα όρια ενός παραδείγματος προς αποφυγή.
Είναι αδύνατο, ωστόσο, να μη μνημονεύσεις μια αξία που έχει προηγηθεί της όποιας ακόμη ικανής να αναπνεύσει προσπάθειας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η πολύχρωμη και πολυπρόσωπη μουσικοχορευτική επιρροή που συνεχίζει να ασκεί ο Λουκιανός στους σύγχρονους τραγουδοποιούς, από την διάθεση για κριτική εξέταση και διακωμώδηση, αλλά και για τις στιγμές που μας αξίζει να μην τα παίρνουμε όλα τόσο απολύτως στα σοβαρά, είναι ελπίζω από πολλούς από τους φίλους της ελληνικής μουσικής αισθητή. Κι έτσι θα παραμείνει, όσο το έργο ενός ατόμου στέκεται η αδιάψευστη αλήθεια για το πόσο μπορείς να τολμήσεις να αντιπροσωπεύσεις μια ολόκληρη εποχή.
Ιδιοτροπίες της λογικής του να πεις αντίο.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Η Ψυχοπαθολογία του Ταξιτζή

Σε αναγκαστικά πιεστικές περιόδους, πάντα επιστρέφω στα βασικά· ακολουθώντας αυτή τη σκέψη ο Ταξιτζής δεν είναι απλώς και μόνο η τοπ των αγαπημένων μου ταινιών, αλλά κι αυτή στην οποία ξαναγυρίζω, όταν τα πράγματα δε φαίνονται να κυλούν τόσο πρίμα, όσο σε αφήνουν να χάψεις πως προσδοκάς οι περιστάσεις. Συγκεκριμένα, είναι κάτι πανανθρώπινο στη επιμονή στη μοναξιά του ήρωα που μου θυμίζει διάφορους ανθρώπους, αλλά και ξεχωρίζει μέσα μου από το βαθμό της μοναδικότητας που διακατέχεται.


Ο Τράβις Μπίκλ (Ρόμπερτ ντε Νίρο) είναι ένας 26χρονος βετεράνος του Βιετνάμ που αδυνατεί να κλείσει μάτι τις νύχτες. Αυτή η κατάσταση τον οδηγεί να ζητήσει δουλειά ως ταξιτζής στους δρόμους της Νέας Υόρκης, οδηγώντας πάντα και παντού, συμπεριλαμβανομένων των μικρών ωρών εργασίας και των πιο ιδιότυπων δρομολογίων. Κάπου εκεί θα έρθει σε επαφή με το χειρότερο πρόσωπο της ανθρώπινης φύσης, καθώς αναγκάζεται να εξυπηρετήσει πελάτες από όλα τα μήκη και πλάτη της ζωής: πολιτικούς, επιχειρηματίες, αξιοπρεπείς πολίτες, αλλά κι αποβράσματα του υποκόσμου. Κάπου εκεί, επίσης, μετά από κατασκοπεία διαρκείας μέσα από τα παράθυρα του ταξί, θα γνωρίσει τη Μπέτσι και θα εμπνευστεί μια ιδιόχειρη έκφραση του θαυμασμού και του έρωτά του προς το πρόσωπό της, με ανάμικτα αποτελέσματα και παράπλευρες πολύμορφες απώλειες εκατέρωθεν. Αλλά και το πιο σημαντικό: κάπου εκεί, λίγο πιο μετά, θα αποφασίσει να διοχετεύσει το σύνολο των καθημερινών του ενεργειών στον ευγενή όσο και ριζοσπαστικό σκοπό της σωτηρίας ενός ανήλικου κοριτσιού από τα κυκλώματα εμπορίου λευκής σαρκός-εκμηδένισης της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ως εδώ τα πράγματα φαίνονται απλά. Καλός εναντίον συνόλου κακών (θα αποφύγω να μεταφέρω το σκορ, ακριβώς για να αποτυπώσω πόσο επιτακτικό θεωρώ να παρακολουθήσετε την ταινία, αν δεν έχει τύχει ακόμη της προσοχής σας). Μόνο που υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που σα θεατής αντιλαμβάνεσαι ότι πηγαίνουν λάθος με την ψυχολογία του πρωταγωνιστή, που είναι αδύνατο να «κλείσεις» την ερμηνεία της ταινίας ακολουθώντας την πρόχειρη για χολιγουντιανά σενάρια οδό πρόσληψης δημιουργημάτων. Συγκεκριμένα, συστατικό στοιχείο της ιδιαιτερότητας του Τράβις αποτελεί το ότι αποδεδειγμένα και σε μεγάλο βαθμό από προσωπική επιλογή και παράπλευρες λοξοδρομήσεις καταλήγει να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μόνος του (χωρίς να χρειάζεται να τονιστεί πόσο ενδεικτικό παραδειγμάτων του σύγχρονου ανθρώπου αποτελεί αυτό το πρότυπο). Ως ανατριχιαστική ομοιότητα της πραγματικότητας του ήρωα με τη σημερινή αντηχεί εξίσου το γεγονός της συνεχούς οπλοφορίας, που (πέρα από την αμφιλεγόμενη φύση των ερωτημάτων και της εξωτερίκευσης των επιχειρημάτων που προσκαλεί) είναι ενδεικτικό της συνεχούς απειλής που νιώθει να πρέπει να αντιμετωπίσει, τόσο από υπαρκτούς κυνδύνους όσο κι από ανυπέρβλητες ψυχικές καταστάσεις, ακριβώς όπως ένας εργαζόμενος με σύνδρομο burnout, που καταπιέζεται, στις μέρες μας ανικανοποίητα ψάχνει το μεταφορικό σημείο όπου μπορεί να νιώσει ασφαλής. Ομοιότητες με τη σύγχρονα προβληματική ιδιοσυγκρασία που κάτι περισσότερο από απειλούν να μας βάλουν σε σκέψεις.
Ασφαλώς το να είσαι μόνος περιστασιακά, ως επιλογή, ενίοτε οδηγεί στη νοητή εξίσωση της μοναξιάς με την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία της φύσης. Φτάνει, για παράδειγμα, ένα σημείο της ταινίας, όπου ο ήρωάς μας αισθάνεται πως έχει αναδειχθεί σε επίλεκτο για να αποτολμήσει την κατά μέτωπο συμπλοκή με τον κόσμο της εγκληματικότητας· κάτι σαν αυτό που αισθανόμαστε όλοι, όταν σκεφτόμαστε το ιδιαίτερα συγκεκριμένο και ξεχωριστό μέρος του επαγγελματικού και συναισθηματικοπροσωπικού τομέα που μας ταιριάζει, που σαφώς δε χωράει τις αντιλήψεις του κόσμου των Άλλων. Κι όμως, οι πιθανόητες παρεξήγησης της φύσης του κόσμου, καθώς και των προσωπικών σου ικανοτήτων μπορούν εύκολα να παρεξηγηθούν, όταν επιμένεις να τις αντικρίζεις αποκλειστικά και μόνο υπό το προσωπικό παραμορφωτικό σου πρίσμα· γι' αυτό κι ο Τράβις δεν κουράζεται να αναζητά το ιδανικό ταίρι στην καλοφτιαγμένη και μέσα στο σωστό περιτύλιγμα Μπέτσι, άσχετα που κάποια στιγμή καταλαβαίνει εκ βαθέων πως δεν είναι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό.


Και φυσικά πόσο μπορεί να αργήσει να πάει το μυαλό κάποιου στη σαθρή κατασκευαστικότητα των ιδεών, όταν τόσο συχνά ο εαυτός ξεχνά να καταγράψει τα ψέμματα που του αναλογούν (κάτι που κάνουμε όλοι αρκετά συχνά, αν αναλογιστεί κανείς πόσο επιεικείς είμαστε με τον εαυτό μας και πόσο αμείλικτα αυστηροί εμπρός σ΄αυτά που μας παρουσιάζονται ως επιτεύγματα άλλων. Εγώ, τουλάχιστον, παραδέχομαι πως το κάνω!); Η ατράνταχτη προσωπική “ευτυχία” του Τράβις στηρίζεται εμφατικά σε μεγάλο βαθμό στα ψέμματα που αραδιάζει στους γονείς του (κι ενδεχομένως σε έναν αριθμό γνωστών του), στην κάρτα, όπου τους στέλνει ευχές για την επέτειό τους, για την ηρεμία, που χαρακτηρίζεται από προδιαγεγραμμένα φυσιολογική εξέλιξη επιτυχίας σε προσωπική κι επαγγελματική ζωή. Κάπως παρομοίως δεν αποφεύγουμε καθημερινά τα στραμμένα βλέμματα των περίεργων στην έκβαση της ζωής μας, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε ό,τι προσεκτικά πρεσβεύουμε χωρίς τα βέλη από τις προσδοκίες τους να μας τρυπούν την πλάτη; Αλλά, εκκινώντας από το συγκεκριμένο σημείο, μπορεί ξεκάθαρα να αισθανθεί κάποιος και τη διάρθρωση της κοινωνικής κατασκευής βολικών ιδεών και νοητικών οικοδομημάτων που μπορούν να περάσουν στο ασυνείδητο και να καταδικάσουν γενιές ολόκληρες στη διαιώνιση της κυριαρχίας των αξιών τους. Αναφέρομαι σε ό,τι ακριβώς μπορεί να υποστηρίξει κανείς πως λειτουργεί λανθασμένα σε βάθος στα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας, όπως μπορεί να ειπωθεί για παράδειγμα για την ύπνωση, την εθελοτυφλία, και τη βραδύτητα στις αντιδράσεις της.
Γενικά, λίγα παραδείγματα δημιουργημάτων μπορώ να φανταστώ να μπορούν να ικανοποιήσουν τόσο δραστικά το θεατή, τόσο με το εξωτερικό περιτύλιγμα δράσης, όσο και με την απαίτηση της πλοκής τους για βαθιά ενδοσκόπηση. Ο Ταξιτζής είναι ένα από αυτά, με το Ρόμπερτ ντε Νίρο να μας χαρίζει κάποιες από τις πιο εμπνευσμένες του στιγμές· ιδιαίτερα στο σημείο που καταλαβαίνεις πως είχε αγγίξει τέτοια επίπεδα ταύτισης με τον ήρωα που υποδυόταν, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, ώστε κατάφερε να αυτοσχεδιάσει εντελώς την πολλαπλά και κομβικά γυρισμένη “you talking to me?” σκηνή. Είναι και το παλίμψηστο του τοπίου της Νέας Υόρκης με τις πολλαπλές του σηματοδοτήσεις, όσο και η ποιητικότητα του σεναρίου, με αποσπάσματα-λογοτεχνικές εκρήξεις που ξεχωρίζουν (“δεν πιστεύω πως θα έπρεπε κανείς να αφιερώνει τη ζωή του στη νοσηρή αυτοπροσοχή, πιστεύω ότι καθένας θέλει να γίνει ένας άνθρωπος σαν τους άλλους ανθρώπους”, λόγια του Τράβις από το σενάριο, σε ελεύθερη, δική μου μετάφραση) που κάνουν την ταινία να ξεχωρίζει από τις συνηθισμένες ρετρό επιλογές, στις οποίες ενδείκνυται να επιδοθείς.



Η μοναξιά και ταυτόχρονη ψυχική ανάγκη του Τράβις Μπικλ για συντροφικότητα υπάρχει ξεκάθαρα στον καθέναν από μας. Εσείς πόσα θραύσματά της εντοπίσατε μέσα σας;


By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Η Καλλιτεχνική Εσωστρέφεια κι ο Γκράχαμ Κόξον

Ασφαλώς αυτή η ανάρτηση είναι το άλλο μισό του μισού “που σε κόβει σε δυο μισά”, σύμφωνα με την ελεύθερη μετάφραση προσέγγισης σεναρίου γνωστής αγαπημένης μου ταινίας (Like Crazy, Drake Doremus, 2011, δες ανάρτηση για τις σχέσεις και τις αποστάσεις). Αξίζει, πάντως, εδώ να αναφερθεί ότι σπανίζουν τα παραδείγματα συγκροτημάτων (αυτή τη στιγμή έχω μόλις τα μέγιστα παραδείγματα των Beatles και Rolling Stones στο μυαλό μου) που στέγασαν και γαλούχησαν περισσότερες από μία έντονες προσωπικότητες μουσικών. Στην περίπτωση των βρετανών Blur, ιδιαίτερα αγαπητός έχει υπάρξει ο ήδη τιμημένος από αυτό το ιστολόγιο Ντέιμον Άλμπαρν· αλλά ο δικός μου, όπως κι άλλων πολλών, αγαπημένος «θολός» μουσικός και χαρακτήρας είναι ο Γκράχαμ Κόξον.


Γεννημένος στη Γερμανία και μεγαλωμένος σε διαφορετικές περιοχές της Γηραιάς Αλβιώνας, από πατέρα μουσικό του στρατού, είχε την τύχη και ταυτόχρονα την ατυχία να γνωρίσει το Ντέιμον στην εφηβεία· και η εμμονή του τελευταίου με την επιτυχία έπρεπε να συνοδευθεί επιτυχώς, ιδιαίτερα μιας και ο Γκράχαμ ήθελε εξίσου να γίνει ανεξάρητος μουσικός, χωρίς ποτέ να κλείσει οριστικά της πόρτες στις εικαστικές τέχνες – είναι γνωστό άλλωστε πως έχει ο ίδιος φιλοτεχνήσει το σύνολο των εξωφύλλων των σόλο άλμπουμ του, καθώς και του 13 των Blur. Κύριο χαρακτηριστικό και ταυτόχρονα μυστική υπερδύναμη του Γκράχαμ παραμένει διαχρονικά η εσωστρέφειά του.
Χωρίς η ιδέα για ένα τέτοιο χαρακτηριστικό καλλιτέχνη, και συγκεκριμένα, μουσικού, να μας ξενίζει· και δε θα αναφέρω εδώ, όπως είναι αναμενόμενο, αποκλειστικά και μόνο την προφανή εσωστρέφεια του Παυλίδη προς ισχυροποίηση του επιχειρήματος. Η δυσανεξία στην έκθεση στους παπαράτσι, ή αν θέλετε να μιλήσουμε γενικότερα και ειλικρινά, προς τις κάμερες γενικώς είναι δυνατό να εντοπίσει κανείς πως προέρχεται εν μέρει από μια αίσθηση της ασχετοσύνης του εγχειρήματος προβολής μιας ανεξάρτητης καλλιτεχνικής δημιουργίας, και μερικώς από ένα μετριασμένο ασυνείδητο συνεχές συναίσθημα μειονεξίας εξαιτίας μιας διαρκώς ελλειπούς αυτοπεποίθησης. Κάπως έτσι, φτάνουμε να αντιληφθούμε τον Γκράχαμ ως τον συνεχώς περιφερειακό και κάπως αδιάφορο, με ένα τρόπο, για τα τεκταινόμενα, χαρακτήρα στα βιντεοκλίπ της δεκαετίας του 1990 που τόσο πολύ δόξασε την ανατολή της δύναμης της τηλεόρασης και συνεπακόλουθα του MTV.
Κάτι τελείως διαφορετικό, ωστόσο, διατρέχει τη συμβολή του Γκράχαμ στις κατά καιρούς κατευθύνσεις των μουσικών μονοπατιών που ακολούθησαν οι Blur. Αφού η περίοδος, κατά την οποία το αμιγώς βρετανικό στιλ ερμηνείας, αλλά και παιξίματος, που έκλεινε το μάτι στην ποπ, ιδιόχειρη επινόηση του Άλμπαρν, είχε πλέον παρέλθει, καθώς καθετί που έχει μανιωδώς λατρευτεί κάποια στιγμή είναι καταδικασμένο να ξεφουσκώσει, ήταν η στροφή του Γκράχαμ προς αμερικανικές, πιο ηλεκτρισμένες επιρροές που ήρθε να αναστήσει μια για πάντα το ρόλο του συγκροτήματος. Ιδιαίτερα το παίξιμο-σήμα κατατεθέν του, πότε αφοπλιστικά ήσυχο, πότε απίστευτα εκρηκτικό, άνετα μπορεί να υποστηρίξει κανείς πως ευθέως διατυπώνει τις ακραίες εντάσεις στη ζωή ενός μουσικού, που ξεκίνησε με στόχο να αποτυπώσει τα όρια μιας πραγματικότητας σε μερίδα φίλων για να καταλήξει σύντομα κι ανέλπιστα σε ποπ είδωλο. Απόληξη η οποία ηχεί έντονα στο σύστημα σκέψεων κάποιων, ειδικά όταν ενδεχομένως απλώνουν τη σκέψη στο ξεκίνημα της πορείας τους, πράγμα που ο Γκράχαμ δε φαίνεται συχνά να αποφεύγει, λόγω της ενδοσκοπικής του εμμονής και ιδιοσυγκρασίας.
Που είναι και το αιώνιο καλλιτεχνικό ερώτημα που συχνά προσπάθειες εξισορρόπησης δεν καταφέρνουν να υπερνικήσουν: να διατηρήσεις το μικρό αριθμό φίλων κι αποκλειστικών θαυμαστών μαζί με το άρτιο αποτέλεσμα που επιθυμείς να παρουσιάσεις, με όσο περιθωριακό τρόπο κι αν το αποφασίσεις ή να ανοιχθείς προς το κοινό στην προσπάθεια να γίνεις δημοφιλής μετατοπίζοντας αισθητά τον άξονα της τέχνης σου, με απρόβλεπτα αποτελέσματα; Δικαιούμαστε να έχουμε υποψίες βασισμένες σε ψήγματα συμπεριφοράς του Γκράχαμ ότι κάτι νοητικά πισωγυρίσματα ανάμεσα στις δυο προοπτικές δεν τα ξεπέρασε ποτέ.
Κάτι που, ακριβώς εξαιτίας αυτού του είδους της κρυμμένης έντασης της συμπεριφοράς του, του το συγχωρείς. Προσωπικά δε βρίσκω καθόλου παράλογο το να κάνεις συνήθεια την οδό των παμπ, όπου κάθεσαι και συζητάς για πίνακες και διακοσμητική, και ξεχνάς μονομιάς τις οχλήσεις του να δηλώνεις παρουσία ως ποπ είδωλο, ή το να κλείνεσαι στον εαυτό σου και στο σπίτι σου και στη ματαιοπονία για το διαζύγιό σου και στην προσωπική σου πορεία, που δεν αποκαλύφθηκε ακριβώς έτσι όπως την ήθελες για να βρεις τον εαυτό σου. Φαίνεται, ωστόσο, πως ο Ντέιμον, ο Άλεξ κι ο Ντέιβ -συνεταίροι στη συγκροτηματική επιτυχία- είχαν δει τα πράγματα κάπως πιο οικονομικά και καριερίστικα σοβαρά κι υπερασπίστηκαν την ετυμηγορία της αποπομπής του Γκράχαμ: μετά την εξάντληση των δυνατοτήτων του 13 μπορούσε πλέον κι επίσημα να μείνει στο σπίτι του με όσο “καφέ και τηλεόραση” επιθυμούσε ή να σύρει τις κιθάρες του σε άλλο στούντιο.


Όπως κι έκανε. Και πραγματικά, η -ήδη ξεκινημένη προς το τελείωμα της «θολής» εποχής- σόλο πορεία του μουσικού, κατά τη γνώμη μου, είναι κάθε άλλο από απογοητευτική. Στα highlights μπορούν να θεωρηθούν τόσο οι στιγμές του που θυμίζουν ψηλάφηση της ιστορίας του ροκ εντ ρολ (όπως η παρακάτω, από το τελευταίο του άλμπουμ), όσο κι εκείνες οι στιχουργικές που αναδύουν την αξία της διείσδυσης της ψυχανάλυσης στον καθημερινό κόσμο του ατόμου για να καταγράφει την προέλευση, την πορεία προς, αλλά και τις αποκλίσεις από την αμφισβήτηση του εαυτού. “Το βλέπω πραγματικά τώρα / τόσο ξεκάθαρα όσο και η λάσπη για τον εαυτό μου”, έχω να ομολογήσω, όπως και ο Γκράχαμ.


Στο τέλος της ημέρας, ας αποδεχθούμε πως ο καθένας έχει δικαίωμα σε έναν για προσωπικούς λόγους αγαπημένο χαρακτήρα, κι έτσι ακριβώς θα υποστηρίξω εδώ τη μεροληψία μου προς τον Κόξον (με εξαίρεση το γεγονός ότι με έχουν εκφράσει κατά καιρούς θραύσματα της μουσικής και των στίχων από τη μέχρι τώρα σόλο πορεία του). Η συνεχής αμφιταλάντευση των απόψεών του ανάμεσα στις προσωπικές ροπές προς αμφιλεγόμενα είδη επιτυχίας και στην απόλυτη εσωτερική εναρμόνιση με τον εαυτό ανέκαθεν με έκαναν να συμπάσχω μαζί του. Κι ας βρίσκεται προς το παρόν κάπου ξεχασμένος, το ποπ θηρίο μέσα του ίσως πάλι να ετοιμάζεται να ξυπνήσει.


By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Αποθεραπεία από το Άγχος

Υπάρχουν περίοδοι που είναι αδύνατο να δεχτείς πως γίνεται να αποφευχθεί. Από το πορτοφόλι και την κοινωνικά αποδεκτή έννοια της ευτυχίας, το άγχος έχει μεταφερθεί πια σχεδόν στο σύνολο των τομέων της ζωής μας. Να μερικοί εντελώς ιδιοσυγκρασιακοί τρόποι αντιμετώπισης.
Πρωταρχικά να αποφύγουμε τη σκέψη ότι κάποιος μας πιέζει. Ότι στοιχειώνει την κάθε κίνηση και παραμονεύει την ελαχιστότερη ένδειξη αρνητικής κατάληξης και ατυχιών. Η ιδέα όλων αυτών που οι άλλοι περιμένουν από μας μπορεί να γίνει ανυπόφορη αν φτάσει στο σημείο όπου αισθανόμαστε πως μας ακολουθούν παντού χωρίς σταματημό, κυρίως επειδή πολλές φορές μπορεί να είναι μόνο κι απλώς μια ιδέα χωρίς αληθινό αντίκρισμα. Ακόμη, όμως κι αν έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι από ψήγματα της πραγματικότητας υπάρχει περίπτωση να έχουμε οδηγηθεί σε σωστή διαίσθηση, υπάρχει πάντα η επιλογή να συγκεντρωθούμε στον εαυτό μας, αδιαφορώντας για τις ξένες προσδοκίες, που θα μας ξεχάσουν με την ίδια ταχύτητα που τις ξεχνάμε κι εμείς.

Έργο του Ζαν Κλοντ
Ένα είδος καθιέρωσης μικρών ιεροτελεστιών εν είδει ρουτίνας μπορεί εξίσου να συμβάλλει τα μέγιστα σε όσο διαρκέστερη ηρεμία φανεί δυνατό. Το να κάνεις ένα συγκεκριμένο πράγμα μια συγκεκριμένη στιγμή κάθε ημέρας μπορεί να αποτελέσει έναν από τους κόσμους στους οποίους συμμετέχεις, για λίγη ώρα χωρίς να σε απασχολεί η συμμετοχή σου στους υπόλοιπους. Και καλύτερα να επιλέξεις κάτι που μπορεί να σε βοηθήσει να βυθιστείς. Όσο κάνεις κάτι, σκεπτόμενη ότι παράλληλα θα μπορούσες να διεκπεραιώσεις ή / και να απολαύσεις κάτι άλλο, στην πραγματικότητα δεν απολαμβάνεις το παραμικρό. Το βάθος βρίσκεται στην αφοσίωση και στην αυτοσυγκέντρωση, που έτσι κι αλλιώς είναι αναπόσπαστα στοιχεία πολλαπλών ειδών επιτυχιών.

Το Εργαστήριο της Χρωματιστής Γάτας, Πίνακας μιας Κούπας Καφέ

Πολλοί και με διάφορους τρόπους έχουν εκθειάσει τη συμβολή της κίνησης στη σωματική υγεία, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να κάνει θαύματα στην απαλοιφή του άγχους· τουλάχιστο για περιορισμένα χρονικά διαστήματα. Η επαφή μαζί της πρέπει ασφαλώς να είναι συχνή και συστηματική. Οι αποφάσεις του νέου έτους για το κτίσιμο κοιλιακών δεν ισχύουν, όταν έχουν επηρεαστεί αποκλειστικά από την ποσότητα κατανάλωσης φαγώσιμων που περιέχουν περισσή ποσότητα σακχάρου. Αυτό που λιγότεροι ή ίσως λιγότερα εμφανώς έχουν αναγνωρίσει και που μπορεί να σε ξεαγχώσει είναι η (περιορισμένη ασφαλώς και υπό αυστηρούς όρους) σχετική απραξία· που τη λέμε σχετική, ακριβώς γιατί κάποιος μπορεί να κάνει κάτι, ακόμη κι ενώ δείχνει πως δεν κάνει τίποτα (μπορεί να σκέφτεται δηλαδή, σημερινή αξία αποδεδειγμένα σπάνια και ανεκτίμητη). Έχω στο μυαλό μου ακριβώς τις στιγμές που προσπαθώ, σε διάλειμμα από τη μελέτη, ταυτοχρόνως να τεντωθώ και να βρω μια αδέξια βολική στάση· κάπως έτσι συχνά καταλήγω στη μέση του δωματίου με κλειστά μάτια να παριστάνω το δέντρο (!). Μερικές φορές η στάση αυτή με ανακουφίζει ακόμη περισσότερο, όταν καταλήγω να πιστεύω πως ίσως κάπως έτσι θα μπορούσα να ήμουν για πάντα, αν πραγματικά υπήρχα σα δέντρο (το μέγεθος του άλματος στο οποίο μπορεί να προβεί ένα συλλογισμός!).
Μερικές άλλες φορές, με φίλους, όταν τουλάχιστο σου δίνεται η δυνατότητα μπορείς να τα βγάλεις όλα από μέσα σου. Να μιλάς, να μιλάς και να μιλάς, όταν ξέρεις ότι κανείς δεν πρόκειται να σε παρεξηγήσει γι' αυτά που λες, ακόμη κι αν ποτέ δε φανταζόσουν τον εαυτό σου να τα ξεστομίζει δημόσια. Είναι η δύναμη της απελευθέρωσης που θα σε κάνει να αισθανθείς ξαλαφρωμένη, πιο χαλαρή απ' ότι πριν που κάποιος μπορεί και υπομένει ακόμη κι ενδεχομένως ακατανόητο ξέσπασμα των παραπόνων σου (σαν κι αυτά στα οποία υποβάλλω τους κοντινούς μου ανθρώπους, επειδή στις αφηγήσεις και τις εξηγήσεις μου πετώ από το ένα σημείο στο άλλο, αβέρτα παραλείποντας ζωτικά κομμάτια συλλογισμών). Φυσικά κάθε εκμυστήρευση, ακόμη και στο σωστό άνθρωπο έχει τα όριά της· ασφαλώς αυτά που εσύ θα θέσεις.
Κι ερχόμαστε στη φαινομενική ανυπαρξία. Όση απαξία κι αν αποδίδει η νιότη στην αξία του ύπνου πριν βουτήξει ολόκληρη στον κυκεώνα των καθημερινών στιγμών επαγγελματικής ρουτίνας, ο ύπνος είναι βασικό αγαθό, άσχετα αν μόνο μετά από σεβαστό αριθμό δυσχερειών (που μεταφράζονται σε άυπνες νύχτες, συνήθως άνευ ουσιώδους λόγου και αιτίας, κυρίως λόγω άγχους, που μπορεί συχνά να είναι ακόμη και απροσδιόριστο) μόνο αναγνωρίζεται. Όπως και να 'χει σε οποιαδήποτε περίοδο της ζωής, το να παραδίνεσαι ολόκληρος σε κάτι διατηρεί την ακατανίκητη αξία του, και ειδικά όταν πρόκειται για κάτι απαραίτητο για την εύρυθμη συνέχιση των λειτουργιών της ζωής σου. Η χαλαρωτική αξία του ύπνου μπορεί αναπόφευκτα να σου αποκαλυφθεί όταν θα ξυπνήσεις το πρωί, μετά από ικανοποιητική ξεκούραση (που μεταφράζεται σε διαφορετικό αριθμό ωρών για τον καθένα)· τη στιγμή να δεις τη ζωή με άλλο μάτι.
Υπάρχουν, βέβαια στιγμές, που, όπως θα μπορούσατε να μου αντιτείνετε όλοι, το άγχος είναι αναπόφευκτο. Στις Πανελλαδικές εξετάσεις, σε μια κρίσιμη επαγγελματική συνέντευξη, στο μομέντουμ μιας σχέσης· όταν αισθανόμαστε πως η έκβαση του συνόλου της προσωπικής μας πορείας είναι αυτή που διακυβεύεται. Δε λέω πως δεν πρέπει να υπομείνουμε τις αισθήσεις μας για ένα διάστημα. Δεν ισχυρίζομαι, όμως, κι ότι πρόκειται για μια εμπειρία που αξίζει να πεταχτεί στα σκουπίδια, επειδή κάποιοι μπορεί να νομίζουν πως δεν έχει τίποτα να τους προσφέρει. Κι ας μην ξεχνάμε: αυξημένο άγχος στην πρώτη ανυπέρβλητη δυσκολία, κάπως λιγότερο στην επόμενη, αισθητά λιγότερο σ' όσες να ακολουθήσουν. Μπαίνει στην ίδια κατηγορία με ένα σωρό άλλες συνήθειες και μαθήματα που ενσωματώνουμε με διάφορους τρόπους στο σώμα των πεπερασμένων, μα ενεργοποιήσιμων εμπειριών μας.


Το υπερβολικό άγχος είναι σίγουρα ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί στην καθημερινότητά μας· επιμένω, ωστόσο ότι αξίζει να σκεφτούμε σε σωστές δόσεις κι όχι να χάσκουμε και να αποφεύγουμε να αντιμετωπίζουμε την έγκαιρη αντιμετώπισή του. Άλλωστε, η ηρεμία κάνει καλό σε μας τους ίδιους.

By Μαρία Γώγογλου