Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Υποδουλωτικοί Δεσμοί Αίματος και η Νέα Οικογένεια: Το Σινεμά των Αδερφών Νταρντέν


Δε χρειάζεται κανείς πια να τονίσει πόσο πολύ τα δεδομένα του σύγχρονου τρόπου ζωής έχουν επηρεάσει τις οικογενειακές δομές· κάτι που έτσι κι αλλιώς ιστορικά συνέβαινε από τις απαρχές της ανθρωπότητας. Η θεοποίηση του χρήματος, καθώς και των μηχανισμών απόκτησής του, αλλά και η ανάγκη για επιβίωση, πιο έντονη στο καθημερινό άτομο των τελευταίων δεκαετιών έχουν συμβάλλει στο βαθύ επηρεασμό του ψυχισμού και όλων των Ευρωπαίων. Στο σινεμά των Βέλγων αδερφών Νταρντέν, θεωρούμενο ως δύσκολο συνήθως για τη βαρύτητα των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται (άσχετα αν οι ταινίες τους είναι συχνά γεμάτες δράση και ιδιαίτερα σύντομες σε διάρκεια) συχνά συναντά κανείς ήρωες που, ακόμη κι αν είναι διατεθειμένοι οποιαδήποτε στιγμή να κάνουν τα πάντα για τον άρτο τον επιούσιο, με διάφορους τρόπους αμφισβητούν το πατροπαράδοτο βιολογικό οικογενειακό δέσιμο, κι ευημερούν διαλέγοντας ανθρώπους με τους οποίους αισθάνονται ωραία -και το συναίσθημα αυτό είναι αμοιβαίο.

Οι αδερφοί Νταρντέν


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ

Ανάμεσα στις δημιουργίες των αδερφών Νταρντέν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, εξακολουθεί να ξεχωρίζει ως ένα από τα πιο βατά δείγματα -η δράση παρουσιάζει έντονες εναλλαγές και οι θεματικές που προσεγγίζει εμφανίζονται λιγότερο αφόρητες απ' ότι αλλού. Παραμένει, ωστόσο, μια ταινία, στη διάρκεια της οποίας ο σχεδόν 12χρονος πρωταγωνιστής διώχνεται από το βιολογικό του πατέρα -ο τελευταίος μια φορά εμμέσως πλην σαφώς, και δύο ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια των θεατών δηλώνει πως του είναι αδύνατο να φροντίσει το γιό του ή να έχει οποιονδήποτε ρόλο στη ζωή του. Έχει συναχθεί ήδη από το παιδί-πρωταγωνιστή, Cyril, η διασταυρωμένη πληροφορία ότι, ενώ ή αφού ο πατέρας ξενοίκιασε το διαμέρισμα όπου περνούσε μαζί με το παιδί τα σαββατοκύριακα, πούλησε το αγαπημένο του αντικείμενο, το ποδήλατό του, για να αντεπεξέλθει σε κάποια έξοδα. Δηλαδή, όχι απλά έχει σκληρύνει από τις δύσβατες οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζει στην αγορά εργασίας, αλλά η ύπαρξη κι η ενέργεια του Cyril δεν αγγίζει καμία ευαίσθητη χορδή του συνειδητού εαυτού του, ώστε να μπορεί κανείς να τον χαρακτηρίσει πατέρα.
Ο μικρός ήρωας, ωστόσο, δείχνει σε μεγάλο μέρος της ταινίας να προτιμά το πρότυπο του επικοινωνιακού και στοργικού γονιού στο πρόσωπο της Σαμάνθα, κομμώτριας που ζει κι εργάζεται στη γειτονιά όπου συνήθιζε να μένει ο βιολογικός του πατέρας. Συνεχίζει, όμως να αναζητά το πατρικό πρότυπο, σε σταθερή παροχή του οποίου η Σαμάνθα αδυνατεί να συμβάλλει, ειδικά μετά το χωρισμό από το φίλο της, εξαιτίας διαπληκτισμού εκείνου με το Cyril, προσπαθώντας να τον πειθαρχήσει. Το ψάχνει ακόμη και στις συμβουλές που του δίνει το βαποράκι της γειτονιάς σχετικά με το πως να χτυπάει ανυποψίαστους στο κεφάλι για να τους κλέψει χρήματα, και να κρατάει όσα ανταλλάσσονται μεταξύ τους μυστικά. Το ψάχνει, έχοντας μετανοήσει για παραβατικές του ενέργειες, επιλέγοντας να γυρίσει και πάλι στη Σαμάνθα, η οποία εμπνέεται από γενική στοργή και παρόρμηση γυναικείου μητρικού ενστίκτου, κι αναλαμβάνει να καλύψει το κόστος της ζημιάς που προκάλεσε ο πλέον υιοθετημένος γιος της Cyril ακολουθώντας τις συμβουλές του dealer για μία και μοναδική φορά.


ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Η ειλικρινής κι αυθόρμητη αντίδρασή μου μετά τη θέαση του πρώτου μισού της ταινίας ήταν: «ήρθαν οι αδερφοί Νταρντέν να πάρουν το Χρυσό Φοίνικα και μας έκαναν κουρέλια!». Κατά τη διάρκεια της γνωριμίας με τον πρωταγωνιστή Μπρουνό σε αυτό το μέρος του έργου, ο θεατής γίνεται μάρτυρας των κλοπών και μικροπαρανομιών που οργανώνει κι επιβλέπει, αλλά η αγανάκτησή του εμποδίζεται, όταν το μαχαίρι φτάνει στο κόκκαλο και γίνεται εμφανές πόσα κοινά με το Μπρουνό μοιραζόμαστε όλοι, που κυνηγάμε όσο γίνεται το μεγαλύτερο δυνατό, ευκολότερο κέρδος. Πριν τη μέση κιόλας της ταινίας, ο ήρωας αποφασίζει να πουλήσει το παιδί που έχει πριν ελάχιστες μέρες γεννήσει η αγαπημένη του για να κερδίσει χρήματα που εξασφαλίζουν την επιβίωση του ζευγαριού για αρκετές μέρες, αφού έχει ήδη δηλώσει την απροθυμία του να πιάσει νόμιμη δουλειά! Η ύβρις του δεν πηγαίνει ωστόσο μακριά, αφού μια σειρά από βιαστικές παραβατικές αποφάσεις τον φέρνουν αντιμέτωπο με τις ενοχές του κι όχι μόνο· πρέπει να συνειδητοποιήσει πως η προσωπική υπευθυνότητα κι ένα γενικότερο αίσθημα ευθύνης απέναντι στις επιλογές προσώπων που έχει διαλέξει να αγαπά και να περιστοιχίζουν τη ζωή του, όπως εν προκειμένω η Σονιά, η γυναίκα της ζωής του, μπορούν να τον οδηγήσουν στην ευτυχία.


Ο ΓΙΟΣ
Αυτή η ταινία αποτελεί δείγμα της πιο πρώιμης δουλειάς των αδερφών Νταρντέν· γι' αυτό και είναι αρκετά πιο μελό. Μας ταξιδεύει, ωστόσο στα ευρωπαϊκά 90s που προσωπικά βίωσα μόνο ως παιδί και στην πρώιμη εφηβεία, και δεν παύει να μπορεί να ανακαλύψει κανείς τις αξιοσημείωτές της πλευρές. Μια από αυτές παραμένει η ανάπτυξη του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή Ολίβιε, που εργάζεται σε κέντρο νέων διδάσκοντας την τέχνη της ξυλουργικής σε εφήβους με παρελθόν παραβατικής συμπεριφοράς. Αισθάνεται τρυφερότητα γι' αυτά με τρόπο που, σχετικά με την ψυχοσύνθεσή του, σε οδηγεί να αντιληφθείς, ότι μπορεί να αποτελούν κατά ένα μέρος οικογένειά του, αφού οποιοδήποτε άλλο είδος προσωπικής ζωής φαίνεται να απουσιάζει.
Υπάρχει όμως ένα μελανό σημείο προς ανακάλυψη για το θεατή στην πορεία της πλοκής. Ο γιος που μεγάλωνε ο Ολίβιε μαζί την πρώην γυναίκα του, ενώ ήταν ακόμα μαζί, έχει δολοφονηθεί από νεαρό παραβάτη, στον οποίο τελικά, μετά από συνειδησιακή πίεση, δέχεται να διδάξει ξυλουργική στο κέντρο ως μαθητευόμενο. Τότε τοποθετείται από τους σκηνοθέτες και μια ωρολογιακή βόμβα: θα καταφέρει ο θαυμασμός του απολωλότος πρόβατος-δολοφόνου του γιού του να μεταστρέψει την ορμή των συναισθημάτων του πρωταγωνιστή που αγαπά έτσι κι αλλιώς τα παιδιά και τους ανθρώπους, ή θα ακολουθήσει κάποιο ανεξέλεγκτο είδος εκδίκησης; Δε θα δώσω εδώ τη δική μου εκδοχή ερμηνείας του τέλους της ταινίας· θα αρκεστώ να γράψω μόνο πως οι αδερφοί Νταρντέν προσπαθούν να στέκονται γενικά αισιόδοξοι με συγκεκριμένες πτυχές της ανθρώπινης φύσης.



Κι αν το σινεμά των αδερφών Νταρντέν σας έχει εντελώς διαφύγει είναι καιρός να αρχίσετε τώρα· καθετί που εμβαθύνει στις όλο και πιο υλιστικές τάσεις της κοινωνίας, αλλά και στις μεταβολές που αυτές επιφέρουν στις μορφές και τους σχηματισμούς της σημερινής οικογένειας είναι ένα αληθινό παράθυρο στο σύγχρονο κόσμο.


By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Για τους Γεννημένους Κάπου στην Εκπνοή της Δεύτερης Χιλιετίας ή Αλλιώς Millenials

(που σιγά σιγά έρχονται / έχουν έρθει στα πράγματα είτε το θέλουμε είτε όχι έτσι κι αλλιώς)


Θεωρητικά αυτή η ανάρτηση είναι κάπως ενάντια σε κάποια πράγματα που πάντα με έναν τρόπο ήξερε πως πιστεύει η υποφαινόμενη, όπως για παράδειγμα στο γεγονός του να χρησιμοποιεί κανείς ορισμένες γενικές ιδιότητες για να αποδώσει σε ένα κοινωνικό σύνολο συγκεκριμένο χαρακτήρα γενιάς χωρίς να ασκήσει κριτική στα κριτήρια που έχουν οριστεί να την καθιστούν ομοιογενή. Παρ' όλ' αυτά, το άρθρο για τους Millenials, σχετικά με τη «γενιά μου», όσους δηλαδή ανήκουν στην ηλιακή περιοχή των 15-35 την τρέχουσα περίοδο συνεχίζει να διεγείρει το ενδιαφέρον και την προσοχή (παρά το γεγονός ότι δημοσιέυθηκε τρία και πλέον χρόνια πριν) τόσο που είναι αδύνατο να μην ασχοληθεί κανείς μαζί του. Κι εκτός των άλλων, μέσω των θεμάτων του το προσφιλέστατο Υπουργείο Παιδείας, το πλασάρει και στους μαθητές μας (τουλάχιστον αυτό έγινε στις πανελλαδικές εξετάσεις με το θέμα έκθεσης των Αγγλικών ως ειδικού μαθήματος το 2013).


               Ακόμη κι από μια πρόχειρη ανάγνωση στα πεταχτά, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι παρά το εξ ορισμού ενδεχόμενο αποτυχίας τους, οι γενικεύσεις του συγγραφέα του άρθρου Τζόελ Στάιν σε καμία περίπτωση δε μπορούν να χαρακτηριστούν απόλυτα άστοχες. (Το ενδεχόμενο να χωλαίνουν οι γενικεύσεις του παρεμπιπτόντως σατιρίζει κι ο ίδιος, βρίσκοντας στον εαυτό του κοινά σημεία με τους millenials παρά το γεγονός ότι τον καιρό δημοσίευσης του άρθρου παραδέχεται ότι είναι ήδη 41 έτους.) Η υπερεξάρτηση, για παράδειγμα από τις ηλεκτρονικές συσκευές και ιδίως τα κοινωνικά δίκτυα, η «υπερεπικοινωνία» στην οποία η προηγούμενη μπορεί να οδηγεί, χωρίς αυτό να σημαίνει πως με τα πρόσωπα με τα οποία «μιλάμε» ηλεκτρονικά λέμε ή μοιραζόμαστε τίποτα το σημαντικό, καθώς και η υπερπροβολή ενός ειδώλου του εαυτού μας στο οποίο μοιραία δεν τον εντοπίζουμε ποτέ είναι θέματα που αυτό το ιστολόγιο έχει ήδη πραγματευθεί.


Σκίτσο του Ζαν Ζουλιάν


ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΣΤΙΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

Αρνητικό αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ένας υπερμεγέθης εαυτός που βιώνει τα πάντα ως ξεχωριστές εμπειρίες, την ξεχωριστότητα των οποίων, που αποδεικνύουν την κατ' επέκταση ιδιαιτερότητα του εαυτού του ως οντότητα, οφείλει να επικοινωνεί στους άλλους κάθε στιγμή της ημέρας που το κρίνει απαραίτητο. Έτσι τα γνώριμα σε όλους μας (της συγκεκριμένης “γενιάς”) posts, check-ins, pics και hashtags βρίθουν, και στη θέση του μοιράσματος των εμπειριών στη συντροφιά με φυσική παρουσία φίλων ή συγγενών έχει εν μέρει αντικαταστάσει η ...βροχή από likes, μετά από οποιουδήποτε είδους αυτονόητο ή μη κατόρθωμα ο εμπλεκόμενος θεωρεί πως χρίζει ευρείας κατανάλωσης και κοινοποίησης. Είναι αναπόφευκτο να διαπιστώνει κανείς το πόσο αυτή η κουλτούρα προωθεί τον έτσι κι αλλιώς εγγενή σε αυτήν, από την έναρξη της εποχής της ατομικότητας με τη βιομηχανική επανάσταση, ναρκισσισμό, διασπείροντας συμπεριφορές που με την πρώτη ματιά μπορούν να χαρακτηριστούν σχεδόν πανομοιότυπες σε κίνητρα κι εμφανή χαρακτηριστικά.

Σαλβαδόρ Νταλί, Η Μεταμόρφωση του Ναρκίσσου

Ή έτσι τουλάχιστο μπορεί να φαίνεται. Αν κάποιος μπει στη λογική (όπως οι περισσότεροι από εμάς έχουν σκεφτεί να κάνουν κάποια στιγμή) να παρακολουθήσει συστηματικά το προφίλ ενός ατόμου σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο θα συναντήσει προσωπικότητες που χτίζονται πάνω σε γερά θεμέλια ισχυρών προτιμήσεων, προτεραιοτήτων που ιεαραρχούνται διαρκώς, αλλά και ιδιαίτεροτήτων που απαιτούν κατάλληλη μεταχείριση, ανάλογα με τις ιδιότητες που εκθέτουν. Με άλλα λόγια, το θέτει ίσως αρκετά σωστά, αν παραμερίσουμε τους λυρισμούς, ο Ρους στο τραγούδι του όταν μιλάει για «Εξαιρέσεις», αφού ζουμε στην εποχή της εξαίρεσης, χωρίς ιδιαίτερη ανάγκη δουλοπρεπούς προσκόλλησης σε ιδιοφυϊες και κυρίαρχα ρεύματα, όπου ο καθένας καλλιεργεί τη μοναδικότητά του, όχι χωρίς κόστος. Σε πολλά άτομα αυτής της γενιάς που έχουμε συναντήσει, πιθανόν και στον ίδιο τον εαυτό μας, πολλοί από τους millenials έχουμε παρατηρήσει συναισθηματική αποξένωση, ακόμη και πολλές φορές που βρισκόμαστε στον στενότερο κύκλο των φίλων ή οικογενειακών προσώπων μας, που συχνά προκαλεί τη αποκρυστάλλωση του βαθμού εμπάθειας που αισθανόμαστε γι' αυτούς και «μπλοκάρει» την αναβάθμιση του δεσίματός τους μαζί μας. Εξ ου και η αδυναμία αρκετά περισσότερων απ' όσους έχουν παρατηρήσει αυτή την τάση να μείνουν για σημαντικό συνεχές διάστημα σε φιλία ή σχέση.



ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ;

Από τα παραπάνω μπορεί να συναχθεί ότι η εναργέστερη ενασχόληση με τον εαυτό αποτελεί σχεδόν επιβεβλημένο σύμπτωμα των καιρών μας (!)· και είναι ευτυχές που δε στερείται της θετικής του πλευράς. Αν η παρήγορη διαπίστωση ότι τα πιο εγωκεντρικά άτομα που έχει αναδύσει η εποχή μας έχουν πιο συγκεκριμένους και λεπτομερείς στόχους ισχύει, τότε γιατί να μην έχουν και μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, αν έχουν σκοπό να επιδιώξουν με όλους τους δυνατούς τρόπους αυτό που τους ευχαριστεί επακριβώς; Άσχετα αν δεν έχουν γνώση παρόμοιου παραδείγματος μ' αυτό που επιζητούν· αφού έτσι τους λέει το μέσα τους. Μπορεί να είναι δύσκολο και ειδικό, αλλά αξίζει να φτάσει κανείς μέχρι τα όρια του ανέφικτου για να είναι ο εαυτός του αδιαφορώντας για όσα του έδειξαν ή του λένε άλλοι πως μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσω της πεπατημένης οδού, όπως τουλάχιστον αποδεικνύει ο Ορέστης Ντάντος σ' αυτό εδώ το τραγούδι, έστω και με την ιδεαλιστική του εμμονή.



Τι κι αν δεν είναι τελικά τόσο διαφορετικοί από τη γενιά Χ, που διάλεξε να αυτοπροσδιοριστεί χωρίς τα λάβαρα, την πανκ φασαρία και το αίσθημα του ανικανοποίητου να τη χαρακτηρίζουν; Ως γενιά των millenials, αν μπορούμε τουλάχιστο να χαρακτηριστούμε έτσι, ο χρόνος θα δείξει τι είδους ρήξη και πόσα και τι είδους απτά αποτελέσματα είμαστε ικανοί να πετύχουμε.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Παγωμένη Νύχτα σε Μακρινή Κρύα Χώρα




Αυτή ήταν η πρώτη φορά που διάβασα ισλανδικό μυθιστόρημα και θέλω να γράψω γι' αυτό αναζητώντας τι το διαφορετικό δύναται να προσδώσει μια τέτοια εμπειρία. Απ' τη μια δε θέλω να θεωρηθεί πως ότι ακολουθήσει είναι σταγόνες απόλυτα επιμελώς διαπιστωμένης αλήθειας, αφού σε ένα μόνο δείγμα έχω εκτεθεί, κι απ' την άλλη πρέπει να υπάρχει έστω ένα ποσοστό ορθότητας σ' ό,τι μας δίδασκαν στη σχολή στα μαθήματα λογοτεχνίας, κι επακολουθούσε του ότι κάθε λογοτεχνική μονάδα αποτελεί τουλάχιστο με κάποιους τρόπους ενδεικτική του πολιτισμού, της κουλτούρας και των συνηθειών μέσα στις οποίες έχει γραφτεί.
(Θα προσπαθώ λοιπόν να μη σταθώ εδώ στην αστυνομικότητα της γραφής του είδους, της οποίας αυτό το μυθιστόρημα μπορεί ξεκάθαρα να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό· θα στρέψω το θέμα στην ισλανδικότητα του ύφους και της γραφής.)
Η Ισλανδία του Άρναλντουρ Ινδρίδασον, και κατά συνέπεια του Έτλεντουρ, του κεντρικού του ήρωα είναι οπωσδήποτε, όπως φανερώνει και ο τίτλος μια χώρα όχι απλώς κρύα, αλλά παγωμένη. Μια χώρα κλεισμένη στο δικό της σύμπαν απομονωμένη χωρίς γείτονες, και, γι' αυτό, χωρίς την παραίτηση εγωκεντρισμού που δηλώνει η ανάγκη για εξωστρέφεια. Οι κάτοικοί της, μαζί κι ο πρωταγωνιστής έχουν μάθει να ζουν μόνοι τους χωρίς συναναστροφές με τον έξω κόσμο, μαθημένοι στην άνεση της αποκλειστικότητας του να ζουν σε ένα τόσο ιδιαίτερο περιβάλλον.

Πήτερ Μπρίγκελ ο Πρεσβύτερος, Κυνηγοί στο Χιόνι

Με κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά τους εξηγείται η κάπως απρόθυμη ή έστω απομακρυσμένη στάση αρκετών Ισλανδών ηρώων προς τους μετανάστες-πρωταγωνιστές που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν μια γωνιά άνεσης για τους ίδιους και της οικογένειές τους. Η Σούνι για παράδειγμα, η μητέρα του Έλιας, θύματος του κεντρικού εγκλήματος που κινεί τα νήματα του μυθιστορήματος, προέρχεται από την Ταϊλάνδη, κι είχε ακολουθήσει στην Ισλανδία τον πρώην άνδρα της γέννημα θρέμα Ισλανδό, τον Όδιν, για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για την ίδια, αλλά και μια πιο άνετη ζωή για την οικογένειά της πίσω στην Ταϊλάνδη. Προς έκπληξη του Όδιν, κάποιο καιρό μετά το γάμο και τη συμβίωσή τους καλεί στην Ισλανδία τον Ταϊλανδό γιο της, Νίραν, από προηγούμενο γάμο, κι επιμένει να ενσταλάζει ταϊλανδικές αξίες κι έθιμα στα παιδιά της μεγαλώνοντάς τα με τον ιδιαίτερο τρόπο που της της έχει εμφυσήσει η δική της κουλτούρα, και μιλώντας τους τη δική της γλώσσα. Μέχρι που ο Όδιν χάνει την υπομονή του χωρίζοντας μαζί της κι απαρνούμενος συχνή επαφή ακόμη και με τον Έλιας, το παιδί που έχουν αποκτήσει.
Η απαθής στάση απέναντι στα εγκλήματα και τις εξαφανίσεις αποδεικνύεται άλλη μια συνήθεια της Ισλανδικής κοινωνίας. Σε μια κουλτούρα διάσπαρτη από την πληθώρα ανεξιχνίαστων περιστατικών ανθρώπων που πάλεψαν με τις καιρικές συνθήκες και βγήκαν χαμένοι, με συχνές εμφανίσεις στις ιστορίες που διαβάζει επανειλημμένα, περνώντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου του ο Έτλεντουρ, πώς να σημειωθεί γενικό ενδιαφέρον για την έκβαση ή πόνος για την απώλεια της ανθρώπινης μοναδικότητας; Το ψυχρό κλίμα σκιαγραφεί τη συρρίκνωση του ανθρωπισμού σ' αυτό το κομμάτι γης απ' όσο τουλάχιστο ο Ινδρίδασον αφήνει εδώ να φανεί.

Άν Χάαλαντ, Χιονοθύελλα
 
Κι αυτή η αποστασιοποίηση παρακωλύει και το έργο του Έτλεντουρ καθώς και το ρόλο των αστυνομικών του συνεργατών σε σχέση με την έρευνα για το δολοφόνο του Έλιας που έχουν αναλάβει. Οι μάρτυρες προσπαθούν να αποκρύψουν στοιχεία, τρέμοντας για μια απόδοση ευθυνών που δεν τους αναλογεί. Αυτό παρατηρείται με συμμαθητές του Νίραν, αμυδρά εμπλεκόμενους σε ρατσιστικές ενέργειες ή / και μικροεγκληματικές πράξεις, αλλά και με καθηγητές του, όπως ο Κιάρταν, ο ρατσιστής οργίλος δάσκαλος των Ισλανδικών, αλλά κι ο Όδιν, ο πατέρας του Έλιας, που επιτίθεται στον Έτλεντουρ, από την πρώτη ακόμα συνομιλία τους.
Σε ένα σύμπαν απουσίας βλάστησης, αφθονίας χιονιοστιβάδων και κρατήρων, οι άνθρωποι αποδεικνύνονται απρόθυμοι ακόμη και να μοιραστούν στοιχεία που θα οδηγήσουν στην εξιχνίαση ενός αποτρόπαιου φόνου μιας αθώας παιδικής ψυχής. Μήπως αυτό δεν αντικατοπτρίζει αποκλειστικά Ισλανδικό γεωγραφικό / κοινωνικό σκηνικό;


By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Περί "Βιογραφιών" και Βιογραφικών Στοιχείων

Θεωρώ δεδομένο ότι -όπως είναι σχετικά εύκολο να καταλάβουμε όλοι- σχετικά με την ανάγνωση βιογραφιών και βιογραφικών στοιχείων επιφανών προσωπικοτήτων και καλλιτεχνών, που αφθονούν πια, τόσο στις προθήκες της πλειονότητας των βιβλιοπωλείων, όσο και σε πληθώρα ιστοτόπων, δεν υπάρχει συνταγή. Από τη μια, ίσως επηρεάσουν ατραπούς ερμηνειών που επιλέγουμε, επειδή είναι πιο κοντά σε μας και / ή γιατί τις βλέπουμε βολικές· απ' την άλλη, αφήνουν ανοικτή μια πόρτα εξερεύνησης που μας καλεί σε κάτι αποφασιστικά μακριά απ' όσα στην πραγματικότητα έχουν συμβεί, ή θα μπορούσε να υπάρχει πιθανότητα να συμβούν στον σύμπαν που κατοικούμε.
Για να ξεκινήσουμε, τα βιογραφικά στοιχεία για το συγγραφέα ή τον καλλιτέχνη δεν είναι θεμιτά, μετά και κατά τη διάρκεια αναγνώσεων των πρώτων έργων από αυτούς που έχουμε αποφασίσει να προσεγγίσουμε. Μπορεί να αποπροσανατολίσουν την ερμηνεία που έχουμε ήδη πιθανώς ξεκινήσει να γεμίζουμε με θραύσματα και πτυχές βιωμάτων μας, ή τουλάχιστο να μας «ενοχλήσουν» κατά το σχηματισμό της. Και η πορεία που μπορεί να πάρει η ίδια η ερμηνεία ύστερα ενδέχεται να παραμείνει απαράλλακτη για καιρό, εμποδίζοντάς μας να κάνουμε το έργο «δικό μας» στο μεταφορικό βαθμό που όντως αυτό είναι εφικτό να γίνει.
Αδυνατεί κανείς να μην ξεκινήσει πάντως να περιγράφει την ανακούφιση που μπορεί να προσφέρει το να μην αισθάνεται για λίγο κάποιος ο εαυτός του μέσα από τα δημιουργήματα που προσεγγίζει. Το να αφήνει δηλαδή τον ανιαρό χαρακτήρα της καθημερινότητας για λίγο στην άκρη, άσχετα που μέσα στο δημιούργημα ο καθένας εξακολουθεί να συναντά και να εμπλουτίζει τον εαυτό του με πολυάριθμους τρόπους.

Σχέδιο του Grant Snider
Πέρα απ' αυτού του είδους τη σωτήρια αναπνοή, υπάρχει και η ανάσα της φαντασίας. Σε μια λογοτεχνική δουλειά γραμμένη με βάση αληθινά στοιχεία της ζωής κάποιου, όπως θα ομολογούσα πως συμβαίνει με το διήγημα «Πάρα Πολλή Ευτυχία» της Άλις Μονρό που διάβασα πρόσφατα, η συγγραφέας μπορεί να προβάλλει ένα είδος συλλογικού φαντασιακού χέρι με χέρι με την άντληση από εμπειρίες και τις προσωπικές φαντασιώσεις. Για να περιπλέξω το θέμα ακόμη περισσότερο, ενδέχεται να ισχύει σίγουρα σε κάποιο βαθμό αυτό που μέσα από την αυτοβιογραφία του αποπειράθηκε να εννοήσει ο Ρολάντ Μπάρτ, ότι δηλαδή από τη στιγμή που κάποιος θέτει το «εγώ» του μέσα σε ένα έργο τέχνης ή δημιούργημα, τότε αυτό, από δική του πρωτοβουλία, σταματά πλέον να είναι το «εγώ» που υπάρχει με τον τρόπο που το πίστευε πριν λίγο και εισέρχεται μέσα σε έναν εντελώς καινούργιο κόσμο.

Αυτοπροσωπογραφία του Βίνσεντ Βαν Γκόγκ

Κανείς που έχει λιώσει μέσα σε έναν κόσμο βιογραφιών κι αυτοβιογραφιών των δηλωμένα αγαπημένων του δημιουργών δε μπορεί, βέβαια, να αρνηθεί και την ευχαρίστηση που εγκαθίσταται ολοκληρωτικά πάνω στον αποδέκτη των έργων, η δυναμική των οποίων έχει ήδη επηρεάσει τον εσωτερικό του κόσμο με ποικίλους τρόπους. Τότε ανακαλύπτονται ακόμη περισσότεροι διάδρομοι στους οποίους η σκέψη μπορεί να μπαινοβγαίνει με ακόμη περισσότερη ελευθερία, ακριβώς όπως οδηγηθεί να διαλέξει τη δεδομένη στιγμή. Όσοι κατέχουν έστω ελάχιστες γνώσεις κατευθύνσεων που ακολούθησαν τα μονοπάτια της ζωής του Παύλου Παυλίδη, μπορούν να σκεφτούν γιατί αυτό μπορεί εύκολα να συμβαίνει με το τραγούδι “Ο Ναυαγός”, αποφασιστικά πέρα από το γεγονός ότι μπορεί να αποτελέσει μια ανάγνωση του πέρατος συγκεκριμένων συναρπαστικών περιπετειών στον ορίζοντα των ταξιδιών της ζωής του.



Σε καμιά περίπτωση αυτή η ανάρτηση δεν αποτελεί μια συμβουλή προς ή οποιουδήποτε είδους απαγόρευση ανάγνωσης βιογραφιών αγαπημένων ή / και σημαντικών δημιουργών, καθώς και των πλέον σχεδόν παντού online διάσπαρτων πληροφοριών σε σχέση με αυτούς. Σε περίπτωση ανάγκης για έκφραση εκδήλωσης διαφορετικών πλευρών του ζητήματος ή κατάλληλότερης αναδιατύπωσης των ήδη εκπεφρασμένων, δεσμεύομαι να τις μεταφέρω εδώ μετά από ευρύτερα εντατικότερο διάβασμα.

By Μαρία Γωγογλου

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Θεατρικός Πλούτος


Συνήθως το απολαμβάνει κανείς όταν του δίνεται η ευκαιρία να παρακολουθήσει θέατρο κυρίως λόγω εκείνων των απαιτήσεων θέασης του είδους που το καθιστούν απρόσιτο στην καθημερινότητα. Χαρακτηριστική για όσους από εμάς ζούμε στην επαρχία είναι και η έλλειψη ποικιλίας επιλογών σε αυτό τομέα. Πάντως ο Πλούτος σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη, σε περιοδεία αυτό το καλοκαίρι, θα μπορούσα να πω πως άξιζε κάτι παραπάνω από το να παραμερίσει κανείς τα όποια εμπόδια της καθημερινότητάς του για να σπεύσει να το δει.

Οι πρωταγωνιστές της παράστασης

Αυτό που πρωταρχικά παρατηρούσε όποιος τελικά κατάφερνε να παρευρεθεί σε μία από τις παραστάσεις της περιοδείας του αριστοφανικού έργου, χωρίς να λαμβάνει υπόψη σε βάθος τα στοιχεία που υπερισχύουν όσον αφορά στο «εδώ και τώρα» του ανεβάσματος, ήταν ξεκάθαρα το πόσο σύγχρονο μοιάζει το κείμενο σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Η διαφθορά που συνεπάγονται τα πλούτη και η άνιση κατανομή τους, άσχετα από την ποσότητα και την ποιότητα του μόχθου των πολιτών, αγγίζει κάθε ιστό του είναι του σύγχρονου ανθρώπου που προσπαθεί να επιβιώσει στην εποχή της οικονομικής κρίσης σε μια χώρα με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας. Κι αυτό το παράδειγμα είναι μόνο η αρχή στη συνάντηση του χθες με το σήμερα που το αρχαίο αυτό θεατρικό επίτευγμα διαβλέπει.
Η ιδιαιτερότητα της μεταφοράς στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή με το συγκεκριμένο τρόπο παίρνει τη σκυτάλη στις παρατηρήσεις. Η επιλογή του Γιάννη Μπέζου και του Πέτρου Φιλιππίδη, δοκιμασμένων επιδόσεων κωμικών του ελληνικού θεατρικού στερεώματος εγγυάται το αποτέλεσμα· το ιδιόχειρο αποτύπωμα που αφήνει ο καθένας τους στους κεντρικούς ρόλους του Χρεμύλου και του Καρίωνα αντιστοίχως εξασφαλίζουν την αφομοίωση της αξίας του πυρήνα του έργου από το θεατή, παρά τις σύγχρονες δυσμενείς συνθήκες που υπαγορεύουν στους περισσότερους την βύθιση στην προσωπική τους μοναξιά εμπειρίας μέσω της απομόνωσης των ηλεκτρονικών συσκευών και της επίφασης κοινωνικών σχέσεων μέσω των «επικοινωνιακών δικτύων». Η απόδοση των ρόλων των καταστάσεων στις οποίες αναλαμβάνουν να μας μεταφέρουν δε σταματούν να τονίζουν τη σημασία της κοινής ενέργειας και διαδρομής μέσα στο χρόνο με άτομα που θεωρούμε ομοειδή, ή που απλώς τυχαίνει να συναναστρεφόμαστε ή να ζουν ολόγυρά μας.
Η υπόθεση του έργου εμφανίζεται ιδανικά ενδεικτική των δυνατοτήτων του, και απογειώνεται υποκριτικά και σκηνοθετικά: κατά την έξοδό του από το μαντείο των Δελφών, όπου έχει πάει για να συμβουλευτεί τους ιερείς πώς θα ήταν πιο σωστό να συμβουλέψει το γιό του να ζει ώστε να αποκτήσει οικονομική ευχέρεια, ο ήρωας Χρεμύλος βρίσκει έναν κουρελιασμένο γέρο, τον οποίο έχει ρητή εντολή από το μάντη να ακολουθήσει. Προοπτική που τουλάχιστο κάπως εξαγριώνει τον υπηρέτη του Καρίωνα, τη στιγμή που και οι δυο έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο γέρος-ζητιάνος είναι και τυφλός. Η τύχη τους ωστόσο φαίνεται να τους χαμογελάει, όχι ολότελα από μόνη της, όταν ο γέρος αποδεικνύεται πως είναι ο γερο-Πλούτος (τον ρόλο κρατάει ο Γιώργος Κιμούλης), τον οποίο αποφασίζουν να βοηθήσουν να βρει το φως του, ώστε να αποδόσει δικαιοσύνη σε ένα αχρείο σύμπαν διεφθαρμένων κι απατεώνων, επιστρέφοντας τα πλούτη στους δίκαιους, τους άξιους και τους αποδεδειγμένα εργατικούς, αλλά κι ενάρετους στην ψυχή και το σώμα.


Η συμβολή των σκηνικών και των κοστουμιών στην ανάδειξη της διαχρονικότητας του έργου και τη μεταφορά των αξιών που αποπνέει στην εποχή μας πρέπει οπωσδήποτε να σημειωθεί. Επιπλέον, όταν φαίνεται πως οι ηθοποιοί δε χρειάζεται να απομακρυνθούν σε μεγάλη απόσταση από ένα είδος φυσικότητας της υποκριτικής τους δεινότητας, είναι δυνατό να εγγυηθεί κανείς πως το έργο θα εξασφαλίσει άφθονο αβίαστο γέλιο στο θεατή. Το φαινομενικά αδιάφορο, χαμηλού προφίλ παιξίματος του Γιώργου Κιμούλη, για μένα προσωπικά (που ομολογώ πως ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα σε παράσταση) είναι ενδεικτικό αυτού του είδους επιτυχίας.
Το πως αντικρύζει ο καθένας μας τον Πλούτο είναι σημαντικό· καθώς και για τι είδους Πλούτο μιλάμε κάθε φορά. Φτάνει να περιλαμβάνει την έννοια ότι συνυπάρχουμε.


By Μαρία Γώγογλου


Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Τραγούδια Που Με Επηρέασαν: Β΄ Μέρος

Εδώ θα συνεχίσω τη διαδρομή στα τραγούδια που με επηρέασαν λίγο πολύ εμμένοντας στους ίδιους τόνους, αφού αν ήταν απόλυτη ανάγκη θα ομολογούσα ότι η διεθνής εναλλακτική σκηνή παραμένει το είδος μουσικής που ακολουθώ. Η υποψία ότι τα προμοτάρω εν μέρει δε θα σταματούσε σε καμία περίπτωση την προσπάθειά μου να αναλύσω τις κατά καιρούς και διαχρονικές σκέψεις μου για τα επόμενα.

4. R.E.M., “Losing My Religion”


Αρχικά είναι εύκολο να διακρίνει κανείς στους στίχους (και όχι στο βιντεοκλίπ, που θα μου έπαιρνε άλλες τόσες σειρές να αναλύσω!) το δίλημμα του καλλιτέχνη. Την ανασφάλεια δηλαδή που αισθάνεται σχετικά με το αν το κοινό όντως παραμένει ενεργό κατά τη διαδικασία της ερμηνείας των έργων του ή ακολουθεί μία ή συγκεκριμένες, ενδεχομένως κατά καιρούς επιβεβλημένες, πεπατημένες οδούς. Κι αν, συμπερασματικά ο ίδιος θεωρεί πως αξίζει τον κόπο να συνεχίσει την προσπάθεια ή όχι.
Από την άλλη, όποιος κοιτάξει πιο προσεκτικά, θα διακρίνει κάτι πολύ πιο πανανθρώπινο σ' αυτές τις γραμμές, όσο και στα αγκομαχητά, αλλά και την ως είθισται καθαρή άρθρωση των λέξεων από το Michael Stipe, frontman του συγκροτήματος που εδώ αφήνει τουλάχιστο ως ένα συγκρατημένο βαθμό να φανεί η ψυχική του διάθεση. Όλοι είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας για κάποιον άλλο ή για τη σχέση μας μαζί του λόγω απεραντοσύνης των συναισθημάτων χωρίς οποιουδήποτε είδους εγγύηση για ανταπόκριση υπό την απειλή της χρόνιας ανασφάλειας που όλο αυτό το εγχείρημα μπορεί να μας αποφέρει. Κι όλο αυτό με τη σειρά του έχει να κάνει με το κατά πόσο αισθάνεται τη διάθεση να πιστέψει κανείς και να αφεθεί απόλυτα με κλειστά τα μάτια σ' αυτή του την πίστη.
Φυσικά η ζωή παραμένει μια περιπλάνηση ανάμεσα στις δύο καταστάσεις: ανασφάλεια και τυφλή πίστη κι άλλες πολλές ακόμη. Ας ελπίσουμε ότι έχει ακόμη πολλά να μας δώσει από την πλευρά αυτού του είδος της εναλλαγής καταστάσεων και εκπλήξεων, όπως η επίφαση αμερικανικού λαϊκού παραδοσιακού ήχου στο επίτευγμα αυτού του εναλλακτικού συγκροτήματος.


             5. U2, “One”


Εκ πρώτης όψεως, ο άνθρωπος (προφανώς εδώ εννοώ πρωταρχικά το Bono που πιθανότατα υπογράφει κατ' αποκλειστικότητα τους στίχους του τραγουδιού και δευτερευόντως τον Edge και γενικά το συγκρότημα σα σύνολο που έγραψε τη μουσική) πραγματικά κατάφερε να τα χωρέσει όλα σε ένα σε αυτό το τραγούδι. Ερωτικές και / ή οικογενειακές σχέσεις, θρησκεία, κοινωνία ισότητας και άλλες ανθρώπινες αξίες...
Όταν εγώ το πρωτοάκουσα, σκέφτηκα πόσο σημαντικές είναι εκείνες οι στιγμές πριν και ίσως κατά τη διάρκεια ενός χωρισμού: ξαφνικά έρχεται στο φως η διαφορετικότητα που έχεις με κάποιον άλλο, πως σας χωρίζουν ζωές ολόκληρες, ακόμη κι αν καταλάβαινες το εντελώς αντίθετο λίγο πιο πριν. Κι ακόμη κι αν λίγο πιο μετά θα διαλέξεις να υποστηρίξεις την ψυχική διάθεση που θα σε κάνει να απομακρυνθεις με ασφάλεια για να συνεχίσεις με το υπόλοιπο της ζωής σου. Κι αν κάτι δεν σε έκανε μέχρι τότε να προσέξεις όλο αυτό, ποτέ δε θα ένιωθες πόσο λεπτές μπορούν να είναι οι ισορροπίες που κρατούν όρθιο τον κόσμο των ανθρώπων.
Κι ύστερα το “carry each other” που ο “ποιητής” διάλεξε για να φέρει στο φως αυτό που αρκετές φορές είναι ανέφικτο στο μαζί. Από την άλλη μεριά, το “one” στο οποίο αναφέρεται ξανά και ξανά και που φαίνεται να αναζητά ο άνθρωπος του τραγουδιού, φωνάζοντας, και με κατά μία έννοια έξοδο από το κεντρικό θέμα των στίχων του τραγουδιού στο τέλος του, για να ανοιχτεί το νόημά του προς το σύνολο των βασάνων όλης της ανθρωπότητας, αποτελεί και τη μοναδική πυξίδα του τραγουδιού.

             6. Oasis, “Don't Look Back in Anger”

 

Δε γνωρίζω κατά πόσο μία από τις γνωστές ιστορίες που τουλάχιστο θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κανείς πως πλαισιώνουν τη δημιουργία αυτού του τραγουδιού είναι γνωστή: σχετικά με το Noel Gallagher, συνθέτη κι ερμηνευτή του τραγουδιού, την κοπέλα που είχε στο Manchester, τον τόπο καταγωγής του, και την αναπόφευκτη μοίρα της σχέσης τους, όταν έγινε και στους δύο αντιληπτό πως ο Noel θα έφευγε στο Λονδίνο για να κυνηγήσει την πραγμάτωση του ονείρου του, να γίνει δηλαδή υπερμεγέθης ροκ σταρ της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας. Ήταν σίγουρα ικανή η περίσταση να γεννήσει τραγούδια, όμως δεν είναι αυτός ο λόγος που γράφω γι' αυτό εδώ. Στην πραγματικότητα ακόμη και η συσχέτιση της ιστορίας αυτής με το τραγούδι μου φαίνεται εξ ολοκλήρου προσωπικά ιδιοσυγκρασιακή.
Με έναν τρόπο πρόκειται για φιλοσοφία ζωής, βάθος και ήθος χαρακτήρα (θα μπορούσα να αραδιάσω εδώ πολλά περισσότερα, αν πραγματικά με ενδιέφερε κάτι διαφορετικό από την ίδια την ουσία): να επιδιώξει κανείς να κάνει αυτό για το οποίο είναι φτιαγμένος από προσωπική επιμονή κι έμπνευση συγκρουόμενος με εξωγενείς παράγοντες και κάθε λογής αντίξοες συνθήκες. Εμπεριέχεται και η φιλοσοφία ωχαδερφισμού των σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων αλλά και ψήγματα ιστορίας της ανάδυσης του ίδιου του είδους του rock'n'roll, και της επακόλουθης “τεμπέλικης” ανάδειξής του σε διεθνή αξία, όντας μπλεγμένο συνονθύλευμα ήδη καταξιωμένα ετερόκλιτων άλλων ειδών (“so I'll start a revolution from my bed”, όπως αποφαίνεται κι ο ποιητής).
Ο,τιδήποτε κι αν αυτό το τραγούδι σας κάνει να σκεφτείτε, η αρχική αντίδραση απόρριψης που είχα κι εγώ όταν το πρωτοάκουσα δεν είναι καθόλου ξένη. Σκεφτείτε μόνο πόσα κερδίζει κανείς ακούγοντας όπως και προσπαθώντας κάτι ξανά και ξανά.

Υπόσχομαι χαλάρωση της αμερικανο- και βρετανο- και γενικότερης ξενομανίας στην επόμενη ανάρτηση, όπου τη σκυτάλη φιλοδοξώ να λάβουν οι αναλύσεις των αγαπημένων μου ελληνικών κομματιών.

Πάμπλο Πικάσο, Οι Τρεις Μουσικοί




By Μαρία Γώγογλου



Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Υποκείμενο, Άλλος, Facebook και Κοινωνικότητα


Αυτή είναι μια ανάρτηση που αναζητά το αν, και δυνητικά συνεπακόλουθα το πώς δημιουργούμε τον εαυτό μας μέσα σ' ένα από τα πιο δημοφιλή κοινωνικά δίκτυα. Καθώς και μια ανάρτηση που ανεβαίνει στο Facebook για το Facebook.
Ξεκινώντας, ένας λογαριασμός στο πιθανά αγαπημένο κοινωνικό δίκτυο της πλειοψηφίας των φίλων μας είναι, έστω και μεταφορικά, λίγος ακόμη χώρος εαυτού. Λίγα εκατοστά παραπάνω αυτοπεποίθησης έτοιμα να δηλώσουν ανά πάσα στιγμή πως υπάρχουμε στα αλήθεια, αφού τουλάχιστον ένας αριθμός διαδικτυακών παρουσιών μπορεί να το επιβεβαιώσει.
Από την άλλη μεριά, αυτό τον εαυτό δε μπορούμε να δεχτούμε επακριβώς ότι τον ανακαλύπτουμε πουθενά. Γι' αυτό και οι φωτογραφίες που ανεβαίνουν, προφίλ και μη, εναλάσσονται ασταμάτητα, στην ανελέητη προσπάθειά μας να πιστοποιήσουμε στο είναι την ύπαρξή μας. Γιατί, σύμφωνα και με τις θεωρίες που έχει υποστηρίξει ο Λακάν στις πολυάριθμες θεωρίες του, μας είναι εξαιρετικά δύσκολο και συχνά αδύνατο να συνδυάσουμε αυτό που αντικρίζουμε με την ιδέα του εγώ, χάρτη τόσο ετερόκλιτα συνδυαζόμενων στοιχείων.
Κι έπειτα έρχονται οι φωτογραφίες, τα βίντεο και τα τσιτάτα άλλων να στοιχειοθετήσουν αυτά που νομίζουμε ότι μας αντιπροσωπεύουν απόλυτα. Για κάποιους από εμάς η χρήση, κοινοποίηση, αποστήθιση και αποτύπωσή τους στη συνείδηση δημιουργίας μας μπορεί να σημαίνει ότι η έκρηξη της δραστηριοτητάς μας είναι ένας τρόπος να αναζητήσουμε τον εαυτό μας ακολουθώντας τα μονοπάτια των δραστηριοτήτων των άλλων...
...ή μήπως απλά ένας τρόπος να γίνουμε ορατοί ακόμη και σ'αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους πολύ υπεράνω και γι'αυτό κρίνουν άσκοπο να μας παρατηρήσουν (ειδικά αφού οι ίδιοι έχουν περίτρανα αποδείξει με τη δημοσίευση προσωπικών τους πληροφοριών και τις πολύ συγκεκριμένες κοινοποιήσεις παρουσίας τους ότι μας ξεπερνούν μακράν σε προσωπική-μορφωτική-κοινωνική-οικονομική αξία);


Κι ύστερα, είναι αδύνατο να μη σχολιάσεις την απόσταση του Facebook από την αλληλεπίδραση των μικρόκοσμων καθημερινότητας των σημερινών ανθρώπων, αλλά και ταυτόχρονα την υπερεξάρτησή μας από αυτήν. Υπάρχουν πράγματα που πολλοί από εμάς έχουν μοιραστεί στο δημοφιλέστερο κοινωνικό δίκτυο με άλλους, αλλά αδυνατούν ακόμη και να ξεστομίσουν σκέψεις τους γι' αυτά όταν βρίσκονται μαζί ακόμη και με τους κοντινότερους φίλους τους. Η αποκομμένη σχέση πολλών χρηστών κοινωνικών δικτύων από την αξία της προσωπικής επαφής μοιάζει να εγγυάται την αδυναμία επανόδου μας στην επιφάνεια, μετά από μια κατάδυση που δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρα αν υπήρξε εθελουσία ή επιβεβλημένη. Μάλλον η ταλάντευσή μας ανάμεσα στα δύο δικαιολογεί ακόμη περισσότερο την παντελή έλλειψη αιτιολογημένης αντίστασής μας σε αυτήν.

Σχέδιο του Πάουελ Κουζίνσκι για τον εθισμό σ' ένα από τα δημοφιλέστερα κοινωνικά δίκτυα παγκοσμίως

Όλα αυτά δε μας οδηγούν απλά κι ανώδυνα στον αφορισμό ότι το υποκείμενο αποτελεί πλέον ψευδαίσθηση καθώς μέσω της μόνιμης κοινωνικής δικτύωσης υποβάλλει τον εαυτό του τη βύθιση σε ένα περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας. Η υποκειμενική εμπειρία ξεκάθαρα υπόκειται στον τρόπο κατανόησης και χειρισμού ατομικών υπευθυνοτήτων.

By Μαρία Γώγογλου

Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Πέρα από τον Ορίζοντα Απλά Αστυνομικού Μυθιστορήματος

Είναι προφανές ότι, στην περίπτωση των αστυνομικών μυθιστορημάτων, κουράζει πολλούς από εμάς να ακολουθούμε τις τυπικές οδούς της πλοκής και να χανόμαστε στους αρχετυπικά πλαισιωμένους από το είδος χαρακτήρες. Όπως κι αν το δει κανείς, προκαλεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον να προσπαθούμε να δούμε το καθετί ως κάτι παραπάνω από μόνο αυτό που παρουσιάζεται στον κόσμο πως είναι. Ο Τοπος των Πιστών της Τέινα Φρέντς, που έχω ξαναπαρουσιάσει, και το Ανεπιθύμητο της Κριστίνα Όλσον είναι μόνο δυο παραδείγματα αναγνωσμάτων που προσφέρονται για τέτοιες ερμηνείες πέρα από το αστυνομικό σύμπαν.
Για τον Τόπο των Πιστών, πέρα απ' όσα έχω ήδη αναφέρει είναι το χτίσιμο των χαρακτήρων της Φρεντς (που είναι φαντάζομαι κάτι που κάνει και στα υπόλοιπα μυθιστορήματά της, χωρίς να τα έχω ακόμη διαβάσει, αναμένεται όμως σύντομα να κυκλοφορήσουν στα Ελληνικά). Από στιγμή σε στιγμή νομίζεις ότι θα σου μιλήσουν στην πραγματικότητα. Δεν κρύβεται ότι έχει σκεφτεί εξονυχιστικά κάθε λεπτομέρεια της “ζωής” τους μέσα στο βιβλίο,πράγμα που γίνεται φανερό, ιδιαίτερα με τη Ρόζι, το πρώτο θύμα του βιβλίου, που ανακαλύπτεται θαμμένο στο υπόγειο ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού μετά από περισσότερα από εικοσιένα χρόνια γενικής άγνοιας σχετικά με το θάνατό της. Στις περιγραφές και τα θραύσματα αναμνήσεων του Φράνσις, μυστικού αστυνομικού, αφηγητή και πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, που αγαπά να αναπολεί και να κρατά κρυμμένο ζωντανό το παρελθόν της σχέσης με την κοπέλα στα χρόνια της εφηβείας τους, κάθε λεπτομέρεια έμπνευσης και αλλαγής στη συμπεριφορά της Ρόζι παίρνει σάρκα και οστά σε όλο της το μεγαλείο. Η ανατριχιαστική πραγματικότητα των διαλόγων σε κάθε χρονικό επίπεδο προσθέτει ακόμη περισσότερη παραστατικότητα στο βάθος συμπεριφορών που επιδέχονται διαρκείς και τρισδιάστατες αναλύσεις.

Η χρόνια επιβίωση της ελπίδας του αφηγητή-πρωταγωνιστή του Τόπου των Πιστών Φρανκ θυμίζει κάπως τις Μέρες του Yang Chihung

Κι αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα. Αν η συγγραφέας δε διστάζει να μας παραδώσει ατόφια κάθε πτυχή της ύπαρξης της Ρόζι που έχει από χρόνια αδικοχαθεί, όσο κι αν η παρουσία της κατευθύνει κάθε ίνα του είναι της ύπαρξης του κεντρικού ήρωα της ιστορίας, σκεφτείτε πόσο γενναιόδωρη στέκεται στην πληρότητα της λογοτεχνικής υπόστασης των υπόπτων και των δεκάδων με διάφορους τρόπους εμπλεκόμενων στην υπόθεση χαρακτήρων.
Στην Κριστίνα Όλσον, ωστόσο, ένα είδος διαφοροποίησης από τα κλασικά αστυνομικά βρίσκεται στην επιμελώς λεπτομερή ολοκλήρωση του προφίλ του εγκληματία, που στο μεγαλύτερο μέρος αναζητείται ως εγκέφαλος κι εκτελεστής της απαγωγής ενός κοριτσιού, περιστατικού που σηματοδοτεί την αφετηρία κι εξέλιξη της πλοκής του μυθιστορήματος. Ο σχετικά αφανής αυτός ήρωας είναι ο ιδιοκτήτης ενός εξαιρετικά περίπλοκου εσωτερικού κόσμου, το ασυνείδητο του οποίου μόνο ανεπαίσθητα επισκέπτεται ο αναγνώστης, καθώς έρχονται σταδιακά στο φως διάφορα στοιχεία από ενέργειες ή σκέψεις του δράστη κατά τη διάρκεια της πρώτης ανάγνωσης του βιβλίου. Ο τρόπος που διαλέγει να εξοντώνει ως επί το πλείστον τα θύματά του αποτελεί δείγμα αφού επιλέγει να μην τους προξενεί πόνο με μια θανατηφόρα ένεση ινσουλίνης σε κάποια περιοχή του κρανίου. Εννοείται πως η ποικιλία στις συμπεριφορές, τις αντιδράσεις και τους χαρακτήρες των ηρώων-αστυνομικών Άλεξ και Πίεντερ, καθώς και των πρωταγωνιστριών-συνεργαζόμενων με την Αστυνομία της Στοκχόλμης Φριεντρίκα κι Έλεν τονίζουν τις διαφορετικές ερμηνείες που επιδέχονται οι πράξεις και οι σχολαστικοί σχεδιασμοί του δράστη που δεν περιορίζει ούτε τον αριθμό, ούτε τη γκάμα των εγκληματικών και αλλόκοτων του ενεργειών κι εξάπτει έτσι την περιέργεια του αναγνώστη σχετικά με το τι ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει επιτέλους και με ποιο κίνητρο ή αφορμή.

Στάχτες του Έντβαρντ Μούνκ

Αδιαμφισβήτητα η διαφυγή στο αστυνομικό δεν πρέπει να περιορίζεται αν κάποιος διαλέγει να το βλέπει έτσι ή αν επιθυμεί οι σκηνές να περνούν σαν ταινία μπροστά από τα μάτια του. Αφήνω στην κρίση σας και κάθε περαιτέρω ανακάλυψη λογοτεχνικής αξίας, που συχνά σε πολλά που απαξιώνουμε ακόμη και να κρίνουμε, υπάρχει.





Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Τραγούδια Που Με Επηρέασαν: Α΄ Μέρος

Ανεξάρτητα από διάφορους αφορισμούς των μουσικοκριτικών σχετικά με τους φερόμενους ως βέλτιστους τρόπους να ακούει κανείς μουσική, αποδεικνύεται δύσκολο στην καθημερινή ζωή (θα ομολογήσω για μένα τουλάχιστο) να μην επιλέγει κανείς να ακούσει ξεκάρφωτα τραγούδια-ενδεχομένως επιτυχίες, για τη δύναμη των οποίων παροτρύνθηκε από κάποιο μαζικό μέσο ή γνωστό ή εσωτερική παραίνεση. Η εμμονή-αποκλειστικός θαυμασμός προς κάποιο καλλιτέχνη ή η ακρόαση ολόκληρων άλμπουμ δε στεριώνουν στις μέρες μας κυρίως για οικονομία χρόνου, αλλά συχνά κι από αδυναμία να αφιερωθούμε ολοκληρωτικά σε κάτι, δεδομένων και των ενδεχόμενα ραγισμένων συναισθηματικών εμπειριών έλλειψης κι εξάρτησης που η τελευταία μπορεί να αποφέρει. Με μένα, ωστόσο και τα επόμενα κομμάτια δεν υφίσταται τέτοιο θέμα. Έχω φτάσει να θεωρώ ζωντανό υγιή οργανισμό τον τρόπο που δρουν στην ψυχοσύνθεσή μου, αφού η παραδοχή του Ρομπ στο βιβλίο του Νικ Χόρνμπι, αλλά και την ταινία του Στίβεν Φρίαρς High Fidelity, ότι η μουσική που ακούς έχει άμεσο αντίκτυπο στον τρόπο που φέρεσαι κι αντιμετωπίζεις την κάθε στιγμή, υπήρχε πάντα με κάποιο τρόπο στο σύστημά μου.

        1. Nirvana, “Come As You Are”


Στο βάθος το μήνυμά του περιέχει ένα μέρος χριστιανικής παραδοχής όσο κι αν μερίδες οπαδών της χαρντ ροκ και γκράντζ θα δυσκολευόντουσαν να αποδεχθούν. Γιατί πρόκειται για μια ιδέα, οι πιθανότητες εφαρμογής της οποίας μας ξενίζουν όλους· ότι πρέπει να δεχόμαστε τους άλλους όπως ακριβώς είναι, με τα ελαττώματά τους κλπ, κλπ, οπουδήποτε κι αν μπορεί να μας οδηγήσει αυτό. Θα συμπληρώσω, αν και η διασταύρωση με τις απογοητεύσεις των εμπειριών που έχω μέχρι τώρα σερβιριστεί δεν ισχυροποιούν το επιχείρημα, ότι αξίζει να δίνεται κανείς ολοκληρωτικά σε μια σχέση φιλική, ερωτική ή ο,τιδήποτε άλλο αποδειχθεί ότι είναι αυτή χωρίς να κοιτάξει πίσω ή να εφοδιαστεί με πισινές που μπορεί να εμποδίσουν έστω και μέρος της απόλαυσης. Αξίζει αυτή καθαυτή.
Εκτός από τους στίχους, το καταφύγιο σ' αυτήν την οπτική το ξετρυπώνει κανείς και στον τρόπο που ο Κομπέιν φωνάζει ιδιαίτερα εμφατικά κι επαναληπτικά “I don't have a gun”. Για μένα προσωπικά αυτό το σημείο κρύβει και την πεμπτουσία της πολλαπλότητας των νοημάτων που εύλογα επιδίωκε ο δημιουργός: ποιος μπορεί να αρνηθεί το συσχετισμό με το πρώτο άνοιγμα του συγκροτήματος προς την παγκόσμια mainstream με το δίσκο Nevermind στον οποίο περιλαμβάνεται το κομμάτι αλλά και τις συνακόλουθες ανάμικτες προσδοκίες του τραγουδοποιού από αυτήν;

Ακόμη και στην εποχή της οικονομικής κρίσης, υπάρχει πάντα η εποχή που ο καθένας βρίσκει την ανεξαρτησία του. Ακόμη κι αν αυτή δεν καθορίζεται με αυστηρά διακριτούς όρους και όρια τετραγωνικών μέτρων όπως στο παρελθόν. Υπάρχει ένας ειδιάκριτα νοητός χώρος όπου ο καθένας μπορεί ξεκάθαρα να ξεχωρίσει από τους άλλους ζώντας σε κύκλο αρμονικά μαζί τους. Αυτό θα μπορούσε να είναι το μανιφέστο του “Like a Rolling Stone” στο σήμερα.
Ασφαλώς με κανένα τρόπο δε θα μπορούσε κανείς να παραμερίσει οποιεσδήποτε ερμηνείες προσδίδει στο τραγούδι το πλέξιμο των στίχων με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της εποχής κατά τη διάρκεια της οποίας γράφτηκε, καθώς και τη σημασία της αλλαγής του Bob Dylan από folk σε ηλεκτρικό folk καλλιτέχνη τη βραδιά που το πρωτοέπαιξε στο Newport Folk Festival. Από αυτές σημειώνω τις αγαπημένες μου (αφού είμαι σίγουρη ότι σε ό,τι αφορά τα 60s ο καθένας έχει τις δικές του): η πλήρης σύγχυση των ορίων και η συνειδητοποίηση του ατομισμού ως θεμελιώδους αξίας για την απόκτηση αυτοκυριαρχίας και προσωπικής απόλαυσης της ζωής. Καμία από τις δύο δεν αναιρεί τις εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες που τις συνοδεύουν και ωστόσο μπορούν να καταλήξουν στο να μπορούμε να αντικρίσουμε όντως στον καθρέφτη τον εαυτό μας. Μπορεί κάθε άτομο να επωμίζεται υπέρμετρη ευθύνη από τα 20κάτι και να παραμένει για πολύ καιρό μπερδεμένο όσον αφορά ζητήματα νοηματοδότησης του καθημερινού βίου αλλά τουλάχιστον αντικρίζει την πραγματικότητα κατάματα (θα αποδώσω δικαιωματικά την τελευταία σκέψη στον Στέλιο Ράμφο και το βιβλίο του Ο Άλλος του Καθρέφτη που διάβασα πρόσφατα).

        1. The Smiths, “There Is A Light That Never Goes Out”


Εύκολα θα ξεχώριζε κανείς έναν εφηβικό τόνο, άντε ας πούμε και νεανικό. Θα μπορούσε να ζήσει κανείς αυτή την εμπειρία και στα 20κάτι, πιθανόν μέχρι 25 χρονών. Μετά, στην περίπτωση που επιβιώσει κανείς, ανοίγει ένας διακόπτης στο σύστημα που του απαγορεύει να σκέφτεται πράγματα όπως “tonight by your side / is such a heavenly way to die”. Ύστερα χαίρεται απλώς που επιβιώνει ακόμη μία καινούργια μέρα!
Μου πήρε καιρό, ίσως χρόνια να το καταλάβω, αλλά, τουλάχιστο έτσι όπως το βλέπω ο Morrissey μιλάει περισσότερο για στιγμιαία ευφορία παρά για έρωτα εδώ. Μια στιγμή που μπορεί να σε απογειώσει ή μερικές παραπάνω. Που μπορεί να σημαίνουν ότι περνάει από μπροστά σου ολόκληρη η ζωή σου και καταλαβαίνεις πως ο άλλος έχει συνειδητοποιήσει ότι σκεφτόταν πάντα αυτό που μόλις πήγες να πεις.
Σίγουρα η κατάθλιψη (της οποίας η υποφαινόμενη έχει ήδη αναλύσει πτυχές διεξοδικά σε προηγούμενες αναρτήσεις) και το βάρος των αποφάσεων ζωής που οφείλει να επωμιστεί οποιοδήποτε άτομο στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας της ζωής τους σκοτεινιάζουν λίγο το χρώμα του τραγουδιού, όμως δεν μας εμποδίζουν να απολαύσουμε ένα ακόμη εναλλακτικό διαμάντι με υπαρξιακό τόνο.

Ασφαλώς, όπως θα καταλάβατε, είναι δύσκολο να καλυφθεί το θέμα με μια ανάρτηση, που μάλιστα δεν περιέχει τίποτα ελληνικό, το οποίο οι εγχώριοι εύκολα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ότι θα δύσκολα δε θα καταφέρναμε να γεμίσουμε με θραύσματα των βιωμάτων μας. Για να αποκατασταθεί αυτό θα ακολουθήσει αντίστοιχη ανάρτηση σύντομα.


Πρόσφατο σκίτσο της Ελένης Τομαδάκη

 By Μαρία Γώγογλου