Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Λογοτεχνικές Πρώτες Βοήθειες

Ανάμεσα στις μικροκατασκευές της λογοτεχνίας, τα διηγήματα πάντα είχαν ξεχωριστή θέση στα διαβάσματά μου· ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για προϊόντα εγχώριας παραγωγής. Ήταν σχεδόν τυχαίο, αλλά και ζήτημα αναζήτησης προορισμού που πρόσφατα έπεσα πάνω στις Τεχνητές Αναπνοές και άλλα πεζά της πόλεως του Αχιλλέα Κυριακίδη. Δε χρειαζόμουν ιδιαίτερη ενθάρρυνση από το προσωπικού του βιβλιοπωλείου, όπου ψωνίζω συνήθως, παρά μόνο παραμικρή ώθηση προς την ελαχιστότερη επαφή μαζί με το συγκεκριμένο βιβλίο για να αποφασίσω πως ήθελα να το εξερευνήσω. Μια αφηρημένη γενική ιδέα του (τελικά όχι αδικαιολόγητα) με πήγε χρόνια πίσω σε παρακολουθήσεις μαθημάτων κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων· σε προσπάθειες προσέγγισης εννοιών σχετικών με τη μεταλογοτεχνία.

Μάιλς Χάιμαν, Η Αναγνώστρια
Οι Τεχνητές Αναπνοές είναι μια έκδοση που συγκεντρώνει μεγάλο μέρος της διηγηματογραφίας του Αχιλλέα Κυριακίδη· που, όπως φαίνεται, αποτελεί και τον κυρίαρχο τρόπο με τον οποίο ο τελευταίος έχει ως τώρα αποπειραθεί να κατακτήσει τα ελληνικά γράμματα. Τη συλλογή συλλογών συμπληρώνει και μια κομματιαστή νουβέλα, καθόλου παράταιρη σε ύφος και είδος. Το κεντρικό θέμα είναι δύσκολο να εντοπιστεί, ειδικά αν σκεφτεί κανείς την πολυπραγμοσύνη του ίδιου του συγγραφέα που είναι ταυτόχρονα και δεινός μεταφραστής, αλλά και κινηματογραφιστής· καθώς και την ενσυνείδητη προσπάθειά του να παραμείνουν επαρκώς ανοιχτά σε ερμηνείες τα κειμενά του, ώστε να μπορέσει να συμμετέχει και να συγκινηθεί ο αναγνώστης, από οποιαδήποτε βιώματα κι αν προέρχεται. 
Ομολογώ πως, αν και μετά το πέρας του προπτυχιακού επιπέδου της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, και των στιβαρών αναγνωστικών λιστών που αυτό συνεπάγεται, περίμενα να έρχομαι συχνότερα σε επαφή με τέτοιες προσπάθειες, τώρα που ολοκλήρωσα την ανάγνωση των Τεχνητών Αναπνοών συνειδητοποιώ πως ήταν μια περίπτωση από τις λίγες. Εκτός του ότι το μυθιστόρημα με την κλασικότερη έννοια του όρου σε έλκει σα μαγνήτης, τα δημοφιλή βιβλία μεταλογοτεχνίας που βρίσκονται στην αγορά σπανίζουν και διαφημίζονται ισχνά, ακόμη και με το που πρωτοκυκλοφορούν. Συμπληρώνοντας τη γενικότερη κούραση κατά τη διάρκεια της εργασιακής κι ακαδημαϊκής σεζόν που μας επιβάλλει μια κάποια εξάντληση εξαιτίας των δικών της υποχρεωτικών ειδών διαβάσματος.
Σε ένα από τα διηγήματα της συλλογής, ένας φιλόδοξος επιστήμονας συγκεντρώνει «εθελοντές» σε μια έπαυλη με στόχο να αρχίσει να διαγράφει σταδιακά αναμνήσεις που αρχικά οι ίδιοι επιλέγουν, ραγδαία κλιμακώνοντας την κατάστασή τους από «εκλεκτομνησία» σε σχεδόν παντελή αμνησία. Σε ένα άλλο, ένας συγγραφέας δολοφονείται λίγο πριν τη τελική συμφωνία έκδοσης του απόλυτου μυθιστορηματικού του αριστουργήματος επί γης· με το σύγγραμά του να περνά σαράντα κύματα το επόμενο διάστημα και τελικά να αναζητείται ακόμη και η προέλευση της έμπνευσής του. Και στην “Κωμωδία”, τη νουβέλα που ολοκληρώνει τη συλλογή, οι αναγνώστες βιώνουν τέσσερις πιθανές εξελίξεις που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν σχέση με την κατάληξη του Δ.Χ. που μια αμέριμνη, ανυπεράσπιστη μέρα δέχεται ένα απειλητικό μήνυμα στον τηλεφωνητή του. Τα τέσσερα αυτά ενδεχόμενα αντικατοπτρίζουν τέσσερις χαρακτηριστικές καταστάσεις από το σύνολο αναμνήσεων που παραμένουν ζωντανές στο υποσυνείδητο της μετεμφυλιακής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Μνήμες σχετικά με τις οποίες με τον έναν τρόπο ή τον άλλον έχουμε διαβάσει ή ενημερωθεί και γι' αυτό έχουν φέρει τη μακρινή αυτή εποχή πραγματικότητας της Ελλάδας λίγο πιο κοντά μας, ακριβώς δηλαδή όπως αυτή οι φαινομενικές παραξενιές αυτής της συλλογής προσπαθούν να πλησιάσουν τον κόσμο του αναγνώστη.

Γκλεν Μπρόγκαν, 232 Βαθμοί Κελσίου

Προσέξτε, όμως: δεν άλλαζαν οι λέξεις· άλλαζε η σιωπή ανάμεσά τους, η μυστική πεμπτουσία της μουσικής, η ήσυχη αναπνοή των ψηφίων, αυτό που δεν ακούγεται αλλά είναι, σαν εκείνο το χρώμα που δεν έχει όνομα αλλά υπάρχει.”

Συχνά ο αναγνώστης του Κυριακίδη μπορεί να μπερδευτεί, αλλά και να νιώσει απογοητευμένος ή τουλάχιστο να χρειαστεί ένα διάλειμμα μετά από διάβασμα κι αμέριστη προσοχή σεβαστού χρονικού διαστήματος. Είναι γιατί πολλές φορές ο συγγραφέας επαναλαμβάνεται επίτηδες για να τονίσει τη ματαιότητα και την επαναληπτικότητα μεγάλου μέρους των καθιερωμένων ρουτινών στη ζωή μας. Εκεί, αλλά και στα σημεία όπου βομβαρδίζει τον αναγνώστη με υπερβολικά πολλές πληροφορίες, αχρείαστες για την εξέλιξη ενός πεζογραφήματος, αποδεικνύεται και η μαεστρία του στο να επιτρέπει στον αναγνώστη πολύ περισσότερο χώρο απ' όσο οι κλασικοί λογοτέχνες, οι λυσιτελείς στην αναπαραγωγή σχεδόν πανομοιότυπων συμβάσεων με αυτές που στοιχειοθέτησαν τα λογοτεχνικά είδη από τη συγκροτημένη ακόμη αρχή τους, βαθιά κάπου στο παρελθόν, μόλις με την έκρηξη της εποχής που έθεσε ως κέντρο της τον άνθρωπο (χαρακτηριστικό παράδειγμα το ακόλουθο: “Κάθε μέρα στις 11 διακόπτει για να φάει το κολατσιό του. Το κολατσιό του είναι ένα σάντουιτς που το φέρνει από το σπίτι του. Το σπίτι του είναι ένα διαμέρισμα δύο δωματίων”). Ακολουθώντας μια τέτοια ροή γραπτού λόγου, χάνεσαι κάπου στις πολυδαίδαλες διατυπώσεις των σκέψεων του Κυριακίδη· σταματάς όπου νιώθεις ότι σε σπρώχνει ένα λάθος συμπέρασμα και ξεκινάς από την αρχή, συχνά κι αφού έχεις τελειώσει ολόκληρη παράγραφο. Πολλές φορές βρίσκεσαι στη θέση να αναρωτιέσαι που τελοσπάντων φαίνεται να οδηγεί όλη αυτή η ασυνήθιστη και φαινομενικά αδιέξοδη ανάγνωση με τα απρόσμενα, κοφτερά τελειώματα.


Επηρεάζεσαι, ωστόσο, από τη διαδρομή· κι από αυτό είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως πρόκειται για μια διαδικασία που βασικά στοχεύει στο να προσφέρει αναγνωστική δύναμη. Αυτός που καταφέρνει να περάσει σιγά σιγά από τη μια άβυσσο στον επόμενο λαβύρινθο του Κυριακίδη βρίσκει τον εαυτό του να σκέφτεται πολλές εναλλακτικές εκδοχές της ίδιας εξέλιξης ή του τέλους μιας
ιστορίας, την αμετάκλητη εξιχνίαση της οποίας κανένα αδιάψευστο χειροπιαστό στοιχείο δεν έρχεται να καταμαρτυρήσει. Αντιθέτως, ο αναγνώστης καλείται να ερμηνεύσει την εισβολή ενός ξένου στο γραφείο κάποιου άλλου ξένου ως κλοπή, απόπειρα δολοφονίας ή απαγωγής ή οτιδήποτε άλλο στη “Διαλεκτική”, καθώς και να φανταστεί την πιθανή τύχη ενός οδηγού, από του οποίου το μυαλό περνά σε έντονο βαθμό το ενδεχόμενο να συμμετέχει σε “Κόντρες” με τον οδηγό ενός τζιπ που φαίνεται να τον προκαλεί σε ένα φανάρι. Κοινώς, όσες εμπειρίες από χάπι ή και τραγικά εντ έχετε καταγράψει στη μνήμη, καλείστε να τις αψηφήσετε μόλις τολμήσετε να επισκεφθείτε το συγκεκριμένο εγχείρημα σύντομης μα περιεκτικής πεζογραφίας, όπου η ίδια η λογοτεχνία συχνά κομπάζει για τον εαυτό της, αλλά κι ενίοτε ξεδιπλώνει τις πιο παραμελημένες κι αθέατες ικανότητές της.
Γι' αυτό, αλλά κι εξαιτίας της μονοτονίας των καθιερωμένων συνηθειών ανάγνωσης επιμένω πως οι Τεχνητές Αναπνοές είναι μια εμπειρία που αξίζει να τολμήσετε· ειδικά μιας και αποτελεί λογοτεχνικό δείγμα που επιμένει να μας τονίζει τις εντάσεις των γεύσεων που είναι ικανές να αποδομήσουν, έστω και για λίγο, μέσα στο μυαλό μας, τα κλισέ που τόσο έχουμε συνηθίσει.

Παρακάτω θα βρείτε ένα από τα διηγήματα που έχει κινηματογραφηθεί από τον ίδιο το συγγραφέα:


By Μαρία Γώγογλου

2 σχόλια:

  1. Δυσκολεύομαι να συγκεντρωθούν στην ανάγνωση γιατί Κυριακίδη λένε και τον καθηγητή μου εδώ! Τα διηγήματα και οι σύντομες ιστορίες είναι τα λουκουμακια της λογοτεχνίας, κοινώς πλήρως εθιστικά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συμφωνώ, συμπυκνωμένες καταστάσεις, γρήγορες ροές. Ο τρόπος πάντως που ο συγκεκριμένος συγγραφέας προσπαθεί εδώ να στρέψει την προσοχή του αναγνώστη στις ιδιότητες του ίδιου του κειμένου κάνει τα συγκεκριμένα να ξεχωρίζουν από πολλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή