Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Μπορεί η τέχνη να σου αλλάξει τη ζωή;

Το ερώτημα παραμένει για τους στενούς φίλους των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων και μη, για αυτούς που παραδέχονται που δε μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτά, αλλά και για όσους δε φοβούνται να τα ανακαλύπτουν πότε πότε. Είναι δυνατόν ένα έργο τέχνης, όπως, για παράδειγμα, ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα γλυπτό ή ένας πίνακας ζωγραφικής, να επηρεάσει τόσο έντονα τη ζωή κάποιου, ώστε να αλλάξει το χαρακτήρα του ή ριζικά τις απόψεις του; Οι αντιδράσεις πάνω στο θέμα, αν και ζωηρές, παραμένουν διχασμένες.


Και πώς αλλιώς θα μπορούσαν να είναι, αφού η ίδια η γνώμη των περισσοτέρων από μας πάνω στον καθημερινό ρόλο της τέχνης μετασχηματίζεται ανάλογα με τα βιώματα που προσεγγίζουμε μέρα με τη μέρα; Συχνά στα εφηβικά μας χρόνια, αλλά και στο ξεκίνημα της ενήλικης ζωής μας πιστεύουμε ότι το ξεδίπλωμα ενός έργου τέχνης μπροστά στα μάτια μας ή μέσα στο μυαλό μας διεκδικεί επάξια το δικαίωμα να μας πάρει μακριά από τις μέχρι τότε συνήθειές μας κι όσα ξεκάθαρα γνωρίζαμε. Να αποκαλύψει μπροστά στα μάτια μας όλες τις πλευρές του άγνωστού μας κόσμου, των οποίων αγνοούσαμε την ύπαρξη, και οι οποίες ξαφνικά, μετά από μια απλή θέαση ή σκέψη, μας αιχμαλωτίζουν. Ιδιαίτερα η ενσυναίσθηση του κόσμου των βιβλίων, αυτό το συναίσθημα που μας ωθεί να ταυτιστούμε απόλυτα με πράγματα ή καταστάσεις με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι για πρώτη φορά είναι, για τα πρώτα τουλάχιστο χρόνια των επαφών μας με την τέχνη, κάτι συναρπαστικά πρωτόγνωρο, και γι' αυτό υπέροχο. Κι είναι φυσικά υπέροχο να έχεις άπλετο χρόνο να μπορείς να απολαύσεις κάτι που μόλις ανακάλυψες χωρίς την πίεση των τόσο ενήλικων υποχρεώσεων, που αργότερα είσαι υποχρεωμένος να συνειδητοποιείς, στη δίνη μιας διαδικασίας που δεν επιδέχεται τέλος.
Όσο, ωστόσο, μεγαλώνει κανείς, μπορεί η αγάπη του για την τέχνη να μην εξανεμίζεται (αν τουλάχιστον έχει ριζώσει μέσα του και την έχει έστω ως κάποιο βαθμό καλλιεργήσει). Ένα είδος οπτικής γωνίας, ωστόσο, ως απάντηση στο σύνολο των πραγμάτων παγιώνεται και είναι δώρον άδωρον να προσπαθείς έπειτα να το αλλάξεις. Έτσι, η άποψή μας για τα έργα τέχνης που θεωρούμε εκπληκτικά σταθεροποιείται (πολλοί φτάνουν μέχρι το σημείο να φτιάξουν top 5 ή και top 10 προτιμήσεων, πρακτική που την έχω ακολουθήσει κι εγώ, τουλάχιστον όσον αφορά τα γούστα μου στις ταινίες και τη μουσική. Στις επιλογές αγαπημένων βιβλίων παραμένω πιο χαώδης και ιδιοσυγκρασιακή), πρέπει να έρθει αληθινή σύγκρουση με παγόβουνο για να τη συνταράξει. Κι, επίσης, που είναι και το χειρότερο, παραμένουμε μόνο σ' αυτά, κι όποιος μας προτείνει τα δικά του αγαπημένα ή άλλες εναλλακτικές, απλά τις αφήνουμε στην άκρη, ήδη απορριπτέες από τη δική μας συμπαγή νοοτροπία: κανείς και τίποτα δε δικαιούται να μας συγκινήσει τόσο συμπαγή και σπέσιαλ άτομα που έχουμε ανατραφεί και φροντίσει να γίνουμε.
Επιμένω, ωστόσο, όπως έχω επιμείνει και μια ζωή, πως το απροκάλυπτο της ομορφιάς και η δύναμη της επιρροής ενός έργου τέχνης κρύβεται στην έκπληξη. Η στιγμή που θα αφεθούμε απόλυτα στην εμπειρία μακριά από το άγγιγμα μικρόψυχων καθημερινών εγνοιών είναι και η στιγμή που ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, με ψυχή και ανάστημα, μπορεί να αγκαλιάσει τον κόσμο μας. Οι προϋποθέσεις για την επίτευξη του πολυπόθητου, ωστόσο, πρέπει να υπάρχουν, διότι διαφορετικά καθίσταται αδύνατο να επιτευχθεί η επιθυμητή ώσμωση μεταξύ θεατή και δημιουργήματος, αναγνώστη και αναγνώσματος: ο θεατής/αναγνώστης πρέπει να βρίσκεται στην κατάλληλα ήρεμη ψυχική κατάσταση, μετρίως δεκτικός, καθόλου αγχωμένος ή στενοχωρημένος, αλλά και ικανός να δεχτεί ερεθίσματα στο κατάλληλο μήκος κύματος αυτού που του παρουσιάζει / εκθέτει μπροστά του ο επικεφαλής της καλλιτεχνικής προσπάθειας. Αν οποιαδήποτε από τις προηγούμενες επιθυμητές καταστάσεις για τις δυο πλευρές διαταραχθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ενδέχεται να μετατρέψει ολόκληρη την προσπάθεια προσέγγισης σε μια επιδερμική εμπειρία, με συστατικά στοιχεία κοινά με τα λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων βουρτσίζει κανείς τα δόντια του ή κάνει ζάπινγκ απέναντι από την τηλεόρασή του.
Και, φυσικά, το να επηρεάζεσαι από την τέχνη, αν προσωπικά δεν το αποζητάς, δεν είναι κάτι απλό. Αν αρνείσαι να ακούσεις το "Lithium" των Nirvana για δεύτερη φορά, απλούστατα επειδή την πρώτη φορά που το άκουσες σε ενόχλησε ο έντονα γρατζουνιστός ήχος και η τσιριχτή φωνή του φρόντμαν, τότε είναι βέβαιο πως δύσκολα βαδίζεις προς μια αποστομωτική εμπειρία, που σου εντυπώθηκε τόσο έντονα, ώστε αδυνατείς να βγεις από τον κλοιό της. Θυμάμαι το συναίσθημα αυτό τις στιγμές που έβγαινα από τον κινηματογράφο, μετά το τέλος του Μαύρου Κύκνου του Αρονόφσκι, στη θέα της Cappella Sistina, όπως και μετά το τέλος του πρώτου live του Παύλου Παυλίδη στο οποίο είχα παρευρεθεί. Το μεγαλείο της μαγείας ότι τα ίδια σου τα πόδια ευτυχώς μπορούν να σε μεταφέρουν σπίτι, αφού το μυαλό σου αδυνατεί να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο. Αξίζει να αποζητά κανείς ένα τέτοιο συναίσθημα, έστω κι αν δεν πρόκειται για κάτι συνηθισμένο, σε οποιαδήποτε ηλικία.



Πάντα θα παραμένω πιστή στο σύνθημα πως η τέχνη μπορεί να επηρεάσει τη ζωή μας γι' αυτό κι αξίζει να παραμένουμε σε στενή σχέση μαζί της. Ο διαφορετικός τρόπος, με τον οποίο αντικρίζουμε τους ανθρώπους και τις καταστάσεις, μετά από μια αποφασιστική επαφή μαζί της είναι ο κύριος λόγος της σταθερής μου πίστης.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Κακή Λογοτεχνία

Υπάρχουν λογοτεχνικά έργα που μπορούμε ανεμπόδιστα και χωρίς ενοχές να τα ονομάσουμε ποιοτικά ελλειπή; Μήπως είναι υποκειμενικό το ζήτημα ή αφορά όλους μας; Στο γράψιμο αυτής της ανάρτησης με ώθησε ένα μυθιστόρημα πάνω στο οποίο έπεσα πρόσφατα, και σχετικά με το οποίο, κυρίως εξαιτίας διαβεβαιώσεων άλλων αναγνωστών, έτρεφα προσδοκίες, οι οποίες έμελλε να διαψευστούν. Σε κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν ενδέχεται να συμβάλλει η διαφορετική πνευματική φάση που διανύει οποιοσδήποτε αναγνώστης, λόγω της αναγνωστικής, αλλά και γενικότερης πορείας του; Ποιοι, λοιπόν, είναι επακριβώς οι παράγοντες που μας βοηθούν να ξεχωρίσουμε την «κακή» λογοτεχνία από αυτήν που δεν αξίζει να διαβάσουμε;


Κατ' αρχάς, οφείλουμε να τους ξεχωρίσουμε από τις δυνάμεις που εμποδίζουν την όρασή μας. Συχνά επιλέγουμε να διαβάσουμε ένα βιβλίο, λογοτεχνικό ή μη, επειδή έχουμε δει τη διασκευή του σε ταινία, επειδή μας άρεσαν τα προηγούμενα μέρη της σειράς στην οποία ανήκει ή επειδή κάτι στην υπόθεση, που ξετυλίγεται συνοπτικά στο οπισθόφυλλο, μας θυμίζει κάτι που έχουμε ζήσει ή κάνει την καρδιά μας, με κάποιο τρόπο να φτερουγίσει. Η απογοήτευση, ωστόσο, ελλοχεύει, σ' αυτές αλλά και σ' όλες τις άλλες περιπτώσεις επιλογής βιβλίων (ακόμη κι αν έχουμε μπει στη διαδικασία να διαβάσουμε εμπεριστατωμένες κριτικές του βιβλίου ή / και αποσπάσματά του): το βιβλίο ενδέχεται να εμπίπτει στην κατηγορία της κακής λογοτεχνίας, περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει ξεκάθαρος τρόπος ανίχνευσης εκτός από τις παρακάτω ιδιοσυγκρασιακές συμβουλές που αχνά θα αποπειραθώ να σκιαγραφήσω.
Ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο. Συχνά λάγνο, αισθησιακό ή ο συνδυασμός των δυο: αισθησιολάγνο. Μια μορφή αποτυπωμένη με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο, σε χρωματισμούς που προκαλούν το μάτι, με έναν τίτλο προορισμένο αποκλειστικά να κάνει επίκληση στον κόσμο των αισθήσεων. Αν και στη ζωή έχουμε μάθει πως δε συνίσταται να κρίνει κανείς ένα βιβλίο από το εξώφυλλό τ
Από τα πιο εντυπωσιακά εξώφυλλα βιβλίων που έχω δει.
ου, ειδικά μιας κι αγνοεί τι ακριβώς μπορεί να βρίσκεται μέσα, αφού, ό,τι εξώφυλλο και να 'χει, υπάρχει περίπτωση να τον συγκινήσει με τρόπους που δε θα μπορούσε ποτέ να έχει φανταστεί. Ας μην ξεχνάμε πως ο εκδοτικός οίκος και όλοι οι άλλοι που εργάζονται πάνω σε θέματα επαφής του κόσμου με το βιβλίο δικαιούνται τις δικές τους προσωπικές και συλλογικές αστοχίες. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε δικαιούμαστε μια πρώτη κρίση των εξωτερικών λεπτομερειών του βιβλίου, που, παρ' όλα αυτά, προσέχουμε να μην είναι απόλυτη.
Για πολλούς αναγνώστες, ένα αργό ξεκίνημα της πλοκής (το μέρος του μυθιστορήματος ή του διηγήματος που ονομάζουμε exposition=έκθεση) είναι το ανάθεμα που χρειάζονται για να σταματήσουν την ανάγνωση ή για να κακοχαρακτηρίσουν οριστικά το βιβλίο. Αν, ωστόσο, κάποιος ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά σε πολυσέλιδα ακανθώδη πονήματα της παγκόσμιας λογοτεχνικής ιστορίας, όπως το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι, θα αποκτήσει σύντομα εντελώς διαφορετική άποψη. Όταν ο συγγραφέας επιχειρεί να αποδείξει στον αναγνώστη ένα σημαντικό συμπέρασμα που έχει εξάγει σχετικά με τα πιο ουσιώδη, που είναι συχνά και τα πιο μπερδεμένα ζητήματα του ανθρώπινου βίου, χρειάζεται αδιαμφισβήτητα πολλές σελίδες για να απαριθμήσει πολλά περιστατικά και τα αποσπάσματά του ή για πιο ενδελεχείς περιγραφές σε πιο έντονο τόνο, ικανές να αιχμαλωτίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οπότε, οτιδήποτε λογοτεχνικό μοιάζει μακροσκελές και αφόρητο δεν είναι αυτό που αξίζει αυταπόδεικτα να απορριφθεί (συμπεριλαμβανομένων των ιντερνετικών αναρτήσεων που διεκδικούν την ελευθερία να έχουν πολλά να παραθέσουν, όπως αυτή εδώ!).
Υπάρχουν, ωστόσο, μυθιστορήματα ή διηγήματα που δεν υπάρχει κάποιος συμπαγής λόγος να διαβάσεις. Είναι επαναληπτικά: λένε την ίδια ιστορία ή αποπειρώνται να περάσουν τα ίδια μηνύματα που οι προκάτοχοι του ίδιου ή και άλλων συγγραφέων έχουν ήδη μεταδώσει με τον ίδιο κι απαράλλακτο τρόπο και η ανάγνωσή τους δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από ένα ανιαρό, χλιαρό πέρασμα από τις λέξεις που έχουν ξαναειπωθεί. Ίσως να επιθυμούν να αναστήσουν μια εποχή που όλοι αγάπησαν ή ένα λογοτεχνικό έργο που όλοι θεωρούν κλασικό και θα ζει για πάντα στο συλλογικό ασυνείδητο, ακόμη κι αν πρόκειται μόνο για ανάμνηση των τεκταινόμενων γύρω από τα σχολικά θρανία (σ' αυτήν ακριβώς την κατηγορία φρονώ πως εμπίπτει η πρόσφατη αναγνωστική μου απογοήτευση, τα Ανεμώλια του Ισίδωρου Ζουργού, που απλώς επιχειρούν να δημιουργήσουν από το μηδέν μια σύγχρονη Οδύσσεια, ενώ η προϋπόθεση ανασύστασής της έχουν προ πολλού παρέλθει ανεπιστρεπτί). Ίσως απλώς να προσπαθούν να έλξουν τους αναγνώστες σε κάτι απλό, γνώριμο, καθημερινό, χωρίς καμία απολύτως επιθυμία να τους εμφυσήσουν κάποια βαθύτερη γνώση της πραγματικότητας, αφού οι δημιουργοί και προωθητές τους αναπνέουν, ελπίζουν κι επιβιώνουν αποκλειστικά με γνώμονα το κέρδος και την προοπτική του. Αυτά τα βιβλία αληθινά αξίζει να γνωρίζει κανείς τον τρόπο να τα αποφεύγει, χωρίς να χρειαστεί να ξεγελαστεί με την ανάγνωση πολλών σελίδων τους.
Φυσικά, η στεγνή, άμεση τοποθέτηση ταμπελών στα είδη και τις περιπτώσεις δεν ωφελεί κανέναν. Υπάρχουν διαμάντια, στα οποία διόλου δεν αξίζει να αντισταθεί κανείς, εκεί ακριβώς που δεν το περιμένεις. Αν, ωστόσο, γνωρίζει κανείς σε βάθος πως κάποιος συγγραφέας επιμένει στην εμπορικότητα (ως το πιο τυπικό των παραδειγμάτων θα αναφέρω εδώ τη Λένα Μαντά, που κρίνει σκόπιμο να κυκλοφορεί ένα βιβλίο το χρόνο, σε διαμετρική αντίθεση με το Τζόναθαν Φράνζεν, τον αγαπημένο μου συγγραφέα, που έκανε εννέα ολόκληρα χρόνια να ολοκληρώσει τη συγγραφή της Ελευθερίας, του, κατά την ταπεινή μου
γνώμη, πιο αξιόλογου κι εμπεριστατωμένου μυθιστορήματός του), μπορεί απλώς να την αποφεύγει μετά από μια δοκιμή μερικών σειρών ή σελίδων που είναι ικανή να τον πείσει. Στις εκπλήξεις, πάντως, είτε από έργα άσημων δημιουργών (ας μην ξεχνάμε πως ο υπέρλαμπρος Καρυωτάκης βρισκόταν κάποτε ανάμεσά τους), είτε από άγνωστα, παραμελημένα έργα κλασικών ή γνωστών δημιουργών κρύβεται αδιαμφισβήτητα μέρος της μαγείας της ανάγνωσης. Και θα διαπιστώσετε του λόγου το αληθές, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε κάτι από τα παραπάνω, μιας και είναι η ένταση του απρόσμενα ανατρεπτικού ή τυχαίου που συχνά ομορφαίνει και γεμίζει τη ζωή μας.

Όσο κι αν προσπαθούμε να τις αποφεύγουμε, οι συναντήσεις με αυτά που ο καθένας θεωρεί «κακά» λογοτεχνικά έργα αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της ζωής του αναγνώστη. Ας μην ξεχνάμε πως χωρίς την επαφή μαζί τους, θα μας ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουμε την «κακή» λογοτεχνία από ό,τι έχει αποκρυσταλλωθεί μέσα μας ως «καλή».

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

"Ζήσε τη Στιγμή"

Ή αλλιώς, όπως το γνωστό λατινικό ρητό προστάζει “carpe diem”. Το οποίο, η αλήθεια είναι, πως έχει, λίγο ή πολύ, αποκτήσει τόσο κεντρική θέση στη νοοτροπία μας, ώστε να θεωρούμε συνεχώς δεδομένο το γεγονός ότι προσπαθούμε να το εξασκήσουμε κατά γράμμα. Σε ποιο βαθμό, όμως, είναι, στην πραγματικότητα, εφικτό να υπάρχουν πάντα στη ζωή μας οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να το εφαρμόσουμε· και σε ποιο βαθμό είναι η ρήση αυτή μια τσιχλόφουσκα, που αιωνίως μηρυκάζουμε, χωρίς περιεχόμενο και χωρίς αληθινό αντίκτυπο πέραν της συνεχούς, χωρίς νοήματος, επανάληψής της;


Από τη μια μεριά, το να πιάνεσαι από κάτι που αξίζει να το απολαμβάνεις και βρίσκεται στη διάθεσή σου, ή μπορείς με ευκολία να το αγγίξεις ή να το αποκτήσεις μοιάζει η ιδανική ευχαρίστηση της καθημερινότητας. Μιας ρουτίνας καταθλιπτικής, που όταν επιτέλους δεήσει να σου προσφέρει κάτι ενδιαφέρον ορμάς μπροστά να το αρπάξεις, αφού, μετά τη μιζέρια που πέρασες, σου ανήκει τόσο πολύ, ώστε είναι αδύνατο να αφήσεις να σου ξεφύγει μέσα από τα χέρια. Μήπως, όμως, κι αυτό το βίαιο σφιχταγκάλιασμα της στιγμής που επικαλούμαστε τακτικά πως επιδιώκουμε, για να ξεφύγουμε απ' τις σκοτούρες, είναι κάτι φευγαλέο, που ούτε καν προλαβαίνουμε να δηλώσουμε στον εαυτό μας πως απολαμβάνουμε; Κι άρα ίσως δεν το απολαμβάνουμε τόσο πραγματικά. Αξίζει να συζητήσουμε για λίγο με τον εαυτό μας σχετικά με απολαύσεις στιγμών του παρελθόντος για να οπλιστούμε με μια γενική ιδέα του πόσο βαθιά τις έχουμε ευχαριστηθεί, ώστε να προχωρήσουμε παρακάτω.
Από την άλλη μεριά, η κάθε στιγμή αποχωρεί αναπόδραστα από τη ζωή σου· κι εσύ ενδεχομένως δεν είχες το κουράγιο να της συμπεριφερθείς, όπως της άξιζε, λόγω της θέρμης του μεμονωμένου λεπτού, που δε σε άφησε να κρίνεις τα πράγματα πιο ψύχραιμα. Με άλλα λόγια, ήσουν βιαστικός, υπερβολικά στενοχωρημένος, υπερβολικά κλεισμένος στον εαυτό σου για κάποιο σοβαρό λόγο, που τώρα πια σου φαίνεται αστείος, κι έκλεισες ανεπανόρθωτα τα μάτια, ενώ μπροστά σου διαδραματιζόταν κάτι που ποτέ δεν πρόκειται να επιστρέψει με τον ίδιο τρόπο. Και πάλι, πώς μπορείς να αρνηθείς τη σκόνη που σε κατακλύζει, κάθε φορά που σε πιάνει η μελαγχολία για τις σκοτεινές πλευρές της ζωής σου που ακόμη δεν έχεις μάθει τόσο αποτελεσματικά να αντιμετωπίζεις; Κοιτάς παντού και βλέπεις συνέχεια ομορφιές, όμως ο εαυτός σου εξακολουθεί να κουβαλά τη ράχη του, όπου κι αν τολμάς να βρεθείς. Κι είναι κάτι που σου θυμίζει πόσο πίσω στους στόχους σου χτυπάς, κάθε φορά που υπόσχεσαι στον εαυτό σου πως θα τον διορθώσεις, και τελικά βρίσκεις πως τα ίδια αθεράπευτα δαιμόνια εξακολουθούν να σε καταδυναστεύουν.


Στέκεται αδύνατο η ρήση της άντλησης ευχαρίστησης από την κάθε στιγμή να εφαρμοστεί στην πράξη χωρίς να φιλοσοφηθεί. Διότι διαφορετικά, όπως ήδη είδαμε παραπάνω, οι παρορμήσεις και η δυναστεία της μελαγχολίας θα κάνουν το θαύμα τους, πριν προλάβεις να πεις κύμινο. Ως επί το πλείστον, η φράση «ζήσε τη στιγμή» μπορεί να εφαρμοστεί, όταν αρνείσαι τις παράλογες συνεχείς υλικές απαιτήσεις του εαυτού σου ή δέχεσαι να τις αφήσεις στην άκρη προς στιγμήν, ειδικά αφού δεν είναι όλες οι ώρες της μέρας κατάλληλες για να ασχοληθείς μαζί τους. Οι πιο απολαυστικές είναι οι στιγμές, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν περιμένεις απολύτως τίποτε, όταν αφήνεις τις προσδοκίες σου να ξεκουραστούν σε μια γωνιά, επειδή τότε μόνο μπορείς να απολάυσεις τη θέα του ηλιοβασιλέματος ή του εσωτερικού κόσμου ενός συνανθρώπου που βρίσκεται κοντά σου.
Μια άλλη επιτακτική τάση της εποχής που σχετίζεται με το δημοφιλές μότο υπαγορεύει το να δοκιμάσεις πολλά, σχεδόν τα πάντα, ή έστω τα περισσότερα, που τυχαίνει να βρίσκονται στο δρόμο σου ή μπαίνεις στη διαδικασία να επιδιώξεις χωρίς να συναντάς δύσκαμπτα εμπόδια. Κανείς δε δικαιούται να αποστερήσει από κανέναν την ελευθερία του να βαριέται εύκολα και να δοκιμάζει διαφορετικά πράγματα πριν κατασταλάξει, ώστε να καταλήξει σ' αυτό που του ταιριάζει. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως όλη αυτή η διαδικασία δεν είναι συχνά ένα επιφανειακό πέρασμα από έναν κόσμο που, για το λίγο διάστημα που μπαίνει κανείς στη λογική να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητές του, μοιάζει αδύνατο να συγκινήσει ή να συναρπάσει. Οι εμπειρίες, όπως και οι σχέσεις, χρειάζονται χρόνο για να ξεδιπλωθούν στην ολότητά τους, αλλά και για να εξελίξουν τη δυναμική τους· άλλη μια αξία που πολυάριθμα μέλη της νεανικής κουλτούρας συχνά δυσκολεύονται να καταλάβουν.

Ντάριλ Πίρς, Προσπάθεια να Συντηρήσουμε το Κοινωνικό Ασυνείδητο και να Διεισδύσουμε σ' Αυτό

Και φυσικά υπάρχουν οι καμπές, οι κρίσιμες στιγμές, οι κοινωνικές υποχρεώσεις και υποχωρήσεις. Κάθε ανθρώπινη μονάδα ή κοινωνικό υποσύνολο που διεκδικεί το δικαίωμα να σκέφτεται, χωρίς φροντίδα για τα κοινωνικά αυτά δεδομένα, τυφλά κι απαράβατα «ζώντας τη στιγμή» είναι δυστυχώς καταδικασμένο να αποτύχει. Το μότο της ζωής μας μπορεί να είναι συμπαγές και να είναι ένα· υπάρχουν, ωστόσο, πράγματα και περιστάσεις που γεννήθηκαν και δομήθηκαν πριν από εμάς για εμάς και η αναγνώριση κάποιων πτυχών της δύναμής τους παρουσιάζεται σ' εμάς απλώς ως αναγκαιότητα, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε ή / και να προχωρήσουμε παραπέρα. Η γνώση, άλλωστε, οποιασδήποτε κατάστασης παραμένει απαραίτητη προϋπόθεση οποιουδήποτε αξιώνει κάποια μέρα να επιθυμήσει να την τροποποιήσει, σύμφωνα με τι δική του πιο σύγχρονη κι, ελπιδοφόρα, ανθρώπινη κοσμοθεωρία.
«Ζήστε τη στιγμή» με το δικό σας τρόπο, χωρίς, όμως, αυτή η στάση ζωής να προϋποθέτει άγνοια των ειδών των σκέψεων ή των πράξεων προς τις οποίες το μότο σας κατευθύνει. Αν και ένα βλέμμα κάπως ετεροχρονισμένο, απομακρυσμένο από τις εκάστοτε συνθήκες μπορεί να προσφέρει μια διαφορετική οπτική γωνία κι ένα άλλο είδος απόλαυσης.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Η Μάστιγα της Κυριαρχίας

Το ερώτημα παραμένει αιώνιο, χωρίς να επιδέχεται απόλυτα πειστική απάντηση, όσο κι αν οι κατάφωρες αδικίες και τα μαζικά εγκλήματα του 21ου αιώνα φαίνεται πως σκοτεινιάζουν κάθε σκέψη οποιουδήποτε ανθρώπου που προσπαθεί μέσα του να διαπραγματευτεί εφικτή λύση: είναι ο καθένας από μας προορισμένος να προσπαθήσει να καρπωθεί την απόλυτη εξουσία, όταν κι αν του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία; Κάθε απόρριψη του αναπόφευκτου φαίνεται ανούσια, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του τα ιστορικά δεδομένα· αλλά και κάθε απευθείας ροπή προς την απαισιοδοξία ενδεχομένως δεν έχει εξετάσει επαρκώς το συχνά ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα σκέψεων και πράξεων του ανθρώπου.


Ας ορίσουμε πρώτα το είδος της κυριαρχίας που εδώ θα αναλυθεί εκτενέστερα. Υπάρχουν ανθρώπινοι χαρακτήρες, όπως υπάρχει σχεδόν παντού η ανθρώπινη τάση, να επιβάλλει κάποιος με το έτσι θέλω την άποψή του για τον κόσμο και τα πράγματα στον άμεσο περίγυρό του, αλλά κι εκτενέστερα. Συχνά διπλωματικοί όροι, όπως συναίνεση και συμβιβασμός, διαφεύγουν από την αντίληψή μας στη σπίθα μιας στιγμής· όπως διαφεύγουν εντελώς σε ανθρώπινα όντα, με συμπαγή συνείδηση που μας εμφανίζονται ήδη κατασταλαγμένα. Μπορούμε εύκολα, στερεοτυπικά να αναγνωρίσουμε έναν αλαζόνα, κατά κόσμον εγωιστή, από την αδυναμία που επίμονα δείχνει στο να διαθέτει κάθε ρανίδα των ευαίσθητων πλευρών του στους άλλους, που, ως επί το πλείστον φοβάται ή αδυνατεί, με ανιδιοτελή κίνητρα, να πλησιάσει. Από την άλλη μεριά, ζώντας κάθε λεπτό της ψηφιακής εποχής του εγωκεντρισμού, όπου καθετί που παρουσιάζεται μπροστά μας έχει απλώς στόχο να μας σαγηνεύσει λίγο περισσότερο, με βάση τις προτιμήσεις που έχουμε προηγουμένως ήδη δηλώσει, κανείς μας δε μπορεί άμεσα και με βδελυγμία να δηλώσει πως αποστρέφεται το μικρόβιο της υπεροψίας και της επιθυμίας επικράτησης.
Πολλές από αυτές τις σκέψεις προέκυψαν παρακολουθώντας την παράσταση Τα Τέσσερα Πόδια του Τραπεζιού (έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη) από γνωστή ερασιτεχνική θεατρική ομάδα της Θεσσαλονίκης, με το νου τόσο στα τότε-και-εκεί τεκταινόμενα, όσο και στο κείμενο, η σύλληψη του οποίου εξακολουθεί να μου φαίνεται μεγαλοφυής. Ο φακός του θεατρικού συγγραφέα
εστιάζει σε μια οικογένεια ενός αυτοδημιούργητου εργοστασιάρχη με εφτά παιδιά, τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια. Ο πρωτότοκος Κώστας έχει αναλάβει αποκλειστικά τη φροντίδα του 99χρονου (!) πατέρα τους, που παραμένει αναίσθητος στο κρεβάτι κατά τη διάρκεια όλων σχεδόν των ωρών της ημέρας· υπάρχουν, όμως μερικά λεπτά ημερήσιας νεκρανάστασης, κατά τη διάρκεια των οποίων ο πατέρας, αφού τον ανασηκώσουν, καταφέρνει να κοιτά μάλλον ασυναίσθητα μια παλιά εφημερίδα, να αναριγεί και να βγάζει άναρθρες κραυγές στη θέα πολλά υποσχόμενων οικονομικών δεδομένων. Ο Κώστας, ωστόσο, παρ' ότι εξακολουθεί να πετυχαίνει αυτή τη νεκρανάσταση χάνει την εύνοια της πλειοψηφίας των αδερφών του, οι οποίοι έχουν αρχίσει βάσιμα να υποψιάζονται πως στοχεύει στην αποκλειστική και με κάθε τρόπο φροντίδα του πατέρα τους, ώστε να πετύχει μια υπέρ του τροποποίηση της διαθήκης. Έτσι, έχοντας κερδίσει τη μερίδα του λέοντος της υποστήριξης του οικογενειακού συμβουλίου, ο δεύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία αδερφός, ο Τώνης, αναλαμβάνει τη φροντίδα του πατέρα, όντας προορισμένος να υποκύψει σε σοβαρότερα ψέμματα και μυστικές συνωμοσίες για να διευρύνει το οικονομικό και κοινωνικό του κύρος.
Πρόκειται, λοιπόν, οποιοσδήποτε αναλαμβάνει πολλές ευθύνες, σε οποιοδήποτε ορισμένο πλαίσιο, να υποκύψει σε αλαζονικές ενέργειες; Ο θεατρικός συγγραφέας απαντά ξεκάθαρα ναι, όχι επειδή αυτός είναι ο προορισμός της φύσης του ανθρώπου, αλλά γιατί έτσι τον οδηγεί να σκέφτεται και να δρα η ξεκάθαρη επικράτηση επί των πάντων του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Το ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης, που
χαρακτηρίζει κάθε ον επί γης, βρίσκει ξαφνικά γόνιμο έδαφος να εκτονωθεί στο έπακρο στο πρόσωπο ενός υπερμεγέθους εαυτού που δε σταματά πουθενά, αφού αναγνωρίζει στην προοπτική απόκτησης ασταμάτητα αναρίθμητων υλικών αγαθών την προσωπική του επικράτηση επί της γης. Μετά το φιάσκο της προσπάθειας ανάληψης ευθυνών της φροντίδας του πατέρα από τον δευτερότοκο αδερφό, οι υπόλοιποι αρνούνται ένας ένας την επιθυμία να αναλάβουν, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως θα βρεθούν στον ίδιο παρανομαστή· έχοντας, με άλλα λόγια, συναίσθηση πως η επιθυμία για χρήμα κι εξουσία θα επεκταθεί μέσα τους σε έναν κυκλώνα καταπατήσεων των ελευθεριών των άλλων που δεν επιδέχεται τελειωμό.
Για το τέλος, δυο λέξεις για την ιστορική φιγούρα που έχει καταλήξει να αποτελεί το έμβλημα της επιθυμίας βίαιης κυριαρχίας επί των αυτοδιαθέσεων των άλλων. Ο τρόπος που ο Αδόλφος Χίτλερ επέλεξε να χρεωθεί κάποιες αποτυχίες που είχε ρίξει ως τότε προς το μέρος του η ζωή (όπως, για παράδειγμα, στο να ξεκινήσει καριέρα εικαστικού. Δεν εισήχθη ποτέ στη Σχολή Καλών Τεχνών) ήταν η γνωστή ιστορική συνέχεια αιματοβαμμένων πεδίων μάχης, θαλάμων αερίων και στρατοπέδων συγκέντρωσης που συντήρησαν κι έθρεψαν απάνθρωπες κι άθλιες συνθήκες ζωής. Μπέρδεψε αυτό που αντιλήφθηκε ως είδος αδικίας εις βάρος του με το συμφέρον ενός ολόκληρου έθνους· ίσως όλο αυτό να αντικατοπτρίζει την παρεξήγηση ενός ψυχολογικού συμπλέγματος, που δεν υπήρξαν ποτέ οι συνθήκες να διαγνωστεί ή να αντιμετωπιστεί, όσο ήταν καιρός. Είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς πως κάτι τόσο φαινομενικά ασήμαντο κατέληξε σε παγκόσμια τραγωδία, ειδικά αν σκεφτεί την τάση για επικράτηση του προσωπικού συμφέροντος επί των άλλων που ακατάπαυστα και στην εποχή μας διασπείρει το καπιταλιστικό μικρόβιο. Και πως τη σήμερον ημέρα έχουμε υπόψιν αρκετές ιστορικές τραγωδίες να αναλογιστούμε, όταν η φλόγα της επιτακτικής ανάγκης για προσωπική επιβολή μας κατακυριεύει, ώστε τουλάχιστο να μετριάσουμε τις προσωπικές μας αντιδράσεις.

Ελπίζω οι παραπάνω συλλογισμοί να λειτουργήσουν ως τροφή για σκέψη σε μια κοινωνία που τουλάχιστον φαινομενικά επιβιώνει και συντηρείται από μικρές καθημερινές ενέσεις βίαιης προσωπικής επικράτησης, ακόμη και τη στιγμή που μιλάμε.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Η Κρυφή σου, η Ατέλειωτη Δίψα

Ναι, υπέκυψα, λοιπόν, κι εγώ τελικά, ως κλασική βιβλιοφάγος και αστυνομικών μυθιστορημάτων πια, στη θύελλα Νέσμπο (όσοι από εσάς δεν έχετε ακόμη ασχοληθεί με βιβλίο που έχει παράγει τελευταία ή προγενέστερα ο δημοφιλής Νορβηγός συγγραφέας, ασφαλώς δε φαντάζεστε τι πρόκειται να συναντήσετε). Κι η αλήθεια είναι πως, ενώ ήμουν σίγουρη πως η ρήση που επιβεβαιώνει πως ό,τι συζητιέται και φιγουράρει τόσο πολύ δε διαθέτει ουσία έχει απόλυτο δίκιο, μάλλον η στιγμή διάψευσης των προσδοκιών είχε φτάσει. Αν κι έλαβα σοβαρά υπόψιν τα παράπονα των θαυμαστών του είδους για τις επαναλήψεις των ίδιων μοτίβων, στις οποίες ο γνωστός συγγραφέας ενδεχόμενα έχει υποπέσει, με ένα ακόμα μυθιστόρημα, μπορώ με βεβαιότητα να πω πως η Δίψα στ' αλήθεια με κέρδισε, όχι μόνο με το σασπένς, αλλά και με τις ιδιαιτερότητες των ηρώων και της πλοκής της.


Ο γνωστός ήρωας του Νέσμπο, Χάρι Χόλε αποτελεί διάσημο παράδειγμα όσων που χαρίζουν ανατριχιαστικές στιγμές ευχαρίστησης τα τελευταία χρόνια στους λάτρεις του είδους. Στο ξεκίνημα, ωστόσο, της Δίψας πολλά άλλα πράγματα συμβαίνουν και πρόσωπα εμφανίζονται, μα αναρωτιέσαι γιατί ο Χάρι Χόλε δεν είναι πουθενά. Συγκεκριμένα, ο φόνος μιας γυναίκας από δάγκωμα στο λαιμό με σιδερομασέλα, και η βεβήλωση του κουφαριού της που ακολουθεί συγκλονίζει την Κατρίνε Μπρατ, ντετέκτιβ-επικεφαλής διαλεύκανσης της υπόθεσης κι εύρεσης του δολοφόνου. Όποια παραμικρή πέτρα κι αν σηκώσει η ίδια, ο πρώην της κι επικεφαλής της Σήμανσης Μπγιορν Χολμ κι ο νεοφερμένος στο τμήμα Ανθρωποκτονιών της Διεύθυνσης Αστυνομίας του Όσλο, Άνερς Βίλερ, στέκεται αδύνατο να ανακαλύψουν το παραμικρό στοιχείο για την υπόθεση, την προέλευση, τη μορφή, τη φυσιογνωμία ή τις προθέσεις του δολοφόνου. Κάπως έτσι το μυαλό του αναγνώστη σιγά σιγά στρέφεται προς τις μυθικές ικανότητες του Χάρι Χόλε κι οσμίζεται πως πλησιάζει η στιγμή που εκείνος θα αναλάβει τα ηνία της υπόθεσης, άσχετα που, στο ξεκίνημα του μυθιστορήματος, εντοπίζεται να απολαμβάνει γαλήνιες στιγμές οικογενειακής και συζυγικής ευτυχίας, έχοντας αναλάβει καθήκοντα διδάσκοντος στην Αστυνομική Ακαδημία της πόλης.

Jakub Schikaneder, Μελέτη ξαπλωμένης γυναίκας

Φυσικά, το βιβλίο δε θα γινόταν πασίγνωστο για καμία του χάρη, αν ο ένοχος-βαμπιριστής δεν αποδεικνυόταν κατά συρροήν δολοφόνος και παλιός εχθρός του Χάρι (συγκεκριμένα ο μόνος εγκληματίας που επιδεικτικά του έχει ποτέ ξεφύγει). Είναι γνωστό πως η προσωπική εμπλοκή του ικανού-για-σχεδόν-όλα, διάσημου πρωταγωνιστή-ντετέκτιβ είναι συχνότατα το αλατοπίπερο των αστυνομικών μυθιστορημάτων, που οφείλουν να κρατούν τους αναγνώστες σε πλήρη άγνοια για όσο περισσότερο γίνεται και να περιέχουν σεβαστή ποσότητα μάταιων διαδρομών εξαιτίας εσφαλμένων ή διαστρεβλωμένων πληροφοριών, καθώς και καταδιώξεων, για να εξασφαλίσουν τη μερίδα του λέοντος του ενδιαφέροντος ενός κοινού που κυριολεκτικά δεν ξέρει προς τα πού να κοιτάξει πρώτα, με την υπερπαραγωγή που επιδεικνύει το είδος τη σήμερον ημέρα. Σαν να μου φάνηκε, όμως, πως στη συγκεκριμένη περίπτωση μυθιστορήματος του Νέσμπο η μαγεία κλείνεται τόσο στα στοιχεία πλοκής που προανέφερα όσο και στις ιδιαιτερότητες του ίδιου του Χάρι· που πολλές σκηνές της Δίψας σε κάνουν να σκεφτείς πως, ως ήρωας, δε μοιάζει, ούτε μπορεί να συγκριθεί με κανέναν άλλο.
Ο Χάρι Χόλε είναι κάθαρμα κι επίτιμο μέλος της αφρόκρεμας της κοινωνίας συνάμα. Είναι ένας από τους καθηγητές που μπορεί να μεταδώσει αποστάγματα σοφίας στο ακροατήριό του στην Αστυνομική Ακαδημία και που ταυτόχρονα μεταμορφώνεται σε μέρος του κατακαθιού της κοινωνίας, όταν έρχεται σε επαφή με την υπερβολική ποσότητα αλκοόλ που αποτελούσε παλιότερα το μόνιμο και μοναδικό του βίτσιο. Είναι ο μόνος ντετέκτιβ σε αστυνομικό μυθιστόρημα (τουλάχιστον απ' όσα έχω διαβάσει μέχρι τώρα) που χρησιμοποιεί τεχνικές που ξενίζουν εντελώς τον αναγνώστη όσον αφορά την προσέγγιση της εξιχνίασης των εγκλημάτων· συχνά αυτές θυμίζουν κάτι από θεωρητικό της σκέψης, ψυχογράφο, ψυχολόγο ή σημειολόγο. Κι αυτή ακριβώς είναι και η πεμπτουσία του Χόλε: ότι δε σκέφτεται σαν καθημερινός άνθρωπος, αλλά σαν διανοούμενος που διαθέτει πλούσια γνώση διάφορων κουλτούρων κι υποομάδων, της μουσικής, της διαδικτυακής πραγματικότητας, και πάνω απ' όλα του δυσανάγνωστου παλίμψηστου που ονομάζεται ανθρώπινη ψυχοσύνθεση· ταυτόχρονα, όμως, στις απλές καθημερινές στιγμές και δοσοληψίες μεταμορφώνεται σε οποιοδήποτε από εμάς.

Ο Μάικλ Φασμπέντερ ως Χάρι Χόλε στην ταινία Χιονάνθρωπος, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα

Θα κλείσω με μια κουβέντα για τα αυτονόητα, ακριβώς επειδή η Δίψα είναι ένα βιβλίο ικανό να σου θυμίσει για ποιους λόγους ξεκίνησες να διαβάζεις αστυνομικά και συνεχίζεις ακόμα, παρά το γεγονός ότι η επαναληπτικότητα των κλασικών μοτίβων του είδους δε φαντάζει, με την πρώτη ματιά, γοητευτική. Τα αστυνομικά του Νέσμπο, κατά την ταπεινή τουλάχιστον προσωπική μου άποψη, είναι επιτυχημένα, κυρίως λόγω της αντανάκλασης των συνηθειών και των νοοτροπιών που χαρακτηρίζουν τη σημερινή Νορβηγία· η δίψα για δράση, αλλά και το ξεχείλισμα του αίματος που απορρέει από τη γενική γαλήνη μιας οργανωμένης χώρας με υψηλό βιοτικό επίπεδο και, σε γενικές γραμμές, ικανοποιημένους πολίτες, είναι μόνο δυο παραδείγματα που θα ξεχωρίσουν πιστεύω εύκολα για όποιον καταπιαστεί με την ανάγνωση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος που διάλεξα να σχολιάσω εδώ. Είναι ασφαλώς και η βαθμιαία, μα συνεχής παράταση της διαδικασίας αποκλεισμού των πιθανοτήτων στο μυαλό του αναγνώστη, που εγκεφαλικά δοκιμάζει συνδυασμούς, ώστε να φτάσει ο ίδιος πρώτος στον ένοχο, που στη Δίψα αγγίζει άλλες διαστάσεις. Μια δοκιμή ανάγνωσης του μυθιστορήματος θα σας πείσει· έτσι για να ανακαλύψετε και προσωπικά, με τις ίδιες σας τις αισθήσεις τον περί ου ο λόγος συγγραφέα, καθώς και τις ιδιαιτερότητες των συνηθειών της γραφής του, έστω και στα εγκεκριμένα, προσεκτικά οριοθετημένα πλαίσια των αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Και η Δίψα για ανάγνωση αστυνομικών συνεχίζεται. Του συγκεκριμένου συγγραφέα, αλλά και όχι μόνο.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Δαίμονας της Ηθικής

Όσος κοσμοπολιτισμός κι ανοιχτό μυαλό κι αν περηφανευόμαστε πως μας διακρίνει στον 21ο αιώνα κραυγές οπισθοδρομισμού κι επαρχιακά κατάλοιπα από το εσωτερικό του εαυτού μας φαίνονται κάθε λίγο και λιγάκι να μας διεκδικούν. Άλλως πώς να δικαιολογήσουμε την τάση μας να εκφέρουμε κρίση για τον καθένα και το καθετί – ένα είδος δύναμης που φαίνεται να ξεπερνά την απλή άσπιλη κι αμόλυντη επιθυμία μας να πιάσουμε κουβέντα με κάποιον ή να περιγράψουμε απλώς αυτά που βλέπουμε κι αισθανόμαστε. Κοινώς, συνεχίζουμε και στις μέρες μας να ανατρέχουμε σε ηθικούς κανόνες που συχνά ανάγουμε σε αιμοδιψείς νόμους, ώστε να θέσουμε περιορισμούς στο σύμπαν που κατοικούμε αλλά και στα πλάσματα που μας περιβάλλουν.


Εν μέρει για να μη μας ξεπεράσει και για να μη μας τρομάξει αυτό ακριβώς που δε γνωρίζουμε. Η όλη σύλληψη της έννοιας της ηθικής θεωρείται ιστορικά ανθρώπινο κατασκεύασμα. Μια εξέλιξη που θεσμοθετήθηκε και τροποποιήθηκε αμέτρητες φορές από τα πρωτόγονα χρόνια (την εποχή που οι άνθρωποι έψαχναν την τύχη τους ως τροφοσυλλέκτες, κι άρα, για κάποιους, ανεβοκατεβαίνοντας στα δέντρα!) μέχρι τη σημερινή ψηφιακή εποχή, ασφαλώς με ασύλληπτο αριθμό διακυμάνσεων. Ενδεχομένως, εξαιτίας της μακρόσυρτης αυτής πορείας μπορεί να συμπεράνει κανείς πως η ηθική αντικατοπτρίζει τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου για ταξινόμηση και κατηγοριοποίηση, ειδικά κι επειδή έχουμε σχεδόν φτάσει να αδυνατούμε να σκεφτούμε τον εαυτό μας χωρίς σταγονίδια κρίσης έτοιμα προς εκτόξευση.
Άσχετα που μας καταδυναστεύουν, ακριβώς όσο μας ικανοποιούν. Το καλό και το κακό είναι έννοιες αφηρημένες που αδυνατεί να διατυπώσει κανείς χωρίς τη συσχέτιση παραγόντων ή την οριοθέτηση των ίδιων των εννοιών τους, οι οποίες, εκτός από την εκάστοτε εποχή για την οποία μιλάμε και στην οποία βρισκόμαστε, επηρεάζονται κι από την υποκειμενική θεώρηση του κόσμου του συγκεκριμένου ατόμου, το οποίο προβαίνει στους διαχωρισμούς. Γι' αυτό κι όταν εκφραζόμαστε έντονα για κάτι, πριν το κάνουμε, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να λαμβάνουμε συστηματικά υπόψη την έστω κι ελλειπή γνώση μας περί των συμφραζομένων της περίστασης· ίσως μαζί με μικρές κι ανεπαίσθητες υπόνοιες των παραγόντων που επηρεάζουν την κρίση και τη δράση των ατόμων κι από τους οποίους μας είναι σχεδόν αδύνατο να έχουμε πλήρη εικόνα. Το θέμα είναι να συμφιλιωθούμε πάντως, εν τέλει, με την ιδέα πως είναι αδύνατο να αποχωριστούμε μια για πάντα το δαίμονα της ηθικής που δρα εντός και προς το πρόσωπό μας, αναγνωρίζοντας ένα είδος κυριαρχίας και παντοδυναμίας του.


Για να περάσουμε, με υποκειμενικά κριτήρια, αξιοκρατικά, στην επιλεκτική ηθική, που κάποιοι άνθρωποι εφαρμόζουν, και στις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να έχει στη ζωή μας. Είναι γνωστό πως, για ορισμένα, όντα με τα οποία συμπορευόμαστε, αυστηρά κριτήρια οφείλουν να εφαρμόζονται για το ξεδιάλεγμα των εγγενώς ηθικών ατόμων, που προσωπικά θεωρούν πως αξίζει να συναναστρέφονται και να εμπιστεύονται λόγω της καθημερινής τους δράσης. Ίσως γιατί ο εγωκεντρισμός, από τον οποίο αδυνατούν, με κάθε έννοια, να απαλλαγούν τους εμποδίζει να κρίνουν τις δικές τους επιλογές με τα αυστηρά συμπαγή (συχνά άδικα) κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία αξιολογούν τις ενέργειες του άμεσου περίγυρού τους κι όχι μόνο. Εναλλακτικά, ενδεχομένως, επειδή είναι τόσο αυστηροί κριτές των εαυτών τους και των καθημερινών πράξεών τους, ώστε η εξιδανίκευση των άλλων είναι μονόδρομος για να ελπίζουν συνεχώς προς μια βελτίωση που ίσως έρθει (σε κάθε περίπτωση, η πρώτη κατηγορία εμφανίζεται πολυπληθέστερη και ψυχολογικά ισχυρότερη από την πρώτη). Όπως και να 'χει, κι όπως είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς, η σχετικότητα του όλου εγχειρήματος, δηλαδή η ανθρώπινη αδυναμία συνεχούς αναζήτησης προτύπων σε πρόσωπα, κινήματα, φανταστικούς και μη ήρωες κι αντιμετωπίσεις καταστάσεων απλώς φανερώνει για άλλη μια φορά την ανθρωπινότητα του όλου εγχειρήματος της ηθικής κρίσης, και, γι' αυτό, όπως συνεπάγεται, τα ευαίσθητα, τρωτά του σημεία, την υποκειμενικότητα, δηλαδή, της ίδιας της διαδικασίας του να εμπλέκεται κάποιος σ' αυτήν.
Θα τελειώσω με τον απόηχο αυτού που σήμερα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζουμε ηθική κρίση, κι ας το μοιραζόμαστε σπάνια φωναχτά με τους άλλους: τα λεγόμενα τρολς, τους αιωνίως ενοχλημένους επικριτές της ψηφιακής εποχής. Ο όρος φυσικά επεκτείνεται συνεχώς για να φιλοξενεί ευρύ φάσμα φωνών που επιθυμούν να δηλώσουν με έντονο τρόπο την ασυμφωνία ή την απέχθειά τους με κάποια τάση ή προσωπική άποψη στο διαδίκτυο (περισσότερα για τα τρολς εδώ). Θα αποτελούσε σημαντική παράλειψη, σ' αυτή την ανάρτηση, να μην αναφερθεί κανείς σ' αυτό τον σύγχρονο τρόπο απόπειρας απόσπασης της προσοχής ενός συνόλου ή μιας πλειοψηφίας· την εκτόξευση λάσπης ενάντια άλλων χωρίς αποδείξεις, στοιχεία ή εμπάθεια, ώστε μια φωνή να ακουστεί, έστω και μέσω της απαίσιας ή παραποιημένης της χροιάς. Ας μην ξεχνάμε πως κάθε ηθική κρίση, ακόμη και συχνά βαθιά μέσα στην αδυναμία μας να την καταλάβουμε, εκτελείται με βάση όρια και κανόνες κι όχι αυθαίρετα, και πως υπάρχουν άπειροι άλλοι τρόποι να εξυψώσουμε τον εαυτό μας ανάμεσα σε άλλους στον εικονικό ή τον πραγματικό κόσμο από την άνευ λόγου επίθεση σε ανθρώπους που, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν προτίθενται καθόλου να στραφούν εναντίον μας.


Ας ελπίσουμε πως η ηθική κρίση θα επιβιώσει ως ένα σύστημα που ενώνει ανθρώπους αντί να τους χωρίζει· να ένα σοβαρό θέμα σχετικά με την επιβίωση και μακροημέρευση των σύγχρονων κοινωνιών που αξίζει να σκεφτούμε δημιουργικά.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Δικός της για Πάντα

Αν και ζούμε την εποχή κυριαρχίας του Διαδικτύου, αποφεύγουμε συχνά τη διαπίστωση πως η ζωή μας περιέχει πολλή περισσότερη επιστημονική φαντασία απ' όση ως παιδιά θα μπορούσαμε να έχουμε ποτέ μας σκεφτεί. Αυτό και πολλά άλλα, που αφορούν την πορεία των σύγχρονων σχέσεων προς την απροσωπία, με οδήγησε να σκεφτώ η ταινία Δικός της του Σπάικ Τζονζ, που μου φάνηκε κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσα.


Κάτι στους όρους μοναχικότητα και Διαδίκτυο πρέπει να είναι κοινό· κάτι που οι άνθρωποι, πριν βουτήξουν βαθιά μέσα στο θαυμασμό μιας εκ των πιο μεγαλειοδών ανακαλύψεων του 21ου αιώνα, δε στάθηκαν να αναλογιστούν. Ο Θίοντορ Τουόμπλι (Γιοακίν Φίνιξ) είναι επαγγελματίας συγγραφέας κατά παραγγελία επιστολών, τις οποίες υπαγορεύει μονολογώντας στο κομπιούτερ της εταιρείας όπου εργάζεται καθημερινά. Οι πελάτες-αποστολείς των γραμμάτων και οι παραλήπτες τους είναι συχνά τακτικοί του γνώριμοι, αφού είναι φορές που τυχαίνει να έχει προσωπικά αναλάβει την αλληλογραφία τους επί σειρά ετών (ένα κλείσιμο του ματιού του σκηνοθέτη-σεναριογράφου στο σημερινό συχνό φαινόμενο απροσωπίας ή αμφιβόλου προέλευσης μηνυμάτων, καθώς και στην επιμονή στον αδιάλειπτο, απερίσπαστο και συχνά εξαντλητικό καταμερισμό εργασίας). Η κυριολεκτική ή μεταφορική απόσταση ανάμεσα στους αποστολείς και τους παραλήπτες των δικών του γραμμάτων είναι κάτι που κατανοεί με ευκολία, όντας ο ίδιος σχετικά πρόσφατα χωρισμένος από τη γυναίκα της ζωής του, εξαιτίας ενός είδους περισσότερο μεταφορικής παρά κυριολεκτικής απόστασης.
Ώσπου μπαίνει στη ζωή του η Σαμάνθα (με τη φωνή της Σκάρλετ Γιόχανσον). Η οποία δεν είναι γυναίκα, ούτε καν σκυλίτσα. Είναι το ολοκαίνουργιο λειτουργικό σύστημα που λανσάρεται στην αγορά ως η τελευταία τεχνολογική καινοτομία. Για την ακρίβεια, είναι ένα λειτουργικό σύστημα που διαθέτει τη δυνατότητα να εξελίσσεται σαν άνθρωπος συλλέγοντας, αξιολογώντας κι αφομοιώνοντας εμπειρίες· που όμως διαθέτει τις ασύλληπτες λογικές και διεκπεραιωτικές δυνατότητες ενός λογισμικού.
Η αλήθεια είναι πως σε διάφορες περιόδους της ζωής μας, πολλοί από εμάς γινόμαστε Θίοντορ: κάτι που μας πλήγωσε πολύ, ίσως μάλιστα να άλλαξε κιόλας ανεπανόρθωτα κομμάτια της ύπαρξής μας, μας κλείνει στο καβούκι μας, όπου δε χωράει κανείς άλλος. Μας κάνει να αποζητούμε την ικανοποίηση μόνο των πολύ προσωπικών μας αναγκών κι επιθυμιών με κάποια μακρινή, φυσιολογικά ανύπαρκτη-απροσδιόριστη Σαμάνθα, τη στιγμή που οτιδήποτε άλλο κι οποιονδήποτε άλλο απλώς δεν αναγνωρίζουμε πως διαβαίνουν μπροστά από το οπτικό μας πεδίο. Όλοι έχουμε ζήσει αυτή τη φάση, ιδίως μετά από κάποιο χωρισμό· το διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου η θυσία για τον άλλο μοιάζει ένας αχρείαστος, αποκρουστικός κόκκος άμμου, που από καιρό ξεφορτωθήκαμε, μετά το τέλος των διακοπών μας. Σ' αυτή την περίπτωση, η όχι αποκλειστική, αφοπλιστικά μονόπλευρη σχέση με ένα λειτουργικό σύστημα ίσως παρουσιάζεται μπροστά μας σαν απο μηχανής θεός, ως η ιδανική λύση.


Ή μπορεί απλούστερα να μη διαθέτουμε ή να μη θέλουμε να διαθέσουμε χρόνο ή τα μέσα ώστε να επενδύσουμε σε μια σχέση με σάρκα και οστά. Ο φόβος της δυσκολίας συχνά μεταμορφώνεται σε απεχθές τέρας, ενώ η ρύθμιση των πραγμάτων από τις υπαγορευμένες από την οικονομική κρίση συνθήκες ζωής είναι πανταχού παρούσα. Ας επιστρέψουμε, όμως, γρήγορα στα μεταφορικά μηνύματα που μας δίνει ο Θίοντορ και η κινηματογραφική συντροφιά του.
Κάτι που θεώρησα μοναδικό στη σύλληψη και την εκτέλεση της ταινίας ήταν σίγουρα ο τρόπος που η προσωπική επαφή απεικονίζεται να εναλλάσσεται με την απρόσωπη, σ' έναν αντιπροσωπευτικό αντικατοπτρισμό καταστάσεων στις κοινωνίες που κατοικούμε. Ο Θίοντορ, για παράδειγμα απολαμβάνει τη συντροφιά της φίλης του Έιμι, την ώρα που του είναι ξεκάθαρο πως έχει νιώσει
ό,τι υψηλότερο ή εντονότερο θα μπορούσε ποτέ να επιζητήσει ως άνθρωπος (παραφράζω εδώ γραμμές από το ίδιο το σενάριο), αντικρίζοντας τη ματαιότητα του να εισέλθει ξανά στη διαδικασία μιας ερωτικής σχέσης με γυμνό μάτι, ακόμη και χωρίς τα κοκάλινα γυαλιά χωρίς τα οποία σχεδόν δεν κάνει βήμα. Η δύναμη της απροσωπίας φαίνεται να εισχωρεί πολύ σταδιακά στο είναι του, καθώς μόλις που αρχίζει να αντιλαμβάνεται την απελευθέρωση της μη απαίτησης για αποκλειστικότητα που εκείνη συνεπάγεται: τις αδέσμευτες, μονόπλευρες απολαύσεις που η σχέση με τη Σαμάνθα του υπόσχεται. Όταν, ωστόσο, κάποια δε διαθέτει σώμα να σε αγγίξει και δε μπορείς να δεις τις αντιδράσεις της σε κάτι που είπες ή έκανες, ίσως έρθεις κάποτε στη θέση να σκεφτείς πως σε οποιαδήποτε συναισθήματα ένιωσες να στρέφονται προς εσένα εκ μέρους της έλλειπε ο στόχος ή ο προσανατολισμός. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια μοναξιά τεκμηριωμένη, φτιαγμένη ώστε προσωρινά να ανακουφίσει ένα ανθρώπινο πλάσμα που αποζητούσε να δει το ομοίωμα του εαυτού του μέσα σε άλλους και να γνωρίσει την αποδοχή τους, ακριβώς όπως όλοι καθημερινά επιζητούμε. Πράγμα δύσκολο να αισθανθεί κανείς κατά τη διάρκεια των συναναστροφών του με το έστω και ειδικά σχεδιασμένο για τον ίδιο λογισμικό του σύστημα.
Θεωρώ την ερμηνεία του Φίνιξ, αλλά και τη σκηνογραφική κατασκευή του κόσμου της ταινίας ιδανική, αλλά και κομβική για να βρεθεί κάποιος έστω κοντά στην κατανόηση των μηνυμάτων που μπορεί να μεταδώσει. Τα εύσημα πρέπει να αποδοθούν στο Τζονζ για τη φουτουριστική, ελαφρώς σπασικλίστικη άποψη του Λος Άντζελες που παραθέτει εδώ (ακόμη κι αν πολλοί θα βιαστούν να τη χαρακτηρίσουν ιδιοσυγκρασιακή), όπως και για τη σκιαγράφηση ενός πρωταγωνιστή που πετυχαίνει κυρίως να είναι ο εαυτός του χωρίς την επιθυμία να γίνει οποιοσδήποτε άλλος, όσο και στο Γιοακίν για μια ακόμη γενναία προσέγγιση ερμηνείας που κατάφερε να μας προσφέρει. Αξίζει εδώ εξίσου να σημειωθεί πως η ροή της πλοκής είναι γοργή κι, έτσι, εξασφαλίζεται ακόμη και στους λάτρεις των περιπετειών η υπόσχεση πως ενδέχεται κάτι να νιώσουν πως η ταινία μπορεί να τους προσφέρει.


Γιατί η ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον κόσμο των εικονικών σχέσεων και των αληθινών συναισθημάτων λεπταίνει σιγά σιγά. Αυτός και μόνο είναι ένας αρκετά πειστικός λόγος για να δείτε την ταινία, σε περίπτωση που δεν το έχετε ήδη κάνει.

By Μαρία Γώγογλου