Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Η λυτρωτική φυγή

Κάθε ανάγνωση ομορφαίνει τις στιγμές που εμβαθύνεις σε έννοιες και καταστάσεις που ποτέ πριν δεν είχες σκεφτεί να αναλύσεις ή, κάπως τελοσπάντων, μέσα σου να επεξεργαστείς. Πρόκειται για ακριβώς αυτό που λέμε πως γίνεται με τα βιβλία που έρχονται να μιλήσουν για κάτι που όλοι ξέρουμε πως υπάρχει, μα συχνά αδυνατούμε να βρούμε τους λόγους για τους οποίους αξίζει να το τοποθετήσουμε σε περίοπτη θέση στην καθημερινότητά μας, ή έστω να αναφερθούμε σ’ αυτό με οποιοδήποτε τρόπο. Η Τέχνη της Φυγής της Ήβαν Χάρρις έπαιξε μέσα μου ακριβώς αυτό το ρόλο ∙ δε θα μπορούσα, ωστόσο, να μην παραδεχθώ πως η συγκεκριμένη σύντομη πραγματεία με απασχόλησε και μου τράβηξε την προσοχή, εξαιτίας της αναδρομικής συνειδητοποίησης του κεντρικού ρόλου που έχουν παίξει διάφορα είδη φυγής στη ζωή μου.


Κάτι που ασφαλώς συμβαίνει στις ζωές όλων μας χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Όπως, άλλωστε, αντιλαμβάνεται κανείς, αν όχι ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου, σίγουρα από τις πρώτες σελίδες του, η έννοια της φυγής που εξετάζεται δε σχετίζεται μόνο με την απομάκρυνση από συγκεκριμένους χώρους με τους οποίους έχουμε συνηθίσει να συσχετίζουμε τον εαυτό μας. Η αποκοπή συνηθειών, η απαλλαγή από είδη σκέψεων, καθώς και ο αποχαιρετισμός από πρόσωπα του περιβάλλοντός μας, στο πλάι των οποίων για οποιονδήποτε λόγο αδυνατούμε να συνεχίσουμε να αντικρίζουμε μια κοινή πορεία αποτελούν εξίσου σημαντικά είδη φυγής. Όπως, μάλιστα αποδεικνύει το βιβλίο, καθένα από αυτά αξίζει να εξετάζεται ξεχωριστά, ώστε να αποτιμηθούν βέλτιστοι τρόποι αντιμετώπισης που αξίζει ο καθένας να ακολουθήσει, ώστε να αποκομίσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για την προσωπική του εξέλιξη και την ψυχική του ηρεμία. Ο στόχος, δηλαδή, του βιβλίου προσδιορίζεται σε ένα είδος αυτοβελτίωσης, ακόμη κι αν το ίδιο δεν υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια ή ότι, με άλλα λόγια θα αλλάξει τη ζωή των αναγνωστών αυτοστιγμεί με τις θαυματουργές, εύχρηστες συμβουλές που παρέχει για το προσωπικό τους μέλλον.

Η ανάρτηση αυτή θα στερείται ειλικρίνειας αν εδώ δεν παραδεχθώ πως η συγκυρία αγοράς του βιβλίου δε συνέπεσε με προσωπικές περιστάσεις φυγής που βίωσα πρόσφατα. Εν γένει το μοτίβο φυγής από αποτυχημένες απόπειρες σχέσεων που αποδεικνύονται αρρωστημένες πάντα με προβλημάτιζε και σχεδόν με υποχρέωνε να τις αντιμετωπίζω με δέος και την απαιτούμενη θλίψη απομάκρυνσης ∙ ενδεχομένως λόγω αυτού που πάντα αντιλαμβανόμουν ως μια μόνιμη απουσία «ομοειδών» από το σπίτι, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν έχω αδέρφια. Ήταν, όμως, κυρίως, μια πρόσφατη φυγή,  που επιφανειακά αρχικά έμοιαζε να μην έχει επώδυνες συνέπειες και με παρακίνησε να αρπάξω μεμιάς το βιβλίο από το ράφι του βιβλιοπωλείου και να στριμώξω την ανάγνωσή του επειγόντως στο πρόγραμμά μου.


Πρόκειται για την απομάκρυνσή μου από μια ξαδέρφη μου με την οποία διατηρούσα «φιλικές» επαφές εδώ και χρόνια, πότε εγγύτερες και πότε αποστασιοποιημένες. Κάποια στιγμή, ωστόσο, η ζήλεια για τα έστω και ελάχιστα πράγματα που έχεις καταφέρει αδυνατεί να μη φέρει στο φως την επιφάνεια της κακεντρέχειας των άλλων, ειδικά όταν το μόνο που τους απασχολεί είναι να σε δουν να πέφτεις με κάποιο τρόπο (κι όταν δε συμβαίνει αυτό, πόσο πολύ νευριάζουν που ο κόσμος μπαίνει ενάντια στα σχέδιά τους!). Όταν λοιπόν, μετά από χρόνια ξεδιπλώματος προσβλητικών συμπεριφορών κι υπερβολικής ανεκτικότητας, κατάφερα να απομακρυνθώ από διάφορα είδη νεανικού άγχους και είδα τα πράγματα πιο καθαρά, η απόφαση ήταν μία και μοναδική: η απομάκρυνση από την αρνητική ενέργεια ήταν μονόδρομος, καθώς συχνά τα άτομα που εχθρεύονται δε βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό τους για να δράσουν ενάντια σε άλλους. Χρησιμοποιούν όσα ανθρώπινα ή οποιουδήποτε άλλου είδους δεκανίκια βρίσκονται στο δρόμο τους για να πετύχουν τον αρρωστημένο τους στόχο, που ξαφνικά, μέσα στην πασιφανή ευτέλειά του, βρίσκεται σε θέση πιο κεντρική και από την αξία των ενδοξότερων Θερμοπυλών. Το θέμα είναι πως η αντιμετώπιση των προσωπικών συνεπειών, που συνεπάγεται μια τέτοια φυγή από πρόσωπο, απειλεί να σε καταδυναστεύει συναισθηματικά και ψυχολογικά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, για όσο καιρό τουλάχιστο προσπαθείς να οργανώσεις τις άμυνές σου και να ορθοποδήσεις.

Με φόντο τα παραπάνω, η αξία της φυγής ως ενέργειας, που με διάφορους τρόπους υποστηρίζει το βιβλίο, σε εκ διαμέτρου αντίθεση με αυτό που συχνότατα εκθειάζεται από την κουλτούρα μας ως η δύναμη του να σωπαίνεις και να υπομένεις, απλώς συνέχισε να μου αποκαλύπτεται καθώς
διάβαζα όλο και περισσότερες σελίδες από την Τέχνη της Φυγής. Σιγά σιγά άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν στο μυαλό μου τα διαφορετικά είδη φυγής που μπορεί να κανείς να συναντήσει ∙ άλλα από αυτά συνέβη να τα ζήσω,  παρατηρώντας τα κι άλλα να τα πραγματοποιήσω εγώ η ίδια. Μερικά παραδείγματα προσπαθειών φυγής, για να απαλλαγείς οριστικά από κάποιον ή κάτι που σε ενοχλεί με κάποιο τρόπο, που αξίζουν να σας τραβήξουν την προσοχή είναι τα ακόλουθα:

·        Η τεχνική της λογικής: όλοι πάντα ονειρευόμαστε πως θα απαλλαγούμε από τη μάταιη καθημερινή επαφή μας με τον άλλο, αφού πρώτα του εξηγήσουμε πλήρως τα κίνητρά μας, αλλά και τις αιτίες τους. Η μέθοδος ενδείκνυται, σύμφωνα με τη συγγραφέα, για πρωτάρηδες που έχουν πάρει το δρόμο της φυγής, όπως κατά την ταπεινή προσωπική μου γνώμη, για άτομα μανιακά με την οργάνωση, χαρακτηριστικό που όλο και πιο συχνά πιστεύω πως μπορεί να αποδοθεί στον εαυτό μου.

·        Το κόψιμο των γεφυρών: φυσικά και οι πιο hardcore εκδοχές φυγής περιέχουν τη δική τους γοητεία. Το κόψιμο μιας γέφυρας ή περισσότερων πραγματοποιείται συνήθως από ένα άτομο συνειδητοποιημένο, που έχει αγανακτήσει ή πληγωθεί βαθιά από κάποιο πρόσωπο ή κατάσταση. Αποφασίζει λοιπόν να αποχωρήσει οριστικά και ηχηρά (ο ήχος της σιωπής δε θα έπρεπε να παραβλέπεται, μιας και πρόκειται για έναν από τους πιο διαπεραστικούς), χωρίς το ελάχιστο ενδιαφέρον για τις συνέπειες που η φυγή σας μπορεί να δημιουργήσει στους γύρω σας. Αν μην τι άλλο, ένα είδος φυγής που μπορεί να επιφέρει τη ρίγη της ψυχικής ανάτασης.

·        Απόκρυφη φυγή: σε κάποιες περιπτώσεις, ο φυγάς δεν αποκαλύπτει σε κανέναν τους λόγους που τον οδήγησαν στο δρόμο, ούτε καν τη φυγή του την ίδια. Συχνά προσποιείται πως όλα είναι μια χαρά, ως συνήθως, και πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Η τεχνική αυτή, ειδικά όταν πρόκειται να εφαρμοστεί σε άτομα και παρέες συστήνεται μόνο όταν το άτομο που ετοιμάζεται να την επιχειρήσει είναι έμπειρος φυγάς που ξέρει ακριβώς τι και πως το κάνει. Οι απόκρυφοι φυγάδες είναι συνήθως άτομα έξυπνα, προικισμένα, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνα στις καθημερινές τους συναναστροφές.

…και η απαρίθμηση δεν επιδέχεται τέλος. Υπάρχουν πάρα πολλά είδη φυγής που ασφαλώς όλοι γνωρίζουμε, κι όμως αξίζει να ανακαλύψουμε στο βιβλίο με την προοπτική να τα επανεξετάσουμε. Τουλάχιστον ανήκω στη μερίδα ανθρώπων που πιστεύει πως η προσεκτική παρατήρηση κι επανεξέταση των συμπεριφορών των άλλων και των δικών μας αποτελεί σε ορισμένες περιπτώσεις το κλειδί της ευτυχίας.
Φυσικά η παραπάνω είναι μια υπερεκτιμημένη φράση, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τη δίνη των καθημερινών σχέσεων και της εργασιακής ρουτίνας, καθώς και τα χιλιάδες απρόοπτα και παράλογα που μας συμβαίνουν συνεχώς. Η ουσία είναι πως η φυγή είναι ένα εγχείρημα που ωφελεί αν γίνει κατόπιν σκέψης και προσεκτικής παρατήρησης ∙ ταυτόχρονα, οι φυγές κάθε ανθρώπου είναι καθρέφτες που φωτίζουν το δρόμο προς τις μύχιες πτυχές του χαρακτήρα του, όπως και των δυνάμεων που τον ωθούν να μείνει στη θέση tου ή να τραβήξει πίσω ή μπρος. Για την περίπτωση της δικής μου φυγής, στην οποία προαναφέρθηκα εδώ, θα πω απλά πως επιτέλους έφτασε η στιγμή να απολαύσω την απελευθερωτική της δύναμη και τη συγκινητική αγάπη στον εαυτό, ως αποτελέσματά της, τη στιγμή που κάθε ρανίδα συμπάθειας προς ένα άτομο, αλλά και εξάρτησης από αυτό εκμηδενίζεται.



Σε κάθε περίπτωση σας συστήνω την ανάγνωση αυτού του βιβλίου προς αυτογνωσία, ετερογνωσία και κάθε άλλο είδος χρήσιμης γνώσης στο οποίο είναι δυνατό να συντελέσει. Και μην ξεχνάτε να είστε όσο πιο αυτοσχεδιαστικοί αξιώνετε στις δικές σας φυγές.


By Μαρία Γώγογλου

Μακριά από τον κόσμο των άλλων;



Υπάρχει, μου φαίνεται, μια έννοια, που όχι μόνο η γενιά μας, αλλά ολόκληρο το σύστημα των σύγχρονων κοινωνιών κινδυνεύει να απωλέσει. Ένας κοινωνός συναισθήματος, που τα παιδιά μας (αν υποθέσει κανείς πως θα αποκτήσουμε ποτέ τέτοια) δε θα γνωρίσουν καν∙ που συνεχίζει να αναπνέει υποτυπωδώς μέσα σε υπόγεια, συνειδησιακά, αλλά και αληθινών υπό κατάρρευση κτιρίων. Κι αυτή είναι η έννοια της συλλογικής ζωής, που η δυτική τεχνοκρατία έχει εδώ και αιώνες βαλθεί να καταστρέψει.


Τον τελευταίο μήνα δεν είδα σχεδόν καμία ταινία. Απαρνήθηκα την οικεία μου συνήθεια χρόνων, τις Κυριακές τα απογεύματα να κουλουριάζομαι μπροστά στο λάπτοπ, χωμένη μέσα σε μια ζεστή κουβέρτα: η δραστηριότητα που κάνεις πάντα μόνος σου κι έχει καταντήσει ρουτίνα, μακριά από τον κόσμο των άλλων είναι ακόμα ένα στοιχείο που σε απομακρύνει ολοένα από αυτούς. Είδα, όμως, ένα ντοκιμαντέρ, που ήθελα για καιρό να δω, κι ο απόηχός του με κάνει να το σκέφτομαι ακόμα: την Ταξιδιάρα Ψυχή: η ταινία της Αγγελικής Αριστομενοπούλου για τη ζωή και το έργο του Γιάννη Αγγελάκα, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια της δραστηριοποίησής του στη μουσική, μετά το τέλος των Τρυπών και μέχρι το 2010.
Τι είδους προσδοκίες μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται κατά τη διάρκεια της θέασης του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ;
Κατ’ αρχάς, όσους όρους ταξινόμησης του ελληνικού ροκ και γενικότερα των σύγχρονων ελληνικών ρευμάτων κι αν υπάρχουν στο κεφάλι σας, σας πληροφορώ πως πρόκειται να τα βρείτε σκούρα στην περίπτωση του Γιάννη Αγγελάκα, ενός από τους λίγους καλλιτέχνες, που εμφατικά αρνήθηκε να υποκύψει στους πειρασμούς της εμπορευματοποίησης, που συνηθίζουν να προσφέρονται πακέτο με την ευρεία ροκ αναγνώριση, για να εξελίξει τη μουσική του (θα βοηθήσει αν σας ξεκαθαρίσω πως όλα αυτά τα διατείνεται μια φαν του Παύλου Παυλίδη, που, επιστρέφοντας από την κοινή συναυλία του με τον Αγγελάκα, ένιωθε πια φαν και των δύο). Πρόκειται για ένα μουσικό που έχει ανάγκη να αφουγκραστεί τον παλμό της ευρύτερης έννοιας της κοινωνίας για να δημιουργήσει κάτι που τόσο συχνά φαίνεται να προέρχεται μέσα από την ψυχή μας την ίδια, κάτι που ενδεχομένως μπορεί να αποδειχθεί εύκολο να κατανοήσει οποιοσδήποτε μη λάτρης του είδους.


Όπως με φοβερή έκπληξη ανακάλυψα στο ντοκιμαντέρ, ο κόσμος του Αγγελάκα απέχει αρκετά από τον αντίστοιχο πολλών αναγνωρισμένων μουσικών: δε γνωρίζει νότες, δε υποκύπτει στο συγκεντρωτισμό του να επινοεί μελωδίες για το σύνολο των μουσικών που συνεργάζονται μαζί του γύρω από μια ιδέα, δε συντηρεί εντελώς μόνιμο τόπο κατοικίας ως τον προσωπικό του δημιουργικό χώρο. Η πρώτη κίνησή του, μετά τη διάλυση του πρώτου συγκροτήματός του, των Τρυπών, με τις τεράστιες ροκ επιτυχίες, ήταν να βγει στο δρόμο αναζητώντας νέα άτομα με τα οποία να μπορέσει να συμπορευθεί στο όραμά του, ξεκινώντας έτσι μια νέα περιπέτεια με άγνωστους συντρόφους προς άγνωστους προορισμούς.

Τον βλέπουμε λοιπόν στο αυτοκίνητό του να ξεκινά, ανάλογα με το ανά περιόδους πρόγραμμα και τους στόχους του, να κατευθύνεται προς έναν τόπο όπου προσδοκά να συναντήσει φίλους ώστε να παίξουν μουσική, να δημιουργήσουν και να περάσουν όμορφα παρέα. Πότε στην ηπειρωτική Ελλάδα, πότε σε ορεινά μέρη της Κρήτης. Τις περισσότερες φορές σε σπίτια-καταφύγια σε φυσικά περιβάλλοντα, μακριά από ένα ξερό, αστικό, υπερφορτωμένο τοπίο. Μαζί με τους αγαπημένους του φίλους-μουσικούς, όπως ο τσελίστας που παράγει τον ιδιόμορφο ήχο, ο Νίκος Βελιώτης ή ο Ντίνος Σαδίκης με το μπαγλαμαδάκι του και τη νοσταλγία για τα ρεμπέτικα κάθονται στο τραπέζι, πίνουν κάτι και πότε πότε συζητούν, έρχονται στο κέφι, γρατζουνούν ένα έγχορδο και τραγουδάνε.
Πράξη και σκέψη που απέχει έντονα από τον τρόπο που σκεφτόμαστε όλοι στην καθημερινότητά μας: να κουρνιάσουμε στη βολή μας στο κονάκι μας στο τέλος της ημέρας, απολαμβάνοντας τους κόπους που σπυρί σπυρί καταφέραμε να μαζέψουμε μακριά από οτιδήποτε μπορεί να προσπάθησε με κάθε τρόπο να αλλάξει λίγο θέση τα πράγματα ή να επηρεάσει την οπτική γωνία από την οποία τα βλέπουμε. Διότι ο μέσος άνθρωπος σπάνια στοχεύει σε κάτι ικανό να επιδράσει σε οποιαδήποτε έκφανση του κοινωνικού γίγνεσθαι και αυτή η παραδοχή δεν περιέχει τίποτε το τρομακτικό. Το τρομακτικό αρχίζει στο σημείο που αυτή η σταδιακή επιδίωξη της συγκομιδής των κόπων μας κλείνει ολοένα το παράθυρο μιας συναισθηματικής κοινής μας πορείας με τον κόσμο των άλλων. Κλείνει, εν τέλει, και σφραγίζει μια πόρτα ασφαλείας που μας απομονώνει από την έννοια της συλλογικότητας.
Έτσι, μαθαίνουμε να μαζευόμαστε σπίτι νωρίς το βράδυ μετά τη δουλειά και να παρηγορούμαστε μπροστά σε μια τηλεοπτική οθόνη ή μια οθόνη υπολογιστή χωρίς επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, ούτε ακόμη και μ’ αυτούς που βρίσκονται γύρω μας. Απλώς βυθιζόμαστε στο δρόμο των προσωπικών μας προτιμήσεων όλο και βαθύτερα, χωρίς την ανάγκη να αναζητήσουμε συμπόρευση ή γυρισμό. Ένας αιώνας ατέλειωτα μοναχικών υπάρξεων.


Φέρνω στο μυαλό μου τις συζητήσεις μου με τη μητέρα μου για τα παιδικά της χρόνια. Όσα μου έχει διηγηθεί για την αγροτική κοινωνία της εκτεταμένης, αυτάρκους οικογένειας στην οποία μεγάλωσε, όπου ο καθένας αισθανόταν να εξαρτάται από την καλοτυχία του συνανθρώπου. Η βοήθεια του καθενός προς τον άλλο, είτε αυτός ήταν γείτονας, κοντινός, μακρινός συγγενής ή φίλος ήταν δεδομένη, τη στιγμή που ήξερες πως αυτό το είδος συνήθειας επρόκειτο όχι μόνο να σε βοηθήσει να προβληθείς και να επωφεληθείς προσωπικά, αλλά και να οδηγήσει την τοπική κοινωνία να προκόψει. Ιδέες που μόνο να ξεθωριάζουν μπορούν σήμερα, στην εποχή που, στο βωμό του προσωπικού συμφέροντος και των ψίχουλων που μπορούμε να εξασφαλίσουμε για τους εαυτούς μας τίποτα απολύτως δε μετράει.
« Ήταν, όμως, ακατανόητο που δεν κρατούσατε τίποτε για τον εαυτό σας μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία» , καταλήγω να της λέω, κάθε φορά που το συζητάμε.


Είναι αστείο κι άτοπο να ισχυριστεί κανείς πως σήμερα οι συλλογικότητες επιβιώνουν μέσα από ορισμένες καλλιτεχνικές συντεχνίες με νέα πνοή. Όλοι, μα όλοι, μα όλοι, ακόμη κι ο νέος μου αγαπημένος, ο Αγγελάκας, δραστηριοποιούνται ολοένα και περισσότερο με κίνητρο το ίδιον όφελος, έστω κι αν αυτό, με μια απλή ματιά δε γίνεται αντιληπτό (είναι χαρακτηριστικό πως το δικό του όνομα φιγουράρει πρώτο και κυριαρχεί στις περισσότερες δισκογραφικές του προσπάθειες, όσο κι αν αυτό το γεγονός φαίνεται ταυτόχρονα να ωφελεί την πορεία και τη φήμη των μουσικών του συνεργατών). Είναι εκείνος, όπως λίγο πολύ ο καθένας μας, το πρόσωπο που αποτυπώνει την προσωπική του σφραγίδα πάνω σε αυτό με το οποίο επιθυμεί να δουλέψει, όπως επιβεβαιώνουν κατά τη διάρκεια της ταινίας πολλοί από τους Επισκέπτες, τους μουσικούς με τους οποίους ολοκλήρωσε ένα από τα πιο σημαντικά δισκογραφικά του βήματα μετά τη διάλυση του εφηβικού ονείρου που έζησε με τις Τρύπες.
Ωστόσο, ένα είδος συμπόρευσης στο έργο του φαίνεται πως δεν κινδυνεύει να χαθεί. Όχι από φόβο μήπως μείνει ξεκρέμαστος κι αναγκαστεί στ’ αλήθεια να αντιμετωπίσει το πραγματικό του είδωλο στον καθρέφτη∙ κάποιοι άνθρωποι, όπως εκείνος, αλλά κι αναρίθμητους αφανείς ήρωες της καθημερινότητας, έχουν αντικρίσει από καιρό τους δαίμονες-προσωπικούς τους διώκτες και συνομιλήσει μαζί τους. Ο Αγγελάκας, όπως κι οποιοδήποτε πρόσωπο σαν αυτόν δε θα ενδιαφερόταν ποτέ για τη διαδικασία του μοναχικού εγκλεισμού σε ένα στούντιο όπου θα υπήρχε για κάποιο καιρό μόνο ο ίδιος, ελεύθερος να παράξει τις ιδέες του. Με τρόπο παρόμοιο με το δικό του παράδειγμα, οφείλουμε, ωστόσο, όλοι, θεωρώ, να ομολογήσουμε πως κάτι που
εντοπίζεται στις αναπόσπαστες αθέλητα ευτυχισμένες στιγμές μας μαζί με τους άλλους δεν υπάρχει ούτε και υπήρξε ποτέ στη συνήθεια της καθημερινής μοναξιάς μας (είναι ίσως η στιγμή της παραδοχής του παραπάνω ισχυρισμού που μπορεί να κάνει κάτι μέσα μας να αλλάξει).

Για να μην αρχίσω καν να απαριθμώ της αρετές της συνεργατικής δημιουργίας ή έστω της αναζήτησης βοήθειας από τον πλησίον (η στιγμή που θα παραδεχθούμε τις προσωπικές μας αδυναμίες εμφανίζεται κρίσιμη) που είναι αδύνατο να χωρέσουν σε ένα σύντομο κείμενο, όπως αυτό εδώ. Το σίγουρο είναι πως κάποια ή όλες από τις προηγούμενες αλήθειες έγινε με κάποιο τρόπο κτήμα του γνωστού αγαπημένου καλλιτέχνη∙ με ορατό αποτέλεσμα τη γνωστή σειρά των αγαπημένων του δίσκων που μένουν πάντα στο μυαλό ενός προσεκτικού ακροατή που εκτιμά ταυτόχρονα κάθε στιχουργική και μελωδική αποκάλυψη. Οι ανάσες των λύκων και το Από ‘δω και πάνω είναι δυο μόνο χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα. Όσο για τις χαρές και τις δυσκολίες του είδους νομαδικής ζωής που έχει βιώσει ο Γιάννης Αγγελάκας προτείνω να σχηματίσετε μια γνώμη βλέποντας οι ίδιοι το ντοκιμαντέρ∙ είναι άλλωστε αμέτρητες οι σκέψεις που μια διαδρομή από κεντρικές συναυλιακές σκηνές σε επαρχιακά χωριά, κι από εγκεκριμένα στούντιο στο εσωτερικό ενός μητάτου μπορεί να δημιουργήσει.



Όσο για το εσωτερικό του καθενός από εμάς, ας κοιτάξουμε απλά τους άλλους δίπλα και γύρω μας, κι ας αφουγκραστούμε με οποιοδήποτε τρόπο αυτό που προσπαθούν να μας πουν. Κάποια μνήμη συλλογικότητας που έρχεται από το παρελθόν κι έχει αποτυπωθεί μέσα βαθιά μπορεί να ξυπνήσει, για αρχή.

By Μαρία Γώγογλου