Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Απομακρύνοντας τους Τοξικούς Ανθρώπους

Είναι μερικές φορές που ο περιορισμένος φακός του ιδιωτικού σου μικρόκοσμου σου υπαγορεύει τι να γράψεις. Αυτή είναι μια απ' αυτές. Το κάνω όχι τόσο για να στηλιτεύσω το χαρακτήρα αυτών των ανθρώπων, τα μοτίβα της μονιμότητας της συμπεριφοράς των οποίων αποτελούν εφιάλτη για πολλούς από εμάς· άλλωστε, όλοι μπορεί να γινόμαστε τοξικοί για πολλούς, όταν η συχνή μας παρουσία τους φαίνεται για μια ποικιλία από λόγους δυσάρεστη. Γράφω πιο πολύ για να ξορκίσω τις πιο πάγιες εμφανίσεις τους από τη ζωή μου, αλλά και για να τονίσω στον εαυτό μου πόσο σημαντικό είναι να απομακρυνθώ οριστικά, μήπως και πλησιάσω την ψυχική ηρεμία.

Σκίτσο της Τζίπσι Ράλι

  Μια ψυχική ηρεμία που συχνά αποδεικνύεται μακρόπνοο επίτευγμα, ενώ όλοι κι όλα στέκονται απέναντί του για καιρό. Υπάρχουν εκείνες οι στιγμές της ζωής σου που μπορείς ξεκάθαρα να διαπιστώσεις πως το ποτήρι ξεχείλισε. Η τελευταία σου αρνητική εμπειρία με κάποιον, κατά τη διάρκεια της οποίας το συγκεκριμένο άτομο σε χρησιμοποίησε για τα προσωπικά του οφέλη, ανιχνεύοντας κατευθείαν τα παντελώς ανιδιοτελή κίνητρά σου, πετώντας σε βιαστικά σα στυμένη λεμονόκουπα, μόλις τελείωσε τη δουλειά του· αυτή η κατάσταση είναι από μόνη της τόσο αρνητική, ώστε αντιπροσωπεύει κάτι παραπάνω από την αφορμή που έψαχνες. Αφορμή όχι για να αποχωρήσεις από τα εγκόσμια και να κλειστείς στο σύμπαν του εαυτού σου, επιδιώκοντας την επόμενη ιδανική σχέση ή φιλία, αλλά για να απομακρύνεις αυτό το άτομο, μαζί με την αρνητική ενέργεια που κουβαλάει, μια για πάντα από τη ζωή σου μαζί με την αρνητική επιρροή που ασκεί σε εκφάνσεις της.
Μπορεί κάλλιστα να ήταν η τελευταία φορά που επρόκειτο να βγείτε μαζί έξω και δε σε ειδοποίησε, αγαλλιάζοντας στη σκέψη πως θα λιώνεις στη μοναξιά σου στο σπίτι, όπου υποτίθεται πως σε «έκλεισε», ακόμη κι αν εκείνος / εκείνη πρέπει με αυτό τον τρόπο να περάσει πολύ πιο δύσβατα λιβάδια μοναξιάς κι αποξένωσης. Μπορεί να ήταν μια από εκείνες τις φορές που τον / την έπιασες να σχολιάζει την υποτιθέμενη γελοιότητα των επιχειρημάτων σου μπροστά στην απύθμενη κατάπληξή σου, ακόμη κι αν η άμεση απάντησή σου δεν του άφησε χρόνο να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Μπορεί να ήταν μια από τις φορές που τον / την έπιασες να αμφισβητεί και να χλευάζει τα γούστα και τις προτιμήσεις σου παρουσία σου, κι εν μέσω απαρτίας των συναδέλφων ή ολόκληρης της κοινής σας παρέας, αποκλειστικά και μόνο επειδή ζηλεύει ακόμη και το τελευταίο εκατοστό των έστω και ταπεινών πνευματικών επιτευγμάτων και των χαρακτηριστικών σου που ιδιοσυγκρασιακά αδυνατεί ακόμη και να πλησιάσει. Για όλα αυτά και για πολλά άλλα (μπορείτε όλοι να σκεφτείτε τα δικά σας παραδείγματα) που νιώθεις να έχουν επαναληφθεί ατέρμονα στους αιώνες των αιώνων έφτασε η αρχή του τέλους.

"Πως να χειριζόμαστε τους τοξικούς ανθρώπους"

Σίγουρα η πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση που ενδείκνυται δεν απέχει από το οριστικό μπλοκάρισμα κάθε διόδου επικοινωνίας. Δε χρειάζεται φυσικά να εξηγηθεί πόσο ανακουφιστικό μπορεί να είναι αυτό για το σύνολο της ύπαρξής μας, ψυχικά, αλλά συχνά και σωματικά, αφού ο ψυχικός πόνος ή μια ψυχική ενόχληση έχει συχνά ως απόρροια τη δημιουργία συνθηκών άγχους, όσο συχνή, και γι' αυτό συνηθισμένη, κι αν είναι η επίθεση του τοξικού ανθρώπου στον κόσμο ενός ανυποψίαστου. Συχνά, όμως, αυτή η επιθυμητή οριστική απομάκρυνση δεν είναι απόλυτα εφικτή, αν δεν αλλάξεις περιβάλλον· μπορεί, βέβαια, και να μην αποτελεί τον ιδανικό τρόπο αντιμετώπισης, αφού το επόμενο ανυποψίαστο θύμα θα κατακεραυνωθεί από παρόμοια έμμεση κακοποίηση. Θα μείνεις στα εγκόσμια, στη θέση που καταλαμβάνεις και θα πολεμήσεις, λοιπόν.
Θα ανοίξεις την πόρτα ή ένα παράθυρο για να ξεμπροστιάσεις τις ντροπιαστικές για το ανθρώπινο γένος πλευρές αυτού του ατόμου. Θα αφήσεις να εννοήσουν οι άλλοι τα μέσα που χρησιμοποιεί για να επιτίθεται άμεσα ή έμμεσα στις προσωπικότητες ανθρώπινων πλασμάτων, να αηδιάσουν με τη ρηχότητα και την κενότητα των κινήτρων του. Σ' αυτό το στάδιο, δεν υπάρχει λόγος η αποστασιοποίησή σου να είναι κάτι περισσότερο από μια νοητή γραμμή που φαίνεται να χωρίζει τις πράξεις και τις σκέψεις σας. Σε επόμενο στάδιο, μπορείς να δράσεις πιο επιθετικά, αλλά ακόμη και η πρώτη φάση αντεπίθεσης μη νομίζεις πως θα περάσει στα ψιλά από δεινούς τυραννιστές των ευγενών προθέσεων.
Κι αν μια ή δυο φαρμακερές ατάκες τοξικών ανθρώπων “[σπάσουν] την πόρτα” της θλίψης σου, μη μείνεις εκεί. Άλλωστε το να σε συκοφαντούν και να σου φέρονται άδικα αποτελεί πολλές φορές κατάφωρο δείγμα του ότι εσύ προσωπικά δεν έπεσες στην ατομικιστική παγίδα να αδικήσεις και να τσαλαπατήσεις για να αναδείξεις το τομάρι σου, όπως συνηθίζεται στις κοινωνίες-ζούγκλες του σήμερα σε μεγάλο βαθμό. Μείνε σε όρθια στάση, ακόμη κι αν πονάει, ακόμη κι αν κάθε λεπτό σου φαίνεται πως θα ξεσπάσεις σε λυγμούς μπροστά στην ομήγυρη, επειδή σε πνίγει το δίκιο.

Οπλίσου γεμίζοντας τον εαυτό σου με θετικές σκέψεις

Σειρά, ωστόσο, έχει, αφού ξεμπροστιάσεις την τοξικότητα του ατόμου που στέκεται εμπόδιο στο αίσθημα εναρμονισμού σου με το σύμπαν, να βρεις τη δύναμη για την αποπομπή του. Ο δηλητηριασμός που επέφερε στην ατμόσφαιρα έχει πια γίνει αισθητός από την πλειοψηφία των γύρω σου· αλλά ακόμη κι αν επιμένουν να βλέπουν δημόσιες σχέσεις και χρήσιμες συμμαχίες εκεί που εσύ αισθάνεσαι πόνο και καταπίεση, μπορείς να τους μιλήσεις με ειλικρίνεια και να φερθείς υπηρετώντας τον προσωπικό κώδικα καλής θέλησης που σε διακρίνει. Με άλλα λόγια, μη δίνεις σημασία και μην αναλώνεσαι σε αρνητικές σκέψεις και συζητήσεις για το πως τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς και για το πόσο αδικημένος νιώθεις. Μείνε στην ουσία της πραγματικότητας που έζησες, και κυρίως: φούσκωσε ένα νοητό αερόστατο που θα πάρει μαζί του μια για πάντα τους τοξικούς ανθρώπους και κάθε ίχνος εμπειρίας μαζί τους.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Παντρεμένοι Εναντίον Ελεύθερων

Ο διαχωρισμός που έχω αποπειραθεί εδώ είναι λίγο απόλυτος εν αντιθέσει με τις πραγματικές συνθήκες ζωής, όπου ενδέχεται τα πράγματα να είναι κάπως πιο μπερδεμένα. Για λίγη ώρα, ωστόσο, ας φανταστούμε πως πρόκειται για δυο κόσμους που ξεκάθαρα διακρίνονται: γι' αυτόν των χωρίς υποχρεώσεις των αδέσμευτων ψυχών που αναζητούν (ή όχι) τη συντροφική τους τύχη στο σύμπαν και για εκείνον όσων έχουν εναποθέσει την τύχη τους στο (ιδανικό) ταίρι που επιφύλαξε γι' αυτούς η μοίρα.

Σύλβια Τας, Χωρισμός και Νέος Έρωτας

Η μάχη μεταξύ των δύο ομάδων είναι εξίσου επινοημένη· κανείς δε μπορεί να υποστηρίξει πως είναι απολύτως αδύνατο οι δυο ανθρώπινες πλευρές του ζητήματος να συνυπάρξουν αρμονικά. Ως όντα, ωστόσο, που επιμένουν να γενικεύουν, να ταξινομούν και να κατηγοριοποιούν, ώστε να ηρεμήσουν σχετικά με την ασφαλή συνέχεια της ύπαρξής τους, προβαίνουμε σε συνεχείς διακρίσεις (στην προκειμένη περίπτωση μπορούμε να εντοπίσουμε ασύλληπτα αναρίθμητες υποκατηγορίες, όπως σε σχέση, αρραβωνιασμένος, κάτι παίζει, είναι περίπλοκο, εν διαστάσει και δε συμμαζεύεται, παιχνίδι στο οποίο κομβικό ρόλο διαδραματίζουν τα relationship status στο Facebook). Αισθανόμαστε, δηλαδή, συνεχώς ότι πρέπει να έχουμε καθαρή αντίληψη της απόλυτης καθαρότητας της κατάστασης των πραγμάτων, και να τοποθετούμαστε σε σχέση με αυτά, αφού μόνο τότε νιώθουμε πως τα σύννεφα της απειλής εγκαταλείπουν την κορυφογραμμή των οριζόντων μας. Προσυπογράφουμε, λοιπόν, μα και βρίσκουμε λογική και γόνιμη την είσοδό μας, αλλά και των γύρω μας στην εν λόγω μάχη.
Θα ξεκινήσω με την πλευρά που προσωπικά γνωρίζω καλύτερα και γι' αυτό θεωρώ πως μπορώ επάξια να υπερασπιστώ. Το να είσαι ελεύθερος, τουτ' έστιν, με όρους της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς την ταμπέλα του δεσμευμένου (που συνήθως προϋποθέτει κάποια επίσημη δέσμευση κι όχι απλή συμβίωση για τους ιδιαίτερα παλιομοδίτες, αν και το σχετικά πρόσφατα κρατικά εγκεκριμένο σύμφωνο συμβίωσης μαζί με τον πολιτικό γάμο έχουν κάνει τα θαύματά τους και συνεχίζουν) θεωρείται ευρέως ένας γενικός παράδεισος που κρύβει απερίγραπτες παγίδες για τον πληθυσμό που τον κατοικεί. Πρώτον, η υποτιθέμενη παντελής έλλειψη υποχρεώσεων (ατυχής σκέψη αλήθεια για όσους το πιστεύουν εντελώς) δημιουργεί με τη σειρά της έναν παράδεισο προτεραιοτήτων, όπου σαφώς οφείλεις να αισθάνεσαι συχνά πως βρίσκεσαι στο σημείο όπου κρίνεται απαραίτητη η παραχώρηση ανεπαίσθητων “δικαιωμάτων” στους άλλους. Κι όταν γράφω “δικαιώματα” σίγουρα δεν εννοώ τίποτε βαρύγδουπο περισσότερο από ελεύθερο χρόνο, κόπο, προσπάθεια κι ενδεχομένως στιγμές ευχαρίστησης. Και μ' αυτό δε θέλω να υπερθεματίσω για το πόσο “πονάει” η κατάσταση αυτή τους ελεύθερους, που έτσι κι αλλιώς καραδοκούν για το πότε έπεται η στιγμή που θα επωφεληθούν και οι ίδιοι από τέτοιου είδους παραχωρήσεις μόλις περάσουν στην απέναντι όχθη. Προσπαθώ απλώς να αναφερθώ στα πράγματα ως έχουν.

Σκίτσο της Ελένης Τωμαδάκη

Κατά τα άλλα ένα είδος παραδείσου βρίσκει δυνατότητες εφαρμογής στην καθημερινότητα των ελεύθερων, ειδικά αν καθίσεις να σκεφτείς πόσα πράγματα δεν επείγεσαι άμεσα να σηκωθείς από τη θέση σου για να τακτοποιήσεις. Και μόνο η πολυτέλεια να διαθέτεις κάποιο χρόνο για τον εαυτό σου σίγουρα αποτελεί ένα από τα πλεονεκτήματα της single ζωής που μπορούν να δελεάσουν πιο ηχηρά, ακόμη κι αν δεν υπάρχει νόημα στο να είναι ο αντίκτυπός της αιώνιος, αφού αναπόδραστα έρχεται κάποτε η ώρα που "μια εποχή τελειώνει".
Από την άλλη μεριά, (αποφεύγοντας να πω, μα και ποιος παντρεύεται πια;) μια έτσι κι αλλιώς ατομικιστική κοινωνία που σε βάζει σε διαδικασία πίεσης, τι θέση μπορεί να έχει σήμερα στις ζωές μας; Κι όλα αυτά τα νοητά όρια που μπορεί να αντιπροσωπεύει σήμερα η ηλικία των 30, που πιθανώς αντιπροσώπευε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες αυτή των 25, η στιγμή-κλειδί της ωριμότητας, όταν κρίνεται πως είσαι έτοιμος να αναδιπλωθείς στις κοινωνικές απαιτήσεις και να αρπάξεις στα χέρια την οριστική σου τύχη, τι θέση άραγε μπορεί να έχουν στη ζωή της δια βίου εξέλιξης και της μάστιγας των διαζυγίων; Καμία, αν καταφέρει κανείς να βρει τη χρυσή τομή που θα αποτρέψει τα σχόλια και τις άμεσες κι έμμεσες προσδοκίες κι απαιτήσεις των άλλων από το να βράζουν εντός του. Και ταχθεί στο να περιμένει την οριστική στιγμή της αναγνώρισης του ανθρώπου του, που προς πείσμα όλων, θα λάμψει εντός του.
Στον αντίποδα, βρίσκεται το ζευγάρωμα, η δυαδικότητα, ο ανά τους αιώνες αναγνωρισμένος ως πρακτικότερος τρόπος να επιβιώσεις, μια πραγματικότητα που αποκαλύπτεται μόλις τα ρομαντικά σύννεφα της ιδανικής σχέσης αρχίσουν σταδιακά να απομακρύνονται. Σίγουρα δεν είναι τυχαίος ο βαθμός στον οποίο διαπιστώνουμε σήμερα πως υπάρχουν ζευγάρια με αποκλειστικούς δεσμούς, οι σχέσεις των οποίων επιβιώνουν για δεκαετίες, άσχετα που σε μας τους υπόλοιπους φαίνεται πως δεν τους έχει μείνει τίποτα πια εκτός από το να ανταλάσσουν κάποιες ιδέες ή λέξεις την ημέρα, που έχουν σχέση με την καθημερινή τους πραγματικότητα. Ίσως, παρά των κυκεώνα των εξειδικευμένων, υπεραναλυτικών σημερινών μας απαιτήσεων, αυτό που ψάχνουμε να μην υπάρχει λόγος να γίνεται πια τόσο δύσκολο να προσωποποιηθεί· κι όταν υπάρξει να είναι σημαντικό να το δεχόμαστε ως αρκετό ντυμένο στην ιδιαίτερη υπόστασή του.

Έργο του Ρον Χικς

Κι ύστερα, έχεις ήδη ρίξει μια ματιά στο επεισόδιο του Sex and the City, με τίτλο “Πυροβολούν τους ελεύθερους, έτσι;” κι έχει έρθει στο μυαλό σου η υποκρισία που συχνά αναπόφευκτα μπορεί να κρύβει το σπορ της συμβίωσης. Όπως κι ο αληθινός έρωτας υποτίθεται πως «δεν κρύβεται», έτσι κι ένα είδος πίεσης συμφερόντων που οδήγησε σε εξαναγκαστικό «μαζί» βγάζει μάτι (δε λέω πως τόσοι και τόσοι που αποζητούν σήμερα να αποδράσουν από τη θάλασσα της μοναξιάς της σύγχρονης εποχής μέσω της εύρεσης ενός ανθρώπου δεν είναι δικαιολογημένοι, αλλά πως πρέπει να προσέξουν τον τρόπο με τον οποίο θα προσεγγίσουν το στόχο τους). Κι αν πρόκειται να είσαι με κάποιον για να λες όλη μέρα ψέμματα στον εαυτό σου, μπορείς να προβείς σε πιο εποικοδομητική προσπάθεια πολεμώντας τη μοναξιά σου, παιδεύοντας να εξασφαλίσεις μια ανακωχή μαζί της. Σπάνια μπορεί να καταλήξει ευοίωνα μια σχέση στην οποία κατέληξες ακολουθώντας ένα μονοπάτι χωρίς σκέψη ή απόπειρες νοηματοδότησης· αυτό της λαίμαργης ικανοποίησης του εγωκεντρισμού.


Τελικά όλοι οι διαχωρισμοί θολώνουν από την προσποίηση και την εξωτερίκευση αποκλειστικά ατομικών επιδιώξεων που συναντάμε. Το αληθινό παιχνίδι αρχίζει τη στιγμή που σιγά-σιγά καταλαβαίνεις πως δεν υπάρχει κρυμμένη ευτυχία στο να υποστηρίζεις και να ταυτίζεσαι με κάποια πλευρά. Άλλωστε οι ταμπέλες προσωπικής κατάστασης τείνουν να εναλλάσσονται τη σήμερον ημέρα με ταχύτητα φωτός, όταν τουλάχιστον η πραγματικότητα όντως αντιπροσωπεύει αυτό που δηλώνουν οι λέξεις.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Διαδρομές IV

η πικρή γεύση μιας υπόκωφης σύγκρουσης

Είναι η σκηνή που τα προκαλεί όλα, η κυρίαρχη σκέψη στο μυαλό του, τη στιγμή που ακόμη βρίσκεται στο θέατρο. Είναι η κορύφωση της απόλυτα τυπικής χωροταξικής επιθεώρησης, ενώ συνεχίζει να προσπαθεί να γνωριστεί με το χώρο που σε λίγες ώρες θα τον φιλοξενήσει. Τουλάχιστον όσο προλαβαίνει προτού μπουν μέσα οι υπόλοιποι μουσικοί, που βρίσκονται σε απόλυτη αναμονή πριν αρχίσουν να στήνουν, κι αυτός ο περιορισμένος χρόνος της κατά κάποιο τρόπο ηγετικής φιγούρας δραπετεύσει, όπως μέσα από το τρυπητό ενός νιπτήρα, μπροστά στον καθρέφτη, όπου δέχεσαι να παρατηρήσεις την αντανάκλασή σου (άλλωστε έχουν πολλά να γίνουν, αφού τίποτα δεν έχει ετοιμαστεί για την αποψινή συναυλία). Το κέντρο της σκηνής, αυτό για το οποίο συμβαίνουν όλα, δικαιολογεί κάθε κατάσταση, ακόμη κι αυτές τις σκοτεινές αναμνήσεις, στις οποίες άθελά του, όπως και πολλές άλλες αναπόδραστες στιγμές, δεν του μένει τίποτε άλλο παρά να επιστρέφει.


Είναι γνωστή η έμφαση με την οποία μιλούν όλοι για τα λάθη της νιότης. Ένα, όμως βασικό χαρακτηριστικό της έβρισκε ο ίδιος πάντα πιο βασικό, κι ας μη φαινόταν να κεντρίζει κανένα σε τέτοιο βαθμό. Η ώθηση του εγωκεντρισμού, εκείνο το πράγμα μέσα σου που σε σηκώνει από το κρεβάτι κάθε πρωί, γιατί ελπίζεις πως ήρθε η μέρα που θα χτίσεις τη δική σου ζωή, πως θα δομήσεις έναν εαυτό ενάντια στις συνέπειες οποιουδήποτε άλλου· αυτό θεωρούσε το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό οποιασδήποτε νιότης, όπως και της δικής του. Ήταν όμως ταυτόχρονα και μια κατάρα που μπορούσε να σε ωθήσει να διαλύσεις μια πραγματικότητα, μια φιλία ή μια σχέση χωρίς γυρισμό.
Θυμόταν τον καβγά με την τότε κεφαλή του πρώτου συγκροτήματος, στο οποίο συμμετείχε ποτέ· αυτόν που όλοι νόμιζαν πως ήταν τρικούβερτος και με ανεκδιήγητες συνέπειες για κάθε πλευρά και πως είχαν πέσει κεφάλια. Μπορεί να είχε βγει όντως κάτι αποφασιστικό απ' αυτόν, σκεφτόταν τώρα, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι όπως τον παρουσίαζαν. Μάλλον μια εσωτερικευμένη τάση διαφωνίας ήταν παρά ο,τιδήποτε άλλο, έτσι τουλάχιστον το έβλεπε ο ίδιος τώρα.

Ένα προβάδικο, το πρώτο αληθινό ακατάστατό τους μέρος, κι όμως τόσο άθλιο, και παρ' όλα αυτά είχαν το σθένος να ελπίζουν όλοι τους πως εκείνο θα ήταν η βάση της επιτυχίας τους, το τραμπολίνο που θα τους εκτόξευε μια φορά για πάντα εκεί και τότε στον ουρανό της δόξας και της ευτυχίας. Μια μέρα που θεώρησε πως θα ήταν η πιο ανοιχτή και τυχερή της ζωής του είχε αποφασίσει να δείξει επιτέλους στους άλλους τα στιχάκια που από καιρό, για να μην υποδείξουμε χρόνια, έγραφε (γιατί μπορεί να ένιωθε σύντροφος μαζί τους σε όλα, όμως πάντα υπάρχει ένας εαυτός που δεν προσφερόταν για να τον δείξεις). Αυτή τη φορά στ' αλήθεια πίστευε πως δείχνοντας κάτι θα είχε να συνεισφέρει στο πνεύμα της ομάδας, γιατί τι άλλο είχε ένα συγκρότημα, αν τουλάχιστον για κάποιες ώρες της ημέρας δεν ξεχώριζε η ομαδική τους τάση (ένα από τα αλύπητα χαρακτηριστικά της νιότης, όπως τώρα από κάποια απόσταση βρισκόταν να την παρατηρεί ήταν η πλήρης εξιδανίκευση, όχι απλά όταν αισθάνεσαι ρομαντικός, αλλά όταν άθελά σου κάνεις και πράξη τα ιδανικά της ρομαντικής αφέλειας);
Δεν είναι αυτά, ρε φίλε, για μας” του απάντησε η αρχηγική τους φυσιογνωμία, ο φρόντμαν τους, έτσι όπως θα τον ονόμαζε τώρα, που άκουγε τότε στο Μαλαμάντρας, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο συνδυασμένο από όνομα παλιού Ισπανού κατάδικου και μια εύηχη παραλλαγή της σαλαμάνδρας, έτσι για να αποτυπωθεί η πεμπτουσία ενός ευγενούς καθάρματος. “Δεν το βλέπεις πως δεν ταιριάζει μ' αυτά που λέμε; Ο κόσμος περιμένει ταραχή, ανατροπή. Δε θα κάθομαι να τον ταΐζω λιβάδια.”
Και λιβάδια υπήρχαν όντως στα στιχάκια. Λιβάδια και γυμνοί ασυνόδευτοι καβαλάρηδες και μαυροφορεμένα κορίτσια με λυμένα μαλλιά. Αφού είχε εμφανώς επηρεαστεί από τη λογοτεχνία του φανταστικού που τότε διάβαζε. Τόσο έμπρακτη θυσία: τα προσωπικά σου ενδιαφέροντα για μια κοινωνική ανατροπή που δε φαινόταν στον ορίζοντα να μπαίνει από πουθενά.
Μπορούμε απλά να το δοκιμάσουμε”, επέμεινε, “κι ας μείνει στην άκρη. Δε σου είπα να το πάμε στο στούντιο. Δε σου είπα να το παίξουμε στον Κάμπο” (όπου Κάμπος το επόμενο φεστιβάλ όπου θα έκαναν support act. Μέλλον οικονομικών απολαβών της βραδιάς=απροσδιόριστο).
Φίλε, έχω σοβαρά θέματα στο μυαλό μου τώρα για να σκέφτομαι λιβάδια. Είμαι ταπί κι έχουμε ξεμείνει κι από τσιγάρα. ΘΑ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΩΡΑ ΠΩΣ ΘΑ ΤΗ ΒΓΑΛΩ ΧΩΡΙΣ ΛΕΦΤΑ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΣΙΓΑΡΑΑ;”, οι αγριοφωνάρες και ο στόμφος αδυναμίας του “φίλου” του ήταν πλέον κοινότυπες παρουσίες στη ζωή του ήρωά μας. Όμως αυτός ο ενικός. Αυτή η προσωποποίηση της επιθυμίας να τον ταΐζω, θα τη βγάλω είχαν πια αρχίσει να έχουν τον αντίκτυπό τους, κι ας ήταν περισσότερο μέσα παρά έξω (άλλωστε έξω τι μπορούσες να κάνεις, εκτός από το να στριγκλίσεις σε κάποια φάση τις χορδές; Κι αυτό άντε ο οποιοδήποτε να το συνειδητοποιήσει, αφού φαίνεται πως ο ίδιος παραήταν συνεσταλμένο παιδί για όλα τα υπόλοιπα). Κάποτε, όμως έρχεται πάντα η στιγμή που το θρυμμάτισμα αποκαλύπτει τη σάρκα και τα οστά του· και η αναντίρρητή του όψη είναι πλέον ένα γεγονός, που αδυνατείς να το αποστραφείς όσο κι αν προσπαθήσεις.

Απεικόνιση του μουσικού Ίαν Κέρτις των Joy Division σε γκράφιτι
Κι έτσι σιγά σιγά όλο αυτό το κυνηγητό της “άσεμνης δόξας”, ή ο τρόπος που σταδιακά άρχισε να βλέπει όλη αυτή την προσπάθεια του μόνου συγκροτήματος, στο οποίο είχε μέχρι τότε υπάρξει, να γίνουν οι αφεντιές τους γνωστές μούρες του αντεργκράουντ συρρικνωνόταν μέσα του λίγο λίγο, όλο και περισσότερο σε σχέση με αυτό που το μυαλό και η ψυχή του αποζητούσαν από τον ίδιο να γίνει μια μέρα.
Κι η αφορμή, έστω και κουτσή, μα αναπόφευκτη ήρθε μια από τις νύχτες, που αναγκασμένοι να διανυκτερεύσουν στις εστίες όλοι μαζί, αυτός κι ο ντράμερ και η πυγμή της δόξας τους (ο Μαλαμάντρας) και η κοπέλα του τελευταίου (μη φανταστείς, όχι τίποτε παραπάνω από το συνηθισμένο) στο δωμάτιο της στις φοιτητικές εστίες. Ήταν που ήταν αρκετό όλο αυτό, το να μη σε δέχονται ακριβώς γι' αυτό που είσαι, εκεί που προσπαθείς πια να κάνεις το κομμάτι σου κι εσύ, δε μπορούσε επιπλέον να αντέξει και τις μουγκές στριγγές από το διπλανό κρεβάτι, όπου διανυκτέρευε "με παρέα" η μεγαλειώδης μορφή που στοίχειωνε ακόμη και τα όνειρά του. Ακόμη κι αν δεν ήθελε τότε να το παραδεχτεί ούτε καν στον εαυτό του, ήθελε ο ίδιος να είναι το κέντρο, αυτός χωρίς τον οποίον δε γίνεται· αυτός, από τον οποίο εξαρτώνται όλα· αυτός που μπορεί να δίνει νόημα και υπόσταση στις ιδέες που μπορεί φευγαλέα να περνούν μπροστά από τα εφήμερα σύννεφα των άλλων.

Έρωτας-Θάνατος, σχέδιο της Τζίπσι Ράλεϊ

Ουδέποτε δημιούργησε θέμα ή πήρε μέρος στην οποιαδήποτε παρεξήγηση για όλα αυτά τα ζητήματα ανοιχτά. Μια από τις κλασικές αποτυχίες τους να πληρωθούν σε μια ασήμαντη εμφάνιση σε ένα χωριό του Κάμπου ήταν κι ο βασικότερος λόγος που έδωσε στους άλλους να καταλάβουν πως είχε ανάγκη να βιοποριστεί για να συνεχίσει τη ζωή του κάπου αλλού. Σε συγκρότημα ή όχι. Ή έτσι τουλάχιστον τους άφησε να πιστεύουν. Θυμόταν ένα ξημέρωμα που έδωσαν τα χέρια κι ήταν το τελευταίο· κι άκουσε κάτι σαν “καληνύχτα και καλή τύχη”, με όλες τις κοροϊδευτικές εκφάνσεις που θα μπορούσε να περιέχει.


Αυτά ανήκαν όλα στο παρελθόν. Και που να ήξεραν οι άλλοι πρώην συμπορευτές του, οι φαντασμένοι τι τους περίμενε στη συνέχεια, σκέφτεται τώρα· και που να ξέρω εγώ τι με περιμένει απόψε. Ένα κατάμεστο θέατρο, μια υποτονική παρουσία, μια ελλιπής προσέλευση, όλα περνούσαν από το ξάγρυπνο μυαλό του, ακριβώς την ώρα που κάποιος διαλέγει αποφασιστικά να μπουκάρει σταματώντας αυτή την αναπόληση τουλάχιστον προσωρινά.

Υ.Γ. Προηγούμενα μέρη: Διαδρομές Ι, Διαδρομές ΙΙ και Διαδρομές ΙΙΙ 
 
By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Ο Απόηχος των Φώτων της Πόλης

Είναι δεδομένο πως ο βουβός κινηματογράφος αποτελεί μια μακρινή πραγματικότητα σε σχέση με την τεχνολογική κορύφωση της εποχής μας· γνωρίζουμε όμως εξίσου καλά πόσα περισσότερα μεταδίδουμε με τη γλώσσα του σώματος και τις κινήσεις σε σχέση με τα ατέλειωτα λεκτικά επινοημένα σενάρια. Γι' αυτό το να ξαναδώ Τα Φώτα της Πόλης του Τσάρλι Τσάπλιν δε μου φάνηκε καθόλου άκαιρη ή άστοχη επιλογή.


Αν και ξεκάθαρα αντιπροσωπευτικό του βασικού κορμού των έργων του Τσάπλιν, τοποθετείται στην κορωνίδα της εξέλιξης των δυνατοτήτων του βασικού ήρωα του, του Αλήτη. Ενός ασήμαντου ανθρωπάκου, ακριβώς όπως όλοι μας δηλαδή, που τριγυρίζει συνεχώς με βασική έννοια κι απασχόληση την επιβίωση και τη διασκέδασή του με όλους τους πιθανούς τρόπους που φαίνονται να προσφέρονται διαθέσιμοι.
Στη συγκεκριμένη ταινία, ο Αλήτης είναι τόσο αιχμάλωτος, όσο κι εραστής των Φώτων της Πόλης· με άλλα λόγια, η προσέγγισή του δεν απέχει πολύ από την αμφίθυμη αντιμετώπιση της μοναξιάς, της ζεστασιάς και των δυσκολιών των μεγάλων πόλεων στην καθημερινότητά μας. Σε μια από τις συνηθισμένες του βόλτες, μια μέρα με ασυνήθιστο, για τα δεδομένα της εποχής και ιδιαίτερα της άνθησης της τεχνολογίας κατά τη διάρκειά της, αυτοκινητιστικό κομφούζιο, ο Αλήτης γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο ενός τυφλού, μα πανέμορφου κοριτσιού-πωλήτριας λουλουδιών για τα προς το ζην. Η ψευδαίσθηση της εγγύτητας των προσωπικών τους επαφών κατά τη διάρκεια του φιλμ μπορεί να συντηρείται από το γεγονός ότι η κοπέλα οδηγείται να ελπίζει ότι ο ευγενικός ανοιχτόκαρδος τζέντλεμαν που προσπαθεί να πλησιάσει την καρδιά της φέρεται γενναιόδωρα όντας πλούσιος κι αγνά αισθηματίας. Την ίδια περίπου περίοδο, ο Αλήτης προσπαθεί να επωφεληθεί οικονομικά και συναισθηματικά -με ομολογουμένως ανάμικτα αποτελέσματα- από την ιδιόρρυθμη φιλία του με πλούσιο γόνο.Η ιδιαιτερότητα της τελευταίας συνίσταται στο ότι ενώ ο προνομιούχος είναι μεθυσμένος θυμάται ακριβώς τις αστείες όσο και κρίσιμες στιγμές της διάσωσής του από την αυτοκτονία με παραίνεση του Αλήτη, και του συμπεριφέρεται σαν να είναι ο καλύτερός του φίλος, αλλά μόλις ξεμεθάει δεν τον αναγνωρίζει. Η ομορφιά και η ασχήμια των προθέσεων, των υλικών μέσων και των συναισθημάτων εναλλάσσεται συνεχώς σ' ένα παιχνίδι, όπου είναι δεδομένο πως ο πρωταγωνιστής, ως πιο τιποτένιος κι ασημαντότερος όλων θα την πληρώσει.


Στέκεται αδύνατο να θαυμάσει κανείς τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο της ταινίας χωρίς να σταθεί στο μυθοπλαστικό κατασκεύασμα του κεντρικού ήρωα, η απλότητα της πεμπτουσίας του οποίου μπορεί να κατατροπώσει τους πιο λεπτομερώς οριοθετημένους χαρακτήρες των σύγχρονων κινηματογραφικών πονημάτων. Ο Αλήτης είναι η δημιουργία του Τσάπλιν για να παρακινήσει τους ανθρώπους να καταλάβουν την ασημαντότητά τους και παράλληλα να εκτιμήσουν πόσο μοναδική εμπειρία είναι ακόμη και το να έχει κανείς να περιμένει μόνο τα απλούστατα, τα απολύτως πεζά και ούτως ή άλλως επαναλαμβανόμενα κι αυτονόητα της ζωής, όπως για παράδειγμα τον ήχο από το κελάιδισμα των πουλιών, που ο πρωταγωνιστής ανακαλεί στο μυαλό του πλούσιου «φίλου» του για να τον αποτρέψει από την αυτόχειρη ολίσθηση στο μοιραίο. Είναι ένας μεταμφιεσμένα γελοίος οποιοσδήποτε που απαιτεί την προσοχή των άλλων υπογραμμίζοντας τη σημασία της μακροχρόνιας επιβίωσής του όσο κι εμείς.
Ασφαλώς το παίξιμο του Τσάπλιν σε όλες τις Αλήτικες κι όχι μόνο ταινίες ανήκει σε μια ξεχωριστή κατηγορία. Επηρεασμένος από τα βρετανικά βαριετέ σόου, όπου ανδρώθηκε για να αποκτήσει ταυτότητα και να εξασφαλίσει τα προς το ζην, μπορεί να κάνει ακόμη και τους πιο δύσκολους κι απαιτητικούς να ξεκαρδιστούν με τις αδεξιότητες, στις οποίες υποτίθεται πως αναπόφευκτα μπλέκει, όπως και με τα συναισθηματικά του παθήματα. Στη συγκεκριμένη ταινία, η αυλαία με τον εγκλωβισμό από μέρη του γλυπτού, πάνω στο οποίο ο ήρωας έχει επιλέξει να διανυκτερεύσει, τη νύχτα προ των εγκαινίων του, κλέβει τις εντυπώσεις, ιδιαίτερα τη στιγμή που ο Αλήτης προσπαθεί να απελευθερώσει το παντελόνι του από το επιβλητικό σπαθί ενός αγάλματος. Ο τρόπος που καταφέρνει να εμπλέξει κάθε θεατή στη δράση είναι υποδειγματικός και στοχεύει δραστικά στο να καταλάβεις τι είδους ασήμαντη αδέξια κουκκίδα στον κυκεώνα του σύμπαντος αποτελείς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο καθένας δεν έχει δικαίωμα να διεκδικεί την αγάπη, ακριβώς όπως όλα ανεξαιρέτως τα πλάσματα της φύσης.


Δε μπορείς, ωστόσο, να μη σχολιάσεις το φόντο όλης αυτής της εξέλιξης, που εκτός από τον υλικό κόσμο, ως μόνιμη εστία συγχύσεων και γκαφών, για των προταγωνιστή είναι η σκληρή πραγματικότητα μιας άκαρδης μεγαλούπολης. Η κλειστή φύση των ευκαιριών που αντικρίζουμε σήμερα περπατώντας στα αστικά κέντρα φαίνεται πως δεν ήταν τόσο ξένη στους ανθρώπους του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, που όπως αποτυπώνεται συχνά στην ταινία μετρούν τις πρώτες τους επαφές με τον εκσυγχρονισμό. Ειδικά στην περίπτωση του Τσάπλιν, μια προσωπικότητα που ήξερε εμπεριστατωμένα να διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές, η παραπάνω γνώση πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη. Η εγκατάλειψη, όπως και η άμεση κι έμμεση περιφρόνηση της «Σταχτοπούτας» της ταινίας για τον Αλήτη στο φινάλε, ακόμη κι αν εξαιτίας του έχει αποκτήσει το φως της κι έχει ανέλθει κοινωνικά, αποτελεί μια ρεαλιστική σκηνή στην κοσμολογία της μοναξιάς, των συνεχών προδοσιών και των απογοητεύσεων που βιώνουμε χωρίς να φαίνεται φως σε μια ενδεχόμενη έξοδο ενός τούνελ χωρίς διέξοδο κι επιστροφή. Γι' αυτό και συγκίνηση και συμπάθεια για τον Αλήτη μας κατακλύζει χωρίς προηγούμενο στην άδικη κι όμως κατάφωρα λογική κατάληξη της ταινίας.


Στα Φώτα της Πόλης, η μαγεία μιας άλλης εποχής κι ενός παιξίματος που αληθινά μπορεί να σε συγκινήσει τόσο βαθιά, ώστε να ταρακουνήσει την κοσμοθεωρία σου, αποκαλύπτεται μεγαλοφυώς. Κάποιες φορές στ' αλήθεια το θεωρητικά ξεπερασμένο κρύβει δραστικές εκπλήξεις κι αναταράξεις.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Η Ελευθερία της Ανάγνωσης

Έχοντας φιλοσοφήσει τόσο πολύ για την επήρεια ποικίλων αναγνωσμάτων στη ζωή και την προσωπικότητα της υποφαινόμενης αναγνώστριας, αλλά και του αναγνωστικού κοινού γενικότερα, φαίνεται τουλάχιστο δίκαιο το να γράψει κανείς τουλάχιστο μια φορά για όσα ο ίδιος ο αναγνώστης μπορεί να επιβάλλει στα βιβλία που αισθάνεται να κεντρίζουν το ενδιαφέρον του κατά καιρούς. Κι ας μην ακούγεται τόσο πρωτότυπο μιας κι ο Ρολάν Μπάρτ, καθώς και μια σειρά από άλλους θεωρητικούς έχουν ήδη ασχοληθεί ενδελεχώς με την ιδιαιτερότητα του να αποτυπώνει κάποιος τη δική του ιδιοσυγκρασιακή φύση στις οδούς ανάγνωσης που ακολουθεί.


Η ανάγνωση βιβλίων μπορεί τον 21ο αιώνα να είναι μια δραστηριότητα που δεν κατέχει αναπόσπαστη θέση στη ρουτίνα του κάθε ανθρώπου, μιας και η ψηφιακή εποχή διαθέτει μέσα πολύ πιο ικανά να διεκδικήσουν κάθε ρανίδα προσοχής μας, χρησιμοποιώντας πρωταρχικά τη δύναμη της εικόνας και κατά δεύτερον την ασίγαστη προσπάθεια εύκολου εντυπωσιασμού με επίκληση στην παντοδυναμία των αισθήσεων και του συναισθηματικού κόσμου. Έχει, όμως φανατικούς θαυμαστές, για τους οποίους αποτελεί απαραίτητο κι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους. Οι οποίοι εξαιτίας της καθημερινής τριβής ατέλειωτων ετών μαζί της επιδεικνύουν και ρυθμίζουν την εμβέλεια των προσωπικών τους καπρίτσιων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την επαφή τους με ένα πολυπόθητο γι' αυτούς, όσο και υπερπολύτιμο βιβλίο.
Πρώτα απ' όλα, η ελευθερία του να διαλέξεις το είδος του αναγνώσματος που αισθάνεσαι κάθε φορά πως ταιριάζει με τη διάθεση που σε διατρέχει τη συγκεκριμένη περίοδο (που μπορεί και να μακροημερεύει, τη στιγμή που, όπως εγώ, ενδέχεται να ψάχνεις επί σειρά ατέλειωτων χρόνων τον έρωτα ακριβώς εκεί που δεν υπάρχει και γι' αυτό στρέφεις την αναγνωστική σου πυξίδα προς την ανάλογη κατεύθυνση. Ευτυχώς που δίνοντας την ευκαιρία και σε άλλα είδη και συγγραφείς έχω, πιστεύω, ξεπεράσει τον αιώνιο σκόπελο του άλυτου ερωτικού αινίγματος, αν και κάτι μου λέει πως τέτοιες πληγές δε γιατρεύονται ακριβώς με τον τρόπο που πιστεύεις ότι τις επούλωσες). Για παράδειγμα, λόγω του ανειλημμένου φόρτου εργασίας μου, κατά το σχολικό έτος, θα επιμείνω σε σχετικά “ανώδυνα” βιβλία, ενώ θα διαλέξω τα πιο μακροσκελή κι απαιτητικά με λαχτάρα για τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς και για το Χριστουγεννιάτικο και Πασχαλινό διάλειμμα. Για να μη μιλήσω για τη συνήθειά μου να πιάνω τουλάχιστο τρία με τέσσερα βιβλία παράλληλα, κατά τη διάρκεια των μηνών που δεν είμαι επιφορτισμένη με περαιτέρω ή ιδιαιτέρως σοβαρά επαγγελματικά καθήκοντα (είναι κι αυτό ένα θέμα που έχει φτάσει η ώρα να το δω!). Όπως και να 'χει, αισθάνεται κανείς πως η δυνατότητα να καθορίζει ο ίδιος πότε και τι θα διαβάσει, καθώς και το πόσο απαιτητικό θα είναι αυτό παραμένει στις μέρες μας μια επιλογή-προνόμιο στη δίνη των επιτακτικών καθημερινών υποχρεώσεων.

Περίπου όπως πολλοί βιβλιόφιλοι θα ήθελαν οι αναγνωστικές τους γωνιές να μοιάζουν

Και φυσικά, η ιδιοσυγκρασιακή συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης· με άλλα λόγια, το δικαίωμα να χτίσεις και να ακολουθήσεις μια σειρά από καταστάσεις και ήρωες, με τον τρόπο που ιδιότυπα σχηματίζεται στο μυαλό σου. Εξίσου και το να διατρέξεις τις σελίδες μπρος και πίσω και να ξαναδιαβάσεις, αλλά και να ρίξεις μια ματιά στο «μέλλον» όσες φορές θες. Αν και είμαι από αυτούς που προτιμούν το σασπένς με εκτίμηση για κάθε κόκκο απροσδόκητης απογοήτευσης που μπορεί να αποφέρει. Προτιμώ, δηλαδή, να μην ξέρω τίποτα για τα τεκταινόμενα στη συνέχεια του βιβλίου και να ξαφνιαστώ αλώβητα ή να μην καταλάβω Χριστό (!) από το να ρισκάρω μια απολύτως αυθεντική αντίδραση, κατά τη διάρκεια ενός φαινομένου, όπως η ανάγνωση, που δεν πρόκειται (όσο κι αν ενδέχεται) να επαναληφθεί.

Όπως θα μπορούσα να μοιάζω όταν διαβάζω, με εξαίρεση το γεγονός ότι η γάτα ενδέχεται να είναι επινοημένη


Μέσα στην αρετή της αναγνωστικής ελευθερίας ενυπάρχει βέβαια και η δυνατότητα απόρριψης του αναγνώσματος που δεν κρίνεις ιδανικό για τα δικά σου γούστα ή που δεν αποδεικνύεται κατάλληλο για τις συνθήκες τις οποίες διανύεις. Με τα ιστορικά μυθιστορήματα την έχω πάθει απίστευτες φορές, όχι γιατί απεχθάνομαι την ιστορία (που ξεκάθαρα αγαπώ, κι αυτό είναι κι εμφανές από την ιδιαίτερη εκτίμησή μου σε ιστορικά, αν και εκλαϊκευμένα πονήματα, όπως π.χ. τη Μικρή Ιστορία της Φιλοσοφίας του Γουόρμπαρτον). Τελευταία απόπειρα με ιστορικό μυθιστόρημα ήταν ο Τελευταίος Παλαιολόγος του Γιώργου Λεονάρδου κι απέτυχε παταγωδώς, κι από τότε ούτε με δισταγμό δεν έχω τολμήσει να πλησιάσω όποιο μυθιστόρημα εξ όψεως μου φέρνει στο νου προσπάθεια αφήγησης με φόντο ιστορικών αναλαμπών. Είναι κι αυτό ένα άλλο είδος φόβου που περιμένει στη γωνιά του να γιατρευτεί.
Άφησα για το τέλος το αναγνωστικό φόντο, ξεκάθαρα επειδή είναι από τα αγαπημένα μου θέματα· κι επειδή ασυνείδητα ή συνειδητά αποτελεί μια απόφαση που επηρεάζει το αναγνωστικό αποτέλεσμα. Η απόφαση του πότε και που θα διαβάσει κανείς ανήκει στον αναγνώστη αποκλειστικά, ενδεχομένως με μεγαλύτερη αποκλειστικότητα σε σχέση με τις παραπάνω ελευθερίες. Δοκιμάστε να διαβάσετε κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου μέρος του επόμενου ταξιδιού σας, για παράδειγμα, για να καταλάβετε τι εννοώ, και είναι δεδομένο πως θα παρατηρήσετε το αναγνωστικό αποτέλεσμα να χρωματίζεται ανάλογα. Τα τοπία, οι συνεπιβάτες, αλλά κι ένα είδος συγκεντρωτικής επίδρασης της διαδρομής είναι προδιαγεγραμμένο πως θα σας εξασφαλίσουν μια εμπειρία μοναδική, ελάχιστα όμοια με πράγματα που έχετε προηγουμένως βιώσει, εκτός κι αν αυτές οι πρακτικές αποτελούν ένα είδος περιθωριακής συνήθειας, όπως στη δική μου ζωή, ακριβώς επειδή παραδέχομαι πως δεν έχω τόσο ατέλειωτα ταξιδέψει (μιας και η μόνιμη κατοικία μου βρίσκεται στην άκρη της χώρας, από τη μια, αλλά κι επειδή νομίζω πως αποδεικνύομαι πραγματικά καλή στο να μένω σε ένα συγκεκριμένο μέρος, αγαπώντας κι υποστηρίζοντάς το, από την άλλη). Ασφαλώς, βέβαια, και η αγαπημένη γωνιά διαβάσματος που έχουμε οι περισσότεροι αναγνώστες αδιαφιλονίκητα μας κερδίζει, κάθε φορά που την αντικρίζουμε, μιας και πρόκειται για το σκηνικό όπου βιώσαμε τις εντονότερες, εσωτερικές μάχες, τους υψηλότερους στοχασμούς και τα βαθύτερα συναισθήματα που κάτι μη ανθρώπινο μπορεί να μας προσδώσει· και, γι' αυτό, σαφώς θα κατέχει πάντα ξεχωριστή θέση στη ζωή μας.
Αλλά ιδανικότερα, φτιάξτε ένα αγαπημένο μέρος να διαβάζετε οπουδήποτε τύχει στη ζωή σας να βρεθείτε, ως περαστικοί και μη. Πληθώρα εμπειριών διεκδικούν το χαρακτηρισμό του εφήμερου στην καθημερινότητά μας, την ίδια στιγμή που ξέρουμε πως, ό,τι κι αν συμβεί μια συγκεκριμένη συνήθεια θα μας συνοδεύει πάντα: η αναζήτηση της αναγνωστικής απόλαυσης.

(ένα παράδειγμα μουσικής επένδυσης που μπορεί να συνοδεύσει τις αναζητήσεις σας, λογοτεχνικές και μη)

Βy Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Αναμασώντας τη Λέξη που Δε Λες

Η προβολή αξιόλογων προγραμμάτων στην ελληνική TV έχει καταντήσει δυστυχώς τα τελευταία χρόνια κάτι που εξαιρετικά σπανίζει· ευτυχώς, ωστόσο, επιμένουν να εμφανίζονται εξαιρέσεις. Όχι κάτι τόσο απόλυτα σπάνιο, όσο που και που κάτι που μπορεί να σε κάνει να σκεφτείς για λίγο, πράγμα που ακόμη κι ο ανεξάρτητος κινηματογράφος τελευταία σχεδόν αποκλειστικά μόνο κατ' εξαίρεση πετυχαίνει, αφού δε θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε βαθύτερα στην εποχή της κατανάλωσης. Στη Λέξη Που Δε Λες μπορούσε κανείς να εντοπίσει στοιχεία της νεοελληνικής πραγματικότητας τα οποία δε σκεφτόμαστε τόσο συχνά όσο θα έπρεπε ακριβώς επειδή μας πονούν. Δε λάτρεψα κάθε στιγμή της (ετεροχρονισμένη εκτίμηση, μιας και το μεγάλο φινάλε έπεσε ήδη εδώ και μερικές μέρες), αλλά αδιαμφισβήτητα δε με έκανε να μετανιώσω για τις ώρες που πέρασα, επειδή δεν αποτελούσε εντελώς κοινό παράδειγμα αποχαυνωτικής άσκησης.


Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται μια νεοελληνική οικογένεια, κλασική και όχι, που κατοικεί κάπου σε ένα χωριό της Κρήτης. Ο Παυλής (Γιώργος Στεντούμης), ο μοναδικός γιος της Ελένης (Μαρία Πρωτόπαππα) και του Γιάννη (Βασίλης Μπισμπίκης) φαίνεται διαφορετικός από τα άλλα παιδιά, γεγονός που γίνεται ευρέως αντιληπτό εξαιτίας της μόνιμης αποστροφής του από τις κοινωνικές συναναστροφές, όσο και λόγω της μανιώδους μοναχικής κι αποκλειστικής σχέσης του με τη μουσική που αγαπάει. Οι γονείς, θορυβημένοι όσο και κοντόφθαλμοι, αποτείνονται στους ειδικούς, οι οποίοι με τη σειρά τους επιστρέφουν το μπαλάκι της ετυμηγορίας: το παιδί είναι αυτιστικό και χρίζει ειδικής βοήθειας για σχολική υποστήριξη όσο και για την ενδυνάμωση της προσπάθειάς του για εσωτερικό σχηματισμό της έννοιας της κοινωνικότητας και της συμμετοχικότητας. Σε συναγερμό, ολόκληρη η εκτεταμένη οικογένεια και οι παρατρεχάμενοι, συμπεριλαμβανομένου του παππού του Παυλή, Παύλου (Δημήτρης Καταλειφός), του αδερφού της μητέρας του, Βασίλη (Μάξιμος Μούμουρης) και της συζύγου του, Ιωάννας (Πηνελόπη Τσιλίκα) πρέπει να προσπαθήσουν να βοηθήσουν διατηρώντας το επτασφράγιστο μυστικό της κανονικότητας κάθε πτυχής της οικογένειας, ενσαρκώνοντας ό,τι πλησιέστερο στους εαυτούς τους μπορεί να καταστεί δυνατόν, εξαιτίας και της ευνόητης, σχεδόν ολικής απαγόρευσης έκφρασης· έτοιμοι να υποστούν ανακατατάξεις εξαιτίας της νέας αυτής κατάστασης, αλλά και όχι μόνο.


Η γοητεία του να κρατάμε κάτι κρυφό και το πόσο επιτυχημένα μπορεί να μας κρατήσει σε αποκλειστική επαφή αποστάσεων αναπνοής με τον άμεσο περίγυρό μας είναι γνωστή. Από άλλη οπτική γωνία, η ρήση «τα εν οίκω μη εν δήμω» ενέχει ιδιαίτερη βαρύτητα, ακόμη από την αρχαιότητα· και δε χρειάζεται να μιλήσουμε σχετικά με το πόσο ειδεχθής μπορεί να αποδειχθεί η αδιακρισία ή ό,τι άλλο αισθανόμαστε να αποτελεί απειλή ή εισβολή στη σύγχρονη ατομοκεντρική θεώρηση της πραγματικότητας, δηλαδή στα πρόσωπα και τα αντικείμενα γύρω μας. Αλλά, όταν αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι ότι λες ψέμματα με την πρώτη ευκαιρία και στο απλούστερο που σε ρωτάει κάποιος, με απουσία κινήτρων να αλιεύσει διαμάντια για να διασπείρει φήμες για τον ιδιωτικό σου βίο, τότε μάλλον έχει έρθει η στιγμή συνειδητοποίησης της υπέρβασης μιας νοητής μα ευδιάκριτης γραμμής.
Αυτό ακριβώς αντιλαμβάνονται και οι ήρωες της ταινίας· και είναι ακριβώς τόσο εγωκεντρικοί όσο εμείς, όπως και υπεραπασχολημένοι με το τρέξιμο της καθημερινότητας και τις προσωπικές τους αδυναμίες ώστε να το καταλάβουν. Έτσι η Ελένη λέει ψέμματα στους συγχωριανούς για τη μεσολάβηση ειδικού με αποστολή να αναλάβει ειδικές συμβουλευτικές συνεδρίες με τον Παυλή, αλλά και με τα άλλα μέλη της οικογένειας. Συγκεκριμένα, την παρουσιάζει ως ξαδέρφη της, κι ας είναι απλώς μια παλιά της συμμαθήτρια, στην οποία παλιά είχε έντονα ασκήσει σχολικό εκφοβισμό. Επίσης, ολοκληρώνει τη στόχευση προς τη δημιουργία μιας ιδεατής, ψεύτικης εικόνας, συστήνοντας την ως παντρεμένη, μητέρα τεσσάρων παιδιών, παρ' όλο που εκείνη δεν έχει καν πρόθεση να επισημοποιήσει τη σχέση της.
Κι όλα αυτά για μια «άγνωστη», προσωρινά απαραίτητη για να προσφέρει βοήθεια στις πολλαπλές κρίσεις της οικογένειας. Πόσα λοιπόν, σκέφτεται κανείς, θα της ήταν δυνατό (όπως επίσης και στην πλειοψηφία των υπολοίπων) να κρύψει από τους ανθρώπους που καθημερινά συναναστρέφεται για το παιδί της που δεν επιδεικνύει καθόλου διάθεση να συμμετέχει, έστω και παθητικά, στον κόσμο γύρω του; Τα δεινά του εγωισμού και της θεώρησης ότι όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από την εξασφάλιση του ατομικού σου συμφέροντος εξερευνώνται σταδιακά στα διάφορα επεισόδια του σίριαλ, μαζί με τη νεοελληνική ευθιξία που χαρακτηρίζεται από τη γενικευμένη τάση για εγκλεισμό στον εαυτό και την απόρριψη της έννοιας της καλλιέργειας περιβάλλοντος συνεργατικής αλληλοβοήθειας με τον κόσμο των άλλων.


Ήταν τουλάχιστον ένα σίριαλ, όπου οι διάφορες συντριπτικές ανακατατάξεις που αντιλαμβανόμαστε γύρω μας στις σχέσεις και τις μονιμότητες, που οι προηγούμενες τείνουν συχνά να επιβάλλουν, αντικατοπτρίζονται επαρκώς. Το μυστήριο του γάμου και των τρόπων που διατηρείται στη φορμόλη της συχνής πάγιας έλλειψης επικοινωνίας καθώς και ο κατακερματισμός της χαραγμένης στη συνείδησή μας δυαδικής (σε ζευγάρια) επίφασης πραγματικότητας έρχονται στο φως. Όπως στην περίπτωση της Ιωάννας και του Βασίλη που αρχικά αισθάνονται την ανάγκη να στήσουν από την αρχή μια ξαναζεσταμένη σχέση, η αβέβαιη επιτυχία της οποίας σταδιακά ανάγεται σε αναντίρρητη πραγματικότητα. Αυτή και άλλες στιγμές του σίριαλ τις τοποθετώ ανάμεσα στις λίγες τηλεοπτικές προσπάθειες να αντικρίσουν την αλήθεια που κατοικούμε κατάματα· κι αυτός είναι και ο κύριος λόγος που δεν απέρριψα τη σειρά από την αρχή, χωρίς δεύτερη κουβέντα, αποκλειστικά με βάση το γεγονός ότι διέπεται από τα ενοχλητικά αναγκαία χαρακτηριστικά προβολής κάθε τηλεοπτικής σειράς (διαφημίσεις, επαναληπτικότητα, συχνή έλλειψη έμπνευσης δεδομένης της αυστηρής συχνότητας προβολής, καρικατουρίστικος αντικατοπτρισμός ανθρώπινων χαρακτήρων).
Κι αν περνάτε λίγο χρόνο στην τηλεόραση για να «αποβάλλετε τον καπνό» της τοξικότητας της ημέρας, όπως εγώ, ειδικά όταν η κούραση στο τέλος της ημέρας δε σου αφήνει άλλη οδό, αλλά και για να χαλαρώσετε, μπορεί όλα να μην είναι τόσο μαύρα όσο συχνά πιστεύουμε. Η Λέξη που Δε Λες ήταν υπαρκτό παράδειγμα τηλεοπτικής σειράς ικανό να το επιβεβαιώσει.


By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Η Συνείδηση της Εθνικής Οδού

ή αλλιώς πώς να σκεφτούμε μετά από όλα αυτά τα ατυχήματα

Τα σοκ της ελληνικής κοινωνίας είναι, κατά γενική ομολογία, πολλά, όμως εδώ πρόκειται για το πιο πρόσφατο: τα ατυχήματα στην εθνική οδό ή και σε μικρότερες, λιγότερο δοξασμένες και πιο ασήμαντες τείνουν να περισσέψουν όσο ποτέ άλλοτε, όπως λένε οι ειδικοί κι αναπαράγουν οι δεξιοτέχνες των ειδήσεων. Εσείς σκεφτήκατε ποτέ πως να φιλοσοφήσετε αυτό το είδος της ελληνικής κοινωνικής αποτυχίας;

Liao Xiaodong, Ατύχημα με Αυτοκίνητο
Τα ατυχήματα με Πόρσε ή BMW στην εθνική οδό μπορούν να αναχθούν, πρωτίστως, στην αλαζονεία των ίδιων των εμπλεκομένων αυτοκινήτων, και συνεπακόλουθα και των οδηγών τους που, όσο κι αν μπορεί να μην το αντιλαμβανόμαστε εντελώς, σε κάποιο βαθμό ή επίπεδο καγχάζουν για την απόκτησή τους (ακόμη κι αν αποδειχθεί πως για την απόκτηση του αγοραστικού τους αντιτίμου δεν έχουν στην πραγματικότητα ξοδέψει ούτε την ελαχιστότερη ρανίδα ιδρώτα!). Καλώς ή κακώς, ως νεοέλληνες έχουμε αποδειχθεί κατά κόρον επιδειξιομανείς, λες κι έχουμε αιωνίως λόγους να καυχιόμαστε στους άλλους που έχουν να το ζηλέψουν, ίσως επειδή θεωρούμε πως δεν είναι και τόσο σωστό που μας ανήκει, κατά κάποιον τρόπο (αυτό αποδεικνύει άλλα αναπόσπαστά μας στοιχεία: εκτός από τη μεμψιμοιρία για όσα αιωνίως έχουν οι άλλοι, την κρυφή κατάθλιψή μας, το μικρόβιο του πόσο δύσκολο είναι οι άλλοι να μας καταλάβουν ακριβώς, έστω για μια στιγμή να νιώσουν πως έρχονται στη θέση μας). Και πέφτουμε στην παγίδα της ίδιας μας της αλαζονείας, αφού, κατά μια σαφώς αρχαιότερη σοβαρή ελληνική θέση, την έπαρση διαδέχεται η τιμωρία, έχοντας αφήσει για πολύ λίγη ώρα να χαρεί με το επιδεικτικό του κατόρθωμα ο ένοχος.


Γενικόλογα που μοιάζουν αστεία· κι όμως παραμένουν πολλαπλώς επιβεβαιώσιμα στις πολλαπλές αυτοκινητιστικές συντριβές, ακόμη και στις συγκεκριμένες που βρίσκουν το δρόμο της δημοσιότητας, ως επί το πλείστον για να φωτίσουν μια κοινωνία πνιγμένη στο φως της ειδωλολατρίας. Επειδή, είναι συνήθως μόνο αν συμβεί κάτι σε τηλεοπτικό ή άλλο, διάττοντα αστέρα που οι δοξασίες και η δακρύβρεχτη συναισθηματική μας ανησυχία θα τρανταχτούν συθέμελα (σου βάζω και γόνο πλούσιας οικογένειας μέσα για να ολοκληρωθεί σχεδόν η πλήρης χαρτογράφηση της δημοσιογραφικής κάλυψης παρόμοιων περιστατικών. Εκτός κι αν πια το γεγονός είναι τόσο τραγικό, τόσο εν είδει χολιγουντιανού εγχειρήματος, που θα το αναπαράγουν πλέον τα κανάλια και τα κοινωνικά δίκτυα για μέρες, καλύπτοντας κάθε ασήμαντη πλευρά που είναι δυνατό να ζητιανέψει συγκινησιακές εκρήξεις). Σύμφωνα με τα στοιχεία των ειδικών, 1800 θύματα μετράμε μόνο από την περσινή από κάθε μέσο και με ποικιλία εμφάσεων προβεβλημένη «εθνική» απώλεια του λαϊκού τραγουδιστή, Παντελή Παντελίδη μόνο στη εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας, χωρίς να βάλουμε μέσα τους τραυματίες. Αριθμός που απειλεί να μεγαλώσει αν δεν εσωτερικεύσουμε τις απώλειες, αλλά και τις συνέπειες συχνά ασύνειδων, κι όμως γενικότερα επιβλαβών μας ενεργειών.
Όσο, όμως, κι αν παλεύουμε μέσα μας να μην το αποδεχθούμε, η ασφάλεια είναι συχνά περισσότερο προσωπική μας ευθύνη απ' όσο πραγματικά πιστεύουμε. Γι' αυτό και υπάρχει ένα επίπεδο στο οποίο αξίζει ο καθένας να επικοινωνήσει με τον εαυτό του δεσμευόμενος για την αιώνια αναζήτησή της (χωρίς να θέλω εδώ να πω πως η φροντίδα των άλλων δεν αξίζει να έχει σ' αυτή τη συνομιλία περίοπτη θέση). Ας πάρουμε την παθητική οδήγηση ως οφθαλμοφανέστερο παράδειγμα (κι ας προσπαθήσουμε να την εξασκήσουμε, έτσι για αλλαγή!): να επιτρέπεις στους άλλους με την ήρεμη στάση σου να απολαύσουν ένα γαλήνιο ταξίδι χωρίς εντάσεις, χωρίς να αψηφήσεις τους έτσι κι αλλιώς μαζικά ξεφτισμένους, αλλά παρ' όλα αυτά, εμπνευσμένους από αληθινές συνθήκες κανονισμούς, στους συχνά απαράδεκτα παρατημένους στη μοίρα τους ελληνικούς δρόμους. Να μένεις όρθιος κι ανεπηρέαστος από τις μούντζες των ανεκδιήγητων που σε προσπερνούν ρισκάροντας χωρίς αιτία· ένα είδος γιόγκα της οδήγησης ή των αναγκών του δρόμου.

Γιατί ο εσωτερικός «φύλακας άγγελός» μας υπάρχει συχνά κάπου μέσα μας, ο προσωπικός καθοδηγητής του εαυτού μας· άσχετα που συχνά συζητάμε αλύπητα περιμένοντας από κάποιον άλλο να μας εφεύρει τη λύση (η φυγοπονία, ένα άλλο σοβαρό ελάττωμα του Νεοέλληνα, καλλιεργημένα πριν και μετά την κρίση). Επειδή σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει ένα επίπεδο εσωτερικής διαπραγμάτευσης όπου είναι δυνατό να αποκαλυφθεί η λύση στα προβλήματά σου, ακόμα και μετά την ψυχοθεραπεία, και παρά τη συχνά βιώσιμη αναζήτηση συμβουλευτικής υποστήριξης από τους γηραιότερους και σοφότερους που βρίσκονται στον άμεσο περίγυρό σου. Είσαι εσύ κυρίως ικανός και στο δρόμο, αλλά και πριν από το ξεκίνημα του ταξιδιού να ρυθμίσεις ακριβώς το είδος της ισορροπίας που χρειάζεσαι για να φερθείς και οδικά σαν ενήλικας. Τα συναισθηματικά ξεσπάσματα (σαν αυτά που συχνά έβγαιναν και σε μένα και ίσως σε πολλούς από εσάς, ιδιαίτερα στα πρώτα μου χιλιόμετρα, ως οδηγός) οφείλουν να λύνονται χωρίς να σου απασχολούν το μυαλό κατά την οδήγηση, ώστε να επηρεάζουν, όσο το δυνατόν λιγότερο, την οδική συμπεριφορά.
Κι αν η λέξη «ατύχημα» περιέχει μέσα τη λέξη «ατυχία», αυτό σημαίνει πως, κι αν επιζητήσουμε ως την ελάχιστη λεπτομέρεια τη προσωπική μας οδική γαλήνη, δεν μπορούμε σίγουρα να εξασφαλίσουμε τη συνετή στάση των άλλων. Παραμένει σίγουρα ένα μόνο μέρος από τις τραγικές συνέπειες, αυτό που μπορείς να υπολογίσεις. Φτάνει σαν δικαιολογία να μην είναι αρκετή για να το παίρνεις αψήφιστα. Γιατί αν θεωρείς πως δεν είναι αρκετά αυτά που μπορείς να κάνεις εσύ, σκέψου πόσο αρκετό θα μπορούσε να είναι, αν ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων σκεφτόταν ορθά κι έβαζε μπρος να το αποδείξει και στην πράξη.
Γι' αυτό την επόμενη φορά που θα ετοιμαστείτε να οδηγήσετε, προσέξτε πως θα σκεφτείτε. Η δύναμη της ασφάλειας κι όλα αυτά τα υπέροχα που καθημερινά απολαμβάνουμε εξαιτίας της (κι όχι αποκλειστικά ερήμην της ατυχίας) θα πρέπει να υπερισχύσουν στη φιλοσοφημένο προσωπικό σας οδικό κώδικα.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Ξενέρωτη Μπόσα Νόβα του 21ου Αιώνα

Σινιάλο μιας αντιρομαντικής εποχής

Για όσους δεν το έχουν σκεφτεί ενεργά ακόμα, ήρθε η στιγμή να το επιβεβαιώσουν: ναι, είναι αλήθεια πως οι στίχοι που με εμπνέουν περισσότερο γίνονται οι εντονότερες αφορμές για τις αναρτήσεις μου, πολλές φορές στον ορίζοντα άσχετων κινήτρων. Ομολογώ πως άφησα, πάντως, πολύ καιρό τη “Μπόσα Νόβα του Ησαΐα” του Φοίβου Δεληβοριά μέσα μου να ωριμάσει προτού αραδιάσω τις παρακάτω σκέψεις.
Η αλήθεια είναι ότι, παρά το γεγονός ότι το τραγούδι γράφτηκε πολύ πριν την έλευση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και, συνεπακόλουθα, και της ελληνικής, διόλου επιεικούς έκφανσής της, αποτυπώνει πολλά νεοελληνικά τερτίπια που ξεπήδησαν και αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκειά της – χωρίς φυσικά να ισχυρίζεται κανείς ότι η εποχή των 1990s της κυκλοφορίας του παρόντος δεν ήταν χαρακτηριστική εποχή για την άνθηση στερεότυπων που στοιχειώνουν το σύγχρονο νεοελληνικό χαρακτήρα. Να, λοιπόν, μια θεώρηση της σύγχρονης εκδοχής ερωτικών σχέσεων ή της σχεδόν παντελούς απουσίας της εμπνευσμένη απευθείας από τον αγαπημένο τραγουδοποιό.


Το πιο κλασικό: δυο άτομα που τα προξένεψαν οι φίλοι τους (προσέξτε: δε γνωρίστηκαν στην παρέα κι έπειτα αποφάσισαν να βγουν, ιδιαίτερα γιατί αυτή η προσέγγιση κρύβει συμπάθειες και είναι αρκετά πιο πολλά υποσχόμενη!) πιστεύοντας πως έκαναν μια πέρα για πέρα καλή πράξη, ανακουφίζοντας ανθρώπους για τους οποίους έχουν μόνο θετικά συναισθήματα από την άβυσσο της μοναξιάς τους (ειδικά εν μέσω χειμώνα, που, εδώ που τα λέμε, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αμείλικτη). Κανείς δεν είχε δει τον άλλο ποτέ ξανά στα μάτια του και παραμένουμε ακόμη αρκετά υποθετικά μίλια μακριά από την πιθανότητα ενός είδους επαφής, που έτσι κι αλλιώς αποτελεί το βασικό στόχο και την προϋπόθεση επιτυχίας του εγχειρήματος. Έτσι, μπορούμε σίγουρα να παραδεχτούμε πως υπάρχει μια άλφα απόσταση μεταξύ τους, τουλάχιστο μέχρι να σπάσει ο πάγος των αρχικών στιγμών αναγνωρισιμότητας στοιχείων οικειότητας κι ενδείξεων ετερότητας.
Η ουσία είναι ότι βγαίνουν έξω, τελοσπάντων· και κανείς δε θέλει να τολμήσει κάτι που να τον βγάλει έξω από τον προσεκτικά οριοθετημένο εαυτό του· αυτόν που όπλισε για να αντιμετωπίσει αγνώστους. Η σχέση προχωράει, για εκείνη τη βραδιά και για λίγο μόνο, στο μυαλό τους ως προοπτική ενός μέλλοντος που κανείς δεν τους ρώτησε ποτέ αν επιθυμούν. Κι αν η στιγμή που από “μια ρόμπα μισάνοιχτη [... και] μπαίνει ο ήλιος [και] βλέπω το φως” που τους έρχεται ως αναλαμπή από το μέλλον δεν τους κολακέψει στο μυαλό αρκετά, ή δεν αισθάνονται έτοιμοι ή σίγουροι για να τη ζήσουν, παρηγορούνται με σκέψεις διαφορετικές και με το συλλογισμό ότι η βραδιά θα τελειώσει.

Έντβαρντ Μαντς, Χωρισμός ΙΙ
Κι είναι οι οπτικές τους γωνίες τελείως διαφορετικές· έχουν περάσει και οι δυο τους προ πολλού “αυτό το στάδιο”. Αυτός ξέρει να βγαίνει με αυτούς που αποκαλεί την “παρέα του”, μέχρι το πρωί, ή τελοσπάντων, μέχρι όσο αντέξει, και να περνάει καλά, με τη σύγχρονη αποστασιοποιημένη έννοια, η κατανόηση της οποίας απαιτείται για να κάνει κάποιος πράξη το “περνάω καλά”. Άλλωστε και η ενατένιση τυχαίων ατόμων συνοδευόμενη με τις φαντασιώσεις, ή το “φάτε μάτια ψάρια”, ή το άσκοπο κι άδοξο φλερτ που δεν αναζητεί τίποτα, γνωστό κι ως “λάδι λάδι κι από τηγανίτα τίποτα” έχει κι αυτό τη θέση του στο σύγχρονο μωσαϊκό των ερωτικών σχέσεων. Από την άλλη μεριά, είναι εύκολο να τροφοδοτεί συνεχώς μέσα του μια εικόνα παντρεμένου με ένα συμβιβασμένου δουλικό που φοράει “ρόμπα” και “μπικουτί”· ακόμη και η μητέρα του στην εποχή της είχε επιμείνει να δείχνει περισσότερη ανεξαρτησία από αυτό πέρα από τις αντιξοότητες, και, παρ' όλα αυτά, κάθε νέα γνωριμία και αποσαφήνιση επιβεβαιώνει ακόμη λίγο πιο ατράνταχτα την εμπεριστατωμένη άποψή του για το γυναικείο φύλο. Κι εκείνη συμβιβάζεται με το ότι πάντα θα υπάρχει κάτι πιο ιδανικό να ψάξεις αφού φαίνεται πως δεν είναι πολύ πιθανό να βγει κάτι μ' αυτόν εδώ που, κάθε τρεις φράσεις, επιμένει να κοιτάει έξω από το τζάμι της καφετέριας, προς το απροσδιόριστο πουθενά, και να μην καταλαβαίνει αυτά που αυτή προορίζει προς την κατεύθυνσή του ως πνευματώδη αστεία· γιατί ανεπιφύλακτα το “κανείς δεν είναι τέλειος” αποτελεί βαθιά γνώση, αλλά κι επειδή δε συνίσταται να βασίζεις τον ορισμό της ευτυχίας σου σε προσδοκίες από τους άλλους που είναι δυνατό να αμφισβητηθούν.
Κι όλα αυτά υπό τη σκέπη ενός λάτιν ρυθμού, πιο αργού απ' ότι χαρακτηριστικά (“μπόσα νόβα”), αλλά που υπονοεί ένα πάθος που δεν αγγίζει την πραγματικότητα και γι' αυτό δεν είναι πιθανό να κορυφωθεί. Τα φυσιολογικά λιμνάζοντα επίπεδα της συζήτησης, κατά τη διάρκεια της μοναδικής εξόδου τους, θα παρακαμφθούν μόνο για να ζήσουν την ένταση ενός ενδεχόμενου μέσα στο μυαλό τους, που, ωστόσο, απουσιάζουν και τα άψυχα, αλλά και τα έμψυχα μέσα που θα συντελούσαν στην πραγματοποίησή του.


Γιατί ζούμε πλέον τη μετακρισιακή do-it-yourself δεκαετία των 2010s, το χρήμα δε ρέει όπως το 1995, όταν κυκλοφόρησε το παραπάνω τραγούδι, κι ο καθένας προσπαθεί να χειριστεί τον εαυτό του με τον πιο οικονομικά αποδοτικό τρόπο που να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του, αποφεύγοντας να επαναφέρει στην επιφάνεια τα κρυμμένα κομμάτια παλιάς θλίψης που όλοι κουβαλάμε. Και το να φαντάζεσαι πράγματα επιβεβαιώνει την προηγούμενη συλλογιστική πορεία, τουλάχιστον από την πλευρά του ότι τα εκτονώνεις από το “είναι” και τραβάς παρακάτω, στο επόμενο κεφάλαιο.
Και ακριβώς, υπό αυτό το πρίσμα η ζωή, συνεχίζεται... Δηλαδή μετά το πέρας της βραδιάς ο καθένας τους συνεχίζει ατομικά να ψάχνει και ταυτόχρονα να μην ψάχνει καθόλου, έχοντας συνηθίσει ο εαυτός του να είναι υπεραρκετός. Κι η εμπειρία που μόλις προηγήθηκε θα αποτελεί πάντα ένα απροσδιόριστο κομμάτι ζωής, καλά θαμμένο· κάτι για το οποίο κανείς ποτέ δε θα δεχτεί να συνομιλήσει, εκτός κι αν το κάνει κατά λάθος, σαν ένα μωρό που δεν ήρθε, στην πραγματικότητα, ποτέ στη ζωή.
Κι αυτή είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί όχι μόνο “στην Κερατέα και στο Γραμματικό”, αλλά οπουδήποτε στον κόσμο. Και που συμβαίνει, δηλαδή, συνειδητά· άσχετα που αμφισβητούμε έμπρακτα τη δύναμη του οποιουδήποτε Φοίβου Δεληβοριά στο να επέμβει στα σκαμπανεβάσματα της προσωπικής μας ζωής και του εσωτερικού μας κόσμου.

By Μαρία Γώγογλου