Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Η Φευγαλέα Αίσθηση του Ελεύθερου Χρόνου

Η γκρίνια για την έλλειψη ικανοποίησης που αισθανόμαστε ότι μας ανταποδίδει η καθημερινότητά μας αποτελεί σταθερά επιβίωσης για τους περισσότερους ανθρώπους· και είναι γνωστή η συμβολή της έννοιας της σωστής διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου στην καταπολέμηση του παραπάνω φαινομένου. Για κάποιους (βασικά για τους περισσότερους από μας, αν όχι για όλους) συχνά οι λέξεις ελεύθερος χρόνος στερούνται νοήματος ή τουλάχιστο αντικειμενικού αντικρίσματος, έτσι όπως βλέπουμε τη ζωή μας να σκορπίζεται σταθερά ανάμεσα στις δεκάδες επιδιώξεις, επίμονες διεκδικήσεις, αλλά και στις υποχρεώσεις που αυτές συνεπάγονται, που συχνά απειλούν να πιουν και τις τελευταίες σταγόνες από το αίμα της υπομονής μας. Γι' αυτούς, ωστόσο, που τον διαθέτουν σε αφθονία ή τελοσπάντων σε υποφερτές ποσότητες, η διαχείριση του ελεύθερου χρόνου είναι κάτι που πρέπει να προσέξουν, ώστε να επωφεληθούν με την κατάλληλη αναζωογόνηση που αποχρώσεις της έννοιάς του υπόσχονται.


Μένω πάντα κατάπληκτη μπροστά στην ελαφρότητα με την οποία η ανθρώπινη φύση αντιστέκεται στην αξιοποίηση ελεύθερων ωρών, όταν τις βρίσκει σε αφθονία, διαθέτοντας πλούσιες εμπειρίες σύγχρονης εργασιακής πραγματικότητας. Ενδεικτικές στέκονται εδώ οι ατέλειωτες στιγμές που κοιτάμε το ταβάνι του δωματίου μας γεμίζοντας το μυαλό μας με σκέψεις που πιθανότατα την επόμενη εβδομάδα θα θεωρούμε ξεπερασμένες ή που καθόλου δε θα μας ξανααπασχολήσουν (χωρίς να θεωρώ εδώ αυταπόδεικτα πως ένα είδος αδειάσματος των σκέψεων μετά από οποιαδήποτε ένταση δε δικαιούται να διαθέτει τη δική του θέση στο ξεδίπλωμα του συναισθηματικοπνευματικού μας κόσμου). Εξίσου ενδεικτική και η ξαφνική μας τάση να ασχολούμαστε με τα πιο ασήμαντα, τα οποία αναγάγουμε σε κοσμοϊστορικές αναγκαιότητες, ελλείψει της επιρροής όσων κατά κανόνα θεωρούμε σημαντικά (κάτι εμμονές που με πιάνουν με τα έτσι κι αλλιώς απογοητευτικά τεκταινόμενα στη χώρα μας, αλλά και τη γενικότερη παγκόσμια πολιτισμική ξεφτίλα τις καλοκαιρινές περιόδους θεωρώ πως κατατάσσονται δικαιωματικά σ' αυτή την τελευταία κατηγορία). Κι ακόμη κι αν μια γενικότερη έλλειψη προσανατολισμού σε κατακλύσει, όταν ξαφνικά αποκτάς πολύ από κάτι που ονειρευόσουν να σε ανακουφίσει έστω και με τη μετριότερη, πρόσκαιρα παρηγορητική λάμψη του, υποτίθεται πως η συλλογή των εμπειριών σου πάνω στη γη σε έχει σχετικά προετοιμάσει για να αντιδράσεις με τον ψυχραιμότερο τρόπο μπροστά σε οτιδήποτε παρουσιάζεται.

Έργο του Έντουαρντ Χόπερ

Υπάρχει, ωστόσο, και η πλευρά όσων αδυνατούν να εκτιμήσουν τους συνειρμούς, στην εκφορά των οποίων υποφέρουμε οι πολυάσχολοι (!)· ειδικά επειδή η εργασιακή τους πραγματικότητα ποτέ δεν αποτέλεσε εμπόδιο στις αργόσχολές τους αναζητήσεις. Αυτοί αλλάζουν τις δραστηριότητες των ελεύθερων ωρών τους σαν τα πουκάμισα (από τη ζούμπα στους παραδοσιακούς χορούς κι από το ντεκουπάζ στην έριαλ γιόγκα), ανάλογα με το τι θεωρείται ιν το εκάστοτε διάστημα, συχνά για να περάσει η ώρα χωρίς να το έχουν πολυσκεφτεί. Με την ίδια λογική που η συναναστροφή οποιωνδήποτε ανθρώπων, η διαθεσιμότητα των οποίων εναλλάσσεται ανάλογα με τα εργασιακά και προσωπικά τους ωράρια, γίνεται συχνά αυτοσκοπός και μια οδός που θα σε βοηθήσει να αποφύγεις να νιώσεις τι σημαίνει μοναξιά ή το να σκέφτεσαι βαθύτερα το σημείο, στο οποίο πρόσφατα έχει οδηγηθεί η ανθρώπινη κατάσταση. Άλλος, όμως, αντιλαμβάνομαι φιλοσοφώντας, πως αρμόζει να είναι ο πρωταρχικός ρόλος του ελεύθερου χρόνου στη ζωή μας, τουλάχιστον ώστε να μπορούμε να αντλήσουμε ό,τι πιο ωφέλιμο είναι δυνατόν από αυτόν.
Στις περιπτώσεις που δε χρειάζεται να εκπληρώσει κάποια κοινωνική ανάγκη ή να λύσει κάποιο πρόβλημα πρωτευόντων αναγκών που μας απασχολεί, ο ελεύθερος χρόνος είναι ένα δώρο στον εαυτό. Έχει λόγο ύπαρξης από τη στιγμή που πραγματικά μας ευχαριστεί και μας εκτονώνει· και διώχνει λίγο πιο μακριά το σκοτάδι από τις επερχόμενες σκληρές ώρες του μόχθου, κατά τις οποίες αδυνατούμε να σκεφτούμε οτιδήποτε «δικό μας». Οι βασικές σημασίες που τον συνοδεύουν δεν περιλαμβάνουν το σκότωμα των ωρών στην αδικαιολόγητη μελαγχολία ή τις άσκοπες ενασχολήσεις, στις οποίες συχνά βυθιζόμαστε. Στην ιδανικότερή του έκφανση, είναι ευεργετικός· γι' αυτό η κατανομή και ο χειρισμός του οφείλει να συνοδεύεται από σύνεση κι απαλές, προσεκτικές κινήσεις.

Ντάι Χούιν, Μουσική Επένδυση στην Επαναλαμβανόμενη Ονειροπόληση

Όσον αφορά τις σχέσεις μας με τους άλλους, αρχικά, ο Καβάφης έχει το πρόσταγμα με τους λιτούς και περιεκτικούς στίχους του: “(τη ζωή σου)... μην την εξευτελίζεις / μες την πολλή συνάφεια του κόσμου / μες τες πολλές κινήσεις και ομιλίες”. Κοινώς η αντιμετώπιση έστω κι αυτών των ταπεινών και ντροπιαστικών που μπορεί να κρύβει η σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο της εξωστρέφειας που αξίζει να μας διακατέχει· όσο σημαντικός είναι κι ο χώρος που συνίσταται να αφήνουμε στους άλλους για να συνειδητοποιήσουν την πεμπτουσία μας και να μας εκτιμήσουν. Αν, λοιπόν αφήσουμε χρόνο για να κοιτάξουμε τον εαυτό μας βαθιά στα μάτια, έχουμε ελπίδες έστω ένας μικρός αριθμός ανθρώπων να μας αντιγυρίσει το βλέμμα με πηγαίο ενθουσιασμό και προθυμία.
Σε τελική ανάλυση, ωστόσο, οποιαδήποτε συνταγή ενδέχεται να μην ωφελεί, ειδικά επειδή οι τρόποι που θα διαλέξουμε να διαθέσουμε τον ελεύθερό μας χρόνο αποτελούν αποκλειστικά προσωπικές επιλογές. Συχνά ορίζονται από κάτι που το ασυνείδητό μας διατήρησε φυλαγμένο για μήνες χρόνια, την αντανάκλαση του οποίου επιμένει τώρα να μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε· χωρίς όλες αυτές οι επιλογές που συχνά δεν κάνουμε με συνειδητό τρόπο να μας μετατρέπουν σε έρμαια ή να επιβάλλεται να χαρακτηριστούν κατακριτέες. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ένας τρόπος να ενώσει κανείς τα κομμάτια που του έλλειπαν σχηματίζοντας κάτι ολόκληρο, με τις δόσεις αλήθειας του οποίου είναι δεδομένο πως αργότερα θα δοκιμάσει να φωτίσει τις ζωές των άλλων. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η συμβολή των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων ποικίλων μορφών σ' αυτού του είδους την έξαψη δημιουργικότητας και φαντασίας: μπορεί συχνά μεν να αποτελούν μοναχικές επιλογές, διαδραματίζουν δε καίριο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται και συμμετέχει στις διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν τις αλληλεπιδράσεις του με τον κόσμο. Κάπως έτσι άλλωστε αρχίζουν να εμπλουτίζονται σθεναρά με εναλλαγές και οξύτητες οι διαδρομές της περιοχής των συναισθημάτων.
Ο ελεύθερος χρόνος είναι σίγουρα ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα (αφού εμείς διαλέγουμε να του δίνουμε όνομα και να τον αναγνωρίζουμε ως τέτοιο) που μπορεί να κάνει πιο ανεκτές σεβαστές πτυχές της ζωής μας· αρκεί να δεχτούμε πως τον καθοδηγούμε εμείς, ακόμη κι όταν διαλέγουμε να κολυμπήσουμε στα βαθιά νέων γνωριμιών ή να δηλώσουμε ανοιχτά τη συμπόρευσή μας με ανοιχτές ομάδες ή παραδείγματα άλλων ανθρώπων.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Λογοτεχνικές Πρώτες Βοήθειες

Ανάμεσα στις μικροκατασκευές της λογοτεχνίας, τα διηγήματα πάντα είχαν ξεχωριστή θέση στα διαβάσματά μου· ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για προϊόντα εγχώριας παραγωγής. Ήταν σχεδόν τυχαίο, αλλά και ζήτημα αναζήτησης προορισμού που πρόσφατα έπεσα πάνω στις Τεχνητές Αναπνοές και άλλα πεζά της πόλεως του Αχιλλέα Κυριακίδη. Δε χρειαζόμουν ιδιαίτερη ενθάρρυνση από το προσωπικού του βιβλιοπωλείου, όπου ψωνίζω συνήθως, παρά μόνο παραμικρή ώθηση προς την ελαχιστότερη επαφή μαζί με το συγκεκριμένο βιβλίο για να αποφασίσω πως ήθελα να το εξερευνήσω. Μια αφηρημένη γενική ιδέα του (τελικά όχι αδικαιολόγητα) με πήγε χρόνια πίσω σε παρακολουθήσεις μαθημάτων κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων· σε προσπάθειες προσέγγισης εννοιών σχετικών με τη μεταλογοτεχνία.

Μάιλς Χάιμαν, Η Αναγνώστρια
Οι Τεχνητές Αναπνοές είναι μια έκδοση που συγκεντρώνει μεγάλο μέρος της διηγηματογραφίας του Αχιλλέα Κυριακίδη· που, όπως φαίνεται, αποτελεί και τον κυρίαρχο τρόπο με τον οποίο ο τελευταίος έχει ως τώρα αποπειραθεί να κατακτήσει τα ελληνικά γράμματα. Τη συλλογή συλλογών συμπληρώνει και μια κομματιαστή νουβέλα, καθόλου παράταιρη σε ύφος και είδος. Το κεντρικό θέμα είναι δύσκολο να εντοπιστεί, ειδικά αν σκεφτεί κανείς την πολυπραγμοσύνη του ίδιου του συγγραφέα που είναι ταυτόχρονα και δεινός μεταφραστής, αλλά και κινηματογραφιστής· καθώς και την ενσυνείδητη προσπάθειά του να παραμείνουν επαρκώς ανοιχτά σε ερμηνείες τα κειμενά του, ώστε να μπορέσει να συμμετέχει και να συγκινηθεί ο αναγνώστης, από οποιαδήποτε βιώματα κι αν προέρχεται. 
Ομολογώ πως, αν και μετά το πέρας του προπτυχιακού επιπέδου της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, και των στιβαρών αναγνωστικών λιστών που αυτό συνεπάγεται, περίμενα να έρχομαι συχνότερα σε επαφή με τέτοιες προσπάθειες, τώρα που ολοκλήρωσα την ανάγνωση των Τεχνητών Αναπνοών συνειδητοποιώ πως ήταν μια περίπτωση από τις λίγες. Εκτός του ότι το μυθιστόρημα με την κλασικότερη έννοια του όρου σε έλκει σα μαγνήτης, τα δημοφιλή βιβλία μεταλογοτεχνίας που βρίσκονται στην αγορά σπανίζουν και διαφημίζονται ισχνά, ακόμη και με το που πρωτοκυκλοφορούν. Συμπληρώνοντας τη γενικότερη κούραση κατά τη διάρκεια της εργασιακής κι ακαδημαϊκής σεζόν που μας επιβάλλει μια κάποια εξάντληση εξαιτίας των δικών της υποχρεωτικών ειδών διαβάσματος.
Σε ένα από τα διηγήματα της συλλογής, ένας φιλόδοξος επιστήμονας συγκεντρώνει «εθελοντές» σε μια έπαυλη με στόχο να αρχίσει να διαγράφει σταδιακά αναμνήσεις που αρχικά οι ίδιοι επιλέγουν, ραγδαία κλιμακώνοντας την κατάστασή τους από «εκλεκτομνησία» σε σχεδόν παντελή αμνησία. Σε ένα άλλο, ένας συγγραφέας δολοφονείται λίγο πριν τη τελική συμφωνία έκδοσης του απόλυτου μυθιστορηματικού του αριστουργήματος επί γης· με το σύγγραμά του να περνά σαράντα κύματα το επόμενο διάστημα και τελικά να αναζητείται ακόμη και η προέλευση της έμπνευσής του. Και στην “Κωμωδία”, τη νουβέλα που ολοκληρώνει τη συλλογή, οι αναγνώστες βιώνουν τέσσερις πιθανές εξελίξεις που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν σχέση με την κατάληξη του Δ.Χ. που μια αμέριμνη, ανυπεράσπιστη μέρα δέχεται ένα απειλητικό μήνυμα στον τηλεφωνητή του. Τα τέσσερα αυτά ενδεχόμενα αντικατοπτρίζουν τέσσερις χαρακτηριστικές καταστάσεις από το σύνολο αναμνήσεων που παραμένουν ζωντανές στο υποσυνείδητο της μετεμφυλιακής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Μνήμες σχετικά με τις οποίες με τον έναν τρόπο ή τον άλλον έχουμε διαβάσει ή ενημερωθεί και γι' αυτό έχουν φέρει τη μακρινή αυτή εποχή πραγματικότητας της Ελλάδας λίγο πιο κοντά μας, ακριβώς δηλαδή όπως αυτή οι φαινομενικές παραξενιές αυτής της συλλογής προσπαθούν να πλησιάσουν τον κόσμο του αναγνώστη.

Γκλεν Μπρόγκαν, 232 Βαθμοί Κελσίου

Προσέξτε, όμως: δεν άλλαζαν οι λέξεις· άλλαζε η σιωπή ανάμεσά τους, η μυστική πεμπτουσία της μουσικής, η ήσυχη αναπνοή των ψηφίων, αυτό που δεν ακούγεται αλλά είναι, σαν εκείνο το χρώμα που δεν έχει όνομα αλλά υπάρχει.”

Συχνά ο αναγνώστης του Κυριακίδη μπορεί να μπερδευτεί, αλλά και να νιώσει απογοητευμένος ή τουλάχιστο να χρειαστεί ένα διάλειμμα μετά από διάβασμα κι αμέριστη προσοχή σεβαστού χρονικού διαστήματος. Είναι γιατί πολλές φορές ο συγγραφέας επαναλαμβάνεται επίτηδες για να τονίσει τη ματαιότητα και την επαναληπτικότητα μεγάλου μέρους των καθιερωμένων ρουτινών στη ζωή μας. Εκεί, αλλά και στα σημεία όπου βομβαρδίζει τον αναγνώστη με υπερβολικά πολλές πληροφορίες, αχρείαστες για την εξέλιξη ενός πεζογραφήματος, αποδεικνύεται και η μαεστρία του στο να επιτρέπει στον αναγνώστη πολύ περισσότερο χώρο απ' όσο οι κλασικοί λογοτέχνες, οι λυσιτελείς στην αναπαραγωγή σχεδόν πανομοιότυπων συμβάσεων με αυτές που στοιχειοθέτησαν τα λογοτεχνικά είδη από τη συγκροτημένη ακόμη αρχή τους, βαθιά κάπου στο παρελθόν, μόλις με την έκρηξη της εποχής που έθεσε ως κέντρο της τον άνθρωπο (χαρακτηριστικό παράδειγμα το ακόλουθο: “Κάθε μέρα στις 11 διακόπτει για να φάει το κολατσιό του. Το κολατσιό του είναι ένα σάντουιτς που το φέρνει από το σπίτι του. Το σπίτι του είναι ένα διαμέρισμα δύο δωματίων”). Ακολουθώντας μια τέτοια ροή γραπτού λόγου, χάνεσαι κάπου στις πολυδαίδαλες διατυπώσεις των σκέψεων του Κυριακίδη· σταματάς όπου νιώθεις ότι σε σπρώχνει ένα λάθος συμπέρασμα και ξεκινάς από την αρχή, συχνά κι αφού έχεις τελειώσει ολόκληρη παράγραφο. Πολλές φορές βρίσκεσαι στη θέση να αναρωτιέσαι που τελοσπάντων φαίνεται να οδηγεί όλη αυτή η ασυνήθιστη και φαινομενικά αδιέξοδη ανάγνωση με τα απρόσμενα, κοφτερά τελειώματα.


Επηρεάζεσαι, ωστόσο, από τη διαδρομή· κι από αυτό είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως πρόκειται για μια διαδικασία που βασικά στοχεύει στο να προσφέρει αναγνωστική δύναμη. Αυτός που καταφέρνει να περάσει σιγά σιγά από τη μια άβυσσο στον επόμενο λαβύρινθο του Κυριακίδη βρίσκει τον εαυτό του να σκέφτεται πολλές εναλλακτικές εκδοχές της ίδιας εξέλιξης ή του τέλους μιας
ιστορίας, την αμετάκλητη εξιχνίαση της οποίας κανένα αδιάψευστο χειροπιαστό στοιχείο δεν έρχεται να καταμαρτυρήσει. Αντιθέτως, ο αναγνώστης καλείται να ερμηνεύσει την εισβολή ενός ξένου στο γραφείο κάποιου άλλου ξένου ως κλοπή, απόπειρα δολοφονίας ή απαγωγής ή οτιδήποτε άλλο στη “Διαλεκτική”, καθώς και να φανταστεί την πιθανή τύχη ενός οδηγού, από του οποίου το μυαλό περνά σε έντονο βαθμό το ενδεχόμενο να συμμετέχει σε “Κόντρες” με τον οδηγό ενός τζιπ που φαίνεται να τον προκαλεί σε ένα φανάρι. Κοινώς, όσες εμπειρίες από χάπι ή και τραγικά εντ έχετε καταγράψει στη μνήμη, καλείστε να τις αψηφήσετε μόλις τολμήσετε να επισκεφθείτε το συγκεκριμένο εγχείρημα σύντομης μα περιεκτικής πεζογραφίας, όπου η ίδια η λογοτεχνία συχνά κομπάζει για τον εαυτό της, αλλά κι ενίοτε ξεδιπλώνει τις πιο παραμελημένες κι αθέατες ικανότητές της.
Γι' αυτό, αλλά κι εξαιτίας της μονοτονίας των καθιερωμένων συνηθειών ανάγνωσης επιμένω πως οι Τεχνητές Αναπνοές είναι μια εμπειρία που αξίζει να τολμήσετε· ειδικά μιας και αποτελεί λογοτεχνικό δείγμα που επιμένει να μας τονίζει τις εντάσεις των γεύσεων που είναι ικανές να αποδομήσουν, έστω και για λίγο, μέσα στο μυαλό μας, τα κλισέ που τόσο έχουμε συνηθίσει.

Παρακάτω θα βρείτε ένα από τα διηγήματα που έχει κινηματογραφηθεί από τον ίδιο το συγγραφέα:


By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Δείγματα Ηρωισμού

Ο θαυμασμός προς πρόσωπα αποτελεί με σιγουριά αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου βίου για πολλούς από εμάς, άσχετα που ο καθένας έχει τις προτιμήσεις του: πνευματικές ιδιοφυΐες, ριάλιτι τηλεαστέρες, απαράμιλλες καλλιτεχνικές φιγούρες ή οποιονδήποτε άλλο μπορεί κανείς να σκεφτεί. Ο ακριβής βαθμός, στον οποίο προσπαθούμε να μοιάσουμε σε κάποια από αυτά τα πρόσωπα, που αναγνωρίζουμε ως τελειότητες, παραμένει απροσδιόριστος για τον καθένα· σημασία έχει ένα είδος επιθυμίας να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, να αποδειχθούμε καλύτεροι από αυτό το σάπιο, μονότονο, ελλιπές κομμάτι που μόνο εμείς ξέρουμε πως εν μέρει μας αναλογεί. Το ερώτημα αν αυτή είναι μια υγιής ή επιφανειακή προσπάθεια φέρνει στο φως ένα σωρό σκέψεις σχετικά με τη φύση του κατασκευάσματος του ήρωα, των ηρωισμών και τους τρόπους που διαλέγουμε να ερμηνεύσουμε τα σχετικά φαινόμενα.

Αντρέας Ίνγκλαντ, από τη σειρά Η Ζωή και οι Χρόνοι Ενός Ηλικιωμένου Υπερήρωα
 
Ας ξεκινήσουμε, όμως, από τον ορισμό του ήρωα που μας έχουν μεταφέρει οι αρχαίοι για να φτάσουμε σιγά σιγά στις σημερινές αποχρώσεις νοημάτων της λέξης. Για τους αρχαίους Έλληνες, ήρωας δεν ήταν μόνο ο ρωμαλέος, αλλά κι αυτός που, ανάμεσα στους πολλούς, ενσάρκωνε την αρετή, στοιχείο που μας βοηθάει πολύ να φτάσουμε και στη σύγχρονη μεταφορική πλέον σημασία της λέξης. Το πιο ρηχό που μπορούμε να εννοήσουμε σήμερα αποκαλώντας κάποιον ήρωα ή αποδεχόμενοι την απόδοση αυτού του χαρακτηρισμού είναι το πρόσωπο που απαντάται στην καρδιά ενός γεγονότος, τον πρωταγωνιστή, αυτόν που κατέχει τον κεντρικό ρόλο στα δρώμενα. Το πιο βαθύ πάλι αγγίζει τη στιγμή που αποφασίζουμε να υπερβούμε τον εαυτό μας· το αίσθημα αυτοθυσίας, όταν έστω για λίγο αδιαφορούμε για την ατομική μας επιβίωση προς συνδρομή στις ανάγκες κάποιου άλλου.

Πόλ Λάβερινγκ, Ήρωας της Εργατικής Τάξης

Κάπου εδώ οφείλω να τελειώσω με τις θεωρίες διαχωρίζοντας τον ήρωα από τους ηρωισμούς. Μπορεί κανείς να ξεχωρίζει για τις σταγόνες αλτρουϊσμού στο χαρακτήρα του· κάπου όμως υπάρχει μια αθέατη γραμμή εκεί όπου κάποιος ή περισσότεροι διακρίνουν κάτι κάλπικο, μια δημόσια υπερπροσπάθεια, ένα τρικ εντυπωσιασμού. Στις σύγχρονες κοινωνίες που έχουν αναδείξει τη ριάλιτι TV ως υπεραξία (και τι άλλο άραγε να κάνεις όταν γυρίζεις σπίτι από τη δουλειά πολύ κουρασμένος, υπερβολικά αργά;), ο ηρωισμός, όπως και οι δημοσιοσχετιστικές επιδείξεις έχουν πάρει άλλη διάσταση. Με άλλα λόγια, μια σύγχυση ανάμεσα στο καθαρό πρόσωπο (κατά το κλασικό σλόγκαν “καθαρά χέρια, καθαρές ιδέες” που ακόμη διακρίνει κανείς γκραφιταρισμένο πάνω και δίπλα από την άσφαλτο, καθώς ταξιδεύει στην Εγνατία) και τα προσεκτικά, σχηματισμένα με αληθοφάνεια προσωπεία ηρωικών συμπεριφορών πρέπει να θεωρείται τουλάχιστο δεδομένη.
Όπως, για παράδειγμα, μπορούμε να δεχτούμε ότι το να πεταχτείς στο αδιαπέραστο κρύο του χειμώνα των μείων τόσων βαθμών Κελσίου για να απαντήσεις εκτάκτως στο κινητό ή το να βοηθήσεις μια ηλικιωμένη να περάσει απέναντι δε σε κάνουν αυτομάτως Μητέρα Τερέζα. Η ζωή σου, όμως, είναι μία και δε θα επαναληφθεί και θέλεις οπωσδήποτε να τελειώσεις τη μέρα εγγράφοντας στη συνείδησή σου με ανεξίτηλο μαρκαδόρο πως κάτι έκανες που αξίζει τουλάχιστο ένας άνθρωπος να το θυμηθεί έστω για λίγο. Κι έπειτα φαίνεται πως αποτελεί μια έμφυτη ανθρώπινη τάση να εξυψώνουμε αυτό που μας φαίνεται δύσκολο να φτάσουμε· και δεν είναι ωραίο αν καταφέρεις κι εσύ ο ίδιος να κολλήσεις λίγη από αυτή την ασημοχρυσόσκονη επάνω σου μέχρι να έρθει η στιγμή που θα παραδώσεις το πνεύμα; Στο κάτω κάτω, αν πράξεις μέτρια και αδιόρατα, τι θα μπορέσεις εκείνες τι τελευταίες στιγμές να αναλογιστείς πως κατάφερες, πριν φύγεις ευτυχισμένος;
Περιδιαβάζοντας μέσα από τέτοιες σκέψεις, και καθώς σταδιακά μηρυκάζουμε ηρωικά κατορθώματα στις καθημερινές διηγήσεις μας, η ανάγκη για ηρωισμούς της διπλανής πόρτας, αλλά και για ηρωοποίηση παίρνει άλλες διαστάσεις. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα ελληνικά πράγματα συχνά αναδεικνύεται σε εθνικό σπορ: εσύ ποιον παίκτη του Survivor έχεις θεοποιήσει και γιατί; Με ποιου Έλληνα ηθοποιού τη σκέψη κοιμάσαι και ξυπνάς και για ποιο λόγο, ή τι τελοσπάντων είναι εκείνο που μπορείς να πεις πως σε κάνει να μη μπορείς να προσπεράσεις αυτή την άπιαστη φυσιογνωμία που ποτέ δεν πρόκειται να γνωρίσεις; Μια διαδικασία που περιλαμβάνει άμεσες και έμμεσες παραλείψεις, εμμονές και σαφή απόλυτη παγίωση των χαρακτηριστικών της λατρεμένης προσωπικότητας· ακριβώς για να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα που υπαγορεύει ότι το απλουστευμένο μπορεί να γίνει πολύ πιο εύκολα αποδεκτό κι αγαπητό και μόνο έτσι ενέχει την πιθανότητα να παρασύρει τις αντιδράσεις του πλήθους. Κάτι τέτοιο συχνά βλέπουμε να συμβαίνει με ήρωες-κατασκευάσματα, που αναδύονται θριαμβευτικά στην επικαιρότητα μετρώντας ήδη αντίστροφα πριν την επικείμενη κατάρρευσή τους. Τα παραδείγματα του Παύλου Φύσσα και του Λάκη Λαζόπουλου θεωρώ πως αξίζει εντελώς ενδεικτικά να ενταχθούν εδώ.

Όλα όσα ο καταποντισμός ενός ήρωα αφήνει πίσω του: Άιζαακ Μέντεζ. Γένεση

Και η κατάρρευση δε σταματά πουθενά. Το συνετότερο βασικά που έχει να κάνει, κατά τη γνώμη μου, κάποιος που βιώνει τα πρώτα τσιμπήματα θαυμασμού για ένα ίνδαλμα που μέσα του φουσκώνει (όπως και γενικότερα στα μονοπάτια της ζωής) είναι να ψάξει τρόπους να αμφισβητήσει τον ίδιο του το θαυμασμό. Γιατί είναι απογοητευτικό (και πιστεύω πως όλοι έχουμε νιώσει να μας ρίχνουν μεμιάς με φόρα από τους εφτά ουρανούς στον Κάτω Κόσμο) να ανακαλύπτεις τα άπλυτα ενός αγαπημένου ήρωα, για τον οποίο ήσουν πάντα περήφανος και του οποίου το αλάθητο από παιδί πίστευες πως είναι αδύνατο να διαψευστεί. Κι επειδή, τελοσπάντων, όλα στη ζωή (συμπεριλαμβανομένου του ανθρωπισμού και της ανθρωπολατρίας) έχουν τα πάνω τους και τα κάτω τους· κι αυτό ως πλάσματα που αδυνατούν να μη σφάλουν κατ' επανάληψη πρέπει να το αποδεχθούμε.
Η ηρωοποίηση και οι ηρωισμοί μπορεί να είναι κάτι που όλοι αγαπάμε· χωρίς, ωστοσο, αυτό να σημαίνει πως αξίζει να επιμένουμε στην άγνοια των σκοτεινών πλευρών που καθετί παρουσιάζει. Ακριβώς όπως αξίζει να δώσουμε χώρο στη σκέψη πως πολλές φορές ο ήρωας του ενός είναι ο προδότης του άλλου. Η μια μορφή συμπληρώνει την άλλη, τη στιγμή που τόσο πολύ αγνοούμε πως μπορεί να μοιάζει η αθέατη πλευρά πολλών προβεβλημένων «ηρώων».


By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Η Επίγευση Ενός Αστακού

Μπορεί να μην έχω δοκιμάσει ακόμη το έδεσμα, αλλά δε μπορώ να ισχυριστώ πλέον το ίδιο για τον Αστακό του Γιώργου Λάνθιμου, που γύριζε εδώ και καιρό στο μυαλό μου, όχι τόσο λόγω της παγκόσμια επιτυχημένης πορείας, όσο εξαιτίας της κινηματογραφικής ματιάς του εν λόγω σκηνοθέτη, που στον Κυνόδοντα με ενθουσίασε. Αν και η υπόθεση του Αστακού τοποθετείται κι εξελίσσεται στην καρδιά μιας υποτιθέμενα μελλοντικής κι άρα ολωσδιόλου φανταστικής, δυστοπικής κοινωνίας, οι αλήθειες που μπορεί να μεταδώσει για την ανθρώπινη κατάσταση των ετεροφυλοφιλικών σχέσεων και την πραγματικότητα της συντροφικότητας δεν αποδείχτηκαν καθόλου αμελητέες.


Ο Ντέιβιντ (Κόλιν Φάρελ) βρίσκεται σε δύσκολη θέση όταν η σύντροφός του του ανακοινώνει πως τον απατά με κάποιον άλλο κι έχει αποφασίσει να τον αφήσει. Ιδιαίτερα γιατί οφείλει να μεταφερθεί αμέσως σε ένα ξενοδοχείο όπου μπορεί να παραμείνει ψάχνοντας την ιδανική σύντροφο για το πολύ 45 ημέρες. Αν το διάστημα αυτό εκπνεύσει χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα, τότε, όπως και κάθε υποψήφιος δεσμευόμενος, θα υποχρεωθεί να υποστεί διαδικασία μεταμόρφωσης σε ζώο της επιλογής του (ο ίδιος ο Ντέιβιντ έχει αποφασίσει πως θα προτιμούσε να γίνει αστακός). Το εγχείρημα αναζήτησης δεν αποδεικνύεται εύκολο, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως ο καθένας οφείλει να αναγνωρίσει σε κάποιον από τους υποψήφιους νυμφευόμενους κάποιο χαρακτηριστικό που ήδη κατέχει, ώστε τα δύο πιτσουνάκια να οδηγηθούν στο τέλειο ταίριασμα! Πράγμα που ο πρωταγωνιστής δυσκολεύεται να πετύχει να εντοπίσει ανάμεσα σε μια γυναίκα με υπέροχα μακριά ξανθά μαλλιά, μια κοπέλα της οποίας η μύτη ματώνει νευρικά και συνεχώς, μια παντελώς άκαρδη ύπαρξη, που έρχεται σε διαμετρική αντιδιαστολή με μια άλλη υπερβολικά διαθέσιμη γυναίκα που μοιάζει μεσήλικη κι απειλεί να αυτοκτονήσει αν βιώσει την ερωτική αδιαφορία.
Κάποια στιγμή, για λίγο, κι ενώ του έχει μείνει μόνο μια εβδομάδα ζωής με τη μορφή ανθρώπου, ο πρωταγωνιστής πείθεται πως μπορεί να μοιραστεί το υπόλοιπο της ζωής του με την άκαρδη γυναίκα, που είναι και δεινά επιθετική κυνηγός· κυρίως νιώθοντας να τον κατακλύζει πιεστική η ανάγκη να επιβιώσει. Εκείνη ωστόσο ψυλλιάζεται τα ενδεχόμενα θραύσματα ευαισθησίας του και ξεσκεπάζει τα κίνητρά του, αφού σκοτώσει το μεταμορφωμένο σε σκύλο αδερφό του, με τον οποίο ο Ντέιβιντ έχει συνηθίσει να συμβιώνει, και διαπιστωθεί πως ο θάνατος του έχει προκαλέσει συγκίνηση. Είναι η αρχή του τέλους της αποδοχής των κοινωνικών συνθηκών για το Ντέιβιντ, ο οποίος, αφού αποκαλύπτεται ο πραγματικός του χαρακτήρας, αποδρά πλέον από τα εγκόσμια προς την αντισυμβατική ζωή των μοναχικών, όπου αγνοεί πως η μοναξιά και η απαγόρευση της προσωπικής επαφής μπορεί να αναπόδραστα να οδηγήσει στην ανάγκη για συντροφικότητα· και γι' αυτό μοιραία στον αληθινό έρωτα (στη συγκεκριμένη περίπτωση στο πρόσωπο της Ρέιτσελ Βάις).


Μια απίστευτα ανατριχιαστική αλήθεια για αυτή την ταινία, που ισχύει και για τον Κυνόδοντα, μολονότι ο τελευταίος αντιπροσωπεύει ξεκάθαρα μια πιο ωμή αναπαράσταση της ζωής, είναι το πόσο οι εμφανώς μετατοπισμένες, δυστοπικές προθέσεις του Λάνθιμου μας προσφέρουν στο πιάτο την αλήθεια που κατοικούμε, την κυριαρχία της οποίας συχνά αποποιούμαστε με ατράνταχτες ομολογίες μπροστά στον καθρέφτη. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ελεύθερους και δεσμευμένους, αιώνιος στυλοβάτης και των σύγχρονων κοινωνιών, ευνοεί διακρίσεις και συμπεριφορές τόσο αποτρόπαιες, που καθιστούν αδύνατο η κάθε πλευρά να συμπεριφερθεί στοχαστικά, έστω αναλογιζόμενη τις πιθανές επιπτώσεις των πράξεών της σε αντίπαλο, όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα· πλην όμως συνάνθρωπο. Τα γρανάζια μιας κοινωνίας, που οι ρυθμοί της συμπαρασύρουν κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης, από τα οποία είναι αδύνατο να ξεφύγεις, αν θέλεις να επιβιώσεις αξιοπρεπώς και με ασφάλεια αποκαλύπτονται στο μεγαλείο της απανθρωπιάς τους, παρά το ίδιο το γεγονός της ανθρώπινής τους προέλευσης. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι είναι σκληροί, κι όταν αυτό γίνει συνήθεια, και μάλιστα θεσμοθετηθεί, η μεταμόρφωσή τους σε εν δυνάμει ανθρωπόμορφα τέρατα καραδοκεί.


Όλες αυτές οι σκέψεις γιατί η πλειάδα των παραλληλισμών, στους οποίους είναι δυνατό να προβεί κανείς ανάμεσα στα γεγονότα της πλοκής της ταινίας και φαινόμενα της πραγματικότητας προκαλεί ακόμη πιο έντονη περισυλλογή, αν κανείς την προχωρήσει και λίγο ακόμη παραπέρα. Οι άνθρωποι στο ξενοδοχείο ψάχνουν απεγνωσμένα έναν τρόπο να ζευγαρώσουν, από ανάγκη, ώστε να μη μεταμορφωθούν σε κάποιο ζώο, αλλά και για να μην αναγκαστούν να αναζητήσουν τη σκληρή ζωή των μοναχικών, που περιλαμβάνει συνεχές κρυφτοκυνηγητό, στησίματα ενεδρών σε ανθρώπους και ζώα και μινιμαλιστική κοινωνικότητα. Από την άλλη μεριά, σε επίπεδο καθημερινής ζωής, η έξοδος από το σπίτι, ακόμα και για ψώνια χωρίς τον / την σύντροφο αποδεικνύεται κόλαση τη στιγμή που η αστυνομία διατηρεί κάθε δικαίωμα για τους εξονυχιστικότερους των σωματικών ελέγχων, ώστε να εξασφαλίσει ότι το πιστοποιητικό γάμου που αντικρίζει δεν είναι πλαστό ή δε στερείται αντικρίσματος. Η προσωπική μου αρχική αντίδραση σ' αυτές τις μόνο φαινομενικά παράλογες κινηματογραφικές εικόνες, και στο πόσο εύκολα είναι δυνατό να συσχετίσει κανείς καθημερινές συνέπειες και αντιδράσεις με αυτές ήταν να σκεφτώ μήπως ο σκηνοθέτης μπήκε στη διαδικασία να φιλοσοφήσει σε βάθος τις συνθήκες ζωής της ελληνικής επαρχίας, μιας και κάπως ίσως έχει έρθει σε επαφή μ' αυτές, αλλά κι επειδή εκεί ακριβώς είναι που εντοπίζει κανείς τις διαφορετικότητες στάσεων να στιγματίζονται στην ολότητά τους, να τιμωρούνται για το ενδεχόμενο ύπαρξής τους. Μετά πάλι απλώς σκέφτηκα πως διακρίσεις και διαχωρισμοί γίνονται σε όλες τις κοινωνίες ανθρώπων, μικρές ή μεγάλες, λιγότερο ή περισσότερο απολίτιστες, με μικρότερη ή μεγαλύτερη ροπή προς το σεβασμό της ιδιαιτερότητες των αισθημάτων. Και σώπασα γι' αυτό το αλαζονικό αρχικό παράπονο του μόνιμου κάτοικου της περιφέρειας.


Έχω ακούσει πολλά εγκώμια για το Λάνθιμο και κάθε του έργο, όπως και πολλές κατηγορίες· με τις τελευταίες να υπερισχύουν, καταλογίζοντάς του μια επιμονή στον ελιτισμό των μορφών ξεδιπλώματος όσων τον απασχολούν στη μεγάλη οθόνη. Η αλήθεια είναι πως Ο Αστακός με κέρδισε χωρίς δεύτερη σκέψη, ιδιαίτερα λόγω των αμφιβολιών που σε γεμίζει για τις διακρίσεις που έχεις κάνεις εσύ· τις τοποθετημένες προσεκτικά μέσα σε σκέψεις και συμπεριφορές προς τους άλλους τόσο που είναι αδύνατο να δεις κατά πόσον η κοινωνία φταίει, εδώ που σε οδήγησε, και κατά πόσον εσύ η ίδια παραφέρθηκες από αντίποινα προς την αφόρητη πίεσή της, περνώντας στην επίθεση. Για όλους τους παραπάνω λόγους, αλλά και για όσα μπορείτε να ανακαλύψετε εσείς οι ίδιοι μέσα από αυτήν, σας τη συστήνω ανεπιφύλακτα.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Προς Τιμήν του Πατέρα

Σίγουρα θα μπορούσε να παραδεχθεί κανείς εύκολα ότι η Παγκόσμια Ημέρα του Πατέρα ήταν πάντα πιο παραμελημένη από αυτή της μητέρας· παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο γνωστή (σίγουρα η αδιαφιλονίκητη αξία που έχουμε συνηθίσει να απονέμουμε στο ρόλο της μητέρας, κι ως εκ τούτου, στην παγκόσμια ημέρα που είναι αφιερωμένη σ' αυτήν δε μου φαίνεται με καμία έννοια αδικαιολόγητη, δεδομένης της σημασίας της μητρικής στήριξης κι αφοσίωσης στον ανθρώπινο βίο, μαζί με τη βιολογική της συμβολή). Αυτό είναι απλώς ένα κείμενο αφιερωμένο σε μια ανδρική φιγούρα, για την οποία δεν έχουν γραφτεί τόσες πολλές γραμμές, τον κεντρικό ρόλο της οποίας στην ανθρώπινη εξέλιξη μου θύμισε η ταινία κινουμένων σχεδίων μικρού μήκους Ομοίως.


Το εν λόγω ταινιάκι και ιδιαίτερα το ξεκίνημά του μου έφερε στο νου περισσότερο αρχετυπικά τη φυσιογνωμία του πατέρα, παρά ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της: το άτομο που είναι υπεύθυνο για την εύρυθμη λειτουργία τυπικοτήτων γύρω από την οικογενειακή εστία, όπως για παράδειγμα ο πρωταγωνιστής-πατέρας, Κόπι, που φροντίζει να ακολουθήσει ο γιός του, Πέιστ, το σωστό δρόμο για το σχολείο με τα απαραίτητα υλικά εφόδια. Εξίσου, το μέλος που είναι επιφορτισμένο πατροπαράδοτα (αν και όχι με αξιώσεις που φτάνουν να περιγράψουν κάθε πτυχή καταστάσεων της σύγχρονης εποχής) με το κυνήγι των απόκτησης των απαραίτητων υλικών μέσων για την εξασφάλιση της επιβίωσης του ιδίου και όλων των υπόλοιπων οικογενειακών μελών, ακριβώς με τον τρόπο που ο μπαμπάς του Ομοίως υπομένει καρτερικά τις απαιτήσεις κι ανταποκρίνεται τις προσδοκίες της εντατικής γραφικής του δουλειάς, ώστε να εξασφαλίσει τη βέλτιστη διαβίωση στον Πέιστ. Αναμνήσεις από τη δική μου ζωή ξύπνησαν κατά τη διάρκεια της θέασης, ιδιαίτερα από την εποχή που ο πατέρας μου εργαζόταν πολλές ώρες εκτός σπιτιού· μαζί με το πόσο πολύ τα αποτυπώματα της παρουσίας και της απουσίας του σηματοδοτούσαν χρωματισμούς των συχνά μονότονων ωρών, κατά τις οποίες ένα εσωστρεφές μοναχοπαίδι προσπαθούσε να αναμετρηθεί με όλο το διαθέσιμο χρόνο που ανοιγόταν μπροστά του.
Δεν είναι, ωστόσο, μόνο αυτά τα κλισέ γνωρίσματα του πατέρα (τουλάχιστο με την παραδοσιακή, πεπαλαιωμένη έννοια της λέξης) που θέλει να μας κάνει να σκεφτούμε το ταινιάκι. Το συναισθηματικό δέσιμο πατέρα-παιδιού, που τόσο ήταν παραμελημένο στις ξεχασμένες πια εκτεταμένες οικογένειες του παρελθόντος, όπου οι αρρενωποί ογκόλιθοι φρόντιζαν τη συνέχεια του είδους μέσω της σχεδόν αποκλειστικής φροντίδας και της απασχόλησής τους με τις εργασίες της οικογενειακής επιχείρησης, έχει πια αντικατασταθεί από έναν πατέρα που βρίσκεται σχεδόν συνέχεια εκεί. Στις πυρηνικές οικογένειες της ψηφιακής εποχής, εκεί όπου υπάρχουν πατεράδες, μοιράζονται την ατελείωτη πολυεπίπεδη φροντίδα των παιδιών, με αποτέλεσμα να απολαμβάνουν βαθύ συναισθηματικό δέσιμο με τα βλαστάρια τους. Έτσι, ακόμη και κουρασμένοι, όπως ο δύστυχός Κόπι στο Ομοίως, από την πανομοιότυπη καθημερινή πραγματικότητα, συχνά άνευ εναλλαγών, εντάσεων και χρονικών περιθωρίων, αντιλαμβάνονται πότε υπάρχει κάτι που λαχταρούν οι ανθρωποσμικρύνσεις τους και ψάχνουν έναν εφικτό τρόπο να τα κάνουν ευτυχισμένα, όσο δύσκολο ή μεταφορικής φύσης κι αν μπορεί πολλές φορές να αποδεικνύεται το εν λόγω εγχείρημα.
Έτσι ο Κόπι, αρχικά, αναμένει από τον Πέιστ τις σχολικές επιδόσεις που θα τον κάνουν υπερήφανο με έναν κοινωνικά αναγνωρισμένο κλασικό τρόπο. Τι γίνεται, όμως όταν λείπει κάτι από τη ζωή του Πέιστ ή οποιουδήποτε παιδιού, που το ίδιο ψάχνει τον καταλληλότερο τρόπο να εκφράσει στο γονιό; Μπορεί η παιδική πραγματικότητα, αλλά κι αυτή της πατρότητας να έχει χρώμα πέραν το γκρίζου που έχει σχηματίσει γενικά ένα σύννεφο αποικιών που επισκιάζει τη συνειδητοποίηση της επαναληπτικότητας της ζωής μας;


Η φιγούρα του πατέρα έχει πολλάκις συνδεθεί με την εικονοποιία της έμπνευσης και του εμφυσήματος πνοής ζωής στις επόμενες γενιές. Μιλάω για κάτι που κι ο ίδιος ο Φρόιντ, μέσα από της θεωρία της ψυχανάλυσης, είχε με αυτοσυγκράτηση επισημάνει. Δηλαδή ότι η έντονη επίδραση του πατέρα κατά την παιδική ηλικία οφείλει να ξεπεραστεί, περίπου με την ίδια ένταση που έχει αφομοιωθεί, για να μπορέσει το άτομο να εκφραστεί και να δημιουργήσει με τον αποκλειστικά μοναδικό δικό του τρόπο. Και πραγματικά, ο πατέρας είναι μια από τις πρώτες εμπνεύσεις του πως να ζήσεις συγκροτημένα· που ενδεχομένως οφείλεις να εξετάσεις και να αφήσεις στην άκρη, αν φιλοδοξείς να αναπνεύσεις μια μέρα, μεταχειριζόμενη ίδιους πόρους και με τον τρόπο που εσύ η ίδια θεωρείς προτιμότερο και πιο αποτελεσματικό. Οι σχέσεις, όμως, εκτός από τρόπο απαιτούν και κόπο, κι αυτό ακριβώς φαίνεται πως έχει συνειδητοποιήσει ο Κόπι, στο ταινιάκι, ώστε αναζητά και τελικά διανοίγει πρωτάκουστα αναπάντεχους διαύλους επικοινωνίας με τον παιδί του, που, παρατηρώντας έναν βιολιστή του δρόμου, φαίνεται να σημαδεύεται από την πρώτη του τυχαία συνάντηση με την τέχνη (για περισσότερες λεπτομέρειες, σας παροτρύνω να δείτε την ίδια την ταινία, που ίσως ακριβώς εξαιτίας της λιτής και βατής έκθεσης γεγονότων που εκπροσωπεί καταλήγει ιδιότυπα συγκινητική). Έτσι επιστρέφει το χρώμα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών· μαζί με είδος κατανόησης του που περίπου εντοπίζεται ένα είδος ουσίας της ανθρώπινης ζωής στις καρδιές τους.


Ο δικός μου πατέρας δεν το είχε με τα μουσικά όργανα. Συνήθως, όμως, έμπλεκε τα παραμύθια που μου διάβαζε με δικές του επινοημένες περιπέτειες σε σημείο που δεν επιδέχεται ούτε ήπιο ξεκαθάρισμα. Κι ακόμη κι αν τότε διαμαρτυρόμουν που χαλούσε η πλοκή που αγαπούσα, που είχα διαβάσει, φανταστεί κι επιζητήσει χιλιάδες φορές, κάτι ζωντανό πρέπει να έχει μείνει από εκείνες τις ιστορίες, τις συχνά ατέλειωτες, τις τόσο λιγότερο ζυγιασμένες και προκαθορισμένες από τον Αίσωπο ή τους επιγόνους του Ντίσνεϊ, που συχνά αντάλλασσαν στοιχεία η μια με την άλλη· και ποτέ δεν αποτυπώθηκαν κάπου τα συναισθήματα που προκάλεσε η πρώτη φορά που ένα συγκεκριμένο γεγονός ώθησε να ειπωθούν.
Την Κυριακή που μας έρχεται ας κάνουμε λίγο πίσω στην παρόρμηση που μας υποδεικνύει να τιμάμε αυτούς που αγαπάμε προσφέροντας αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας. Ας προτιμήσουμε μια συζήτηση, μερικές σκέψεις ή κάτι άλλο πιο πνευματικό, ως ανταπόδοση σε όλα εκείνα τα όχι εντελώς χειροπιαστά που μας πρόσφερε η ζεστασιά, η ασφάλεια και η έμπνευση της αγκαλιάς του πατέρα, όπως φαίνεται και στο Ομοίως.


By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Εξερευνώντας τον Τόπο των Μυστικών

Ακολουθώντας την περσινή συνταγή αναγνωστικού προγράμματος εν όψει καλοκαιριού, που άρα αυτομάτως συνεπάγεται περισσότερο χρόνο για διάβασμα (δεδομένης και της ελάφρυνσης του προγράμματος ενός εκπαιδευτικού), διάβασα πρόσφατα τον Τόπο των Μυστικών της Τάνα Φρεντς. Αυτό φυσικά υπαινίσσεται διπλή έκφραση ευγνωμοσύνης προς τα περσινά μου καλοκαιρινά αναγνωστικά βήματα, καθώς και τότε είχα αρχίσει με τον Τόπο των Πιστών της ίδιας ,ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ικανό να καθηλώσει και τον πιο ζόρικο και δύσπιστο στις υποσχέσεις του είδους. Παρ' όλο που η παρουσία κάποιων χαρακτήρων διατηρείται στο δεύτερο αυτό μέρος της σειράς, η ικανότητα της Τάνα Φρεντς να δημιουργεί σασπένς, αυξάνοντας και κορυφώνοντας σταδιακά τα επίπεδά του στον κόσμο του αναγνώστη, καθώς και να οδηγεί στη διαφώτιση σχετικά με ορισμένα καθημερινά ανθρώπινα φαινόμενα, αναδεικνύεται μοναδική.

Μυστικά του Εφηβικού Μυαλού

Θα μπορούσε φυσικά να της χρεώσει κανείς πως, όπως και πολλοί άλλοι υπερπαραγωγικοί συγγραφείς του ίδιου είδους, ακολούθησε ακριβώς τους ίδιους δρόμους για να καταλήξει στο επανεπιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Στο βιβλίο αυτό, η Χόλι, το βλαστάρι του μυστικού αστυνομικού Φράνσις Μακέι και πρωταγωνιστή στον Τόπο των Πιστών, είναι οικότροφος στο κολέγιο Κίλντα, που φιλοξενεί κι εκπαιδεύει έφηβες γόνους προνομιούχων οικογενειών. Σε μια περίοδο μελέτης, η πρωταγωνίστρια ανακαλύπτει κάτι ύποπτο στον Τόπο των Μυστικών· ο τελευταίος αποτελεί το αποκούμπι της ίδιας και των συμμαθητριών της, τίποτε λιγότερο ή παραπάνω από έναν πίνακα ανακοινώσεων όπου μπορεί να αναρτήσει κάτι οποιαδήποτε ανώνυμα και χωρίς να αφήσει ίχνη. Συγκεκριμένα, το μάτι της Χόλι πιάνει μια φωτογραφία του Κρις Χαρπερ, πρόσφατα δολοφονημένου αγοριού από το γειτονικό κολέγιο αρρένων, Κολμ, την οποία κάποια έχει στολίσει με την παραδοχή «Ξέρω ποιος τον σκότωσε»· το ξεκίνημα του μυθιστορήματος σηματοδοτείται τη στιγμή, κατά την οποία η ίδια αποδίδει στον αστυνόμο Στίβεν Μόραν, υπάλληλο των Ανεξιχνίαστων Υποθέσεων, το εύρημά της.
Η ανακάλυψη της Χόλι θα πυροδοτήσει την προσέγγιση της Αστυνόμου Κόνγουεϊ, επικεφαλής των ερευνών για την εξιχνίαση της δολοφονίας, από τον Μόραν, καθώς και μια σειρά από νέες ανακρίσεις κι έρευνες από τους δυο αστυνομικούς που διαρκούν ένα ασταμάτητο μερόνυχτο. Αμέσως ξεχωρίζουν οι δυο κοριτσοπαρέες που φαίνονται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο να έχουν βρεθεί κοντά στο θύμα, αλλά και να αψηφούν τους αυστηρούς κανόνες του κολλεγίου που επιμένουν στην απαγόρευση των νυχτερινών εξόδων, ακόμη και στο προαύλιο, μετά από κάποια συγκεκριμένη ώρα: είναι η παρέα της Τζόαν κι αυτή της Χόλι, η καθεμιά από τις οποίες εμφανίζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που απαντώνται συχνά σε πραγματικές παρέες κοριτσιών αυτής της ηλικίας, αν και ίσως όχι στο βαθμό παρακινδυνευμένης υπερβολής που υπαινίσσεται το βιβλίο.
Εδώ κατά βάθος απαντώνται και διαβαθμίσεις της «φιλίας» που βιώνουμε στην καθημερινή ζωή. Η παρέα της Τζόαν είναι τα τσιράκια της, μαριονέτες, κάθε κίνηση των οποίων προσεκτικά σχεδιάζει και οριοθετεί η ίδια: η αγαθή Όρλα, η φοβισμένη Άλισον και η αυτάρεσκη Τζέμα. Η «φιλία» τους βασίζεται στον ψυχαναγκασμό και στη δύναμη της απειλής· κι όταν η όρεξη της Τζόαν φαίνεται να τραβάει λίγη γελοιοποίηση των άλλων ή προσωπική εξύψωση, λόγω εμφανών αδικιών του κόσμου προς το πρόσωπό της, η σπουδή της στα χούγια των συμμαθητριών της, εξαιτίας της καθημερινής τους συμβίωσης, μπορεί να στρέφει σχεδόν τα πάντα προς όφελός της. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να εξασκήσει κι όταν αντιλαμβάνεται τη φαινομενική υπεροχή της παρέας της Χόλι απέναντι στα βλέμματα των αγοριών, ενώ θα επιθυμούσε να ήταν όλα αποκλειστικά στραμμένα προς τον εαυτό της. Κλασική περίπτωση δολοπλόκου κοριτσιού, που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί στιγμές εγγύτητας, ικανές να ξεδιπλώσουν τα αδύναμα στοιχεία των άλλων, για να τα χρησιμοποιήσει, αναδεικνύοντας τον προσωπικό της θρίαμβο. Μπορεί, ως τύπος ανθρώπου, να μη συναντάται στον υπέρτατο βαθμό στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά ψήγματά του αποτυπώνονται στον καθημερινό εγωισμό που χαρακτηρίζει τη σημερινή ανάγκη των ανθρώπων για επιβίωση.


Στον αντίποδα βρίσκεται η παρέα της Χόλι. Η ιδανική φιλία, αυτή που πάντοτε λαχταρούσες, όταν μπορείς να μοιράζεσαι ακόμη και τις πιο μύχιες σκέψεις, καθώς και τις ιδιαίτερες στιγμές σου με το άλλο άτομο. Ανάμεσα στη Χόλι, τη Τζούλια, τη Σελίνα και τη Μπέκα το δέσιμο δε σταματάει ποτέ, τόσο που αψηφά τα όρια που θέτει το άμεσα σχετιζόμενο περιβάλλον, ώστε να συνεχίσει να αναπτύσσεται σε κάποιο ξέφωτο που περιτριγυρίζουν κυπαρίσσια αργά τα βράδια. Οι συνέπειες, ωστόσο, είναι ραγδαίες και συχνά τραγικές: μέχρι πού θα έφτανε κάποια για να καλύψει τις σκέψεις και τις πράξεις της κολλητής της; Πόσο σοβαρά παίρνουν τα κορίτσια όλα αυτά που συμβαίνουν, δεδομένου πως βρίσκονται σε μια ηλικία που διογκώνει τις επιδράσεις όλων των ερεθισμάτων, των συμβάντων και των συναισθημάτων; Και τι συμβαίνει όταν η μία από τις τέσσερις, η σκληροπυρηνική Σελίνα, η ίδια που προτείνει οι τέσσερίς τους να ορκιστούν πως θα αποφεύγουν οποιεσδήποτε σχέσεις με αγόρια από το Κολμ, παραβαίνει πρώτη τον όρκο; Όσο σημαντικό ορόσημο κι αν ανακαλύπτουμε καθημερινά πως αποτελεί η φιλία για την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι αδύνατο να ισχυριστούμε πως μπορεί με μοναδικό τρόπο να αντισταθεί στα σκαμπανεβάσματα των καταστάσεων και στις παλινδρομήσεις των καιρών.

"Αυτό που διαφεύγει για κάποιο λόγο στους ανθρώπους είναι ότι οι φίλοι [...] δηλώνουν ότι έχεις στεριώσει, ότι έχεις κάνει τη συμφωνία σου: 'Οπου κι αν είστε μαζί, αυτό είναι, δε θα φτάσεις ποτέ πιο μακριά. Αυτή είναι η στάση σου· εδώ κατεβαίνεις."

Έτσι κάποτε και η φιλία της Χόλι, της Τζούλια, της Σελίνα και της Μπέκα θα επηρεαστεί από την ίδια την επιθυμία για τα πρωτόγνωρα αυτά σκιρτήματα που χαρακτηρίζουν τις αρχικές σχέσεις με το άλλο φύλο που φαίνεται να αψηφά. Και θα πάρει τη γνωστή κατηφόρα στην οποία έχει αποδειχθεί πως κάθε θνητό πράγμα είναι καταδικασμένο να υποκύψει· πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τρυφερές ηλικίες, κατά τη διάρκεια των χρόνων όταν από στιγμή σε στιγμή αισθάνεσαι κάθε μόριο της ψυχής και του κορμιού σου να αλλάζει και να εξελίσσεται, καθώς οι διαισθήσεις σου ουρλιάζουν πως τα στοιχεία της φύσης που σε περιστοιχίζουν αναμένονται να εκραγούν.


Ο τρόπος γραφής της Τάνα Φρεντς ενισχύει σίγουρα την τάση του αναγνώστη να μην αφήσει καθόλου το βιβλίο από τα χέρια του, αφού έχει ξεκινήσει να το διαβάζει. Οι ατελείωτοι ρεαλιστικοί διάλογοι, αλλά και οι χαραμάδες στοιχείων, που διανοίγονται σιγά σιγά από μια λάθος λέξη, έναν μικρό αψυχολόγητο υπολογισμό των εμπλεκόμενων κοριτσιών ή έναν υπερβολικά επιτυχημένο λεκτικό ελιγμό των αστυνομικών σε καθηλώνει, την ίδια στιγμή που αισθάνεσαι το απύθμενο κλισέ της υπόθεσης να βράζει στο αίμα σου, χωρίς να μπορείς να το σταματήσεις· κι ας νιώθεις πως εν μέρει κάπως έχεις εξαπατηθεί, αφού λάτρης των αστυνομικών ποτέ δεν υπήρξες. Δε συνίσταται, όμως αποκλειστικά σε αυτό ο απόλυτος λόγος για το οποίο πρέπει να διαβάσετε το μυθιστόρημα. Οι καλά δουλεμένοι χαρακτήρες της Τάνα Φρεντς, ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τη συμβολή της γκεστ εμφάνισης του Φράνσις Μακέι του
Τόπου των Πιστών, βοηθούν τον αναγνώστη κυρίως άλλων λογοτεχνικών ειδών να συγκλονιστούν και να βυθιστούν στην πορεία της πλοκής χωρίς επιστροφή. Άσχετα που, κατά τη γνώμη μου, τεχνικά δεν αγγίζει τα όρια ψυχοδράματος του Τόπου των Πιστών· ή απλώς αν διαβάσεις το πρώτο βιβλίο της συγγραφέα αισθάνεσαι ότι κατανοείς και προσδοκάς ως ένα βαθμό την εξέλιξη και του δεύτερου.
Γι' αυτό και θα σύστηνα να εγκαινιάσετε τους καλοκαιρινούς σας αναγνωστικούς περιπάτους με ένα βιβλίο σαν αυτό· χωρίς, ωστόσο, να αναζητάτε ένα συγγραφικό θαύμα επί γης να επιστεγάσει την ανάγνωση ενός κλασικού αστυνομικού.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

Σκέψεις Περί Διαδικτυακής Γραφής

Έχει περάσει κιόλας ένας ολόκληρος χρόνος από τότε που ξεκίνησα να γράφω σ' αυτό εδώ το ιστολόγιο. Όσο απίστευτη ή αληθινή κι αν ακούγεται η αναφορά στο πέρασμα αυτού του χρονικού διαστήματος (που ούτε κι εγώ η ίδια κατάλαβα πως συνέβη να χαθεί κυριολεκτικά μπροστά απ' τα μάτια μου), αυτή η ανάρτηση είναι ένας είδος επετείου, μόνο και μόνο για να τονίσει κάπως, αλλά και να με κάνει να αισθανθώ πιο έντονα την πραγματικότητα αυτού του γεγονότος. Εν είδει ρετροσπεκτίβας, διάλεξα λοιπόν σήμερα να σας παραθέσω λίγα από αυτά που έμαθα σε σχέση με την εμπειρία του να κοινοποιεί κάποιος αυτά που γράφει στο διαδίκτυο, μια σύγχρονη όσο κι επίπονη διαδικασία λόγω των αποστάσεων που δημιουργεί, αλλά κι όσων φαίνεται να προσπαθεί να καλύψει. Ελπίζω πολλοί από εσάς που δεν το έχουν κάνει ακόμη να δοκιμάσετε επίσης την εμπειρία ή κάτι άλλο που σας εξιτάρει περισσότερο ή εξίσου και που νιώθετε πως κατά βάθος πάντα κατοικούσε στον πυρήνα της ύπαρξής σας.


        1. Η διαδικτυακή γραφή είναι ένας τρόπος να επικοινωνήσει κανείς με τους άλλους. Όσο κι αν ως μέσο θεωρείται ασυνήθιστο και καταλήγει συχνά παρεξηγήσιμο. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν εύκολο το να εκφράσουν με άλλους, πιο άμεσους τρόπους τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους· μάλιστα, το να απευθύνονται σε άλλους ανθρώπους σχετικά με αυτά όλη την ώρα αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα τους. Με άτομα πιο εσωστρεφή, όπως εγώ, ωστόσο, δε συμβαίνει πάντα αυτό. Αξίζει, όμως, και να σκεφτεί κανείς πως υπάρχουν εκατομμύρια πράγματα που έχουν περάσει ποτέ από το μυαλό του ή τα έχει σκεφτεί ενδελεχώς και θα μπορούσε να τα εκφράσει μέσω του γραπτού λόγου στους άλλους, βρίσκοντας κάποια ελάχιστη ανταπόκριση· μια ηλιαχτίδα στην άκρη ενός ασίγαστου από θορύβους τούνελ ή την απαρχή μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας στο κεφάλι μιας οδοντογλυφίδας ή στο γδαρμένο εσωτερικό ενός σπιρτόκουτου. Η αφετηρία για την έμπνευση της τελευταίας αυτής μεταφοράς αξίζει να αποδοθεί στον αγαπημένο μου καλλιτέχνη, πανταχού παρόντος ιδιαίτερα στις πρώτες αναρτήσεις που ξεκίνησα να γράφω όντας ακόμη υπό σκέψη σχετικά με τη δημιουργία ενός ιστολογίου, σε συνεχή βαθιά πνευματική συνομιλία με τη μουσική, τους στίχους, αλλά και θραύσματα από διηγήσεις περιστατικών εμπνευσμένων από εκδοχές της ζωής του (περισσότερα για το έργο του Παύλου Παυλίδη και τη συμβολή του σ' αυτό εδώ το ιστολόγιο θα βρείτε εδώ κι εδώ).


        2. Η διαδικτυακή γραφή είναι ένα είδος εξάσκησης του μυαλού, αλλά και μια ψυχοθεραπευτική όσο και ψυχαναλυτική δραστηριότητα. Εκτός από την αναμενόμενη παραδοχή πως γράφοντας ξεχνάς τα προβλήματά σου, καθώς μπαίνεις στη λογική του να σκεφτείς άλλα αδιέξοδα, συχνά εντελώς διαφορετικά, γράφωντας και δημοσιεύοντας, γνωρίζεις πτυχές του εαυτού σου, τις οποίες προηγουμένως αγνοούσες πλήρως ή με τις οποίες το μέσα σου αδυνατούσε να επικοινωνήσει. Ο πόνος για κάποιο πρόσωπο που χάθηκε, που έχασες για πάντα από καθαρά δική σου υπαιτιότητα, αλλά και η θλίψη για ένα είδος αδικίας που συχνά νιώθεις πως συμβαίνει εις βάρος σου χωρίς το σύμπαν να συνωμοτεί εναντίον σου και χωρίς οι άλλοι να το αντιλαμβάνονται καν μπορούν να βγουν από τα σωθικά σου με τρόπο που σε περιπτώσεις που ακόμη κι η βοήθεια του κοντινότερου φίλου-εξομολόγου μπορεί να αποτύχει (ειδικά επειδή αιωνίως κάθε άτομο βασανίζεται από τις καθαρά δικές του έγνοιες, και μπορεί άθελά του να αδυνατεί να σε πλησιάσει περισσότερο. Στο διαδίκτυο, ωστόσο, μόνο αυτός που ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πράγματα που γράφεις μπαίνει συνήθως στη διαδικασία να σε ανακαλύψει).
                    Από δημιουργική άποψη, προσπαθείς κάθε φορά να κάνεις το καλύτερο που μπορείς, όσο κι αν δεν είναι πάντα εφικτό, και τα αποτελέσματα του να επιμένεις συστηματικά σε ένα είδος προσπάθειας μπορεί να αποτελέσουν έκπληξη για τον οποιοδήποτε που δεν έχει δοκιμάσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Είναι τέτοια που κι εσύ η ίδια ποτέ δεν περίμενες να βγαίνουν μέσα από σένα και να κατευθύνονται προς τον υπόλοιπο κόσμο τόσο λίγο χρόνο και τόσο περιορισμένες δυνάμεις που πιστεύεις πως βρήκες ποτέ τη δυνατότητα να διαθέσεις.

         
        3. Οι σκέψεις σου σχετικά για τον κόσμο ανακατεύονται με τις σκέψεις ένα σωρό άλλων αξιόλογων συμπορευτών που έπλευσαν στο παρελθόν ή ενεργούν ταυτόχρονα και γεννούν άλλες σκέψεις ή μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο. Ξαφνικά γίνεσαι μέρος ενός σύμπαντος (στη συγκεκριμένη περίπτωση θα το ονομάσω σύμπαν μπλογκαρίσματος!) που δεν είχες ποτέ φανταστεί πως υπάρχει με το συγκεκριμένο τρόπο, και, μπαμ, να το μαγικό συναίσθημα ότι ανήκεις κάπου. Η γραφή σου μεταμορφώνεται, γίνεται κάτι εμπνευσμένο από τα όνειρα, τις φιλοδοξίες και τις δυνατότητες τις δικές σου και των άλλων. Ξαφνικά διαπιστώνεις πως ανήκει σε ένα είδος που συνειδητά προσπαθείς να ακολουθήσεις, κατά τη διάσημη παραδοχή του Μπακτίν πως κάθε δημιουργία κειμένου φιλοδοξεί να συμμετέχει στα μυστικά της γλώσσας και των κωδίκων του είδους το οποίο προσπαθεί να υπηρετήσει. Παραμένοντας σ' αυτό το συλλογισμό, δε θα μπορούσα παρά να ομολογήσω το θαυμασμό μου για τη δεξιοτεχνία και το όραμα του Γελωτοποιού, καθώς και τις ιδέες, την επιμονή και το ύφος του Απολύτως Διαλλακτικού, δυο από τους δικούς μου αγαπημένους μπλόγκερς. Τα κείμενά τους έχουν αποτελέσει πότε καταφύγιο στις άνυδρες στιγμές μακριά από τη γραφή και πότε απαρχές αναλαμπών αναμνήσεων αλλά και εμπνεύσεων στη μέχρι τώρα διαδρομή που έχουν διανύσει Οι Συλλογισμοί Μου.


        4. Ποτέ δεν ξέρεις στην πραγματικότητα ποιος μπορεί να διαβάζει ή πως μπορεί να αντιδρά στις αναρτήσεις σου. Η αλήθεια είναι πως πάντα εντυπωσιάζομαι με το γεγονός πως είναι αδύνατο να καταλάβω ποιοι ακριβώς από όσους γνωρίζω ή δε γνωρίζω έχουν διαβάσει κάτι και το πως αυτό μπορεί να τους έχει κάνει να νιώσουν. Κάποιο άτομο που ποτέ δε μπήκε στη διαδικασία να πατήσει κάποιο κουμπί reaction στο Facebook και παρ' όλα αυτά μπήκε στη διαδικασία να διαβάσει κάτι δικό μου. Το απόλαυσε ή αηδίασε ή βαρέθηκε και το παράτησε: η απόλυτη φαντασία κρύβεται πίσω απ' όσα συνέχεια θεωρείς πως πιστεύει μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων για σένα ενώ αγνοείς το πραγματικό αντίκρισμα που έχουν οι ενέργειές σου σ' αυτούς με τους οποίους έρχεσαι σε επαφή. Και η θεωρία του άγνωστου αναγνώστη που δε φανερώνεται ποτέ κι όμως διαβάζει και ξαναδιαβάζει κάτι που ίσως με κάποιο τρόπο να τον / την έχει επηρεάσει: ο αιώνιος πόθος στην καρδιά ενός δημιουργού τη στιγμή που παραμένει άγνωστο αν αυτή είναι μια επιθυμία βασισμένη σε μια ουτοπία ή στην πιθανότητα κάτι παρόμοιο όντως να συμβαίνει, αν και ίσως όχι τόσο συστηματικά όσο η γράφουσα παραδέχεται πως θα ήθελε.


        5. Κάθε χρονικό σημείο δημοσίευσης μιας ανάρτησης, με μαθηματική ακρίβεια, διαρκεί πολύ λίγο, αλλά είναι η στιγμή σου. Καθετί στις απολύτως παγκοσμιοποιημένες κι εμπορευματοποιημένες κοινωνίες όπου ζούμε έχει απίστευτα μικρή χρονική διάρκεια μέχρι το επόμενο συνταρακτικό συμβάν, που θα σαρώσει τα βλέμματα και ξανά το ίδιο στον αιώνα τον άπαντα. Η διαδικτυακή γραφή, ωστόσο, βρίσκω πως είναι ένας τρόπος να κάνεις διάλειμμα από αυτό τον κόσμο, ώστε να πάρεις μια ανάσα να σκεφτείς, να εκτιμήσεις, έννοιες λησμονημένες, στις οποίες τόσο πολύ αδυνατούμε να δώσουμε σημασία στη δίνη της καθημερινότητας. Είναι, επίσης, ο ιδιοσυγκρασιακός σου τρόπος να αντιμετωπίσεις όλα αυτά που ζεις, κι έτσι, αδιαμφισβήτητα, η ακεραιότητα της προσωπικότητάς σου υψώνεται για να αντιμετωπίσει τον προσεκτικά οριοθετημένο κόσμο ανθρώπινων δυνατοτήτων κι ευαισθησιών των άλλων. Χωρίς να αποφεύγω εδώ να εκφράσω την περίτρανη αλήθεια πως όλοι διαθέτουμε κι άλλες διαδικτυακές, αλλά και πραγματικές πλευρές εκτός από αυτές που αφήνουμε σε όλους να εννοηθούν αποκλειστικά και μόνο από τον κόσμο των ποστ μας.

Σαν επίλογος, υπάρχει η σκέψη πως η επιθυμία και η φιλοδοξία για συνέχεια δεν επιδέχονται επιλόγους. Η διαδικτυακή γραφή μπορεί για κάποιους από εμάς να είναι ένα κομμάτι του εαυτού τους, που έτυχε κάποια στιγμή να ανακαλύψουν· όπως και η απαρχή μιας σειράς από συλλογισμούς και συμβάντα, την πιθανότητα εμφάνισης των οποίων στη ζωή μου προσωπικά δεν είχα ποτέ διανοηθεί.

By Μαρία Γώγογλου