Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Η Εστία του Κακού

Το να θεωρούμε πως τα πάντα γύρω μας είναι από τη φύση τους θετικά είναι σίγουρα μια γενίκευση που αναγκαστικά παράγει ο οργανισμός μας, ώστε η επιβίωσή μας σε διάφορα περιβάλλοντα με τις ιδιατερότητές τους να εξασφαλιστεί. Χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει πως τα πάντα στη ζωή γίνονται με θετική διάθεση και χροιά. Δυστυχώς, όσο κι αν θέλουμε να αποφύγουμε τη σκέψη, το κακό υπάρχει, και μάλιστα βρίσκεται τόσο πολύ μέσα σε όλα όσο και τα απολύτως θετικά κι επιθυμητά πρόσωπα και πράγματα που εξυμνούμε. Είναι μάλιστα μέσα σε όλους μας και περιμένει μια κατάλληλη ευκαιρία να εξωτερικευθεί.


Ευχής έργον είναι για τον καθένα να το αφήσει να κοιμάται βυθισμένο στο τίποτα χωρίς τη δυνατότητα να εκφραστεί. Η πραγματικότητα, όμως, άλλα αποδεικνύει. Εν πρώτοις, ότι μια λαμπερή, ζωντανή ατμόσφαιρα και σημάδια επιτυχίας κάποιου πράγματος στον αιθέρα μπορεί απλώς και μόνο να το προκαλέσουν. Αυτά, είτε μιλάμε για το αληθινό ταίριασμα μιας παρέας ή μιας σχέσης σε προχωρημένη φάση ή στην περίοδο των μελιών (οι αρχικές περίοδοι είναι συχνά οι πιο εύθραυστες) είτε για μια επαγγελματική ή οικογενειακή συνεργασία. Υπάρχουν μάλιστα στιγμές που κάτι υπέροχο σου προκαλεί τη σκέψη των ζηλόφθονων εκρήξεων που ελλοχεύουν· και ποτέ δε θεωρώ εύκολο να προβλέψει κανείς ή να σκεφτεί πως θα αντιμετωπίσει τους κινδύνους που εγκυμονούν. Γενικά, δε θεωρώ λύση αυτό που πολλές φορές έχω πει στον εαυτό μου -να μην εκδηλώνεται, όταν του συμβαίνει κάτι θετικό- αν και, όπως όλοι σας πιθανά έχετε διαπιστώσει, συχνά πιάνει.
Τα πικρόχολα σχόλια για «αγαπημένα» πρόσωπα συναγωνίζονται τότε το ένα το άλλο σε υποτίμηση και συσσωρευμένη επιθυμία εκμηδενισμού του / των εν λόγω ατόμων στα σπάργανα ή την κορύφωση της λάμψης που συχνά αισθάνεσαι ότι σταυρώνονται κυριολεκτικά (!). Το θέμα είναι ότι αρκετές φορές δεν καταλαβαίνεις καν πως όλα αυτά είναι δυνατό να βγαίνουν από το στόμα κάποιου που τόσο καιρό θεωρούσες ευυπόλυπτο· ή ακόμη και το δικό σου. Υπάρχει, δικαιολογείσαι, κάτι που ξεκάθαρα τα έχει προκαλέσει, κι όταν νιώθεις πως ο κόσμος ολόκληρος ή ένας άνθρωπος καθ' εικόνα και ομοίωσή του έχει βαλθεί να εναντιωθεί στην εξέλιξή σου, οφείλεις με κάποιο τρόπο να αντιδράσεις. Μέχρι που σταματά να θεωρείται δικαιολογημένη η αντίδραση στην έκρηξη κακίας, ωστόσο; Ή μήπως δεν ήταν ποτέ δικαιολογημένη, αφού η επιλογή να σταματήσεις για λίγη ή περισσότερη ώρα να σκέφτεσαι το συγκεκριμένο δεινό που σου προκάλεσε κάποιος άλλος υπήρχε στη διάθεσή σου εξ αρχής; Πόσα ελαφρυντικά δικαιούσαι, επειδή βρέθηκες σε μειονεκτική θέση κουρασμένος, ενοχλημένος, αδικημένος και τελοσπάντων κυριευμένος από τη σκέψη της γέννησης των αρχικών κινήτρων της εχθρικής ενέργειας που τώρα φαίνεται έστω και προσωρινά να σου κλείνει το δρόμο;

Dredshift, Το Κακό Μέσα Μας

Η κακία μπορεί να έρθει στην επιφάνεια ως κάτι πηγαίο, που καιρό αναζητούσε την ακριβή του θέση εγκατάστασης μέσα στον εαυτό, αλλά και να παρασυρθεί από τον πανομοιότυπο περίγυρο, που συχνά παίρνει τη μορφή τείχων που υψώνονται κι εμποδίζουν τη φυγή μας προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Πολλές φορές τα ακριβή μονοπάτια επιτυχίας που έχουμε αποφασίσει να βρούμε τον τρόπο να προσεγγίσουμε μας οδηγούν σε άτομα που έχουν εμφανώς ευνοηθεί εντονότερα από τις περιστάσεις ή που τελοσπάντων δε μπορούμε ούτε να διανοηθούμε πόση δουλειά έχουν ρίξει για να κάνουν αυτό που τώρα βλέπουμε πως μπορεί να ονομαστεί κάτι ουσιαστικό. Όσο κι αν έχουν σκοτωθεί στην προσπάθεια, ωστόσο, τίποτα δεν αναιρεί το πρωταρχικό αίσθημα της ζήλιας που κράζει "γιατί όχι εγώ ο ίδιος;"· κι είναι κι αδύνατο να το βάλεις στη σίγαση ή να το αγνοήσεις. Από την άλλη μεριά, η επιβίωσή σου σε μια κοινωνία όπου ο ένας κανίβαλος σχεδιάζει πως θα καταβροχθίσει το διπλανό του δεν είναι πιθανή, αν επιμείνεις σε μια ευαίσθητη, πονόψυχη, «με το σταυρό στο χέρι» προσέγγιση. Ο ανταγωνισμός στον επαγγελματικό στίβο, στον οποίο όλοι σε κάποιο βαθμό επιδιδόμαστε, άσχετα από το βαθμό στον οποίο το παραδεχόμαστε ή όχι αποτελεί περίτρανη απόδειξη μιας κοινωνίας όπου η φράση «ο θάνατός σου η ζωή μου» είναι η περίβλεπτη αρχή που χαρακτηρίζει μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές πτυχές της στάσης ζωής μας.

Μάχμουντ Φάρσιαν, Αρπαγμένοι από το Κακό στο Εσωτερικό μας

Αφού, λοιπόν, θα μπορούσε εύλογα να ρωτήσει κανείς, υπάρχει πάντα μέσα μας το κακό, είναι αποκλειστικά και μόνο μια χίμαιρα η σκέψη πως μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτό; Η προσωπική μου απάντηση είναι πως οριστική απαλλαγή δεν υπάρχει ακόμη κι αν έχεις ακολουθήσει το lifestyle του Βούδα και ισχυρίζεσαι πως τα εγκόσμια, με τους πλούσιους ποικιλόχρωμους θησαυρούς τους δε σε αγγίζουν καθόλου πια. Η αλήθεια είναι ότι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης έναντι των άλλων ειδών με κάθε κόστος είναι τόσο βαθιά χαραγμένα στο γενετικό προφίλ των ανθρώπινων όντων που είναι αδύνατο να ξεφύγεις έστω από λίγη κακιούλα με την πρόφαση των συγκρουόμενων παραδοχών της φιλοσοφίας ή των γενικότερων «πιστεύω» σου. 
Η συνείδηση, βέβαια, διεκδικεί ένα είδος ελέγχου, στο βαθμό που εξακολουθείς να την εξασκείς σε σχέση με το σύνολο κατά πρώτον της προσωπικής σου δράσης και ιδιατερότητας των αντιδράσεων, και και δεύτερον ασκώντας καλοπροαίρετη, μα όχι καταδικαστική κριτική στις συνήθειες των άλλων, με τους οποίους φαινομενικά ή ουσιαστικά σχετίζεσαι καθημερινά. Οι παράμετροι που περιορίζουν την τελευταία δραστηριότητα είναι ιδιαίτερα σημαντικές, ειδικά αν σκεφτούμε πόση μεροληψία δείχνουμε αναπόδραστα απέναντι στον εαυτό μας , εξαιτίας της εγγύτητας με τον οποίο συμπάσχουμε απόλυτα, την ίδια στιγμή που είναι αδύνατο να γνωρίζουμε πάντα τα κίνητρα που πολλές φορές ωθούν τη δράση των πλησιέστερων σε μας ανθρώπινων πλασμάτων.
Σπίθες του κακού θα βρίσκονται πάντα εκεί. Το ζήτημα είναι αν και κατά πόσο θα συμβάλλουμε στην εξέλιξη μιας καταστροφικής πυρκαγιάς.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Ο Θρίαμβος της Εξωτερικής Εμφάνισης

Εκτός από την πρώτη εντύπωση, είναι και κάτι που συχνά μας απασχολεί σημαντικά, όταν γνωρίζουμε άτομα ή τα αντικρίζουμε από μακριά για πρώτη φορά. Καλώς ή κακώς, είτε το δεχόμαστε, είτε όχι, ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο ή είμαστε προγραμματισμένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε η εξωτερική μας εμφάνιση, καθώς κι αυτή των άλλων να παίζει κομβικό ρόλο στη ζωή μας.


Και μόνο αν ξαναζωντανέψουμε στο μυαλό μας, με λεπτομέρειες, μια τυπική ημέρα που περάσαμε χωρίς να συμβεί τίποτα ασυνήθιστο, μια ελαφρώς κριτική ματιά, θα το διακρίνει: μοντέλα που διεκδικούν τη μονοπώληση των βλεμμάτων μας στις τηλεοπτικές και τυπωμένες διαφημίσεις, οι προσεκτικά χαραγμένες πινελιές μακιγιάζ και ντυσίματος των ηθοποιών στις ταινίες και η ασυναίσθητη περιφρόνησή μας για τους άστεγους κι άλλες φιγούρες που πηγαινοέρχονται στους δρόμους χωρίς τη δική μας μόνιμη τύχη είναι μόνο μερικά παραδείγματα των διακρίσεων που επιμένουν να κάνουν τα μάτια μας.


Και που αποδεικνύονται συχνά επιβλαβείς· δεν τολμώ να υποβαθμίσω τις φορές που πίστεψα στη συμπάθειά μου προς κάποιο εξαιρετικά φροντισμένο, καλοφτιαγμένο πρόσωπο που όχι απλώς δεν ευοδώθηκε, αλλά ο εσωτερικός του κόσμος έτυχε να μου αποκαλυφθεί εξαιρετικά αργότερα ως ασταθής, διαταραγμένος ή σπανιότερα τερατώδης. Ας μην ξεχνάμε, εδώ, πως υπάρχουν τα ατημέλητα πλάσματα, εκείνα που δεν επιθυμούν, κι όσο γίνεται απεύχονται η εξωτερική εμφάνιση να παίζει τον κεντρικότερο ρόλο, ακριβώς επειδή απορροφώνται από άλλες ασχολίες (βάζω ξεκάθαρα και των εαυτό μου μέσα στη συγκεκριμένη μερίδα, αφού έχω να βάλω σκιά στο μάτι πριν τη βραδινή έξοδο μάλλον κάτι χρόνια! Ας όψεται η έλλειψη χρόνου που αιωνίως ευαγγελίζομαι). Κι επιτέλους το αντρικό μακρύ αφρόντιστο μαλλί ύστερα από τόσα μέταλ κι όχι μόνο συγκροτήματα, εκτός από ιδεολογία, ελπίζω να φαίνεται στους περισσότερους από εμάς λιγότερο ιερόσυλο (στους αμετανόητους λάτρεις της περιποίησης τουλάχιστο).
Στο κάτω κάτω, ακόμη κι αν ψηλαφίσουμε επιφανειακά τις απόψεις, με αφετηρία το Λακάν, που τονίζουν πόσο πολύ έχουμε ανάγκη ο κόσμος, και γι'αυτό, κάθε υπαρκτό γνωστό μας πρόσωπο να μοιάζει σε εμάς, ομορφιά ή τελοσπάντων ιδανική εξωτερική εμφάνιση είναι κυρίως αυτό που καθορίζει η εκάστοτε εποχή. Έτσι, οι αναγεννησιακοί τύποι, με τις ιδιάζουσες προτιμήσεις τους στη γυναικεία πλαδαρότητα δε θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν την προσκόλληση στις σύγχρονες ψυχώσεις των πολύχρωμων τατουάζ και του πίρσινγκ που συχνά απαιτείται να καλύπτουν μεγάλο μέρος του σώματος στις μέρες μας. Όσο ανεξάρτητοι ιδεολογικά και προφυλαγμένοι από τα προσωπικά μας πιστεύω κι αν αισθανόμαστε, η επιρροή του περίγυρου φαίνεται αδύνατο να μην έχει κατορθώσει έστω και την ελαχιστότερη ρωγμή στο κέλυφος. Η ματιά μας διαθέτει στοιχεία του κόσμου όπου κατοικούμε.

Σκηνή από την ταινία Holy Motors του Λεός Καράξ
Η ματιά επίσης, σύμφωνα με πασίγνωστο γνωμικό, που εκφέρεται συχνά στην αγγλική γλώσσα, αν και προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, ανήκει σ'αυτόν που κοιτάζει και η ομορφιά πλάθεται, σε μια σύνθετη διαδικασία, από τον ίδιο (beauty is in the eye of the beholder, για τους γλωσσομαθείς). Με άλλα λόγια, η σταδιακή οικειότητα που αποκτάμε με κάποιον κι ο εξελισσόμενος θαυμασμός και η εκτίμησή μας για το ον αυτό μας κάνουν να τον / την βλέπουμε με άλλα μάτια. Ειδικά, όταν στο ξεδίπλωμα των γνωριμιών και των χαρακτήρων αισθανόμαστε να υπάρχει μια εξέλιξη που μάλλον κυρίως έχει σχέση με ένα είδος βάθους σκέψης και μια εκλέπτυνση των συναισθημάτων που αναζητούμε ανελλιπώς. Το μάτι, λοιπόν, ως όργανο του σώματος εναπόκειται στην υποκειμενικότητα· εδώ, το νιώθουμε με ήρωες ταινιών, σίριαλ και ριάλιτι που τους βρίσκουμε ωραίους, ακριβώς επειδή φαίνεται να τους συμπαθούμε, όσο κι αν δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τον κόσμο της καθημερινής μας πραγματικότητας.
Οι υποστηρικτές μιας ουτοπίας ενός σύμπαντος όπου καμία αντίδραση και καμία συμπεριφορά δε θα εξαρτάται από την εξωτερική εμφάνιση σίγουρα αποφεύγουν τις συνεχείς αποδείξεις του αντιθέτου που μας σερβίρει η συνέχιση αυτού του κόσμου, όσο κι αν φαίνονται ενδιαφέροντες προσωπικότητες να εξερευνήσεις από λογοτεχνική άποψη. Γενικότερα, η εξωτερική εμφάνιση είναι η βιτρίνα μας· κι έχουμε διαπιστώσει όλοι πόσο πολύ μια πρώτη επαφή με κάτι που εμφανίζεται θετικό, ενδιαφέρον ή αντιμετωπίσιμο προδιαθέτει αποφασιστικά τη διάθεσή μας. Οπότε, προσωπικά είμαι υπέρμαχος ενός προσεκτικού φυσιολογικού και γενικότερου εμφανισιακού προφίλ· με τον όρο, ωστόσο, να στεκόμαστε εξίσου προσεκτικοί απέναντι στις ψυχικές και συνασθηματικές μας ανάγκες, καθώς και στους πνευματικούς μας ορίζοντες.
Κι ας μην παρεξηγούμε τους εικονολάτρες εμφανισόπληκτους συμπορευτές μας· υπάρχει η στιγμή μιας μεγάλης ή μικρής αποκάλυψης για καθετί εμφανισιακό ή μη. Κι ας δοκιμάσουμε, έστω για λίγες φορές μόνο, την εφαρμογή άλλων πέραν της εξωτερικής ομορφιάς κριτηρίων στην απαρχή των επόμενών μας γνωριμιών.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Οι Τελευταίες Ώρες της Μαίρης

Σίγουρα το να ανοίγεις τα μάτια και να βλέπεις ένα ζωντανό να περιφέρεται μέσα στο σπίτι ψάχνοντας εναγωνίως τροφή δεν είναι και η πιο ευχάριστη εμπειρία. Έτσι τουλάχιστο σκέφτηκε η Μαίρη μόλις άνοιξε τα μάτια της εκείνο το συγκεκριμένο πρωί. 



Υπήρχε αυτό το μούδιασμα που είχε ξεκινήσει να νιώθει μέρες πριν και που τώρα το αισθανόταν λίγο πιο έντονα. Τίποτα ανοίκειο όμως. Απλά η συνηθισμένη δυσκολία να ανοίξει τα μάτια, να σηκωθεί και να επιδοθεί σε οποιαδήποτε δραστηριότητα. Σήμερα, όμως, ήταν αδύνατο να μείνει ακίνητη λίγο ακόμα, ειδικά λόγω της άβολης στάσης στην οποία την είχε χθες το βράδυ πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Ας πούμε πως είναι αναγκαστικό λοιπόν, και στο κάτω κάτω μπορώ να ξαπλώσω ξανά σε λίγο, ήταν η πρώτη της σκέψη, αφού δεν άντεχε στην ιδέα του να μείνει για λίγη ώρα ακόμη ατάιστο το καημένο το ταλαιπωρημένο γατί.

Το γατί το είχε βρει το προηγούμενο βράδυ γυρίζοντας σπίτι μετά την κραιπάλη· της είχε φανεί αδύνατο να αντέξει τη σκέψη ότι δε θα είχε σπίτι και φαγητό κι ότι θα συνέχιζε να περιφέρεται στους δρόμους τέτοια ώρα βαθιά μέσα στη νύχτα. Και στο κάτω κάτω της γραφής με ποιο ακριβώς τρόπο διέφερε η ίδια από το γατί αφού έμενε επίσης άφραγκη και χωρίς φίλους ή ασχολία τόσο συχνά τον τελευταίο καιρό, ακριβώς όπως είχε μείνει και στο παρελθόν; Μόνο το διαμέρισμα-κεραμίδι που είχε πάνω από το κεφάλι της η Μαίρη ήταν η ειδοποιός τους διαφορά, άντε ίσως κι αυτά που ευγενικά κάποιοι φίλοι και τα πιο εξευγενισμένα πληθυσμιακά στρώματα θα χαρακτήριζαν επιτυχίες στη σύντομη μέχρι τώρα πορεία της στο σανίδι και τη μεγάλη οθόνη. Το συμπέρασμα ήταν πως η γάτα μπορούσε να γίνει μια σύντροφος που να την καταλαβαίνει ή ότι υπήρχε έστω η δυνητικότητα του γεγονότος πως μπορούσε η ίδια να προσφέρει κάτι σε ένα ζωντανό οργανισμό. Γι' αυτό, η γάτα ήρθε για να μείνει, σκέφτηκε και συνέχισε το δρόμο για το σπίτι, αφού τη χάιδεψε και την πήρε αγκαλιά χωρίς να συναντήσει αντίσταση.

Λίγο γάλα, ίσως και λίγα δημητριακά θα ήταν μια χαρά, σκεφτόταν τώρα, όπως και το προηγούμενο βράδυ, μετά την επιστροφή της σπίτι με το γατί ψαχουλεύοντας τα ντουλάπια γι' αυτά που ούτως ή άλλως η ίδια σπάνια έμπαινε στον κόπο να ψωνίσει ή να καταβροχθίσει.


Οι στιγμές της στο σανίδι και τη μεγάλη οθόνη. Αδιαμφισβήτητα, θα μπορούσε να δεχτεί από αυτές που δε θα έβρισκε εύκολα να νοσταλγήσει μια γάτα στο παρελθόν της – αν και ποτέ στ' αλήθεια δε μπορείς να ισχυρισθείς πως ξέρεις τι σκέφτονται τα ζωντανά. Θυμόταν εκείνα τα γυρίσματα της σκηνής που φορούσε μια γελοία λευκή φούστα μέχρι τον αστράγαλο και τραγουδούσε με πάθος ένα παιδικό τραγούδι. Το έλεγε ξανά και ξανά, πάνω απ' όλα για να πετύχουν την τελειότερη λήψη, αλλά κι επειδή έτσι κι αλλιώς η ηρωίδα υποτίθεται πως επιμένει να το επαναλαμβάνει. Ήταν όλοι τους κουρασμένοι, μπουχτισμένοι, έτσι θυμόταν, όμως υπήρχε το συναίσθημα πως κάποια μεγαλειώδης ανθρώπινη αλήθεια υπήρχε μέσα σ' εκείνη την επανάληψη ενός παιδικού τραγουδιού από μια ενήλικη κοπέλα ντυμένη παιδούλα στη μέση ενός σαλονιού στολισμένου για παιδικό πάρτι. Μια αίσθηση πως κάποιο φιλοσοφικό απόσταγμα αναδυόταν ανάμεσά τους μαζί με τη διακαή δίψα τους να αποδώσουν την αίσθηση κινηματογραφικά, ταυτόχρονα με τις αμφιβολίες τους για το όλο εγχείρημα. Ο συνδυασμός όλων αυτών δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα χαραγμένη με πολύχρωμα γράμματα στη μνήμη της Μαίρης. Η οποιαδήποτε αναγνώριση ήταν υποτίθεται εξασφαλισμένη.

Η κόπωση συνεχιζόταν. Ο σφυγμός της επαναλαμβανόταν με έναν τρόπο λες και ήθελε να καταστήσει σαφές στο σώμα της πως κάποια όργανα δεν άντεχαν άλλο ή δε χωρούσαν μέσα της. Έπρεπε να σταθεί για μια στιγμή, να ξεκουραστεί σε κάποιο σημείο του σπιτιού κι όλα θα ηρεμούσαν. Οι αστάθειες και η γενική σύγχυση των τελευταίων ημερών σίγουρα αυτό έδειχναν.
Είχε πέσει για ύπνο με τη μαύρη στολή που φορούσε κάθε βράδυ από τα τελευταία, πριν ανεβεί στη σκηνή. Από τη χρήση της λέξης στολή, μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο· μιλάμε για το μαύρο τοπ και το μαύρο τζιν παντελόνι που αποτελούσε μέρος του act της τα τελευταία βράδια, χωρίς να θέλει να εκφράσει κάτι χωρίς λόγια που ήδη είχε πει. Το μαύρο ήταν ούτως ή άλλως το αγαπημένο της χρώμα· αλλά και όλη η σωματική επεμβατική συνοδεία από μαύρα μαλλιά και νύχια δεν ήθελε τίποτε άλλο να δηλώσει πέρα από όσα έλεγαν τα τραγούδια: η ζωή οδηγούσε σ' ένα είδος αδιέξοδο, ερωτικό, επαγγελματικό, προσωπικό, κοινωνικό, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δεχόσουν να το δεις. Τουλάχιστον αυτό ήταν αλήθεια έτσι όπως το είχε ζήσει η Μαίρη στην εκπνοή της πρώτης δεκαετίας του αιώνα που χρειαζόταν να διανύσει. Όχι πως δε μπορούσε να παραδεχτεί πως είχε σηκωθεί κι είχε πέσει πάρα πολλές φορές στη ζωή της ή πως δεν είχαν βρεθεί πονόψυχα άτομα, εδώ κι εκεί που την είχαν βοηθήσει. Αλλά, να. Τον τελευταίο καιρό της φαινόταν γενικά πως η κατάσταση της ζωής της ήταν γενικότερα πιο φυσιολογικό να είναι πεσμένη παρά σταθερά αντιμετωπίσιμη. Οι τονωτικές ενέσεις επιτυχίας κι ευχαρίστησης μάλλον οδηγούσαν στην προηγούμενη αίσθηση με περισσότερο μαθηματική ακρίβεια.
«Έχεις δει το φως του ήλιου κατάματα, Μαίρη», της άρεσε να λέει μυστικά στον εαυτό της στον καθρέφτη, όταν ήταν μόνη ή κανείς δεν την παρατηρούσε. «Τώρα κατηφόρισε με περηφάνια κι ανοιχτή καρδιά». Μα ήταν μόλις τριάντα χρονών.
Κι η αλήθεια ήταν πως υπήρχε ένας αριθμός πραγμάτων που, μιλώντας της, ειλικρινά της εξηγούνταν πως κάτι είχε κάνει. Αυτή την πλάκα την πάθαινε κάθε φορά στο μαγαζί που εμφανίζονταν με το φίλο της, τον Άλεκ, σε γειτονικό τους μαγαζί – ήταν πάντα ένα γεγονός τιμής μόνο για φίλους, τους πιστούς στο είδος και τους μυημένους. Σ' αυτούς που μπορούσαν να αφοσιωθούν σ' αυτό το πράγμα, γιατί, στα πλαίσια του κανόνα, ο Άλεκ θα έβγαζε όσο μπορούσε πιο απόκοσμους ήχους στο συνθεσάιζερ που είχε συνηθίσει να παίζει, κι εκείνη θα προσπαθούσε με τη φωνή της κάθε φορά να ακολουθήσει όσο μπορούσε πιο απόκρημνα μονοπάτια, μακριά από κάθε αριστοτεχνική νότα σοπράνο ή ερμηνεύτριας από αυτές που είχε μελετήσει. Ήταν ένα αποτέλεσμα για γερά νεύρα· γι' αυτούς, όμως, που το αποζητούσαν άξιζε να το παρακολουθήσεις.


Το σφίξιμο στην καρδιά και το στομάχι, κι ας μην είχε πιει καφέ· υπήρχε μια ελαφρότητα που διεκδικούσε να την πάρει μακριά. Και δεν ήταν κανένας τριγύρω να τη φροντίσει, να υποκύψει στον παράλογο τρόπο με τον οποίο θα την επιθυμούσε υγιή· έλλειπαν ή τους είχε διώξει όλους ή κάτι το ενδιάμεσο. Κούρνιασε στον καναπέ και περίμενε κάτι που ίσως δε θα ερχόταν.
Υπήρχαν τελευταία, και σ' αυτές ακόμα τις, όπως μπορούσες να το πεις, εκκεντρικές για το μεσοαστικό κοινό εμφανίσεις, αυτοί που θα ερχόταν μετά το σόου -μια ώρα το μάξιμουμ, τόσες είχαν υπολογιστεί οι αντοχές του κοινού, όσο και της ανοχής των ιδιοκτητών του μαγαζιού- και θα μιλούσαν με πάθος στη Μαίρη για την ψιλή φωνή της και τα χρώματα της ερμηνείας της ή στον Άλεκ για τα τερτίπια της δικιάς τους τέχνης. Υπήρχε πάντα εκείνη η δυσπιστία ότι επρόκειτο απλώς για αυλοκόλακες ή κάποιους που ως την επόμενη μέρα θα τους είχαν ξεχάσει εν είδει του ποτού, της ανάλαφρης αύρας, αλλά και της γενικότερα έντονης επιθυμίας ευχαρίστησης τη συγκεκριμένη βραδιά. Υπήρχαν, ωστόσο, κι αυτοί που όλο και ξαναερχόντουσαν τελευταία και ήταν αυτό το απόλυτα ανεπαίσθητο σιγοτραγούδισμα κι ένα το κλείσιμο του ματιού απολύτως επαρκή για τη Μαίρη, για να καταλάβει πως πίστευαν σ' αυτούς ή τελοσπάντων σε κάτι – ένας Θεός ξέρει τι μπορεί να ήταν αυτό το κάτι.

Τώρα ήταν η στιγμή που ο πόνος ξεπερνούσε καθετί άλλο, σαν κάποιους που εσωτερικά ανελέητα πίεζαν την ψυχή της να παραδοθεί. Γι' αυτό κι επέμενε να τα σκέφτεται όλα αυτά – τον Άλεκ δίπλα της στη σκηνή, το κλείσιμο του ματιού. Ο πόνος στα σωθικά έδειχνε να μη μπορείς να αρνηθείς την ύπαρξή του, και κυρίως, δύσκολο να καθησυχάσεις τον εαυτό σου πως από στιγμή σε στιγμή θα περνούσε. Γι' αυτό η Μαίρη σύρθηκε προς το τραπεζάκι όπου βρισκόταν από χθες το βράδυ παρατημένο το κινητό της και πληκτρολόγησε τον αριθμό έκτακτης ανάγκης· μπορούσε άραγε κάτι θετικό να βγει απ' όλο αυτό; Ο εαυτός της σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
«Υπάρχει πρόβλημα... Είναι στιγμές που νομίζω πως δε μπορώ να πάρω αναπνοή», ψέλλισε με απόσταση αρκετών δευτερολέπτων την κάθε φράση, τη στιγμή που μια στεντόρεια αντρική φωνή στο τηλέφωνο τη διαβεβαίωνε πως θα κατέφθαναν αμέσως, εγκαίρως, φτάνει να τους έδινε με ακρίβεια τη διεύθυνσή της.
Γι' αυτό και το θεώρησε καίριο να ξοδέψει λίγες ακόμη από τις ελάχιστες δυνάμεις που της είχαν απομείνει στο να ψιθυρίσει τη διεύθυνση, μήπως γίνει τελικά πράξη αυτό που ο άντρας, που ακουγόταν αξιόπιστος, της είχε μόλις υποσχεθεί.
Κι αφού τελείωσε η υπερπροσπάθεια, ξανασύρθηκε στον καναπέ, όπου τουλάχιστο, είχες τη δυνατότητα να σκεφτείς πολλά πράγματα που τελευταία είχες ζήσει κι ήταν ευχάριστα κι άλλα τόσα που σε πείραζαν χωρίς να υποφέρεις τόσο έντονα, αφού ο σιωπηλός τρόπος ήταν πάντα ο πιο αποτελεσματικός. Κι εκεί μπορούσες πάντα να περιμένεις ακούραστα εκείνο το τόσο απροσδιόριστο που όλοι αιώνια έψαχναν και που η Μαίρη, μέσα στη γενικότερη μαυρίλα και τις έντονες σκέψεις νόμιζε για πρώτη φορά πως στ΄αλήθεια το είχε βρει.


Θα ήθελα να αφιερώσω τον παραπάνω, εντελώς ιδιοσυγκρασιακό αυτοσχεδιασμό στη μνήμη της Μαίρης Τσώνη, αλλά και σε όλους όσους κάποτε ένιωσαν να κατακλύζονται από παρατεταμένα συναισθήματα μελαγχολίας περισσότερο από ότι συνήθως. Όλες οι εμφανείς ανακρίβειες σε σχέση με πρόσωπα και γεγονότα αξίζει να αποδοθούν απευθείας στον κόσμο της γραφούσης.

By Μαρία Γώγογλου 

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Η Περιπέτεια της Φουσκωτής Πολυθρόνας

Πρέπει να ομολογήσω ότι η ανάσυρση αυτής της ταινίας από το παρελθόν έγινε κατά λάθος· ένα από τα περίεργα, εντελώς συμπτωματικά συμβάντα που φέρνει στη ζωή μας ο μαγικός κόσμος του Διαδικτύου. Συγκεκριμένα, είχα νοικιάσει τη Φουσκωτή Πολυθρόνα και την είχα δει πριν από πολλά χρόνια, χωρίς να μπορώ να παραδεχθώ πως τότε είχε αφήσει κάποιο ανεξίτηλο αποτύπωμα στις αισθήσεις ή στη μνήμη μου. Μόλις, όμως, εμφανίστηκε απροσδόκητα μπροστά μου ως αποτέλεσμα άσχετων αναζητήσεων αποφάσισα να της δώσω μια δεύτερη ευκαιρία.


Πρόκειται για μια ανεξάρτητη παραγωγή του 2005, που, με λίγη παρατηρητικότητα, αναβλύζει κριτική χαρακτηριστικών στοιχείων της αμερικανικής ζωής και κουλτούρας· χωρίς να διατείνομαι ότι η αξία των παρατηρήσεών της δε μπορεί να γενικευθεί. Ο Τζος (Μαρκ Ντάπλας) και η Έμιλι (Κέιτι Άσελτον) είναι ζευγάρι, όμως από τις πρώτες στιγμές της ταινίας είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό ότι όλα δεν είναι ρόδινα μεταξύ τους. Ο Τζος αισθάνεται πολύ ανεξάρτητος κι αιώνια μέσα στο παιχνίδι, πράγμα που προκαλεί ασταμάτητα στην Έμιλι, που πιστεύει πως του έχει χαρίσει χρόνια από τη ζωή της, ένα αίσθημα προδοσίας. Ωστόσο, ο Τζος αποφασίζει τελικά να πάρει την Έμιλι μαζί του σε ένα αυτοκινητιστικό ταξίδι που έχει σχεδιάσει, κατά το οποίο σκέφτεται να διασχίσει σεβαστό κομμάτι των Ηνωμένων Πολιτειών, ώστε να παραλάβει μια φουσκωτή πολυθρόνα που αγόρασε από το eBay και σκοπεύει να προσφέρει ως δώρο στον πατέρα του για τα γενέθλιά του.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, η φουσκωτή πολυθρόνα δε λειτουργεί μόνο ως σύμβολο της απώλειας αθώων συναισθημάτων της παιδικής ηλικίας, αλλά κι ως μια δύναμη εξαγνισμού του παρόντος, η προσπάθεια για ενδελεχείς σκέψεις σχετικά με το οποίο έχουν προ πολλού παραμεληθεί. Η φθαρμένη και διαλυμένη πολυθρόνα που παραδίδεται τελικά στο Τζος είναι το ίδιο το παιδικό κι εφηβικό (και τελοσπάντων ανήλικο) παρελθόν του που έχει κατρακυλήσει ανεπιστρεπτί, ενώ έχει φτάσει προ πολλού η ώρα για τον ίδιο να αποδεχθεί το γεγονός. Από την άλλη πλευρά, η καθυστέρηση της συνέχισης του ταξιδιού λόγω της εξαναγκαστικής ανάθεσης επισκευών στην πολυθρόνα, φέρνει στο φως τα βαθύτερα προβλήματα ανάμεσα στην Έμιλι και στον Τζος, ειδικά και μέσω της παρουσίας, της δράσης και της διαμεσολάβησης του Ρετ (Ρετ Ουίλκινς), του αδερφού του πρωταγωνιστή. Ενώ το καμάκι του τελευταίου σε μια κοπέλα στο σινεμά, όπου έχει πάει να σκοτώσει χρόνο με την Έμιλι και τον Τζος, πιάνει τόπο, τόσο που φαίνεται να έχει ερωτευτεί κι ο ίδιος τόσο τρελά, ώστε παντρεύεται το ίδιο βράδυ (όπως είναι φανερό, το παράλογο έχει τη δική του τιμητική θέση στον κόσμο της ταινίας), η Έμιλι ζει το δικό της ξεπλυμένα ρομαντικό ξέσπασμα. Πότε επιτέλους θα της εξομολογηθεί ο Τζος πως είναι η γυναίκα της ζωής του; Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να τη ζητήσει κάποια στιγμή σε γάμο; Όταν ο κόσμος της κυρίαρχης κουλτούρας των ρομάντζων που ονειροβατούν προς την ευτυχία έχει γίνει ένα με το δέρμα σου, η επαφή με τον κόσμο της πραγματικότητας δεν είναι πάντοτε δυνατή.


Η Φουσκωτή Πολυθρόνα είναι το ψέμα στο οποίο όλοι διεκδικούμε το δικαίωμα να πιστεύουμε. Πολλές φορές, στη δίνη της καθημερινότητας, αλλά κι όταν απαιτείς από μια κατάσταση να σε κάνει να περάσεις καλά, αρνείσαι το πραγματικό της πρόσωπο, που ενίοτε μπορεί να μη φαίνεται βολικό. Ο Τζος, για παράδειγμα, κουκουλώνεται πίσω από τον συμπαγή εαυτό που στιβαρά συγκρατεί η αυτοπεποίθησή του κι αρνείται να δει το επαγγελματικό, αλλά και προσωπικό αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί. Με το τραγελαφικό αποτέλεσμα του να προσπαθεί να νοικιάσει δωμάτιο σε μοτέλ για μόνο ένα άτομο αντί για τρία (αφού η Έμιλι και ο Ρετ τον συνοδεύουν στο ταξίδι), ώστε να γλιτώσει το θαυμαστό ποσό των 10 δολλαρίων! Αλλά και με τις συνέπειες του ταχύτατου σπριντ από το τζιπ μέχρι το δωμάτιο με το σλιπάκι του ίδιου (για να μη γίνει αντιληπτός από την ιδιοκτήτρια του μοτέλ, κι ενώ έχει ήδη στείλει την Έμιλι στο δωμάτιο μεταμφιεσμένη σε Τζος) και της τελικής γελοίας αποκάλυψης.


Όσο για την αντιπαλότητα σχετικά με μια ρομαντική πραγματικότητα που έχει σταθερά δομηθεί από τη γενικότερη πραγματικότητα του ζευγαριού, γρήγορα γίνεται εμφανές πως κανένας δεν πρόκειται να υποχωρήσει από μια νοητή γραμμή πραγματοποίησης των «θέλω» του. Ο Τζος μένει, κατά μια έννοια, για πάντα παιδί μέσα του, αφού αποδιώχνει με το σκουπόξυλο τις βαθιές σκέψεις· από την άλλη, η Έμιλι αποζητά κάτι βαθύτερο, ακριβώς εκεί που δεν υπάρχει, και με την έννοια της γενικότερης απουσίας ενός ατόμου πρόθυμου και ικανού να σου προσφέρει τις αγάπες και τα λουλούδια των παραμυθιών. Η υπόσχεση για παντοτινή αγάπη είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί στα λόγια, αλλά πολύ δύσκολο να υποστηριχθεί από πράξεις: να κάτι χρήσιμο που το παράδειγμα του Τζος, αλλά και μιας πλειάδας άλλων καθημερινών ανθρώπων της καθημερινότητας μπορεί να μας αποδείξει. Να είσαι ευγνώμων για το παρόν, για τα συναισθήματα που κάποιος μέχει εδώ μπορεί κι επιθυμεί να σου δώσει είναι ο καλύτερος όρκος σταθερότητας που μπορείς να κρατήσεις στα χέρια σου για να πιστέψεις στο μέλλον· ένα μέλλον που συνίσταται στο να είσαι προετοιμασμένος πως αιώνια θα εγκυμονεί απρόοπτα στοιχεία, κάτι που δεν ενέχει πάντα τη γεύση της απογοητευτικής κατάπληξης.
Δυστυχώς, η μη γενικευμένη διανομή της ταινίας στο ελληνικό κοινό με ανάγκασε να τη δω στα Αγγλικά εξαιτίας της παντελούς έλλειψης ακόμη κι αγγλικών υποτίτλων για το αλλοδαπό φιλοθεάμον κοινό. Παρά τις σποραδικές κλασικές αντιξοότητες λόγω πληθώρας ιδιωματισμών, πρέπει να ομολογήσω πως η προσπάθεια άξιζε τον κόπο. Οι ερμηνείες της ταινίας είναι κάτι πολύ πέρα από πειστικές· για την ακρίβεια έχεις την αίσθηση πως οι ηθοποιοί απλώς δεν κάνουν προσπάθεια για να υποδυθούν κάτι που ούτως ή άλλως αποτελεί συστατικό στοιχείο του εαυτού τους. Η αίσθηση αυτή συνοδεύεται και από τις ντοκιμαντερίστικες λήψεις της ταινίας, αφού, καθ' όλη τη διάρκεια, νιώθεις πως βλέπεις ένα βίντεο που τράβηξαν οι ίδιοι για να θυμούνται αυτές τις στιγμές της ζωής τους, που αναπόφευκτα σύντομα θα τακτοποιηθούν στο ράφι. Γενικότερα, όπως έχετε διαπιστώσει, για αρκετές ως τώρα αναρτήσεις μου, αν μπορούσα να κάνω κάτι στην πράξη για να εξυψώσω το στάτους ορισμένων ανεξάρτητων ταινιών στα μάτια του οποιουδήποτε θεατή λίγο ακόμη θα το είχα ήδη κάνει· αυτός είναι κι ο στόχος μου με τη συγκεκριμένη ταινία που στ' αλήθεια θεωρώ αξιόλογη, μα αδίκως παραμελημένη.


Γι' αυτό και σας προτρέπω να τη δείτε. Και γιατί κάθε στιγμή προσγείωσης στην πραγματικότητα από τις καθημερινές αυταπάτες αποδεικνύεται κρίσιμη και πέρα για πέρα αποκαλυπτική.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Ο Ίαν Κέρτις και Κάποιες Χαμένες Ελπίδες

  Η κινητικότητα της άνοιξης είναι λογικό να μας επηρεάζει ανάλογα· η αναγέννηση της φύσης μας φέρνει κάθε χρόνο και πιο κοντά σε μια ακατανόητα ευφορική καθαρότητα της σκέψης, με το που αντιλαμβανόμαστε την παρουσία της. Δεν απουσιάζουν, ωστόσο, απανταχού οι σκοτεινές δυνάμεις, αυτές που μας κρατούν μέσα στο πετσί μας και λίγο πιο μακριά από το γενικότερο σμίξιμο κατά τη διάρκεια όλων των εποχών του έτους, αφού πρόκειται για την άλλη όψη και της δικής μας φύσης. Αυτές ακριβώς τις δυνάμεις, των οποίων την παρουσία είμαι σίγουρη πως όλοι μας κάποια στιγμή έχουμε αισθανθεί, θα μνημονεύσω σήμερα, για να τις ξορκίσω, αλλά κι επειδή αξίζει να γράψω για τη ζωή ενός ανθρώπου που πρόσφερε αξιόλογο έργο πριν παραδοθεί οριστικά στα άδυτά τους.


Και δεν πρόκειται για άλλη μια φορά για τη λατρεία μου για τους ροκ (κι όμως κατά βάθος, τόσο ποπ) σταρς και τις εντυπωσιακές ιδιορρυθμίες τους (όσο κι αν το σημερινό πρόσωπο, λόγω της φήμης που εν ζωή, αλλά και μετέπειτα απέκτησε, σαφώς δικαιούται το χαρακτηρισμό). Πρόκειται για την καθημερινή ποίηση της ζωής κι όσους από εμάς πιστεύουμε σ' αυτή και στην ανάδυσή της στο μέσο άνθρωπο. Κάπου στις λαβυρινθώδεις ατραπούς αυτού του συλλογισμού βρίσκουμε την ανάγκη του Ίαν Κέρτις για προσωπική έκφραση μέσα από την ποίηση των τραγουδιών του και συνεπακόλουθα την εμφάνισή του στο κατώφλι της κυρίαρχης κουλτούρας, το συχνά διαδεδομένο μονοπάτι επιτυχίας.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, αφού ελπίζω πολλοί από εσάς να θέλετε να μάθετε ποιος πραγματικά ήταν.

Ο Ίαν Κέρτις γεννήθηκε στην Αγγλία το 1956 κι έζησε τη σκοτεινή της πλευρά εν είδει προσωπικού μεγαλείου, θα μπορούσε να πει κανείς, όσο κι αν ένα κοινό, δυνητικά συλλογικό χαρακτηριστικό ελάχιστα αφήνει να φανεί από το ιδιότυπο της φυσιογνωμίας του. Διακρίθηκε στην ποίηση από παιδί, όμως τον κέρδισε η παραβατικότητα, ιδιαίτερα επειδή ήταν αδύνατο τότε για μέλος εργατικής οικογένειας να διεκδικήσει μεστή πρόσβαση στη μουσική κουλτούρα της εποχής χωρίς να προβεί σε τέτοιες συμπεριφορές. Κλέφτης μουσικών δίσκων, λοιπόν. Κλέφτης καλουπιών προτύπων, με αποσκευές άδειες από τα λοιπά απαραίτητα υλικά αγαθά και γεμάτες από όνειρα.
Το πιο σημαντικό πράγμα σχετικά με τον Ίαν, που ενδέχεται να είναι και το μοναδικό που σας έρχεται στο μυαλό σχετικά μ' αυτόν, είναι η επιληψία. Ίσως, μπορούμε να δεχτούμε πως η ιστορία της ζωής του έχει γίνει γνωστή και καταστεί ενδιαφέρουσα ως αυτή του «επιληπτικού καλλιτέχνη». Η αλήθεια είναι πως ξεκίνησε να υποφέρει από τη δίνη των αλλεπάλληλων κρίσεων από το 1978, δηλαδή λίγο μετά το σχηματισμό ενός από τα βασικότερα συγκροτήματα του Μάντσεστερ, των Joy Division και λίγο πριν την παγκόσμιά τους επιτυχία. Η ιδιαιτερότητα της στάσης του επάνω στη σκηνή εντοπίζεται ακριβώς στον τρόπο που ακόμη και με τις κινήσεις του (όσο φυσικά και με τους στίχους, αλλά και με την ερμηνεία του) προσπάθησε να μεταφέρει την εμπειρία της επιληψίας. Μιας κινησιολογίας που καθόλου δεν αποφεύγει να κοιτάξει κατάματα την καθημερινή μας προσπάθεια να βγάλουμε νόημα απ' ότι έχει απομείνει σ' αυτά που ονομάζουμε «εαυτό» και «ζωή» στον 21ο αιώνα. Αυτά κι άλλες αμπελοφιλοσοφίες μπορoύν να σας συντροφεύσουν ενώ απολαμβάνετε το επόμενο βίντεο.


Η αλήθεια, επίσης, είναι πως ενδέχεται να μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επώδυνο να προσπαθείς να ισορροπήσεις σε έναν διεθνή χώρο, με τις πολλαπλές σου ιδιαιτερότητες, κουβαλώντας παντού ένα ανεξήγητο φαινόμενο που απειλεί να διαλύσει κάθε εσωτερική κι εξωτερική σου δύναμη. Κι ότι η δύναμη μιας φαρμακευτικής αγωγής βρίσκεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με κρίσεις που απειλούν να σου απομυζήσουν και το τελευταίο ίχνος ενέργειας. Κι επίσης ότι μπορούν όλα αυτά να θεωρηθούν ανυπέρβλητα σε σαφή εναρμονισμένο συνδυασμό με εκτροχιασμένες επιλογές που ανακαλύπτεις πως αδυνατείς να διορθώσεις, όπως για παράδειγμα ο αποτυχημένος γάμος, στον οποίο προχώρησες από τα 20 σου κι έχει αρχίσει να σε βαραίνει. Έτσι ο Ίαν αυτοκτόνησε δι' απαγχονισμού κάπου περίπου 37 χρόνια πριν, μήνες πριν συμπληρώσει τα 24 έτη ηλικίας.
Πράγμα που μπορεί αμέσως να μας οδηγήσει να σκεφτούμε ένα σωρό πράγματα, με πρώτη το γενικότερο είδος «αντιμετώπισης» των καλλιτεχνών από την κοινωνία να κυριαρχεί στο δικό μου μυαλό. Έρχεται από παρατήρηση, εντελώς επιφανειακά ανθρωπολογική, ότι συχνά οι καλλιτέχνες αποτελούν ένα απόκοσμο είδος, ιδιαίτερα σε σχέση με την πορεία ικανοποίησης των βασικών αναγκών του καθημερινού ανθρώπου· με ένα είδος διάκρισης, με έμφυτη την τάση να υποβαθμίσει να γίνεται αισθητό στον ορίζοντα των επαφών του τελευταίου με τον πρώτο. Και αλλιώς: δεν προσπαθώ να πω πως οι καλλιτέχνες, όπως ο Ίαν, και πολλοί άλλοι χρειάζονταν, όπως κι έχουν ανάγκη ιδιαίτερη φροντίδα και μια ιδιωνύμως κατάλληλη προσαρμογή της συμπεριφοράς. Προσπαθώ απλώς να διατυπώσω την απλή παραδοχή πως έχουμε ανάγκη την ενσωμάτωση κάθε μέλους της κοινωνίας για να επωφεληθούμε από αυτήν ως ατομικότητες κι ως σύνολο. Όσο κι αν κάποιοι μας φαίνονται απίστευτα όντα πέρα ως πέρα, μπορούμε να παλέψουμε με τον παραμερισμό της παρόρμησης να τους αγνοήσουμε ή να περιθωριοποιήσουμε ακόμη και τη σκιά τους.

Έντβαρντ Μιουνκ, Μελαγχολία

Σχεδόν τελευταία, ως παραδοχή, έρχεται η μοναξιά και συγκεκριμένα η πραγματικότητα της μοναξιάς ως αποτέλεσμα της επικράτησης του καπιταλισμού, κι όπως αυτό συνεπάγεται, της γενικευμένης επιβολής της ατομοκεντρικής θεώρησης του κόσμου (δε δέχομαι πως, αν και στην περίπτωση του Ίαν μιλάμε για τα μέσα του 20ού αιώνα, οι άνθρωποι στις δυτικές κοινωνίες δεν είχαν ήδη αρχίσει να βιώνουν τα σύγχρονα συμπτώματα που απορρέουν από τα παραπάνω). Αυτή η μοναξιά, τελοσπάντων, που σε κάνει να αισθάνεσαι πως κανένας από τους γύρω σου δε σε καταλαβαίνει ακριβώς και γι' αυτό είναι αδύνατο να βοηθηθείς. Αυτό το είδος της που σε σπρώχνει ολοταχώς προς τη διαπίστωση πως είναι σχετικά αδύνατο να μιλήσεις για οτιδήποτε με τον οποιοδήποτε και να μοιραστείτε νοήματα. Αυτή των αδιέξοδων επιλογών στη σφαίρα της πραγματικότητας, που ο Ίαν προφανώς πάλευε να ισορροπήσει, κάτι που όπως φαίνεται δεν πρόλαβε.
Απλώς, άλλη μια ιστορία για να μην τα παρατάτε ποτέ, για ξεχωριστούς λόγους, σήμερα, ούτε σαράντα χρόνια από το ατυχές συμβάν.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Η Εποχή Πριν Εκείνη με Γνωρίσει

Από τα αγαπημένα μου βιβλία, ξεχωρίζω χωρίς αναστολές εκείνα που αφορούν κάτι φαινομενικά εντελώς ασήμαντο. Είναι συνήθως αυτό το χαρακτηριστικό που τα κάνει να μη μοιάζουν με απολύτως τίποτε άλλο· όσο κι αν αυτό μπορεί να σημαίνει πως μπορεί να έχει αποδειχθεί δύσκολο να τα ανακαλύψω εξ αρχής. Όλος αυτός ο πρόλογος για να μιλήσω για το δεύτερο μυθιστόρημα του Τζούλιαν Μπαρνς, με τίτλο Πριν Εκείνη Με Γνωρίσει, που διάβασα πρόσφατα, με θέμα εκ πρώτης όψεως ανοίκειο· που όμως όσο περισσότερο το προσεγγίζεις μέσα από τον κόσμο του συγγραφέα, τόσο καταλαβαίνεις πως πρόκειται για κάτι καθημερινό: η ζήλια ενός συζύγου για τους εραστές της γυναίκας του, πριν εμφανιστεί στη ζωή της ο ίδιος· που σταδιακά επεκτείνεται κι αποκτά μάλιστα θηριώδεις κι εφιαλτικές διαστάσεις.

Τόμας Θίοντορ Χάινε, Ζήλια

Ο Γκράχαμ, καθηγητής Ιστορίας σε πανεπιστήμιο, βουλιάζει μέσα στην άχρωμη οικογενειακή του ζωή, μέχρι τη στιγμή που, σε ένα πάρτι του φίλου του Τζάκ -μυθιστοριογράφου και γόη- γνωρίζει την Ανν. Μετά από ένα λογικό διάστημα παράλληλης σχέσης, αποφασίζει να χωρίσει με τη σύζυγό του Μπάρμπαρα, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για τις διαπροσωπικές του σχέσεις με την κόρη του Άλις, και να ζήσει το νέο του έρωτα. Όλα είναι ρόδινα, όμως η περίοδος που ο Γκράχαμ ονομάζει «τα μέλια» τελειώνει το απόγευμα που, με την ύπουλη παρότρυνση της πρώην συζύγου του, πηγαίνει με την κόρη του στο σινεμά, που κατά τα άλλα απεχθάνεται, και βλέπουν μία από τις ταινίες που είχε γυρίσει η Ανν τα χρόνια που εκείνη ήλπιζε σε μια πετυχημένη καριέρα ηθοποιού.
Τότε ο ήρωας δοκιμάζει ένα συναίσθημα που μόνο πρόσωπα που έχουν έντονη σχέση με ατέλειωτα μονοπάτια αφηγήσεων και την υπερανάλυση μπορούν να κατανοήσουν. Αισθάνεται πως το ερωτικό παρελθόν της Ανν είναι κάτι που απειλεί να ξεσκίσει το παρόν και να διεισδύσει σε αυτό με μοιραία και αναπότρεπτα αποτελέσματα. Το πρόβλημα του Γκράχαμ, όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα απολύτως προσωπικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σε καθημερινή βάση, δεν έχει να κάνει με μια απειλή που πραγματικά υφίσταται, αλλά με κάτι που έχει παραφουσκώσει το μυαλό του ίδιου. Με συνεχείς ερωτήσεις που ώρες ώρες φτάνουν, αλλά ίσως και ξεπερνούν τα όρια των ανακρίσεων, προσπαθεί συνεχώς να αποσπάσει όλο και περισσότερες πληροφορίες για το χαρακτήρα, τις σεξουαλικές και καθημερινές συνήθειες των προκατόχων του, τα φυσιολογικά τους χαρακτηριστικά, αλλά και τις λεπτομέρειες της διάρκειας των σχέσεών του με τη νυν σύζυγό του. Κάτι που φαινομενικά μπορεί να φαίνεται ανώδυνο· που όμως καταλήγει σε σοβαρές υποψίες εναντίον του Τζακ και της γυναίκας του για αστείο λόγο· και μάλιστα τη στιγμή που το μόνο πράγμα για το οποίο νοιάζεται η τελευταία είναι πώς να διατηρήσει τη φλόγα της σχέσης τους και να την αναθερμάνει, όταν διαισθάνεται το είδος του κινδύνου να πλησιάζει. Τεράστια άλματα της σκέψης χωρίς αιτία, που όμως κοστίζουν.

Έντβαρντ Μούνκ, Ζήλια

Κάθε στιγμή που περνάς διαβάζοντας το μυθιστόρημα, ειδικά μέχρι κάπου στη μέση, συνειδητοποιείς πόσο ανθρώπινα -λυρικά, αλλά ταυτόχρονα κι ελεεινά γήινα- ο συγγραφέας καταφέρνει να μας μεταφέρει στον κόσμο της ζήλιας του Γκράχαμ. Είναι σίγουρα κάτι που προκαλεί πόνο σε διάφορα μέρη του σώματος, καθώς η ζωή κάποιου (έστω και προσωρινά) αγαπημένου μας είναι εκεί, στο παρελθόν του, χωρίς ποτέ να μας δίνεται η δυνατότητα να έχουμε πρόσβαση στη ροή της πραγματικότητάς της, με εξαίρεση τα θραύσματα που μας παρουσιάζονται μέσω των αντικειμένων και των αυστηρά προσωπικών κι αποκλειστικών μαρτυριών του λατρεμένου μας ατόμου. Οι χάρτες, κάποιες παλιές φωτογραφίες, σουβενίρ και δώρα με σχεδόν μη προσβάσιμη από εμάς προέλευση και αξία· είναι φορές που δε μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πόσα χάσαμε που δεν ήμασταν εκεί από απλή άγνοια, αντί της προσπάθειας για αγνή ευγνωμοσύνη απέναντι στην τύχη που στάθηκε ανέλπιστα στο δρόμο μας και χάραξε την πραγματικότητα του να καταλήξουμε μαζί στο τέλος του μονοπατιού. Γενικά, υπάρχουν φορές, κι είναι πολλές, που το παρελθόν αποκτά από μόνο του μια ξεχωριστή ζωή στον εγκέφαλό μας που είναι αδύνατο να την εγκλωβίσεις· και, ξαφνικά, όλες οι αρνητικές σκέψεις φαίνεται να υπερτερούν μονομιάς έναντι των ευνοϊκών περιστάσεων.

«“ Κάθε φορά που διηγούμαι μια ιστορία τη λέω διαφορετικά. Δεν μπορώ πια να θυμηθώ πως ξεκίνησαν οι περισσότερες. Δεν ξέρω τι είναι αλήθεια πια· ούτε από πού ήρθα.”»

Από τη μέση, ωστόσο, του βιβλίου και μετά ο Γκράχαμ γίνεται εμφανώς εμμονικός. Ελέγχει τον περίτεχνο τρόπο διπλώματος των χαρτών που έχει χρησιμοποιήσει στα προηγούμενα ταξίδια η Ανν με τους πρώην της, ενδεχομένως για να εντοπίσει επακριβώς τα χνάρια του ξεπεσμένου συναισθήματός τους. Στέλνει φακέλους γεμάτους με αηδιαστικά μίγματα ωμών κρεάτων στους ηθοποιούς, με τους οποίους είχε τύχει παλιότερα να πρωταγωνιστήσει και πιθανά ή σίγουρα συνδέθηκε ερωτικά μαζί τους κάπου γύρω στον καιρό των γυρισμάτων. Σκίζει σελίδες από τα βιβλία του φίλου του του Τζακ που διατηρεί στη βιβλιοθήκη της η Ανν, που του φαίνεται να περιέχουν ερωτικές σκηνές με γυναίκες που προσιδιάζουν αρκετά στο χαρακτήρα και την εμφάνισή της. Γενικότερα, κάτι στη συμπεριφορά του ξεφεύγει από το φυσιολογικό·πάντα ωστόσο περιστρέφεται γύρω από τις εσωστρεφείς μανίες των μικροαστικών ορίων της καθημερινότητάς μας. Εξού και ο ένας τρόπος εκδήλωσης των εμμονών αυτών εκφράζεται με όρους νοικοκυριού (η προετοιμασία των κρεάτων για τη μοιραία αποστολή στην κουζίνα του ζευγαριού). 

Ρ. Μπ. Κιτάτζ, Εμμονές
 
Η λεπτή γραμμή της απόστασης ανάμεσα σε καθημερινές, φαινομενικά φυσιολογικές μανίες και την ανυπολόγιστη έκρηξή τους είναι ξεκάθαρα ένα από τα σημεία που ο συγγραφέας στοχεύει να αναδείξει. Κάτι που, όπως είναι λογικό κι επόμενο, φέρνει στο φως την επικράτηση της παντοδυναμίας της υποκειμενικότητα των αντιδράσεων του καιρού μας. Οι βεβαιότητες για τη φυσιολογικότητα των ενδείξεων της λειτουργίας του εαυτού μας, που συχνά θεωρούμε δεδομένες, εν είδει και της φύσης της τάξης των πραγμάτων του κόσμου που κατοικούμε -λόγω κυρίως της κυριαρχίας του ατομικισμού και της επικράτησης των ατομικών επιδιώξεων, όπου κι αν βρεθούμε- είναι, σύμφωνα με τον κόσμο του συγγραφέα, κάτι πολύ πιο αβέβαιο και μπορούν να μας οδηγήσουν σε σημεία που ούτε καν είχαμε ποτέ φανταστεί. Γι' αυτό και το να συζητάμε τα προβλήματά μας ή τελοσπάντων όσα τόσο πολύ μας απασχολούν με κάποιον από τον περίγυρό μας, που θεωρούμε πως ίσως μπορέσει να μας καταλάβε,ι είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να ψαχουλέψουμε τα κινητρά μας· μια στιγμή αυτοκριτικής για έλεγχο του κατά πόσον η οδός που ακολουθούμε προς την ιδιοτέλεια μπορεί να θεωρηθεί θεμιτή σύμφωνα με τα κριτήρια που θα έθετε τουλάχιστον ένα είδος κατανόησης μιας άλλης ανθρώπινης πλευράς.
Η γεύση ενός μικρού που αναδεικνύεται σε μεγάλο· και η ανάδυση ενός αθέατου μέρους του εσωτερικού της ψυχής: αυτά θα θυμάμαι με κάποια λεπτομέρεια από την πρώτη επαφή μου με μυθιστορηματική δουλειά του Τζούλιαν Μπαρνς μέχρι να στοιχειοθετηθεί η ευκαιρία για επαφή με επόμενο δείγμα της.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Γνωριμία με το Μαζάνθρωπο

Οπωσδήποτε πρόκειται για ένα κατασκεύασμα, αφού εδώ πρέπει να γίνει συγκεκριμένο πως δεν περιγράφω ένα συγκεκριμένο υπαρκτό πρόσωπο. Η έννοια του μαζανθρώπου, ωστόσο, συνέβη να τραβήξει αρκετές φορές την προσοχή μου κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης της Υψηλής Τέχνης της Αποτυχίας, ενός μη πεζογραφικού βιβλίου του Βαγγέλη Ραπτόπουλου που έχω προηγουμένως συστήσει εδώ. Έτσι κοιτώντας τη λέξη και τα συμφραζόμενα ξανά και ξανά σκέφτηκα να την απομονώσω (όσο αυτό είναι δυνατόν, όταν το μυαλό σου την έχει ταυτίσει με συγκεκριμένες λογοτεχνικές αναφορές και κοινωνικά συμπτώματα) προσπαθώντας να εντοπίσω τα συστατικά στοιχεία αυτού του ανθρώπινου είδους.


Στο βιβλίο που προανέφερα, αλλά και σε ποικίλες άλλες θεωρητικές αναφορές, ο μαζάνθρωπος, εκτός από τον κυρίαρχο τύπο ανθρώπου, από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά, αποτελεί την εκπροσώπηση της κυρίαρχης κουλτούρας. Με άλλα λόγια, το άτομο στο οποίο στοχεύει τα βέλη του ο κόσμος των τηλεοπτικών και ιντερνετικών θελκτικών διαφημίσεων. Είναι το πρόσωπο που καταναλώνει ασύστολα σεβαστές ποσότητες junk food, που βρίσκεται στο ζενίθ της ευτυχίας, κατά τη διάρκεια προβολής των προγραμμάτων της ζώνης υψηλής τηλεθέασης (ή αλλιώς prime time), που επηρεάζεται από τη μόδα και τη σαρωτική επίθεση των βιντεοπαιχνιδιών στην καθημερινότητα, αλλά κι όσον αφορά τα άδυτα της συνείδησής του.
Όμως, ας γίνουμε κάπως πιο συγκεκριμένοι.
Από καιρό γνωρίζω αυτό το άτομο στην παρέα μου που δεν αντιτίθεται ποτέ σ' αυτό που λένε οι άλλοι, ακόμη κι αν αυτοί εμφανώς προσβάλλουν αξίες που μπορεί να έχουν γι' αυτήν ιερή σημασία. Και δε μιλάμε μόνο για μια αντίθεση για χάρη της αντίθεσης· αυτό που έχει σημασία μερικές φορές είναι απλώς να αντιδράσεις ώστε να συνειδητοποιήσει η οποιαδήποτε ομήγυρη πως έχεις δική σου φωνή και όρια. Πως δε γίνεται το πείραγμα και η επιπολαιότητά τους, καθώς κι όλη αυτή η οικειότητα, που σε συνδυασμό με έστω κι ελάχιστο αλκοόλ αισθάνεσαι να σε ζαλίζουν λίγο περισσότερο από συνήθως, να σε κάνουν εν μια νυκτί να αλλάξεις τα πιστεύω σου. Κι όμως, υπάρχουν άτομα, όπως η εν λόγω κοπέλα, που προσπαθούν να διακρίνονται στην παρέα αποκλειστικά και μόνο από το ζήλο να επιδεικνύουν πιστά πανομοιότυπη συμπεριφορά με αυτή. Κι αυτό, ενδεχομένως, να κρύβει σημεία από τα οποία μπορείς να μάθεις πράγματα για το πως να εργασθείς προς βελτίωση των σχέσεών σου σε μια ομάδα ή σχετικά με το τι γενικότερα μπορεί πολλές φορές να συνεπάγεται το να ανήκεις σε μια ομάδα. Τα μαθήματα, ωστόσο, που μπορεί να προσφέρει η μίμηση των χαρακτηριστικών του όχλου σταματούν κάπου εδώ.


Κι όχι μόνο επειδή οι δυτικές κοινωνίες, από την ατομικιστική τους σκοπιά, μας έχουν περίτρανα αποδείξει ότι πρέπει να ζορίσεις τον εαυτό σου να γίνει κάποιος που να μπορεί να παρουσιάσει τον εαυτό του μπροστά σε άλλους για να θεωρείσαι τουλάχιστον, κατά μια έννοια, πετυχημένος (ας αφήσουμε για μια στιγμή στην άκρη την εσωτερική δύναμη απέναντι στα κάτω της ζωής που μπορεί να σου προσφέρει το αυθεντικό χτίσιμο ενός προσωπικά ανθρώπινου ύφους). Εκτός από ένα βαθιά καταναλωτικό άτομο, πλήρως αποχαυνωμένο, χωρίς κριτική σκέψη που μπορεί να καταλήξεις (πράγμα που τουλάχιστον πιστεύω πως δε θεωρώ μόνο εγώ νοσηρό για την κοινωνία και την προσωπική σου εξέλιξη), μιλάμε στ' αλήθεια για την πιθανότητα να βρεθείς θύμα μιας σειράς καθημερινών αυτονόητων εξαπατήσεων στις οποίες μπορεί να υποπέσεις και να συνεχίσεις να υποπέφτεις, αν ο απαίδευτος, εύκολα αποδεκτός εαυτός είναι κατά βάθος αυτό που δεν παραδέχεσαι, μα κυνηγάς. Εννοώ τις εξαπατήσεις ως αποτέλεσμα καθημερινών οχλήσεων από το τελεμάρκετινγκ και τις ψεύτικες μα συμφεροντολόγες προσκλήσεις σε φιλίες μέχρι τα πρόθυρα της κατάθλιψης εξαιτίας της μερικής αδιαφορίας για την πραγματική προσωπική σου ευτυχία και ηρεμία.
Κάπου εδώ αρχίζουν οι προσωπικές αμφιβολίες όλων: “για μένα ακριβώς δε μιλάει αυτό το κείμενο; Εγώ η ίδια / ο ίδιος δεν είμαι το πρόσωπο που περιγράφεται εδώ, καθώς κάνω ή μου έχουν συμβεί πολλά ή έστω μερικά από τα παραπάνω στην καθημερινότητά μου;” Και ναι, εν μέρει, είναι αλήθεια. Όλοι μας διαθέτουμε στοιχεία του μαζανθρώπου, την ίδια στιγμή που δεν ταυτιζόμαστε απόλυτα κι επακριβώς μαζί του. Είμαστε σχεδόν σαν αυτόν, επειδή ζούμε στην εποχή μας, μας διακατέχει σε μεγάλο βαθμό η αναπόδραστη πορεία του σφυγμού της, αλλά κι επειδή η ανάγκη μας να αποτελούμε αναπόσπαστο κομμάτι της είναι απόλυτη και πέρα από κάθε τι άλλο. Έχει γραφτεί βαθιά μέσα στους αιώνες, κάπου στο γενετικό υλικό μας, πως οφείλουμε να ανήκουμε κάπου για να καταφέρουμε να επιβιώσουμε, μακριά από την ελαφρώς απίθανη αντιμετώπιση απροσδιόριστων κινδύνων αποκλειστικά και μόνο από τις προσωπικές μας περιορισμένες δυνατότητες άμυνας. Εξού κι αν γίνει προσεκτική εσωτερική αναζήτηση, εφ' όλης της ύλης, ετερόκλητα ψήγματα του μαζανθρώπου είναι δυνατό να εντοπιστούν σε πολλές και διάφορες πλευρές της προσωπικότητάς μας.


Είναι αναφαίρετο δικαίωμά μας φυσικά το να λουφάζουμε στη γωνιά μας στο τέλος της ημέρας. Μιας ημέρας κατά την οποία καταφέραμε να διεκπεραιώσουμε όσο πιο αποτελεσματικά γινόταν τις υποχρεώσεις της δουλειάς μας και να ανανεώσουμε τη συμφωνία μας με τον κοινωνικό περίγυρο. Έτσι η ανάγκη να μείνουμε ήσυχοι για λίγη ώρα πριν τον ύπνο χωρίς περαιτέρω πνευματικές εξάρσεις-άλματα προς την κόπωση δεν είναι αυστηρά σωματική, κι άρα φυσική, αλλά κι ανθρώπινη. Ένα διαφορετικού είδους μικρόβιο φυσιογνωμίας χτίζεται μέσα στους ανθρώπους που επιθυμούν να διαφωνούν με καθετί που συμβαίνει γύρω τους κάθε στιγμή· όσο κι αν η διαφωνία με ιδέες και στάσεις σε κοινωνίες που κάθε ώρα και στιγμή εντοπίζουμε από πόσες πλευρές χωλαίνουν κρίνεται θεμελιώδης. Διαφωνήστε λοιπόν, αλλά ίσως όχι αδικαιολογήτως ακατάπαυστα.
Επειδή η διαφωνία, ο χρωματισμός στη φωνή, σε συνδυασμό με την κριτική σκέψη μας κάνουν να διαφέρουμε από το πρότυπο προς αποφυγή του μαζανθρώπου. Ακόμη κι αν δεν είναι εύκολο να προσωποποιηθεί επακριβώς, στοιχεία του ζουν μέσα μας, κρυμμένα ή ανεξέλεγκτα και το είδος της αντιμετώπισής τους εγγράφεται, ενσυνείδητα ή όχι, σε κάθε μας στιγμή.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

Μια Κάποια Γυναικεία Εκπαίδευση

Δε συνηθίζω να επιλέγω ταινίες εποχής χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που θα με σπρώξει στην πόρτα τους. Δεν είναι πως βρίσκω τα περίτεχνα κοστούμια και τα εκπληκτικά λεπτομερή σκηνικά αποκρουστικά· απλά μπορεί συχνά όλα αυτά να υπάρχουν σε μια ταινία χωρίς κανένα νόημα. Η Μια Κάποια Εκπαίδευση του Λόουν Σέρφιγκ, ωστόσο, παρά τη γενικότερη φινέτσα της, δεν είναι τέτοια περίπτωση, οπότε οποιαδήποτε αίσθηση του λεπτομερούς σας δόθηκε παραπάνω ξεχάστε την. Είναι κυρίως μια ταινία για το παρελθόν που μπορεί να μας βοηθήσει να αντικρίσουμε υπό άλλο πρίσμα το παρόν.


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, η Τζένη (Κάρεϊ Μάλιγκαν), που ζούσε σε ένα σπίτι της επαρχιακής Αγγλίας μαζί με τους γονείς της πηγαίνοντας σχολείο και περιμένοντας να μεγαλώσει και να ανοίξει τα δικά της φτερά. Της άρεσε να διαβάζει βιβλία και να μαθαίνει Γαλλικά και να ονειρεύεται πως πολύ σύντομα, μόλις καταφέρει να περάσει τις απαραίτητες εξετάσεις, θα βρεθεί να σπουδάζει Αγγλική φιλολογία στην Οξφόρδη και θα έχει μόνο φίλους με πάθος για τη λογοτεχνία και την τέχνη, με τους οποίους θα μπορούν να κάνουν ατέλειωτες συζητήσεις για τα εκλεπτυσμένα τους γούστα. Μέχρι που μπήκε στη ζωή της ο Ντέιβιντ (Πίτερ Σάρσγκαρντ) και της έδωσε μια γεύση -ίσως λόγω του νεαρού της ηλικίας της, την αρχική- από το πως λειτουργεί ο κόσμος.
Ως μεγαλύτερος, με την κοσμική του ζωή, την απλοχεριά και την αποφασιστικότητά του, ένας αρκετά μεγαλύτερος άνδρας εύκολα μπορεί να εντυπωσιάσει την άβγαλτη Τζένη, που οι γονείς της δεν ξέρουν καν από που πάει ο δρόμος για να τη συνοδεύσουν στο κοντινότερο θέατρο. Ποιος είναι όμως ο αληθινός στόχος του Ντέιβιντ; Μέχρι ποιο σημείο θέλει να τη γοητεύσει, τι έχει στο μυαλό του να πετύχει και με ποιο τίμημα; Όλα αυτά αποκαλύπτονται σταδιακά μετά τη μέση της ταινίας, όπου η αντιστροφή της κλασικής χολιγουντιανής έκβασης πετυχαίνει καθ' ολοκληρίαν και, θα συμπλήρωνα, προσιδιάζει ανατριχιαστικά στις ανάλογες καθημερινές ιστορίες της πραγματικής ζωής.



Ακούγεται ρετρό; Η γυναικεία εξαπάτηση μπορεί να χαρακτηριστεί ορθότερα ως συστατικό στοιχείο των σχέσεων των δύο φύλων προηγούμενων εποχών; Παρά την ενδεχόμενη τάση που μπορεί να διακατέχει κάποιον να απαντήσει «ναι» στις παραπάνω ερωτήσεις, θα ήθελα να τονίσω πόσο πολύ η εξαπάτηση, που σαφώς δεν παύει να χαρακτηρίζει τον σημερινό ιστό γεγονότων, δεν είναι σπορ που εκδηλώνεται κατ' αποκλειστικότητα ενάντια στις γυναίκες, αλλά μπορεί να συμβεί στον καθένα. Όσο πανανθρώπινα θα κατορθώσουν να επιβιώσουν οι διαχρονικές αξίες των πρωταρχικών αισθημάτων, όπως η αγάπη, το μίσος και ο έρωτας, τόσο πιο πολύ θα συνεχίσουμε ως είδος κι ως μονάδες να προσπαθούμε να εξασφαλίσουμε στον εαυτό μας τη σιγουριά της παντοκρατορίας της επιβολής μας. Με οποιεσδήποτε συνέπειες μπορεί η παραπάνω να συνεπάγεται για τους μικρόκοσμους των συνανθρώπων μας.
Και τώρα μπορούμε ίσως να επιστρέψουμε σε πιο αμιγώς βίντατζ συλλογισμούς. Όπως, για παράδειγμα, στο από σχεδόν καταβολής του 20ού αιώνα τονισμένου δικαίωμα των γυναικών να πραγματώνουν ακριβώς εκείνη την αποστολή για την οποία εντοπίζουν μέσα τους πως είναι προορισμένες, χωρίς τους επιφανειακότερους περιορισμούς, αλλά με ποιο τίμημα; Στον κόσμο της δεκαετίας του '50, όπου μας μεταφέρει η ταινία, η Μις Στάμπς, η φιλόλογος καθηγήτρια της Τζένη, που ασκεί με εμφανώς συνειδητοποιημένο τρόπο το επάγγελμά της, έχοντας ακολουθήσει εκτενείς σπουδές και το ξεκίνημα μιας ελπιδοφόρας καριέρας, θα μπορούσε να θεωρείται, σε πραγματικό χρόνο, μια αξιόλογη επιστήμων της εποχής της. Ή μήπως μια γυναίκα άντρας που ζει με ακατανόητο τρόπο για τα δεδομένα της κοινωνίας; Μήπως γυναίκα-άντρας δε συνεχίζει να θεωρείται και στις μέρες μας κάποια που εστιάζει στην εργασία και στις άλλες πιο προσφιλείς της δραστηριότητες, αντί να έχει τη συνεχή ανάγκη να νιώθει πως προσπαθεί να γίνει επιθυμητή στον αντρικό πληθυσμό που διεκδικεί τη δυνατότητα να την προσεγγίσει; Αυτά και μόνο όσον αφορά το επίκαιρο του χαρακτήρα της ταινίας θεωρώ πως μπορούν να μας δώσουν μπόλικη τροφή για σκέψη.


Όσο για τη μάστιγα του συναισθηματικού κόσμου, δε μπορούμε σ' αυτή την οπτική γωνία της ταινίας παρά να διαγνώσουμε ένα κενό στο οποίο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να πέσει μέσα. Καρδιές ραγίζουν καθημερινά, και ποιο το αποτέλεσμα; Απανταχού εκρήξεις μοναξιάς, επειδή, ω, η ατράνταχτη παντοτινή δύναμη της απώλειας. Κοινώς, οι ξάγρυπνες νύχτες που θα περάσεις θρηνώντας το σφάλμα σου, θρηνώντας το γιατί να μη βρίσκεται αυτή η μορφή ακόμη στη ζωή σου, παρ' όλο που αισθάνεσαι την ίδια στιγμή την ανάγκη να αναθεματίσεις κάθε μόριό της. Ακόμη κι αν ντρέπεσαι, ακόμη κι  από τον εαυτό σου να παραδεχθείς οτιδήποτε από τα παραπάνω. Και όχι, σνιφ, ήταν η τελευταία φορά που πιάστηκες κότσος, γιατί αποκλείεται να ξαναγίνει, θωρείς δεδομένο πως αποκλείεται εσύ να ξανακάνεις το ίδιο λάθος, κι όμως πόσο εμφανές είναι από την ίδια την ευαίσθητή σου φύση πως είσαι έτοιμη να το ξανακάνεις. Και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά, ειδικά τώρα που έμαθες. Κάπως έτσι ίσως αισθανόταν και η Τζένη μετά από άνευ πρωτοτυπίας τυπικά αντιτζέντλεμαν άδειασμα από το Ντέιβιντ λίγο πριν το φινάλε της ταινίας. Όχι, αυτοί οι δύο δε ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα.


Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε παρεκβάσεις, στις οποίες ενδεχομένως δικαιωματικά βούτηξα παραπάνω, αυτοσχεδιαστικά ή μη, όλοι έχουμε το δικαίωμα και τις ευκαιρίες να είμαστε αληθινοί άνθρωποι, με το α κεφαλαίο, ανεξαρτήτως φύλου. Και κάπου κάπου όλοι φαίνεται να χρειαζόμαστε εκπαιδεύσεις ικανές να μας ξυπνήσουν, όχι απλώς αναπόφευκτα, αλλά καθημερινά· κινηματογραφικές ή μη.

By Μαρία Γώγογλου