Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Οι Τελευταίες Ώρες της Μαίρης

Σίγουρα το να ανοίγεις τα μάτια και να βλέπεις ένα ζωντανό να περιφέρεται μέσα στο σπίτι ψάχνοντας εναγωνίως τροφή δεν είναι και η πιο ευχάριστη εμπειρία. Έτσι τουλάχιστο σκέφτηκε η Μαίρη μόλις άνοιξε τα μάτια της εκείνο το συγκεκριμένο πρωί. 



Υπήρχε αυτό το μούδιασμα που είχε ξεκινήσει να νιώθει μέρες πριν και που τώρα το αισθανόταν λίγο πιο έντονα. Τίποτα ανοίκειο όμως. Απλά η συνηθισμένη δυσκολία να ανοίξει τα μάτια, να σηκωθεί και να επιδοθεί σε οποιαδήποτε δραστηριότητα. Σήμερα, όμως, ήταν αδύνατο να μείνει ακίνητη λίγο ακόμα, ειδικά λόγω της άβολης στάσης στην οποία την είχε χθες το βράδυ πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Ας πούμε πως είναι αναγκαστικό λοιπόν, και στο κάτω κάτω μπορώ να ξαπλώσω ξανά σε λίγο, ήταν η πρώτη της σκέψη, αφού δεν άντεχε στην ιδέα του να μείνει για λίγη ώρα ακόμη ατάιστο το καημένο το ταλαιπωρημένο γατί.

Το γατί το είχε βρει το προηγούμενο βράδυ γυρίζοντας σπίτι μετά την κραιπάλη· της είχε φανεί αδύνατο να αντέξει τη σκέψη ότι δε θα είχε σπίτι και φαγητό κι ότι θα συνέχιζε να περιφέρεται στους δρόμους τέτοια ώρα βαθιά μέσα στη νύχτα. Και στο κάτω κάτω της γραφής με ποιο ακριβώς τρόπο διέφερε η ίδια από το γατί αφού έμενε επίσης άφραγκη και χωρίς φίλους ή ασχολία τόσο συχνά τον τελευταίο καιρό, ακριβώς όπως είχε μείνει και στο παρελθόν; Μόνο το διαμέρισμα-κεραμίδι που είχε πάνω από το κεφάλι της η Μαίρη ήταν η ειδοποιός τους διαφορά, άντε ίσως κι αυτά που ευγενικά κάποιοι φίλοι και τα πιο εξευγενισμένα πληθυσμιακά στρώματα θα χαρακτήριζαν επιτυχίες στη σύντομη μέχρι τώρα πορεία της στο σανίδι και τη μεγάλη οθόνη. Το συμπέρασμα ήταν πως η γάτα μπορούσε να γίνει μια σύντροφος που να την καταλαβαίνει ή ότι υπήρχε έστω η δυνητικότητα του γεγονότος πως μπορούσε η ίδια να προσφέρει κάτι σε ένα ζωντανό οργανισμό. Γι' αυτό, η γάτα ήρθε για να μείνει, σκέφτηκε και συνέχισε το δρόμο για το σπίτι, αφού τη χάιδεψε και την πήρε αγκαλιά χωρίς να συναντήσει αντίσταση.

Λίγο γάλα, ίσως και λίγα δημητριακά θα ήταν μια χαρά, σκεφτόταν τώρα, όπως και το προηγούμενο βράδυ, μετά την επιστροφή της σπίτι με το γατί ψαχουλεύοντας τα ντουλάπια γι' αυτά που ούτως ή άλλως η ίδια σπάνια έμπαινε στον κόπο να ψωνίσει ή να καταβροχθίσει.


Οι στιγμές της στο σανίδι και τη μεγάλη οθόνη. Αδιαμφισβήτητα, θα μπορούσε να δεχτεί από αυτές που δε θα έβρισκε εύκολα να νοσταλγήσει μια γάτα στο παρελθόν της – αν και ποτέ στ' αλήθεια δε μπορείς να ισχυρισθείς πως ξέρεις τι σκέφτονται τα ζωντανά. Θυμόταν εκείνα τα γυρίσματα της σκηνής που φορούσε μια γελοία λευκή φούστα μέχρι τον αστράγαλο και τραγουδούσε με πάθος ένα παιδικό τραγούδι. Το έλεγε ξανά και ξανά, πάνω απ' όλα για να πετύχουν την τελειότερη λήψη, αλλά κι επειδή έτσι κι αλλιώς η ηρωίδα υποτίθεται πως επιμένει να το επαναλαμβάνει. Ήταν όλοι τους κουρασμένοι, μπουχτισμένοι, έτσι θυμόταν, όμως υπήρχε το συναίσθημα πως κάποια μεγαλειώδης ανθρώπινη αλήθεια υπήρχε μέσα σ' εκείνη την επανάληψη ενός παιδικού τραγουδιού από μια ενήλικη κοπέλα ντυμένη παιδούλα στη μέση ενός σαλονιού στολισμένου για παιδικό πάρτι. Μια αίσθηση πως κάποιο φιλοσοφικό απόσταγμα αναδυόταν ανάμεσά τους μαζί με τη διακαή δίψα τους να αποδώσουν την αίσθηση κινηματογραφικά, ταυτόχρονα με τις αμφιβολίες τους για το όλο εγχείρημα. Ο συνδυασμός όλων αυτών δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα χαραγμένη με πολύχρωμα γράμματα στη μνήμη της Μαίρης. Η οποιαδήποτε αναγνώριση ήταν υποτίθεται εξασφαλισμένη.

Η κόπωση συνεχιζόταν. Ο σφυγμός της επαναλαμβανόταν με έναν τρόπο λες και ήθελε να καταστήσει σαφές στο σώμα της πως κάποια όργανα δεν άντεχαν άλλο ή δε χωρούσαν μέσα της. Έπρεπε να σταθεί για μια στιγμή, να ξεκουραστεί σε κάποιο σημείο του σπιτιού κι όλα θα ηρεμούσαν. Οι αστάθειες και η γενική σύγχυση των τελευταίων ημερών σίγουρα αυτό έδειχναν.
Είχε πέσει για ύπνο με τη μαύρη στολή που φορούσε κάθε βράδυ από τα τελευταία, πριν ανεβεί στη σκηνή. Από τη χρήση της λέξης στολή, μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο· μιλάμε για το μαύρο τοπ και το μαύρο τζιν παντελόνι που αποτελούσε μέρος του act της τα τελευταία βράδια, χωρίς να θέλει να εκφράσει κάτι χωρίς λόγια που ήδη είχε πει. Το μαύρο ήταν ούτως ή άλλως το αγαπημένο της χρώμα· αλλά και όλη η σωματική επεμβατική συνοδεία από μαύρα μαλλιά και νύχια δεν ήθελε τίποτε άλλο να δηλώσει πέρα από όσα έλεγαν τα τραγούδια: η ζωή οδηγούσε σ' ένα είδος αδιέξοδο, ερωτικό, επαγγελματικό, προσωπικό, κοινωνικό, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δεχόσουν να το δεις. Τουλάχιστον αυτό ήταν αλήθεια έτσι όπως το είχε ζήσει η Μαίρη στην εκπνοή της πρώτης δεκαετίας του αιώνα που χρειαζόταν να διανύσει. Όχι πως δε μπορούσε να παραδεχτεί πως είχε σηκωθεί κι είχε πέσει πάρα πολλές φορές στη ζωή της ή πως δεν είχαν βρεθεί πονόψυχα άτομα, εδώ κι εκεί που την είχαν βοηθήσει. Αλλά, να. Τον τελευταίο καιρό της φαινόταν γενικά πως η κατάσταση της ζωής της ήταν γενικότερα πιο φυσιολογικό να είναι πεσμένη παρά σταθερά αντιμετωπίσιμη. Οι τονωτικές ενέσεις επιτυχίας κι ευχαρίστησης μάλλον οδηγούσαν στην προηγούμενη αίσθηση με περισσότερο μαθηματική ακρίβεια.
«Έχεις δει το φως του ήλιου κατάματα, Μαίρη», της άρεσε να λέει μυστικά στον εαυτό της στον καθρέφτη, όταν ήταν μόνη ή κανείς δεν την παρατηρούσε. «Τώρα κατηφόρισε με περηφάνια κι ανοιχτή καρδιά». Μα ήταν μόλις τριάντα χρονών.
Κι η αλήθεια ήταν πως υπήρχε ένας αριθμός πραγμάτων που, μιλώντας της, ειλικρινά της εξηγούνταν πως κάτι είχε κάνει. Αυτή την πλάκα την πάθαινε κάθε φορά στο μαγαζί που εμφανίζονταν με το φίλο της, τον Άλεκ, σε γειτονικό τους μαγαζί – ήταν πάντα ένα γεγονός τιμής μόνο για φίλους, τους πιστούς στο είδος και τους μυημένους. Σ' αυτούς που μπορούσαν να αφοσιωθούν σ' αυτό το πράγμα, γιατί, στα πλαίσια του κανόνα, ο Άλεκ θα έβγαζε όσο μπορούσε πιο απόκοσμους ήχους στο συνθεσάιζερ που είχε συνηθίσει να παίζει, κι εκείνη θα προσπαθούσε με τη φωνή της κάθε φορά να ακολουθήσει όσο μπορούσε πιο απόκρημνα μονοπάτια, μακριά από κάθε αριστοτεχνική νότα σοπράνο ή ερμηνεύτριας από αυτές που είχε μελετήσει. Ήταν ένα αποτέλεσμα για γερά νεύρα· γι' αυτούς, όμως, που το αποζητούσαν άξιζε να το παρακολουθήσεις.


Το σφίξιμο στην καρδιά και το στομάχι, κι ας μην είχε πιει καφέ· υπήρχε μια ελαφρότητα που διεκδικούσε να την πάρει μακριά. Και δεν ήταν κανένας τριγύρω να τη φροντίσει, να υποκύψει στον παράλογο τρόπο με τον οποίο θα την επιθυμούσε υγιή· έλλειπαν ή τους είχε διώξει όλους ή κάτι το ενδιάμεσο. Κούρνιασε στον καναπέ και περίμενε κάτι που ίσως δε θα ερχόταν.
Υπήρχαν τελευταία, και σ' αυτές ακόμα τις, όπως μπορούσες να το πεις, εκκεντρικές για το μεσοαστικό κοινό εμφανίσεις, αυτοί που θα ερχόταν μετά το σόου -μια ώρα το μάξιμουμ, τόσες είχαν υπολογιστεί οι αντοχές του κοινού, όσο και της ανοχής των ιδιοκτητών του μαγαζιού- και θα μιλούσαν με πάθος στη Μαίρη για την ψιλή φωνή της και τα χρώματα της ερμηνείας της ή στον Άλεκ για τα τερτίπια της δικιάς τους τέχνης. Υπήρχε πάντα εκείνη η δυσπιστία ότι επρόκειτο απλώς για αυλοκόλακες ή κάποιους που ως την επόμενη μέρα θα τους είχαν ξεχάσει εν είδει του ποτού, της ανάλαφρης αύρας, αλλά και της γενικότερα έντονης επιθυμίας ευχαρίστησης τη συγκεκριμένη βραδιά. Υπήρχαν, ωστόσο, κι αυτοί που όλο και ξαναερχόντουσαν τελευταία και ήταν αυτό το απόλυτα ανεπαίσθητο σιγοτραγούδισμα κι ένα το κλείσιμο του ματιού απολύτως επαρκή για τη Μαίρη, για να καταλάβει πως πίστευαν σ' αυτούς ή τελοσπάντων σε κάτι – ένας Θεός ξέρει τι μπορεί να ήταν αυτό το κάτι.

Τώρα ήταν η στιγμή που ο πόνος ξεπερνούσε καθετί άλλο, σαν κάποιους που εσωτερικά ανελέητα πίεζαν την ψυχή της να παραδοθεί. Γι' αυτό κι επέμενε να τα σκέφτεται όλα αυτά – τον Άλεκ δίπλα της στη σκηνή, το κλείσιμο του ματιού. Ο πόνος στα σωθικά έδειχνε να μη μπορείς να αρνηθείς την ύπαρξή του, και κυρίως, δύσκολο να καθησυχάσεις τον εαυτό σου πως από στιγμή σε στιγμή θα περνούσε. Γι' αυτό η Μαίρη σύρθηκε προς το τραπεζάκι όπου βρισκόταν από χθες το βράδυ παρατημένο το κινητό της και πληκτρολόγησε τον αριθμό έκτακτης ανάγκης· μπορούσε άραγε κάτι θετικό να βγει απ' όλο αυτό; Ο εαυτός της σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
«Υπάρχει πρόβλημα... Είναι στιγμές που νομίζω πως δε μπορώ να πάρω αναπνοή», ψέλλισε με απόσταση αρκετών δευτερολέπτων την κάθε φράση, τη στιγμή που μια στεντόρεια αντρική φωνή στο τηλέφωνο τη διαβεβαίωνε πως θα κατέφθαναν αμέσως, εγκαίρως, φτάνει να τους έδινε με ακρίβεια τη διεύθυνσή της.
Γι' αυτό και το θεώρησε καίριο να ξοδέψει λίγες ακόμη από τις ελάχιστες δυνάμεις που της είχαν απομείνει στο να ψιθυρίσει τη διεύθυνση, μήπως γίνει τελικά πράξη αυτό που ο άντρας, που ακουγόταν αξιόπιστος, της είχε μόλις υποσχεθεί.
Κι αφού τελείωσε η υπερπροσπάθεια, ξανασύρθηκε στον καναπέ, όπου τουλάχιστο, είχες τη δυνατότητα να σκεφτείς πολλά πράγματα που τελευταία είχες ζήσει κι ήταν ευχάριστα κι άλλα τόσα που σε πείραζαν χωρίς να υποφέρεις τόσο έντονα, αφού ο σιωπηλός τρόπος ήταν πάντα ο πιο αποτελεσματικός. Κι εκεί μπορούσες πάντα να περιμένεις ακούραστα εκείνο το τόσο απροσδιόριστο που όλοι αιώνια έψαχναν και που η Μαίρη, μέσα στη γενικότερη μαυρίλα και τις έντονες σκέψεις νόμιζε για πρώτη φορά πως στ΄αλήθεια το είχε βρει.


Θα ήθελα να αφιερώσω τον παραπάνω, εντελώς ιδιοσυγκρασιακό αυτοσχεδιασμό στη μνήμη της Μαίρης Τσώνη, αλλά και σε όλους όσους κάποτε ένιωσαν να κατακλύζονται από παρατεταμένα συναισθήματα μελαγχολίας περισσότερο από ότι συνήθως. Όλες οι εμφανείς ανακρίβειες σε σχέση με πρόσωπα και γεγονότα αξίζει να αποδοθούν απευθείας στον κόσμο της γραφούσης.

By Μαρία Γώγογλου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου