Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Η λυτρωτική φυγή

Κάθε ανάγνωση ομορφαίνει τις στιγμές που εμβαθύνεις σε έννοιες και καταστάσεις που ποτέ πριν δεν είχες σκεφτεί να αναλύσεις ή, κάπως τελοσπάντων, μέσα σου να επεξεργαστείς. Πρόκειται για ακριβώς αυτό που λέμε πως γίνεται με τα βιβλία που έρχονται να μιλήσουν για κάτι που όλοι ξέρουμε πως υπάρχει, μα συχνά αδυνατούμε να βρούμε τους λόγους για τους οποίους αξίζει να το τοποθετήσουμε σε περίοπτη θέση στην καθημερινότητά μας, ή έστω να αναφερθούμε σ’ αυτό με οποιοδήποτε τρόπο. Η Τέχνη της Φυγής της Ήβαν Χάρρις έπαιξε μέσα μου ακριβώς αυτό το ρόλο ∙ δε θα μπορούσα, ωστόσο, να μην παραδεχθώ πως η συγκεκριμένη σύντομη πραγματεία με απασχόλησε και μου τράβηξε την προσοχή, εξαιτίας της αναδρομικής συνειδητοποίησης του κεντρικού ρόλου που έχουν παίξει διάφορα είδη φυγής στη ζωή μου.


Κάτι που ασφαλώς συμβαίνει στις ζωές όλων μας χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Όπως, άλλωστε, αντιλαμβάνεται κανείς, αν όχι ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου, σίγουρα από τις πρώτες σελίδες του, η έννοια της φυγής που εξετάζεται δε σχετίζεται μόνο με την απομάκρυνση από συγκεκριμένους χώρους με τους οποίους έχουμε συνηθίσει να συσχετίζουμε τον εαυτό μας. Η αποκοπή συνηθειών, η απαλλαγή από είδη σκέψεων, καθώς και ο αποχαιρετισμός από πρόσωπα του περιβάλλοντός μας, στο πλάι των οποίων για οποιονδήποτε λόγο αδυνατούμε να συνεχίσουμε να αντικρίζουμε μια κοινή πορεία αποτελούν εξίσου σημαντικά είδη φυγής. Όπως, μάλιστα αποδεικνύει το βιβλίο, καθένα από αυτά αξίζει να εξετάζεται ξεχωριστά, ώστε να αποτιμηθούν βέλτιστοι τρόποι αντιμετώπισης που αξίζει ο καθένας να ακολουθήσει, ώστε να αποκομίσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για την προσωπική του εξέλιξη και την ψυχική του ηρεμία. Ο στόχος, δηλαδή, του βιβλίου προσδιορίζεται σε ένα είδος αυτοβελτίωσης, ακόμη κι αν το ίδιο δεν υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια ή ότι, με άλλα λόγια θα αλλάξει τη ζωή των αναγνωστών αυτοστιγμεί με τις θαυματουργές, εύχρηστες συμβουλές που παρέχει για το προσωπικό τους μέλλον.

Η ανάρτηση αυτή θα στερείται ειλικρίνειας αν εδώ δεν παραδεχθώ πως η συγκυρία αγοράς του βιβλίου δε συνέπεσε με προσωπικές περιστάσεις φυγής που βίωσα πρόσφατα. Εν γένει το μοτίβο φυγής από αποτυχημένες απόπειρες σχέσεων που αποδεικνύονται αρρωστημένες πάντα με προβλημάτιζε και σχεδόν με υποχρέωνε να τις αντιμετωπίζω με δέος και την απαιτούμενη θλίψη απομάκρυνσης ∙ ενδεχομένως λόγω αυτού που πάντα αντιλαμβανόμουν ως μια μόνιμη απουσία «ομοειδών» από το σπίτι, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν έχω αδέρφια. Ήταν, όμως, κυρίως, μια πρόσφατη φυγή,  που επιφανειακά αρχικά έμοιαζε να μην έχει επώδυνες συνέπειες και με παρακίνησε να αρπάξω μεμιάς το βιβλίο από το ράφι του βιβλιοπωλείου και να στριμώξω την ανάγνωσή του επειγόντως στο πρόγραμμά μου.


Πρόκειται για την απομάκρυνσή μου από μια ξαδέρφη μου με την οποία διατηρούσα «φιλικές» επαφές εδώ και χρόνια, πότε εγγύτερες και πότε αποστασιοποιημένες. Κάποια στιγμή, ωστόσο, η ζήλεια για τα έστω και ελάχιστα πράγματα που έχεις καταφέρει αδυνατεί να μη φέρει στο φως την επιφάνεια της κακεντρέχειας των άλλων, ειδικά όταν το μόνο που τους απασχολεί είναι να σε δουν να πέφτεις με κάποιο τρόπο (κι όταν δε συμβαίνει αυτό, πόσο πολύ νευριάζουν που ο κόσμος μπαίνει ενάντια στα σχέδιά τους!). Όταν λοιπόν, μετά από χρόνια ξεδιπλώματος προσβλητικών συμπεριφορών κι υπερβολικής ανεκτικότητας, κατάφερα να απομακρυνθώ από διάφορα είδη νεανικού άγχους και είδα τα πράγματα πιο καθαρά, η απόφαση ήταν μία και μοναδική: η απομάκρυνση από την αρνητική ενέργεια ήταν μονόδρομος, καθώς συχνά τα άτομα που εχθρεύονται δε βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό τους για να δράσουν ενάντια σε άλλους. Χρησιμοποιούν όσα ανθρώπινα ή οποιουδήποτε άλλου είδους δεκανίκια βρίσκονται στο δρόμο τους για να πετύχουν τον αρρωστημένο τους στόχο, που ξαφνικά, μέσα στην πασιφανή ευτέλειά του, βρίσκεται σε θέση πιο κεντρική και από την αξία των ενδοξότερων Θερμοπυλών. Το θέμα είναι πως η αντιμετώπιση των προσωπικών συνεπειών, που συνεπάγεται μια τέτοια φυγή από πρόσωπο, απειλεί να σε καταδυναστεύει συναισθηματικά και ψυχολογικά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, για όσο καιρό τουλάχιστο προσπαθείς να οργανώσεις τις άμυνές σου και να ορθοποδήσεις.

Με φόντο τα παραπάνω, η αξία της φυγής ως ενέργειας, που με διάφορους τρόπους υποστηρίζει το βιβλίο, σε εκ διαμέτρου αντίθεση με αυτό που συχνότατα εκθειάζεται από την κουλτούρα μας ως η δύναμη του να σωπαίνεις και να υπομένεις, απλώς συνέχισε να μου αποκαλύπτεται καθώς
διάβαζα όλο και περισσότερες σελίδες από την Τέχνη της Φυγής. Σιγά σιγά άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν στο μυαλό μου τα διαφορετικά είδη φυγής που μπορεί να κανείς να συναντήσει ∙ άλλα από αυτά συνέβη να τα ζήσω,  παρατηρώντας τα κι άλλα να τα πραγματοποιήσω εγώ η ίδια. Μερικά παραδείγματα προσπαθειών φυγής, για να απαλλαγείς οριστικά από κάποιον ή κάτι που σε ενοχλεί με κάποιο τρόπο, που αξίζουν να σας τραβήξουν την προσοχή είναι τα ακόλουθα:

·        Η τεχνική της λογικής: όλοι πάντα ονειρευόμαστε πως θα απαλλαγούμε από τη μάταιη καθημερινή επαφή μας με τον άλλο, αφού πρώτα του εξηγήσουμε πλήρως τα κίνητρά μας, αλλά και τις αιτίες τους. Η μέθοδος ενδείκνυται, σύμφωνα με τη συγγραφέα, για πρωτάρηδες που έχουν πάρει το δρόμο της φυγής, όπως κατά την ταπεινή προσωπική μου γνώμη, για άτομα μανιακά με την οργάνωση, χαρακτηριστικό που όλο και πιο συχνά πιστεύω πως μπορεί να αποδοθεί στον εαυτό μου.

·        Το κόψιμο των γεφυρών: φυσικά και οι πιο hardcore εκδοχές φυγής περιέχουν τη δική τους γοητεία. Το κόψιμο μιας γέφυρας ή περισσότερων πραγματοποιείται συνήθως από ένα άτομο συνειδητοποιημένο, που έχει αγανακτήσει ή πληγωθεί βαθιά από κάποιο πρόσωπο ή κατάσταση. Αποφασίζει λοιπόν να αποχωρήσει οριστικά και ηχηρά (ο ήχος της σιωπής δε θα έπρεπε να παραβλέπεται, μιας και πρόκειται για έναν από τους πιο διαπεραστικούς), χωρίς το ελάχιστο ενδιαφέρον για τις συνέπειες που η φυγή σας μπορεί να δημιουργήσει στους γύρω σας. Αν μην τι άλλο, ένα είδος φυγής που μπορεί να επιφέρει τη ρίγη της ψυχικής ανάτασης.

·        Απόκρυφη φυγή: σε κάποιες περιπτώσεις, ο φυγάς δεν αποκαλύπτει σε κανέναν τους λόγους που τον οδήγησαν στο δρόμο, ούτε καν τη φυγή του την ίδια. Συχνά προσποιείται πως όλα είναι μια χαρά, ως συνήθως, και πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Η τεχνική αυτή, ειδικά όταν πρόκειται να εφαρμοστεί σε άτομα και παρέες συστήνεται μόνο όταν το άτομο που ετοιμάζεται να την επιχειρήσει είναι έμπειρος φυγάς που ξέρει ακριβώς τι και πως το κάνει. Οι απόκρυφοι φυγάδες είναι συνήθως άτομα έξυπνα, προικισμένα, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνα στις καθημερινές τους συναναστροφές.

…και η απαρίθμηση δεν επιδέχεται τέλος. Υπάρχουν πάρα πολλά είδη φυγής που ασφαλώς όλοι γνωρίζουμε, κι όμως αξίζει να ανακαλύψουμε στο βιβλίο με την προοπτική να τα επανεξετάσουμε. Τουλάχιστον ανήκω στη μερίδα ανθρώπων που πιστεύει πως η προσεκτική παρατήρηση κι επανεξέταση των συμπεριφορών των άλλων και των δικών μας αποτελεί σε ορισμένες περιπτώσεις το κλειδί της ευτυχίας.
Φυσικά η παραπάνω είναι μια υπερεκτιμημένη φράση, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τη δίνη των καθημερινών σχέσεων και της εργασιακής ρουτίνας, καθώς και τα χιλιάδες απρόοπτα και παράλογα που μας συμβαίνουν συνεχώς. Η ουσία είναι πως η φυγή είναι ένα εγχείρημα που ωφελεί αν γίνει κατόπιν σκέψης και προσεκτικής παρατήρησης ∙ ταυτόχρονα, οι φυγές κάθε ανθρώπου είναι καθρέφτες που φωτίζουν το δρόμο προς τις μύχιες πτυχές του χαρακτήρα του, όπως και των δυνάμεων που τον ωθούν να μείνει στη θέση tου ή να τραβήξει πίσω ή μπρος. Για την περίπτωση της δικής μου φυγής, στην οποία προαναφέρθηκα εδώ, θα πω απλά πως επιτέλους έφτασε η στιγμή να απολαύσω την απελευθερωτική της δύναμη και τη συγκινητική αγάπη στον εαυτό, ως αποτελέσματά της, τη στιγμή που κάθε ρανίδα συμπάθειας προς ένα άτομο, αλλά και εξάρτησης από αυτό εκμηδενίζεται.



Σε κάθε περίπτωση σας συστήνω την ανάγνωση αυτού του βιβλίου προς αυτογνωσία, ετερογνωσία και κάθε άλλο είδος χρήσιμης γνώσης στο οποίο είναι δυνατό να συντελέσει. Και μην ξεχνάτε να είστε όσο πιο αυτοσχεδιαστικοί αξιώνετε στις δικές σας φυγές.


By Μαρία Γώγογλου

Μακριά από τον κόσμο των άλλων;



Υπάρχει, μου φαίνεται, μια έννοια, που όχι μόνο η γενιά μας, αλλά ολόκληρο το σύστημα των σύγχρονων κοινωνιών κινδυνεύει να απωλέσει. Ένας κοινωνός συναισθήματος, που τα παιδιά μας (αν υποθέσει κανείς πως θα αποκτήσουμε ποτέ τέτοια) δε θα γνωρίσουν καν∙ που συνεχίζει να αναπνέει υποτυπωδώς μέσα σε υπόγεια, συνειδησιακά, αλλά και αληθινών υπό κατάρρευση κτιρίων. Κι αυτή είναι η έννοια της συλλογικής ζωής, που η δυτική τεχνοκρατία έχει εδώ και αιώνες βαλθεί να καταστρέψει.


Τον τελευταίο μήνα δεν είδα σχεδόν καμία ταινία. Απαρνήθηκα την οικεία μου συνήθεια χρόνων, τις Κυριακές τα απογεύματα να κουλουριάζομαι μπροστά στο λάπτοπ, χωμένη μέσα σε μια ζεστή κουβέρτα: η δραστηριότητα που κάνεις πάντα μόνος σου κι έχει καταντήσει ρουτίνα, μακριά από τον κόσμο των άλλων είναι ακόμα ένα στοιχείο που σε απομακρύνει ολοένα από αυτούς. Είδα, όμως, ένα ντοκιμαντέρ, που ήθελα για καιρό να δω, κι ο απόηχός του με κάνει να το σκέφτομαι ακόμα: την Ταξιδιάρα Ψυχή: η ταινία της Αγγελικής Αριστομενοπούλου για τη ζωή και το έργο του Γιάννη Αγγελάκα, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια της δραστηριοποίησής του στη μουσική, μετά το τέλος των Τρυπών και μέχρι το 2010.
Τι είδους προσδοκίες μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται κατά τη διάρκεια της θέασης του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ;
Κατ’ αρχάς, όσους όρους ταξινόμησης του ελληνικού ροκ και γενικότερα των σύγχρονων ελληνικών ρευμάτων κι αν υπάρχουν στο κεφάλι σας, σας πληροφορώ πως πρόκειται να τα βρείτε σκούρα στην περίπτωση του Γιάννη Αγγελάκα, ενός από τους λίγους καλλιτέχνες, που εμφατικά αρνήθηκε να υποκύψει στους πειρασμούς της εμπορευματοποίησης, που συνηθίζουν να προσφέρονται πακέτο με την ευρεία ροκ αναγνώριση, για να εξελίξει τη μουσική του (θα βοηθήσει αν σας ξεκαθαρίσω πως όλα αυτά τα διατείνεται μια φαν του Παύλου Παυλίδη, που, επιστρέφοντας από την κοινή συναυλία του με τον Αγγελάκα, ένιωθε πια φαν και των δύο). Πρόκειται για ένα μουσικό που έχει ανάγκη να αφουγκραστεί τον παλμό της ευρύτερης έννοιας της κοινωνίας για να δημιουργήσει κάτι που τόσο συχνά φαίνεται να προέρχεται μέσα από την ψυχή μας την ίδια, κάτι που ενδεχομένως μπορεί να αποδειχθεί εύκολο να κατανοήσει οποιοσδήποτε μη λάτρης του είδους.


Όπως με φοβερή έκπληξη ανακάλυψα στο ντοκιμαντέρ, ο κόσμος του Αγγελάκα απέχει αρκετά από τον αντίστοιχο πολλών αναγνωρισμένων μουσικών: δε γνωρίζει νότες, δε υποκύπτει στο συγκεντρωτισμό του να επινοεί μελωδίες για το σύνολο των μουσικών που συνεργάζονται μαζί του γύρω από μια ιδέα, δε συντηρεί εντελώς μόνιμο τόπο κατοικίας ως τον προσωπικό του δημιουργικό χώρο. Η πρώτη κίνησή του, μετά τη διάλυση του πρώτου συγκροτήματός του, των Τρυπών, με τις τεράστιες ροκ επιτυχίες, ήταν να βγει στο δρόμο αναζητώντας νέα άτομα με τα οποία να μπορέσει να συμπορευθεί στο όραμά του, ξεκινώντας έτσι μια νέα περιπέτεια με άγνωστους συντρόφους προς άγνωστους προορισμούς.

Τον βλέπουμε λοιπόν στο αυτοκίνητό του να ξεκινά, ανάλογα με το ανά περιόδους πρόγραμμα και τους στόχους του, να κατευθύνεται προς έναν τόπο όπου προσδοκά να συναντήσει φίλους ώστε να παίξουν μουσική, να δημιουργήσουν και να περάσουν όμορφα παρέα. Πότε στην ηπειρωτική Ελλάδα, πότε σε ορεινά μέρη της Κρήτης. Τις περισσότερες φορές σε σπίτια-καταφύγια σε φυσικά περιβάλλοντα, μακριά από ένα ξερό, αστικό, υπερφορτωμένο τοπίο. Μαζί με τους αγαπημένους του φίλους-μουσικούς, όπως ο τσελίστας που παράγει τον ιδιόμορφο ήχο, ο Νίκος Βελιώτης ή ο Ντίνος Σαδίκης με το μπαγλαμαδάκι του και τη νοσταλγία για τα ρεμπέτικα κάθονται στο τραπέζι, πίνουν κάτι και πότε πότε συζητούν, έρχονται στο κέφι, γρατζουνούν ένα έγχορδο και τραγουδάνε.
Πράξη και σκέψη που απέχει έντονα από τον τρόπο που σκεφτόμαστε όλοι στην καθημερινότητά μας: να κουρνιάσουμε στη βολή μας στο κονάκι μας στο τέλος της ημέρας, απολαμβάνοντας τους κόπους που σπυρί σπυρί καταφέραμε να μαζέψουμε μακριά από οτιδήποτε μπορεί να προσπάθησε με κάθε τρόπο να αλλάξει λίγο θέση τα πράγματα ή να επηρεάσει την οπτική γωνία από την οποία τα βλέπουμε. Διότι ο μέσος άνθρωπος σπάνια στοχεύει σε κάτι ικανό να επιδράσει σε οποιαδήποτε έκφανση του κοινωνικού γίγνεσθαι και αυτή η παραδοχή δεν περιέχει τίποτε το τρομακτικό. Το τρομακτικό αρχίζει στο σημείο που αυτή η σταδιακή επιδίωξη της συγκομιδής των κόπων μας κλείνει ολοένα το παράθυρο μιας συναισθηματικής κοινής μας πορείας με τον κόσμο των άλλων. Κλείνει, εν τέλει, και σφραγίζει μια πόρτα ασφαλείας που μας απομονώνει από την έννοια της συλλογικότητας.
Έτσι, μαθαίνουμε να μαζευόμαστε σπίτι νωρίς το βράδυ μετά τη δουλειά και να παρηγορούμαστε μπροστά σε μια τηλεοπτική οθόνη ή μια οθόνη υπολογιστή χωρίς επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, ούτε ακόμη και μ’ αυτούς που βρίσκονται γύρω μας. Απλώς βυθιζόμαστε στο δρόμο των προσωπικών μας προτιμήσεων όλο και βαθύτερα, χωρίς την ανάγκη να αναζητήσουμε συμπόρευση ή γυρισμό. Ένας αιώνας ατέλειωτα μοναχικών υπάρξεων.


Φέρνω στο μυαλό μου τις συζητήσεις μου με τη μητέρα μου για τα παιδικά της χρόνια. Όσα μου έχει διηγηθεί για την αγροτική κοινωνία της εκτεταμένης, αυτάρκους οικογένειας στην οποία μεγάλωσε, όπου ο καθένας αισθανόταν να εξαρτάται από την καλοτυχία του συνανθρώπου. Η βοήθεια του καθενός προς τον άλλο, είτε αυτός ήταν γείτονας, κοντινός, μακρινός συγγενής ή φίλος ήταν δεδομένη, τη στιγμή που ήξερες πως αυτό το είδος συνήθειας επρόκειτο όχι μόνο να σε βοηθήσει να προβληθείς και να επωφεληθείς προσωπικά, αλλά και να οδηγήσει την τοπική κοινωνία να προκόψει. Ιδέες που μόνο να ξεθωριάζουν μπορούν σήμερα, στην εποχή που, στο βωμό του προσωπικού συμφέροντος και των ψίχουλων που μπορούμε να εξασφαλίσουμε για τους εαυτούς μας τίποτα απολύτως δε μετράει.
« Ήταν, όμως, ακατανόητο που δεν κρατούσατε τίποτε για τον εαυτό σας μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία» , καταλήγω να της λέω, κάθε φορά που το συζητάμε.


Είναι αστείο κι άτοπο να ισχυριστεί κανείς πως σήμερα οι συλλογικότητες επιβιώνουν μέσα από ορισμένες καλλιτεχνικές συντεχνίες με νέα πνοή. Όλοι, μα όλοι, μα όλοι, ακόμη κι ο νέος μου αγαπημένος, ο Αγγελάκας, δραστηριοποιούνται ολοένα και περισσότερο με κίνητρο το ίδιον όφελος, έστω κι αν αυτό, με μια απλή ματιά δε γίνεται αντιληπτό (είναι χαρακτηριστικό πως το δικό του όνομα φιγουράρει πρώτο και κυριαρχεί στις περισσότερες δισκογραφικές του προσπάθειες, όσο κι αν αυτό το γεγονός φαίνεται ταυτόχρονα να ωφελεί την πορεία και τη φήμη των μουσικών του συνεργατών). Είναι εκείνος, όπως λίγο πολύ ο καθένας μας, το πρόσωπο που αποτυπώνει την προσωπική του σφραγίδα πάνω σε αυτό με το οποίο επιθυμεί να δουλέψει, όπως επιβεβαιώνουν κατά τη διάρκεια της ταινίας πολλοί από τους Επισκέπτες, τους μουσικούς με τους οποίους ολοκλήρωσε ένα από τα πιο σημαντικά δισκογραφικά του βήματα μετά τη διάλυση του εφηβικού ονείρου που έζησε με τις Τρύπες.
Ωστόσο, ένα είδος συμπόρευσης στο έργο του φαίνεται πως δεν κινδυνεύει να χαθεί. Όχι από φόβο μήπως μείνει ξεκρέμαστος κι αναγκαστεί στ’ αλήθεια να αντιμετωπίσει το πραγματικό του είδωλο στον καθρέφτη∙ κάποιοι άνθρωποι, όπως εκείνος, αλλά κι αναρίθμητους αφανείς ήρωες της καθημερινότητας, έχουν αντικρίσει από καιρό τους δαίμονες-προσωπικούς τους διώκτες και συνομιλήσει μαζί τους. Ο Αγγελάκας, όπως κι οποιοδήποτε πρόσωπο σαν αυτόν δε θα ενδιαφερόταν ποτέ για τη διαδικασία του μοναχικού εγκλεισμού σε ένα στούντιο όπου θα υπήρχε για κάποιο καιρό μόνο ο ίδιος, ελεύθερος να παράξει τις ιδέες του. Με τρόπο παρόμοιο με το δικό του παράδειγμα, οφείλουμε, ωστόσο, όλοι, θεωρώ, να ομολογήσουμε πως κάτι που
εντοπίζεται στις αναπόσπαστες αθέλητα ευτυχισμένες στιγμές μας μαζί με τους άλλους δεν υπάρχει ούτε και υπήρξε ποτέ στη συνήθεια της καθημερινής μοναξιάς μας (είναι ίσως η στιγμή της παραδοχής του παραπάνω ισχυρισμού που μπορεί να κάνει κάτι μέσα μας να αλλάξει).

Για να μην αρχίσω καν να απαριθμώ της αρετές της συνεργατικής δημιουργίας ή έστω της αναζήτησης βοήθειας από τον πλησίον (η στιγμή που θα παραδεχθούμε τις προσωπικές μας αδυναμίες εμφανίζεται κρίσιμη) που είναι αδύνατο να χωρέσουν σε ένα σύντομο κείμενο, όπως αυτό εδώ. Το σίγουρο είναι πως κάποια ή όλες από τις προηγούμενες αλήθειες έγινε με κάποιο τρόπο κτήμα του γνωστού αγαπημένου καλλιτέχνη∙ με ορατό αποτέλεσμα τη γνωστή σειρά των αγαπημένων του δίσκων που μένουν πάντα στο μυαλό ενός προσεκτικού ακροατή που εκτιμά ταυτόχρονα κάθε στιχουργική και μελωδική αποκάλυψη. Οι ανάσες των λύκων και το Από ‘δω και πάνω είναι δυο μόνο χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα. Όσο για τις χαρές και τις δυσκολίες του είδους νομαδικής ζωής που έχει βιώσει ο Γιάννης Αγγελάκας προτείνω να σχηματίσετε μια γνώμη βλέποντας οι ίδιοι το ντοκιμαντέρ∙ είναι άλλωστε αμέτρητες οι σκέψεις που μια διαδρομή από κεντρικές συναυλιακές σκηνές σε επαρχιακά χωριά, κι από εγκεκριμένα στούντιο στο εσωτερικό ενός μητάτου μπορεί να δημιουργήσει.



Όσο για το εσωτερικό του καθενός από εμάς, ας κοιτάξουμε απλά τους άλλους δίπλα και γύρω μας, κι ας αφουγκραστούμε με οποιοδήποτε τρόπο αυτό που προσπαθούν να μας πουν. Κάποια μνήμη συλλογικότητας που έρχεται από το παρελθόν κι έχει αποτυπωθεί μέσα βαθιά μπορεί να ξυπνήσει, για αρχή.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Εκ Βαθέων Εξομολογήσεις

Υπάρχουν στιγμές που τα λόγια βγαίνουν από το στόμα σου χωρίς να προφτάσεις να αναλογιστείς επακριβώς τις συνέπειες αυτού που πρόκειται να κάνεις∙ κι άλλες πάλι που σκέφτεσαι για πολύ καιρό, και με ένταση, προτού ξεστομίσεις αυτό που πρόκειται να κατευθύνεις προς κάποιο άλλο άτομο, με το οποίο έχετε ήδη για πολύ καιρό και σημαντικά δεθεί. Όπως και να ‘χει, δε χρειαζόταν η ανάγνωση του βιβλίου Πρόσωπα της Μαριλένας Αστραπέλλου για να μου θυμίσει την κεντρική σημασία των εξομολογήσεων για τον πυρήνα του «είναι» μας, επειδή την έχω αισθανθεί κι από μόνη μου. Είναι απίστευτη, ωστόσο, η στιγμή της συνειδητοποίησης της δύναμης, αλλά και των διαπιστώσεων που είναι δυνατό να αντλήσει κανείς από μια σειρά από εξομολογήσεις σημαινόντων προσωπικοτήτων (ως επί το πλείστον καλλιτεχνών), που εντοπίζουν και υποστηρίζουν την αλήθεια της ζωής τους μπροστά στη γνωστή δημοσιογράφο του Βημαgazino. Ειδικά, αν καθίσει να σκεφτεί πως τις περισσότερες φορές τα ξεχωριστά αυτά άτομα δε βρίσκονται καν απέναντι σε ομοεθνή τους ή σε άτομο με το οποίο μοιράζονται την ίδια μητρική γλώσσα.


Τι σημασία, φυσικά, θα μπορούσε να αντιταχθεί κανείς, μπορεί να έχει η εθνικότητα μπροστά στην άσβεστη, ασταμάτητη δύναμη της εξομολόγησης (και τι είδους εθνικιστικό σχόλιο πήγα να κάνω κι εγώ, ενώ είναι ξεκάθαρο πως η άποψή μου ταυτίζεται επαρκώς με αυτή της συγγραφέα σε θέματα ανθρώπινης εγγύτητας; Διότι είναι προφανές πως το να αισθάνεσαι άνετα με κάποιον άνθρωπο υπερβαίνει κάθε δήλωση εθνικότητας); Το όλο επιχείρημα μπορεί να υποστηριχθεί μόνο καθώς η πολυχρωμία των συστημάτων σημειολογίας και, γενικότερα, του κόσμου των κωδίκων υπεισέρχονται σ’ αυτό. Εννοείται, για παράδειγμα, πως μπορείς να υποπέσεις ευκολότερα στο «σφάλμα» της εξομολόγησης σε (σχετικά) άγνωστο, όταν η γνωριμία-συνομιλία σας εκτυλίσσεται στη μητρική σου γλώσσα, και η ανάγκη να ξεδιπλώσεις τις ιδέες που βρίσκονται έτοιμες στο μυαλό σου, μιας και τελευταία συνεχώς τις κλωθογυρίζεις, σε συνεπαίρνει. Παρ’ όλα αυτά και παρά το γεγονός πως η συγγραφέας του μη-λογοτεχνικού βιβλίου Πρόσωπα, χρησιμοποίησε το ατού της αγγλικής γλώσσας για να αποσπάσει την πλειοψηφία των συνεντεύξεων που μπορεί να βρει κανείς σ’ αυτό, πολλά μπορούν να μας θυμίσουν προσωπικές ποικιλότροπες εξομολογήσεις.


Θυμάμαι τις πιο αρχετυπικές των απροετοίμαστων εξομολογήσεων που με τη σειρά τους μπορεί να αφήσουν τον ακροατή απροετοίμαστο για οτιδήποτε μπορεί να συμβεί στη συνέχεια – ενδεχομένως και για το γενικότερο απρόοπτο της ίδιας της ζωής. Η κλασική γιαγιά (ξέρω πως θα ακουγόταν πιο κόσμιο το ηλικιωμένη κυρία∙ κι ενδεχομένως κάποιες φορές να αποδεικνύεται πιο αντιπροσωπευτικό) στο τρένο ή στο λεωφορείο ή, τελοσπάντων, σ’ οποιοδήποτε μέσο έχεις διαλέξει για να ταξιδέψεις. Συχνά συνειδητοποιείς εύκολα πως τα προβλήματα με τα παιδιά της είναι περίπου τόσο ασήμαντα όσο και τα δικά σου∙ όπως και πως είναι ξεκάθαρο από την αρχή του μονολόγου της, που είναι αδύνατο να μην τραβήξει σε μάκρος, πως ποτέ δεν άφησες να εννοηθεί ότι θα τη βοηθήσεις να τακτοποιήσει τις σκόρπιες τρέχουσες υποθέσεις στο μυαλό της, ούτε πως θα ηρεμήσεις τα κύματα που μπορεί εκεί μέσα να αλαλάζουν. Μάλλον φαίνεται πως απλά υπάρχει σε όλους μας η ανάγκη να ακουστούμε, εμείς και οι ιστορίες των γύρω μας, αυτών τουλάχιστο που ξέρουμε πιο καλά, ειδικά από κάποιο ξένο που προφανώς θα παραμείνει αμέτοχος, μήπως και κάποιο είδος γιατρειάς αποκαλυφθεί στον ορίζοντα, ή μήπως επέλθει μέσα μας κάποιο είδος ανακούφισης. Κάπως έτσι πιστεύω πως είναι προορισμένος να νιώσει κι ο «αμέτοχος» αναγνώστης του βιβλίου της Αστραπέλλου, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των ενδιαφερόντων συνεντεύξεων που η ίδια έχει καταφέρει να αποσπάσει.

«Διότι την αγάπη τη δημιουργεί η σύμπτωση, η ομοιότης. Αγαπάς κάποιον που σου μοιάζει. Ποικιλοτρόπως. Αλλά ποθείς αυτόν με τον οποίο δεν μοιάζεις. Η ανομοιότης, η απόκκλιση. Νομίζεις ότι κάτι θα βρεις εκεί.»

Κυρίως, δεν περιμένεις αυτοί οι συγγραφείς κι οι καλλιτέχνες να ανοίξουν τόσο εύκολα τα πέταλα της ψυχής στην όψη μιας αντικειμενικής ματιάς, ακόμη κι αν αυτή εμφανίζεται να έχει ενσκήψει προσεκτικά κοντά στην ανθρώπινη ψυχή. Έτσι, η πολύ προσωπική αυτή θεώρηση του έρωτα και της αγάπης που μπορεί να λειτουργήσει ως μεγεθυντικός φακός στο έργο του συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου, που τόσο απλόχερα παραχώρησε, μοιάζει ασύλληπτη, κι όμως αληθινή. Διότι παραμένει πάντα στο εσωτερικό μας μια ελπίδα πως θα δαμάσουμε τον κόσμο του άλλου, ταυτόχρονα προσχωρώντας σε αυτόν, με τις κάθε είδους εξυπνάδες και φιλότεχνες ρήσεις μας, χωρίς αναγκαστικά να νιώθουμε τις αποστάσεις ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτόν να εκμηδενίζονται σιγά σιγά. Ακριβώς, όπως οι γιαγιάδες στο λεωφορείο δε φαίνεται να κάνουν και πολλές διακρίσεις πριν εκμυστηρευθούν στον οποιονδήποτε τα βάσανα, μαζί με μια σύντομη περίληψη αυτού που αισθάνονται ως ουσία της ύπαρξής τους.

Από την άλλη μεριά, που εξίσου άπτεται το λόγο ύπαρξης του βιβλίου, υπάρχει η στοχευμένη εξομολόγηση, αυτή που έχεις δοκιμάσει να προβάρεις στον καθρέφτη κάμποσες φορές πριν τον ερχομό της κρίσιμης ώρας. Κάτι τέτοιες εξομολογήσεις, συνήθως προς ανθρώπους που θεωρούμε «δικούς» μας μπορεί να κρύβουν σκοπιμότητες, το ποσοστό ορμής προς την επιδειξιομανία που υπάρχει στα τρίσβαθα κάθε ανθρώπου ή απλώς ανατοποθετούν και προσδιορίζουν τις ειλικρινείς διαθέσεις μας τη δεδομένη στιγμή. Ή, όταν τουλάχιστο «απολαμβάνουμε» το ρόλο του ακροατή, σε τέτοιες περιπτώσεις, ενδέχεται να μας αποπροσανατολίσουν επαρκώς σε σχέση με το ποιος είναι ο άνθρωπος δίπλα ή απέναντί μας και τι ακριβώς ζητά από την εν λόγω σχέση που επιδιώκει να «εμβαθύνει» μαζί μας με αυτό τον τρόπο.
Η συγγραφέας, για παράδειγμα, του βιβλίου νιώθει ξεκάθαρα κολακευμένη περισσότερο ως άνθρωπος παρά ως συνεντευξιάζουσα, όταν, κατά τη διάρκεια της πρώτης της συνομιλίας με τον Αμερικανό λογοτέχνη Φίλιπ Ροθ, αισθάνεται να της έχει προσφέρει περισσότερη αλήθεια απ’ όση θα μπορούσε ενδεχομένως ποτέ να περιμένει. Ένεκα της προώθησης των πωλήσεων των βιβλίων του, τα οποία φιλοδοξούσε έτσι κι αλλιώς να διαφημίσει η συνέντευξη ή εξαιτίας της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας του; Τίποτα δε μπορεί να είναι ποτέ εντελώς σίγουρο. Έτσι, ο αναγνώστης πληροφορείται πως ενδίδει στην πρόταση του γνωστού συγγραφέα για μια ξενάγηση στον περιβάλλοντα χώρο της εξοχικής του κατοικίας, απολαμβάνοντας την αντιστροφή των ρόλων, τις στιγμές που ο Ροθ φαίνεται πως έδειξε ενδιαφέρον για το επάγγελμα και τη ζωή της. Ακριβώς όπως όλοι απολαμβάνουμε το ενδιαφέρον των άλλων , ακόμη κι όταν διαισθανόμαστε πως είναι προσποιητό, τη στιγμή που βαθιά μέσα τους υπάρχει ο αθέμιτος σκοπός να μας τρυγήσουν συναισθηματικά, ψυχολογικά, οικονομικά, αλλά και με όποιους άλλους τρόπους μπορεί να σκεφτεί το μυαλό του ανθρώπου.
Αν πρέπει να μιλήσω για τον εαυτό μου, ως άτομο εγγενώς αδύνατο να μη φαίνεται σοβαρό, τολμώ να ομολογήσω πως τυγχάνω συχνά εξομολογητικών διαθέσεων – αναπόφευκτα μια συνήθεια που έχει τις ρίζες της στο βαθύ παρελθόν. Μπορεί να μην έχω φτάσει να κάνω πρόταση γάμου η ίδια ακόμη, αλλά επιμένω να εκφράζω τα συναισθήματά μου, με φροντίδα ώστε στην εκάστοτε κατάσταση να αποδώσω το ειδικό βάρος που τους αναλογεί. Η αυθεντική ερωτική εξομολόγηση αλά Χόλιγουντ, ωστόσο, στη ζωή μου παραμένει μία και μοναδική, αδύναμη και ξεθωριασμένη, εξαφανισμένη βιαστικά στο χρονοντούλαπο έτσι όπως στη θύμηση εμφανώς ανασύρει τα απομεινάρια μιας άλλης εποχής∙ υποθέτω πως δεν είναι καν απαραίτητο να σας αφήσω να σκεφτείτε ποια ήταν η τελική απάντηση στο ιδιόμορφο αυτό ερέθισμα, αφού την έχετε ήδη σκεφτεί. Τους ακριβείς λόγους διάψευσης των εφηβικών εκείνων προσδοκιών τους έχω ήδη βρει. Μια επιθυμητή, όμως, κατάσταση, ικανή να θρυμματίσει κάθε πρόσχημα ή σχέδιο που οδήγησε σ' εκείνη τη σχεδόν ξεχασμένη μάταιη εξομολόγηση, αναζητείται ακόμα.

Ίσως, για να το λένε οι πατέρες της Εκκλησίας, να υπάρχει πράγματι κάτι αυθεντικό μέσα στην εξομολόγηση, που διευθύνεται από τις καλές μας προθέσεις. Ίσως θα ήταν συνετό να ψάξουμε μέσα μας τις αφορμές με τις οποίες εξομολογηθήκαμε κάτι τελευταία, αλλά και τον απόηχο που ελπίζαμε πως θα είχε αυτό. Με βεβαιότητα μπορώ να πω πως τα Πρόσωπα της Μαριλένας Αστραπέλλου μπορούν να μας τέρψουν μετά του ωφελίμου, καθώς οποιουδήποτε είδους σκέψεις πάνω στο ζήτημα μας διακατέχουν.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Πώς να Aπέχει Kανείς από το Facebook για Πέντε Ημέρες

Όχι πως το παρόν κείμενο υπόσχεται κάποια συνταγή επιτυχίας ή επιβίωσης. Είναι φανερά αυτονόητο πως το διασημότερο και δημοφιλέστερο μέχρι στιγμής κοινωνικό δίκτυο καταλαμβάνει σημαντικό ρόλο στις ζωές μας· σαφώς ενδεικτικός των παραπάνω είναι ο χρόνος που ξοδεύουμε μέσα σ' αυτό, όσο και αυτός που περνάμε μιλώντας γι' αυτό. Πολλές φορές, όμως, μια προσπάθεια να περιοριστούμε αποκλειστικά και μόνο στην εκμετάλλευση των χρήσιμων και ωφέλιμων δυνατοτήτων του μοιάζει δυσχερέστερη από καθετί. Κοινώς, το facebook έχει με πολλούς τρόπους μπλεχτεί στα πόδια μας και στις ζωές μας και φαίνεται δύσκολο χωρίς δύναμη θέλησης να κατορθώσεις να ξεμπλεχτείς, έστω και για να περάσεις μερικές ώρες ήσυχες μακριά του. Πρόσφατα, ωστόσο, αποπειράθηκα εγώ η ίδια έστω να μπλεχτώ στα γρανάζια της προσπάθειας μιας ζωής μακριά από τη συνεχή χρονοβόρα επαφή με το facebook· μήπως τουλάχιστο καταφέρω να δω αν αυτή η απομάκρυνση έχει κάτι να μου προσφέρει.


Η σύγχρονη μανία με τα κοινωνικά δίκτυα που ξεκινάει από τη χρήση των υπερσύγχρονων smartphones κι επεκτείνεται μέχρι τη δίνη μιας απομόνωσης χωρίς όρια εμφανίζεται με το πρόσωπο της εξάρτησης στην ολότητά της. Αυτά ακριβώς τα τσιμπήματα ενός εξαρτησιογόνου, έστω και με τη μορφή μιας εφαρμογής είναι που ανίχνευσα αρχικά στον εαυτό μου· κι αυτά με ώθησαν στο συγκεκριμένο ανθρωπολογικό πείραμα. Δε λέω πως ξυπνούσα και κοιμόμουν με τη σκέψη του facebook να με ακολουθεί για ένα διάστημα· ούτε πως θεωρούσα πως το συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο, με τα πολυεπίπεδα δραστικά δυνατά χαρακτηριστικά του έχει επηρεάσει ουσιαστικά ένα σύνολο κοινωνιών που αδυνατούν να επιβιώσουν χωρίς να βασίζονται σ' αυτό. Μια ματιά, όμως, στο news feed το πρωί μετά τον καφέ αναδείχτηκε σιγά σιγά, χωρίς φανφάρες, σε συνήθεια που έγινε λατρεία, και μάλιστα σε σημείο που να αισθάνεσαι δύσκολο να αφήσεις την παλιοσυσκευή κάτω, να σταματήσεις να χαζεύεις, και να προχωρήσεις στις δουλειές σου. Έχοντας ανιχνεύσει αυτήν και μερικές ακόμη προσωπικές παραινέσεις προς τον εαυτό για άνευ ξεκάθαρου χρονικού περιθωρίου ματιές σε προφίλ, ομάδες ή άσκοπα, στην αρχική σελίδα, σε τακτικά και άτακτα διαστήματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, αποφάσισα πως όντως κάτι συμβαίνει εδώ που αξίζει να ερευνηθεί.

Οι πρώτες μέρες
Θεωρητικά, κι επειδή ζούμε σε μια εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εφαρμογές με τις οποίες μπορείς να επικοινωνήσεις μέσω κινητού τηλεφώνου ποικίλουν, κι αυξάνονται σχεδον καθημερινά, η αποχή από το facebook μπορεί να μη σημαίνει απολύτως τίποτα. Απλά ειδοποιείς τους φίλους σου ή όσους τελοσπάντων πιστεύεις ότι σε νοιάζονται και σε αγαπούν ότι θα είσαι διαθέσιμη στο κινητό σου τηλέφωνο ή σε κάποια άλλη εφαρμογή, και το αρχικό άγχος για το πως θα εντοπιστείς από την ομήγυρη έχει ήδη κάνει φτερά. Για να μην αρχίσω να εκθειάζω εδώ τα πλεονεκτήματα της τηλεφωνικής επικοινωνίας, που με τη ζεστασιά της φωνής και το συναίσθημα πως κάποιος άλλος σηκώνει το ακουστικό από την άλλη πλευρά, στ' αλήθεια φέρνει τους ανθρώπους κοντά. Ή έτσι τουλάχιστον έχουμε προγραμματιστεί να νιώθουμε στην εποχή που οι τρεις τελίτσες αναμονής που εμφανίζει το μέσεντζερ, το πρόγραμμα ανταλλαγής μηνυμάτων που είναι άμεσα συνδεδεμένο με το facebook, έχουν καταλήξει να αποτελούν το χαρακτηριστικότερο σημάδι ένδειξης επιθυμίας για ανθρώπινη επαφή, την ώρα που κάποιος άλλος, σε κάποιο άλλο μέρος βρίσκεται επίσης μπροστά σε μια συσκευή, και πιστεύεις πως προσπαθεί ή ετοιμάζεται να πληκτρολογήσει.
Τα τσιμπήματα άγχους και παρότρυνσης του εαυτού σου να ανοίξεις εδώ και τώρα την εφαρμογή είναι, ωστόσο, έγκυρα σημάδια ύπαρξης ενός
λανθάνοντος είδους εθισμού, τόσο βαθιά ενσωματωμένου στο σύστημά σου, ώστε στάθηκε αδύνατο μέχρι τώρα να τον εντοπίσεις. Όσο στεκόμουν μακριά από το “έξυπνο τηλέφωνο”, ο οργανισμός μου έχασκε ασφαλής, διεκπεραίωνε ευχαριστημένος τα τρέχοντα καθήκοντα ή βυθιζόταν ευτυχής στις πιο αγαπημένες ασχολίες, όπως το διάβασμα ή η γυμναστική. Όσο, όμως, πλησίαζα στη συσκευή, την αισθανόμουν να με κοιτάει· να καίει το χέρι μου, με μια απλή αφή, και να απαιτεί το αυτονόητο, στο οποίο της έμαθα τόσο καιρό πως είναι ο βασικός προορισμός του απαραίτητου της χρησιμότητάς της: το χαζολόγημα στο πιο δημοφιλές κοινωνικό δίκτυο, που συνοδεύεται από θύελλα ποικιλίας αντιδράσεων στις πρόσφατες δραστηριότητες φίλων και γνωστών, η νοητή απόσταση που έχει στοιχειοθετηθεί με πολλούς από τους οποίους στην πραγματική ζωή αίρεται στο πάτημα ή στο αντίκρισμα ενός και μόνο εικονιδίου: “μου αρέσει”, “τέλειο” και “ουάου”, αφού οι λεπτομέρειες από την ανάλυση πρόσφατων εμπειριών είναι δυνατό να αποτυπωθούν σε μια σύντομη μα εύπεπτη φράση.

Δε μου έλειψε γιατί...
Για να μη μιλήσουμε για το γεγονός πως το συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο έχει επιτελέσει κατά καιρούς για πολλούς από εμάς λειτουργίες ευπροσήγορης βιτρίνας. Είναι, με άλλα λόγια, ο επιδειξιομανής εαυτός, τον κεντρικό ρόλο του οποίου στο σύμπαν δε χρειάζεται να αποδείξουμε με λόγια. Έτσι, ένα μέρος, από το οποίο περάσαμε φευγαλέα για λίγες ώρες μπορεί να αναδείξει το ζενίθ μιας εμπειρίας που θα μπορούσαμε να είχαμε ζήσει, στα δίχτυα της ακαταμάχητης στιγμής μιας προσεκτικά τραβηγμένης φωτογραφίας. Και μπορούμε μάλιστα να σύρουμε στην επίδειξη του τίποτα ή του αυταπόδεικτου και τρίτους, χωρίς να μας απασχολήσει στο ελάχιστο ποια είναι στο βάθος η αληθινή προσωπική τους γνώμη για το ζήτημα.
Για να μην προχωρήσει κανείς ακόμα παραπέρα και το ονομάσει ένα από τα ψέματα της όλης υπόθεσης που λέγεται ζωή. Μπορεί να αγαπώ το facebook επειδή μου δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνώ με τους φίλους μου άμεσα και
χωρίς κανένα κόστος και με φέρνει κοντά με ανθρώπους με τους οποίους θα μου ήταν δύσκολο να σκεφτώ ποτέ πως θα υπήρχε η πιθανότητα να έρθω σε επαφή. Όταν, παρ' όλα αυτά, ανεβάζω περιοδικά κι ανελλιπώς επεξεργασμένες φωτογραφίες του εαυτού μου, ώστε να εξυψώσω με κάποιο τρόπο την εικόνα μου ή αντιδρώ σε παρόμοια ποστς άλλων και κοινοποιώ συνέχεια την παρουσία μου σε διάφορες τοποθεσίες κι εκδηλώσεις, ίσως κάτι από την αληθινή ζωή που θα μπορούσα να ζω, στη διάρκεια των ωρών που ασχολούμαι με το ποστ μου, να έχει οριστικά χαθεί. Έτσι η έκφραση ενός συναισθήματος, το νόημα μιας στιγμής ή η αντίδραση ενός συνανθρώπου ενδέχεται, εξαιτίας της μονομανίας μου, να έχουν πάει οριστικά στράφι. Κι είναι φρικτή απώλεια για τις εξομοιωμένες, πανομοιότυπες μέρες και καταστάσεις που ζούμε να χάνουμε την αίσθηση της μοναδικότητας οποιουδήποτε πλάσματος ή "θαύματος" που σπαρταράει δίπλα ή παραδίπλα μας.

Κι αν θέλετε να μάθετε την κατάληξη του πειράματος, ναι, είναι αλήθεια πως άνοιξα το facebook μετά από πέντε ημέρες, αντί για μια βδομάδα, όπως είχα αρχικά αποφασίσει να κάνω, αναγκαστικά, κι όχι με τη θέλησή μου ή επειδή δεν άντεξα άλλο. Η μητέρα μου απαίτησε την είσοδο σε συγκεκριμένο φεισμπουκικό προφίλ για μια έγκυρη πρόβλεψη του καιρού των αμέσως επόμενων ημερών, εν μέσω κατακλυσμού διαρκείας. Και ναι: το έκλεισα, αμέσως μόλις είδαμε αυτό ακριβώς που ψάχναμε και δε χαζολόγησα ούτε στιγμή, συνήθεια που φαίνεται πως θα μου μείνει, μετά από μια πολλά υποσχόμενη ανανέωση του ενδιαφέροντος για τα βασικά, τα ουσιώδη της ζωής που επιμένουμε να απορρίπτουμε ή να μην παρατηρούμε, όντας δήθεν απασχολημένοι με τους εαυτούς μας και τις αντανακλάσεις των ψεύτικων εικόνων των άλλων επάνω μας. Ας ελπίσουμε πως η ειλικρινής απόφασή μου για μεταστροφή στάσης απέναντι στο κοινωνικό δίκτυο, που ο πλανήτης σύσσωμος έχει αγκαλιάσει, θα διαρκέσει. 

By Μαρία Γώγογλου 

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Μπορεί η τέχνη να σου αλλάξει τη ζωή;

Το ερώτημα παραμένει για τους στενούς φίλους των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων και μη, για αυτούς που παραδέχονται που δε μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτά, αλλά και για όσους δε φοβούνται να τα ανακαλύπτουν πότε πότε. Είναι δυνατόν ένα έργο τέχνης, όπως, για παράδειγμα, ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα γλυπτό ή ένας πίνακας ζωγραφικής, να επηρεάσει τόσο έντονα τη ζωή κάποιου, ώστε να αλλάξει το χαρακτήρα του ή ριζικά τις απόψεις του; Οι αντιδράσεις πάνω στο θέμα, αν και ζωηρές, παραμένουν διχασμένες.


Και πώς αλλιώς θα μπορούσαν να είναι, αφού η ίδια η γνώμη των περισσοτέρων από μας πάνω στον καθημερινό ρόλο της τέχνης μετασχηματίζεται ανάλογα με τα βιώματα που προσεγγίζουμε μέρα με τη μέρα; Συχνά στα εφηβικά μας χρόνια, αλλά και στο ξεκίνημα της ενήλικης ζωής μας πιστεύουμε ότι το ξεδίπλωμα ενός έργου τέχνης μπροστά στα μάτια μας ή μέσα στο μυαλό μας διεκδικεί επάξια το δικαίωμα να μας πάρει μακριά από τις μέχρι τότε συνήθειές μας κι όσα ξεκάθαρα γνωρίζαμε. Να αποκαλύψει μπροστά στα μάτια μας όλες τις πλευρές του άγνωστού μας κόσμου, των οποίων αγνοούσαμε την ύπαρξη, και οι οποίες ξαφνικά, μετά από μια απλή θέαση ή σκέψη, μας αιχμαλωτίζουν. Ιδιαίτερα η ενσυναίσθηση του κόσμου των βιβλίων, αυτό το συναίσθημα που μας ωθεί να ταυτιστούμε απόλυτα με πράγματα ή καταστάσεις με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι για πρώτη φορά είναι, για τα πρώτα τουλάχιστο χρόνια των επαφών μας με την τέχνη, κάτι συναρπαστικά πρωτόγνωρο, και γι' αυτό υπέροχο. Κι είναι φυσικά υπέροχο να έχεις άπλετο χρόνο να μπορείς να απολαύσεις κάτι που μόλις ανακάλυψες χωρίς την πίεση των τόσο ενήλικων υποχρεώσεων, που αργότερα είσαι υποχρεωμένος να συνειδητοποιείς, στη δίνη μιας διαδικασίας που δεν επιδέχεται τέλος.
Όσο, ωστόσο, μεγαλώνει κανείς, μπορεί η αγάπη του για την τέχνη να μην εξανεμίζεται (αν τουλάχιστον έχει ριζώσει μέσα του και την έχει έστω ως κάποιο βαθμό καλλιεργήσει). Ένα είδος οπτικής γωνίας, ωστόσο, ως απάντηση στο σύνολο των πραγμάτων παγιώνεται και είναι δώρον άδωρον να προσπαθείς έπειτα να το αλλάξεις. Έτσι, η άποψή μας για τα έργα τέχνης που θεωρούμε εκπληκτικά σταθεροποιείται (πολλοί φτάνουν μέχρι το σημείο να φτιάξουν top 5 ή και top 10 προτιμήσεων, πρακτική που την έχω ακολουθήσει κι εγώ, τουλάχιστον όσον αφορά τα γούστα μου στις ταινίες και τη μουσική. Στις επιλογές αγαπημένων βιβλίων παραμένω πιο χαώδης και ιδιοσυγκρασιακή), πρέπει να έρθει αληθινή σύγκρουση με παγόβουνο για να τη συνταράξει. Κι, επίσης, που είναι και το χειρότερο, παραμένουμε μόνο σ' αυτά, κι όποιος μας προτείνει τα δικά του αγαπημένα ή άλλες εναλλακτικές, απλά τις αφήνουμε στην άκρη, ήδη απορριπτέες από τη δική μας συμπαγή νοοτροπία: κανείς και τίποτα δε δικαιούται να μας συγκινήσει τόσο συμπαγή και σπέσιαλ άτομα που έχουμε ανατραφεί και φροντίσει να γίνουμε.
Επιμένω, ωστόσο, όπως έχω επιμείνει και μια ζωή, πως το απροκάλυπτο της ομορφιάς και η δύναμη της επιρροής ενός έργου τέχνης κρύβεται στην έκπληξη. Η στιγμή που θα αφεθούμε απόλυτα στην εμπειρία μακριά από το άγγιγμα μικρόψυχων καθημερινών εγνοιών είναι και η στιγμή που ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, με ψυχή και ανάστημα, μπορεί να αγκαλιάσει τον κόσμο μας. Οι προϋποθέσεις για την επίτευξη του πολυπόθητου, ωστόσο, πρέπει να υπάρχουν, διότι διαφορετικά καθίσταται αδύνατο να επιτευχθεί η επιθυμητή ώσμωση μεταξύ θεατή και δημιουργήματος, αναγνώστη και αναγνώσματος: ο θεατής/αναγνώστης πρέπει να βρίσκεται στην κατάλληλα ήρεμη ψυχική κατάσταση, μετρίως δεκτικός, καθόλου αγχωμένος ή στενοχωρημένος, αλλά και ικανός να δεχτεί ερεθίσματα στο κατάλληλο μήκος κύματος αυτού που του παρουσιάζει / εκθέτει μπροστά του ο επικεφαλής της καλλιτεχνικής προσπάθειας. Αν οποιαδήποτε από τις προηγούμενες επιθυμητές καταστάσεις για τις δυο πλευρές διαταραχθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ενδέχεται να μετατρέψει ολόκληρη την προσπάθεια προσέγγισης σε μια επιδερμική εμπειρία, με συστατικά στοιχεία κοινά με τα λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων βουρτσίζει κανείς τα δόντια του ή κάνει ζάπινγκ απέναντι από την τηλεόρασή του.
Και, φυσικά, το να επηρεάζεσαι από την τέχνη, αν προσωπικά δεν το αποζητάς, δεν είναι κάτι απλό. Αν αρνείσαι να ακούσεις το "Lithium" των Nirvana για δεύτερη φορά, απλούστατα επειδή την πρώτη φορά που το άκουσες σε ενόχλησε ο έντονα γρατζουνιστός ήχος και η τσιριχτή φωνή του φρόντμαν, τότε είναι βέβαιο πως δύσκολα βαδίζεις προς μια αποστομωτική εμπειρία, που σου εντυπώθηκε τόσο έντονα, ώστε αδυνατείς να βγεις από τον κλοιό της. Θυμάμαι το συναίσθημα αυτό τις στιγμές που έβγαινα από τον κινηματογράφο, μετά το τέλος του Μαύρου Κύκνου του Αρονόφσκι, στη θέα της Cappella Sistina, όπως και μετά το τέλος του πρώτου live του Παύλου Παυλίδη στο οποίο είχα παρευρεθεί. Το μεγαλείο της μαγείας ότι τα ίδια σου τα πόδια ευτυχώς μπορούν να σε μεταφέρουν σπίτι, αφού το μυαλό σου αδυνατεί να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο. Αξίζει να αποζητά κανείς ένα τέτοιο συναίσθημα, έστω κι αν δεν πρόκειται για κάτι συνηθισμένο, σε οποιαδήποτε ηλικία.



Πάντα θα παραμένω πιστή στο σύνθημα πως η τέχνη μπορεί να επηρεάσει τη ζωή μας γι' αυτό κι αξίζει να παραμένουμε σε στενή σχέση μαζί της. Ο διαφορετικός τρόπος, με τον οποίο αντικρίζουμε τους ανθρώπους και τις καταστάσεις, μετά από μια αποφασιστική επαφή μαζί της είναι ο κύριος λόγος της σταθερής μου πίστης.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Κακή Λογοτεχνία

Υπάρχουν λογοτεχνικά έργα που μπορούμε ανεμπόδιστα και χωρίς ενοχές να τα ονομάσουμε ποιοτικά ελλειπή; Μήπως είναι υποκειμενικό το ζήτημα ή αφορά όλους μας; Στο γράψιμο αυτής της ανάρτησης με ώθησε ένα μυθιστόρημα πάνω στο οποίο έπεσα πρόσφατα, και σχετικά με το οποίο, κυρίως εξαιτίας διαβεβαιώσεων άλλων αναγνωστών, έτρεφα προσδοκίες, οι οποίες έμελλε να διαψευστούν. Σε κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν ενδέχεται να συμβάλλει η διαφορετική πνευματική φάση που διανύει οποιοσδήποτε αναγνώστης, λόγω της αναγνωστικής, αλλά και γενικότερης πορείας του; Ποιοι, λοιπόν, είναι επακριβώς οι παράγοντες που μας βοηθούν να ξεχωρίσουμε την «κακή» λογοτεχνία από αυτήν που δεν αξίζει να διαβάσουμε;


Κατ' αρχάς, οφείλουμε να τους ξεχωρίσουμε από τις δυνάμεις που εμποδίζουν την όρασή μας. Συχνά επιλέγουμε να διαβάσουμε ένα βιβλίο, λογοτεχνικό ή μη, επειδή έχουμε δει τη διασκευή του σε ταινία, επειδή μας άρεσαν τα προηγούμενα μέρη της σειράς στην οποία ανήκει ή επειδή κάτι στην υπόθεση, που ξετυλίγεται συνοπτικά στο οπισθόφυλλο, μας θυμίζει κάτι που έχουμε ζήσει ή κάνει την καρδιά μας, με κάποιο τρόπο να φτερουγίσει. Η απογοήτευση, ωστόσο, ελλοχεύει, σ' αυτές αλλά και σ' όλες τις άλλες περιπτώσεις επιλογής βιβλίων (ακόμη κι αν έχουμε μπει στη διαδικασία να διαβάσουμε εμπεριστατωμένες κριτικές του βιβλίου ή / και αποσπάσματά του): το βιβλίο ενδέχεται να εμπίπτει στην κατηγορία της κακής λογοτεχνίας, περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει ξεκάθαρος τρόπος ανίχνευσης εκτός από τις παρακάτω ιδιοσυγκρασιακές συμβουλές που αχνά θα αποπειραθώ να σκιαγραφήσω.
Ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο. Συχνά λάγνο, αισθησιακό ή ο συνδυασμός των δυο: αισθησιολάγνο. Μια μορφή αποτυπωμένη με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο, σε χρωματισμούς που προκαλούν το μάτι, με έναν τίτλο προορισμένο αποκλειστικά να κάνει επίκληση στον κόσμο των αισθήσεων. Αν και στη ζωή έχουμε μάθει πως δε συνίσταται να κρίνει κανείς ένα βιβλίο από το εξώφυλλό τ
Από τα πιο εντυπωσιακά εξώφυλλα βιβλίων που έχω δει.
ου, ειδικά μιας κι αγνοεί τι ακριβώς μπορεί να βρίσκεται μέσα, αφού, ό,τι εξώφυλλο και να 'χει, υπάρχει περίπτωση να τον συγκινήσει με τρόπους που δε θα μπορούσε ποτέ να έχει φανταστεί. Ας μην ξεχνάμε πως ο εκδοτικός οίκος και όλοι οι άλλοι που εργάζονται πάνω σε θέματα επαφής του κόσμου με το βιβλίο δικαιούνται τις δικές τους προσωπικές και συλλογικές αστοχίες. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε δικαιούμαστε μια πρώτη κρίση των εξωτερικών λεπτομερειών του βιβλίου, που, παρ' όλα αυτά, προσέχουμε να μην είναι απόλυτη.
Για πολλούς αναγνώστες, ένα αργό ξεκίνημα της πλοκής (το μέρος του μυθιστορήματος ή του διηγήματος που ονομάζουμε exposition=έκθεση) είναι το ανάθεμα που χρειάζονται για να σταματήσουν την ανάγνωση ή για να κακοχαρακτηρίσουν οριστικά το βιβλίο. Αν, ωστόσο, κάποιος ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά σε πολυσέλιδα ακανθώδη πονήματα της παγκόσμιας λογοτεχνικής ιστορίας, όπως το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι, θα αποκτήσει σύντομα εντελώς διαφορετική άποψη. Όταν ο συγγραφέας επιχειρεί να αποδείξει στον αναγνώστη ένα σημαντικό συμπέρασμα που έχει εξάγει σχετικά με τα πιο ουσιώδη, που είναι συχνά και τα πιο μπερδεμένα ζητήματα του ανθρώπινου βίου, χρειάζεται αδιαμφισβήτητα πολλές σελίδες για να απαριθμήσει πολλά περιστατικά και τα αποσπάσματά του ή για πιο ενδελεχείς περιγραφές σε πιο έντονο τόνο, ικανές να αιχμαλωτίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οπότε, οτιδήποτε λογοτεχνικό μοιάζει μακροσκελές και αφόρητο δεν είναι αυτό που αξίζει αυταπόδεικτα να απορριφθεί (συμπεριλαμβανομένων των ιντερνετικών αναρτήσεων που διεκδικούν την ελευθερία να έχουν πολλά να παραθέσουν, όπως αυτή εδώ!).
Υπάρχουν, ωστόσο, μυθιστορήματα ή διηγήματα που δεν υπάρχει κάποιος συμπαγής λόγος να διαβάσεις. Είναι επαναληπτικά: λένε την ίδια ιστορία ή αποπειρώνται να περάσουν τα ίδια μηνύματα που οι προκάτοχοι του ίδιου ή και άλλων συγγραφέων έχουν ήδη μεταδώσει με τον ίδιο κι απαράλλακτο τρόπο και η ανάγνωσή τους δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από ένα ανιαρό, χλιαρό πέρασμα από τις λέξεις που έχουν ξαναειπωθεί. Ίσως να επιθυμούν να αναστήσουν μια εποχή που όλοι αγάπησαν ή ένα λογοτεχνικό έργο που όλοι θεωρούν κλασικό και θα ζει για πάντα στο συλλογικό ασυνείδητο, ακόμη κι αν πρόκειται μόνο για ανάμνηση των τεκταινόμενων γύρω από τα σχολικά θρανία (σ' αυτήν ακριβώς την κατηγορία φρονώ πως εμπίπτει η πρόσφατη αναγνωστική μου απογοήτευση, τα Ανεμώλια του Ισίδωρου Ζουργού, που απλώς επιχειρούν να δημιουργήσουν από το μηδέν μια σύγχρονη Οδύσσεια, ενώ η προϋπόθεση ανασύστασής της έχουν προ πολλού παρέλθει ανεπιστρεπτί). Ίσως απλώς να προσπαθούν να έλξουν τους αναγνώστες σε κάτι απλό, γνώριμο, καθημερινό, χωρίς καμία απολύτως επιθυμία να τους εμφυσήσουν κάποια βαθύτερη γνώση της πραγματικότητας, αφού οι δημιουργοί και προωθητές τους αναπνέουν, ελπίζουν κι επιβιώνουν αποκλειστικά με γνώμονα το κέρδος και την προοπτική του. Αυτά τα βιβλία αληθινά αξίζει να γνωρίζει κανείς τον τρόπο να τα αποφεύγει, χωρίς να χρειαστεί να ξεγελαστεί με την ανάγνωση πολλών σελίδων τους.
Φυσικά, η στεγνή, άμεση τοποθέτηση ταμπελών στα είδη και τις περιπτώσεις δεν ωφελεί κανέναν. Υπάρχουν διαμάντια, στα οποία διόλου δεν αξίζει να αντισταθεί κανείς, εκεί ακριβώς που δεν το περιμένεις. Αν, ωστόσο, γνωρίζει κανείς σε βάθος πως κάποιος συγγραφέας επιμένει στην εμπορικότητα (ως το πιο τυπικό των παραδειγμάτων θα αναφέρω εδώ τη Λένα Μαντά, που κρίνει σκόπιμο να κυκλοφορεί ένα βιβλίο το χρόνο, σε διαμετρική αντίθεση με το Τζόναθαν Φράνζεν, τον αγαπημένο μου συγγραφέα, που έκανε εννέα ολόκληρα χρόνια να ολοκληρώσει τη συγγραφή της Ελευθερίας, του, κατά την ταπεινή μου
γνώμη, πιο αξιόλογου κι εμπεριστατωμένου μυθιστορήματός του), μπορεί απλώς να την αποφεύγει μετά από μια δοκιμή μερικών σειρών ή σελίδων που είναι ικανή να τον πείσει. Στις εκπλήξεις, πάντως, είτε από έργα άσημων δημιουργών (ας μην ξεχνάμε πως ο υπέρλαμπρος Καρυωτάκης βρισκόταν κάποτε ανάμεσά τους), είτε από άγνωστα, παραμελημένα έργα κλασικών ή γνωστών δημιουργών κρύβεται αδιαμφισβήτητα μέρος της μαγείας της ανάγνωσης. Και θα διαπιστώσετε του λόγου το αληθές, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε κάτι από τα παραπάνω, μιας και είναι η ένταση του απρόσμενα ανατρεπτικού ή τυχαίου που συχνά ομορφαίνει και γεμίζει τη ζωή μας.

Όσο κι αν προσπαθούμε να τις αποφεύγουμε, οι συναντήσεις με αυτά που ο καθένας θεωρεί «κακά» λογοτεχνικά έργα αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της ζωής του αναγνώστη. Ας μην ξεχνάμε πως χωρίς την επαφή μαζί τους, θα μας ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουμε την «κακή» λογοτεχνία από ό,τι έχει αποκρυσταλλωθεί μέσα μας ως «καλή».

By Μαρία Γώγογλου