Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Κακή Λογοτεχνία

Υπάρχουν λογοτεχνικά έργα που μπορούμε ανεμπόδιστα και χωρίς ενοχές να τα ονομάσουμε ποιοτικά ελλειπή; Μήπως είναι υποκειμενικό το ζήτημα ή αφορά όλους μας; Στο γράψιμο αυτής της ανάρτησης με ώθησε ένα μυθιστόρημα πάνω στο οποίο έπεσα πρόσφατα, και σχετικά με το οποίο, κυρίως εξαιτίας διαβεβαιώσεων άλλων αναγνωστών, έτρεφα προσδοκίες, οι οποίες έμελλε να διαψευστούν. Σε κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν ενδέχεται να συμβάλλει η διαφορετική πνευματική φάση που διανύει οποιοσδήποτε αναγνώστης, λόγω της αναγνωστικής, αλλά και γενικότερης πορείας του; Ποιοι, λοιπόν, είναι επακριβώς οι παράγοντες που μας βοηθούν να ξεχωρίσουμε την «κακή» λογοτεχνία από αυτήν που δεν αξίζει να διαβάσουμε;


Κατ' αρχάς, οφείλουμε να τους ξεχωρίσουμε από τις δυνάμεις που εμποδίζουν την όρασή μας. Συχνά επιλέγουμε να διαβάσουμε ένα βιβλίο, λογοτεχνικό ή μη, επειδή έχουμε δει τη διασκευή του σε ταινία, επειδή μας άρεσαν τα προηγούμενα μέρη της σειράς στην οποία ανήκει ή επειδή κάτι στην υπόθεση, που ξετυλίγεται συνοπτικά στο οπισθόφυλλο, μας θυμίζει κάτι που έχουμε ζήσει ή κάνει την καρδιά μας, με κάποιο τρόπο να φτερουγίσει. Η απογοήτευση, ωστόσο, ελλοχεύει, σ' αυτές αλλά και σ' όλες τις άλλες περιπτώσεις επιλογής βιβλίων (ακόμη κι αν έχουμε μπει στη διαδικασία να διαβάσουμε εμπεριστατωμένες κριτικές του βιβλίου ή / και αποσπάσματά του): το βιβλίο ενδέχεται να εμπίπτει στην κατηγορία της κακής λογοτεχνίας, περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει ξεκάθαρος τρόπος ανίχνευσης εκτός από τις παρακάτω ιδιοσυγκρασιακές συμβουλές που αχνά θα αποπειραθώ να σκιαγραφήσω.
Ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο. Συχνά λάγνο, αισθησιακό ή ο συνδυασμός των δυο: αισθησιολάγνο. Μια μορφή αποτυπωμένη με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο, σε χρωματισμούς που προκαλούν το μάτι, με έναν τίτλο προορισμένο αποκλειστικά να κάνει επίκληση στον κόσμο των αισθήσεων. Αν και στη ζωή έχουμε μάθει πως δε συνίσταται να κρίνει κανείς ένα βιβλίο από το εξώφυλλό τ
Από τα πιο εντυπωσιακά εξώφυλλα βιβλίων που έχω δει.
ου, ειδικά μιας κι αγνοεί τι ακριβώς μπορεί να βρίσκεται μέσα, αφού, ό,τι εξώφυλλο και να 'χει, υπάρχει περίπτωση να τον συγκινήσει με τρόπους που δε θα μπορούσε ποτέ να έχει φανταστεί. Ας μην ξεχνάμε πως ο εκδοτικός οίκος και όλοι οι άλλοι που εργάζονται πάνω σε θέματα επαφής του κόσμου με το βιβλίο δικαιούνται τις δικές τους προσωπικές και συλλογικές αστοχίες. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε δικαιούμαστε μια πρώτη κρίση των εξωτερικών λεπτομερειών του βιβλίου, που, παρ' όλα αυτά, προσέχουμε να μην είναι απόλυτη.
Για πολλούς αναγνώστες, ένα αργό ξεκίνημα της πλοκής (το μέρος του μυθιστορήματος ή του διηγήματος που ονομάζουμε exposition=έκθεση) είναι το ανάθεμα που χρειάζονται για να σταματήσουν την ανάγνωση ή για να κακοχαρακτηρίσουν οριστικά το βιβλίο. Αν, ωστόσο, κάποιος ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά σε πολυσέλιδα ακανθώδη πονήματα της παγκόσμιας λογοτεχνικής ιστορίας, όπως το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι, θα αποκτήσει σύντομα εντελώς διαφορετική άποψη. Όταν ο συγγραφέας επιχειρεί να αποδείξει στον αναγνώστη ένα σημαντικό συμπέρασμα που έχει εξάγει σχετικά με τα πιο ουσιώδη, που είναι συχνά και τα πιο μπερδεμένα ζητήματα του ανθρώπινου βίου, χρειάζεται αδιαμφισβήτητα πολλές σελίδες για να απαριθμήσει πολλά περιστατικά και τα αποσπάσματά του ή για πιο ενδελεχείς περιγραφές σε πιο έντονο τόνο, ικανές να αιχμαλωτίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οπότε, οτιδήποτε λογοτεχνικό μοιάζει μακροσκελές και αφόρητο δεν είναι αυτό που αξίζει αυταπόδεικτα να απορριφθεί (συμπεριλαμβανομένων των ιντερνετικών αναρτήσεων που διεκδικούν την ελευθερία να έχουν πολλά να παραθέσουν, όπως αυτή εδώ!).
Υπάρχουν, ωστόσο, μυθιστορήματα ή διηγήματα που δεν υπάρχει κάποιος συμπαγής λόγος να διαβάσεις. Είναι επαναληπτικά: λένε την ίδια ιστορία ή αποπειρώνται να περάσουν τα ίδια μηνύματα που οι προκάτοχοι του ίδιου ή και άλλων συγγραφέων έχουν ήδη μεταδώσει με τον ίδιο κι απαράλλακτο τρόπο και η ανάγνωσή τους δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από ένα ανιαρό, χλιαρό πέρασμα από τις λέξεις που έχουν ξαναειπωθεί. Ίσως να επιθυμούν να αναστήσουν μια εποχή που όλοι αγάπησαν ή ένα λογοτεχνικό έργο που όλοι θεωρούν κλασικό και θα ζει για πάντα στο συλλογικό ασυνείδητο, ακόμη κι αν πρόκειται μόνο για ανάμνηση των τεκταινόμενων γύρω από τα σχολικά θρανία (σ' αυτήν ακριβώς την κατηγορία φρονώ πως εμπίπτει η πρόσφατη αναγνωστική μου απογοήτευση, τα Ανεμώλια του Ισίδωρου Ζουργού, που απλώς επιχειρούν να δημιουργήσουν από το μηδέν μια σύγχρονη Οδύσσεια, ενώ η προϋπόθεση ανασύστασής της έχουν προ πολλού παρέλθει ανεπιστρεπτί). Ίσως απλώς να προσπαθούν να έλξουν τους αναγνώστες σε κάτι απλό, γνώριμο, καθημερινό, χωρίς καμία απολύτως επιθυμία να τους εμφυσήσουν κάποια βαθύτερη γνώση της πραγματικότητας, αφού οι δημιουργοί και προωθητές τους αναπνέουν, ελπίζουν κι επιβιώνουν αποκλειστικά με γνώμονα το κέρδος και την προοπτική του. Αυτά τα βιβλία αληθινά αξίζει να γνωρίζει κανείς τον τρόπο να τα αποφεύγει, χωρίς να χρειαστεί να ξεγελαστεί με την ανάγνωση πολλών σελίδων τους.
Φυσικά, η στεγνή, άμεση τοποθέτηση ταμπελών στα είδη και τις περιπτώσεις δεν ωφελεί κανέναν. Υπάρχουν διαμάντια, στα οποία διόλου δεν αξίζει να αντισταθεί κανείς, εκεί ακριβώς που δεν το περιμένεις. Αν, ωστόσο, γνωρίζει κανείς σε βάθος πως κάποιος συγγραφέας επιμένει στην εμπορικότητα (ως το πιο τυπικό των παραδειγμάτων θα αναφέρω εδώ τη Λένα Μαντά, που κρίνει σκόπιμο να κυκλοφορεί ένα βιβλίο το χρόνο, σε διαμετρική αντίθεση με το Τζόναθαν Φράνζεν, τον αγαπημένο μου συγγραφέα, που έκανε εννέα ολόκληρα χρόνια να ολοκληρώσει τη συγγραφή της Ελευθερίας, του, κατά την ταπεινή μου
γνώμη, πιο αξιόλογου κι εμπεριστατωμένου μυθιστορήματός του), μπορεί απλώς να την αποφεύγει μετά από μια δοκιμή μερικών σειρών ή σελίδων που είναι ικανή να τον πείσει. Στις εκπλήξεις, πάντως, είτε από έργα άσημων δημιουργών (ας μην ξεχνάμε πως ο υπέρλαμπρος Καρυωτάκης βρισκόταν κάποτε ανάμεσά τους), είτε από άγνωστα, παραμελημένα έργα κλασικών ή γνωστών δημιουργών κρύβεται αδιαμφισβήτητα μέρος της μαγείας της ανάγνωσης. Και θα διαπιστώσετε του λόγου το αληθές, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε κάτι από τα παραπάνω, μιας και είναι η ένταση του απρόσμενα ανατρεπτικού ή τυχαίου που συχνά ομορφαίνει και γεμίζει τη ζωή μας.

Όσο κι αν προσπαθούμε να τις αποφεύγουμε, οι συναντήσεις με αυτά που ο καθένας θεωρεί «κακά» λογοτεχνικά έργα αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της ζωής του αναγνώστη. Ας μην ξεχνάμε πως χωρίς την επαφή μαζί τους, θα μας ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουμε την «κακή» λογοτεχνία από ό,τι έχει αποκρυσταλλωθεί μέσα μας ως «καλή».

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου