Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Ο Μπομπ Ντίλαν, η Κυρίαρχη Κουλτούρα και το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Υπάρχουν άνθρωποι-ορόσημα, όπως και στιγμές, αλλά και θεσμοί, που η ύπαρξή τους στέκεται και κάνει το χρόνο να παγώνει την ορμητική μονής κατεύθυνσης ροή του. Όταν έφτασε η ιστορική στιγμή να αποδοθεί στο μουσικό, τραγουδοποιό και ποιητή Μπομπ Ντίλαν το νόμπελ λογοτεχνίας είναι ξεκάθαρο πως είχαμε τη συνένωση δυο υπολογίσιμων μεγεθών, όπως αυτά αντιπροσωπεύονται τουλάχιστο στη φιγούρα της κομβικής για τον 21ο αιώνα προσωπικότητας και το κύρος της αδιάβλητα «αντικειμενικών» κριτηρίων ακαδημίας. Το ότι, ωστόσο, ο 75χρονος μουσικός υπήρξε εκπρόσωπος ζυμώσεων ποικίλων τάσεων και ρευμάτων σε διάφορα επίπεδα μοιραία επιδέχεται τις αμφιλεγόμενες απόψεις και συγκρούσεις γύρω από το γεγονός της βράβευσής του.
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ο ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στην υψηλή κουλτούρα και την τέχνη του λαού, κι όλοι ήταν ήσυχοι· ή τουλάχιστον ο καθένας διασκέδαζε με τον τρόπο του αποφεύγοντας τη σύγχυσή του με οποιονδήποτε άλλο. Σύμφωνα, όμως, και με τον θεωρητικό του κυρίαρχου ρεύματος σκεψης κι έκφρασης Ντουάιτ Μακντόναλντ, στις αρχές του 20ού αιώνα, κι αρκετές δεκαετίες μετά την ανάδυση κι εδραίωση της μεσαίας τάξης, τα όρια είχαν ήδη αρχίσει να συγχέονται με την ανάδυση του μαζικού πολιτισμού, ενός μπερδεμένου προϊόντος που είχε λίγο απ' όλα κι, όπως τουλάχιστον ελπιζόταν από το άρχων κατεστημένο, εμφανώς αρκετά για να φροντίσει την ικανοποίηση ακόμη και των πιο περίπλοκων γούστων οποιουδήποτε ταξικού χώρου. Σαφές προϊόν, ανάδοχος κι ανάδειξη αυτής της κατά μία έννοια γκρίζας περιοχής ήταν η ευρύτερη κουλτούρα των σίξτις (60s), κι ευνόητα η μουσική κι η στιχουργική του Μπομπ Ντίλαν.


Η σύγχυση των ορίων υπήρξε καταλυτική, ακόμη και για την ανάδυση της υποκειμενικότητας του τραγουδοποιού, γεγονός που γίνεται προφανές ακόμη και από το όνομα που υιοθέτησε με την εγκατάστασή του στην περιβόητη καλλιτεχνική χίπστερ περιοχή του Γκρήνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης: Μπομπ, ως χαϊδευτικό από το βαφτιστικό του (Ρόμπερτ Άλλεν Ζίμμερμαν ήταν το όνομα που έφερε προ έλευσης της διασημότητας η ταυτοποίησή του) και το μικρό ενός από τους εμφανώς αγαπημένους του ποιητές, τον Αμερικανό μοντερνιστή Ντίλαν Τόμας ως επίθετο που να υποδηλώνει συγγενική προέλευση (χωρίς να ξεχνούμε πως οι μοντερνιστές λογοτέχνες υπήρξαν οι τελυταίοι κατάκοποι κι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι της υψηλής, κατά κόσμον δύσκολης λογοτεχνίας που διαβάζεται ακόμα στις μέρες μας). Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός πως στα τραγούδια του, πριν και μετά την του ηλεκτρική στροφή, έβαζε πάντα μέσα τους πόνους και τις κραυγές του καθημερινού ασήμαντου ανθρώπου, όπως για παράδειγμα της νύφης που σκούζει, επειδή δεν επιθυμεί να παντρευτεί στις απαρχές της νιότης της από συμφέρον, στο “Tombstone Blues”, την ίδια στιγμή που καλούσε τους ακροατές του να αμφισβητήσουν το κατά πόσον ανακάλυψαν πραγματικά κάτι στο τραγούδι ή τη συναυλία που μόλις απόλαυσαν, όπως συμβαίνει στην απόληξη της τελευταίας στροφής του ίδιου τραγουδιού.


Όλα τα παραπάνω, συν την πολύ πρόσφατη βράβευσή του, παρά το γεγονός που είναι αδύνατο να παραβλέψει κανείς: το παράδοξο ανάμεσα στις χρονικά εδραιωμένες πρακτικές της Ακαδημίες και σ' αυτή την πιο πρόσφατη προτίμησή της. Όλα αυτά τα χρόνια οι Σουηδοί μας είχαν συνηθίσει στο να βραβεύουν την απαράμιλλη τεχνική, τα νέα, πρωτοποριακά μέσα ώστε να επιτύχει ένας λογοτέχνης να περάσει το μήνυμά του, αλλά και παραγνωρισμένες φωνές λόγω της γεωγραφικής τοποθέτησής τους στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και της άγνοιας του ενδιαφέροντος της μερίδας του λέοντος του κοινού για την πολλαπλότητα των προελεύσεων της σύγχρονης γραφής. Πώς αλλιώς μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη βράβευση των δικών μας Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου προ ετών, αλλά και αυτές του Κινέζου Μο Γιαν και του Περουβιανού Μάριο Βάργκας Λιόσα στο πρόσφατο παρελθόν του θεσμού; Μια στροφή, παρ' όλα αυτά, προς γράφοντες ευρύτερα κατανοητούς από το παγκόσμιο κοινό, δυνατή να εξασφαλίσει, ενδεχομένως και να διαιωνίσει το μέλλον του θεσμού, αλλά και της ίδιας της σημασίας της ανάγνωσης στις συνειδήσεις των πολιτών του κόσμου φαίνεται να διαγράφεται σχετικά διακριτικά ως ο τρέχων επιδιωκόμενος στόχοςτης Ακαδημίας.
Ασφαλώς μια εκτίμηση της απόφασης περί δικαιοσύνης της απόδοσης του συγκεκριμένου βραβείου στο Μπομπ Ντίλαν οφείλει να μην παρακάμψει, όπως ταυτόχρονα και να αποφύγει να εστιάσει αποκλειστικά στον διαβόητο τυχοδιωκτισμό του. Ο κατεξοχήν καλλιτέχνης κατάφερε να διακριθεί στο εκάστοτε είδος που κατά τη διάρκεια της πορείας του εμφανίστηκε να διαλέγει, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ηλέκτρισε τον ήχο κι εξατομίκευσε το στίχο του εν μια νυκτί, με τρόπο και ρυθμό σχεδόν κυριολεκτικά χαρακτηριστικό αλλαγής πουκαμίσου, ενδεικτικό του πόσο πολύ ανέκαθεν τον απασχολούσε η ενασχόληση των πάντων με τα επιτεύγματα και την πάρτη του. Ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε διφορούμενες απόψεις για τα παραπάνω σημαινόμενα, είναι αδύνατο να κατηγορήσει κανείς έναν καλλιτέχνη μόνο και μόνο επειδή απέτυχε να ανταποκριθεί στις μαζικές προσδοκίες της εποχής για συνεχόμενη αφύπνιση των συνειδήσεων των καθημερινών ανθρώπων. Στο κάτω κάτω της γραφής, η μίμηση δημοφιλών μοτίβων προτιμητέων από κάποιον κι η σταδιακά οριστική απόρριψη κι αναχώρηση από άλλα αδιαμφισβήτητα αποτελεί την τοποθέτηση γερών θεμελίων στην αποστολή της συγκρότησης προσωπικού ύφους, το οποίο υποτίθεται πως η Ακαδημία Νόμπελ θεωρείται αρμόδια να επιβραβεύει.


Το ζήτημα του μπλεξίματος διαφορετικών ειδών τέχνης και στυλ μουσικής φαίνεται πως θα εξακολουθήσει να χαρακτηρίζει το κυρίαρχο ρεύμα πολιτισμού του 21ου αιώνα, ακριβώς ή σχεδόν αποτυπώνοντας τις αιτίες που ο Μπομπ Ντίλαν μπορούσε και θα μπορεί να θεωρείται σημαία του. Εν γνώσει της καλλιτεχνικής προέλευσης κι εξέλιξής του, η διάσταση απόψεων σχετικά με την απόφασης της Σουηδικής ακαδημίας να τον βραβεύσει με το Νόμπελ Λογοτεχνίας σε καμία περίπτωση δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει.
  
By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου