Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Εκ Βαθέων Εξομολογήσεις

Υπάρχουν στιγμές που τα λόγια βγαίνουν από το στόμα σου χωρίς να προφτάσεις να αναλογιστείς επακριβώς τις συνέπειες αυτού που πρόκειται να κάνεις∙ κι άλλες πάλι που σκέφτεσαι για πολύ καιρό, και με ένταση, προτού ξεστομίσεις αυτό που πρόκειται να κατευθύνεις προς κάποιο άλλο άτομο, με το οποίο έχετε ήδη για πολύ καιρό και σημαντικά δεθεί. Όπως και να ‘χει, δε χρειαζόταν η ανάγνωση του βιβλίου Πρόσωπα της Μαριλένας Αστραπέλλου για να μου θυμίσει την κεντρική σημασία των εξομολογήσεων για τον πυρήνα του «είναι» μας, επειδή την έχω αισθανθεί κι από μόνη μου. Είναι απίστευτη, ωστόσο, η στιγμή της συνειδητοποίησης της δύναμης, αλλά και των διαπιστώσεων που είναι δυνατό να αντλήσει κανείς από μια σειρά από εξομολογήσεις σημαινόντων προσωπικοτήτων (ως επί το πλείστον καλλιτεχνών), που εντοπίζουν και υποστηρίζουν την αλήθεια της ζωής τους μπροστά στη γνωστή δημοσιογράφο του Βημαgazino. Ειδικά, αν καθίσει να σκεφτεί πως τις περισσότερες φορές τα ξεχωριστά αυτά άτομα δε βρίσκονται καν απέναντι σε ομοεθνή τους ή σε άτομο με το οποίο μοιράζονται την ίδια μητρική γλώσσα.


Τι σημασία, φυσικά, θα μπορούσε να αντιταχθεί κανείς, μπορεί να έχει η εθνικότητα μπροστά στην άσβεστη, ασταμάτητη δύναμη της εξομολόγησης (και τι είδους εθνικιστικό σχόλιο πήγα να κάνω κι εγώ, ενώ είναι ξεκάθαρο πως η άποψή μου ταυτίζεται επαρκώς με αυτή της συγγραφέα σε θέματα ανθρώπινης εγγύτητας; Διότι είναι προφανές πως το να αισθάνεσαι άνετα με κάποιον άνθρωπο υπερβαίνει κάθε δήλωση εθνικότητας); Το όλο επιχείρημα μπορεί να υποστηριχθεί μόνο καθώς η πολυχρωμία των συστημάτων σημειολογίας και, γενικότερα, του κόσμου των κωδίκων υπεισέρχονται σ’ αυτό. Εννοείται, για παράδειγμα, πως μπορείς να υποπέσεις ευκολότερα στο «σφάλμα» της εξομολόγησης σε (σχετικά) άγνωστο, όταν η γνωριμία-συνομιλία σας εκτυλίσσεται στη μητρική σου γλώσσα, και η ανάγκη να ξεδιπλώσεις τις ιδέες που βρίσκονται έτοιμες στο μυαλό σου, μιας και τελευταία συνεχώς τις κλωθογυρίζεις, σε συνεπαίρνει. Παρ’ όλα αυτά και παρά το γεγονός πως η συγγραφέας του μη-λογοτεχνικού βιβλίου Πρόσωπα, χρησιμοποίησε το ατού της αγγλικής γλώσσας για να αποσπάσει την πλειοψηφία των συνεντεύξεων που μπορεί να βρει κανείς σ’ αυτό, πολλά μπορούν να μας θυμίσουν προσωπικές ποικιλότροπες εξομολογήσεις.


Θυμάμαι τις πιο αρχετυπικές των απροετοίμαστων εξομολογήσεων που με τη σειρά τους μπορεί να αφήσουν τον ακροατή απροετοίμαστο για οτιδήποτε μπορεί να συμβεί στη συνέχεια – ενδεχομένως και για το γενικότερο απρόοπτο της ίδιας της ζωής. Η κλασική γιαγιά (ξέρω πως θα ακουγόταν πιο κόσμιο το ηλικιωμένη κυρία∙ κι ενδεχομένως κάποιες φορές να αποδεικνύεται πιο αντιπροσωπευτικό) στο τρένο ή στο λεωφορείο ή, τελοσπάντων, σ’ οποιοδήποτε μέσο έχεις διαλέξει για να ταξιδέψεις. Συχνά συνειδητοποιείς εύκολα πως τα προβλήματα με τα παιδιά της είναι περίπου τόσο ασήμαντα όσο και τα δικά σου∙ όπως και πως είναι ξεκάθαρο από την αρχή του μονολόγου της, που είναι αδύνατο να μην τραβήξει σε μάκρος, πως ποτέ δεν άφησες να εννοηθεί ότι θα τη βοηθήσεις να τακτοποιήσει τις σκόρπιες τρέχουσες υποθέσεις στο μυαλό της, ούτε πως θα ηρεμήσεις τα κύματα που μπορεί εκεί μέσα να αλαλάζουν. Μάλλον φαίνεται πως απλά υπάρχει σε όλους μας η ανάγκη να ακουστούμε, εμείς και οι ιστορίες των γύρω μας, αυτών τουλάχιστο που ξέρουμε πιο καλά, ειδικά από κάποιο ξένο που προφανώς θα παραμείνει αμέτοχος, μήπως και κάποιο είδος γιατρειάς αποκαλυφθεί στον ορίζοντα, ή μήπως επέλθει μέσα μας κάποιο είδος ανακούφισης. Κάπως έτσι πιστεύω πως είναι προορισμένος να νιώσει κι ο «αμέτοχος» αναγνώστης του βιβλίου της Αστραπέλλου, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των ενδιαφερόντων συνεντεύξεων που η ίδια έχει καταφέρει να αποσπάσει.

«Διότι την αγάπη τη δημιουργεί η σύμπτωση, η ομοιότης. Αγαπάς κάποιον που σου μοιάζει. Ποικιλοτρόπως. Αλλά ποθείς αυτόν με τον οποίο δεν μοιάζεις. Η ανομοιότης, η απόκκλιση. Νομίζεις ότι κάτι θα βρεις εκεί.»

Κυρίως, δεν περιμένεις αυτοί οι συγγραφείς κι οι καλλιτέχνες να ανοίξουν τόσο εύκολα τα πέταλα της ψυχής στην όψη μιας αντικειμενικής ματιάς, ακόμη κι αν αυτή εμφανίζεται να έχει ενσκήψει προσεκτικά κοντά στην ανθρώπινη ψυχή. Έτσι, η πολύ προσωπική αυτή θεώρηση του έρωτα και της αγάπης που μπορεί να λειτουργήσει ως μεγεθυντικός φακός στο έργο του συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου, που τόσο απλόχερα παραχώρησε, μοιάζει ασύλληπτη, κι όμως αληθινή. Διότι παραμένει πάντα στο εσωτερικό μας μια ελπίδα πως θα δαμάσουμε τον κόσμο του άλλου, ταυτόχρονα προσχωρώντας σε αυτόν, με τις κάθε είδους εξυπνάδες και φιλότεχνες ρήσεις μας, χωρίς αναγκαστικά να νιώθουμε τις αποστάσεις ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτόν να εκμηδενίζονται σιγά σιγά. Ακριβώς, όπως οι γιαγιάδες στο λεωφορείο δε φαίνεται να κάνουν και πολλές διακρίσεις πριν εκμυστηρευθούν στον οποιονδήποτε τα βάσανα, μαζί με μια σύντομη περίληψη αυτού που αισθάνονται ως ουσία της ύπαρξής τους.

Από την άλλη μεριά, που εξίσου άπτεται το λόγο ύπαρξης του βιβλίου, υπάρχει η στοχευμένη εξομολόγηση, αυτή που έχεις δοκιμάσει να προβάρεις στον καθρέφτη κάμποσες φορές πριν τον ερχομό της κρίσιμης ώρας. Κάτι τέτοιες εξομολογήσεις, συνήθως προς ανθρώπους που θεωρούμε «δικούς» μας μπορεί να κρύβουν σκοπιμότητες, το ποσοστό ορμής προς την επιδειξιομανία που υπάρχει στα τρίσβαθα κάθε ανθρώπου ή απλώς ανατοποθετούν και προσδιορίζουν τις ειλικρινείς διαθέσεις μας τη δεδομένη στιγμή. Ή, όταν τουλάχιστο «απολαμβάνουμε» το ρόλο του ακροατή, σε τέτοιες περιπτώσεις, ενδέχεται να μας αποπροσανατολίσουν επαρκώς σε σχέση με το ποιος είναι ο άνθρωπος δίπλα ή απέναντί μας και τι ακριβώς ζητά από την εν λόγω σχέση που επιδιώκει να «εμβαθύνει» μαζί μας με αυτό τον τρόπο.
Η συγγραφέας, για παράδειγμα, του βιβλίου νιώθει ξεκάθαρα κολακευμένη περισσότερο ως άνθρωπος παρά ως συνεντευξιάζουσα, όταν, κατά τη διάρκεια της πρώτης της συνομιλίας με τον Αμερικανό λογοτέχνη Φίλιπ Ροθ, αισθάνεται να της έχει προσφέρει περισσότερη αλήθεια απ’ όση θα μπορούσε ενδεχομένως ποτέ να περιμένει. Ένεκα της προώθησης των πωλήσεων των βιβλίων του, τα οποία φιλοδοξούσε έτσι κι αλλιώς να διαφημίσει η συνέντευξη ή εξαιτίας της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας του; Τίποτα δε μπορεί να είναι ποτέ εντελώς σίγουρο. Έτσι, ο αναγνώστης πληροφορείται πως ενδίδει στην πρόταση του γνωστού συγγραφέα για μια ξενάγηση στον περιβάλλοντα χώρο της εξοχικής του κατοικίας, απολαμβάνοντας την αντιστροφή των ρόλων, τις στιγμές που ο Ροθ φαίνεται πως έδειξε ενδιαφέρον για το επάγγελμα και τη ζωή της. Ακριβώς όπως όλοι απολαμβάνουμε το ενδιαφέρον των άλλων , ακόμη κι όταν διαισθανόμαστε πως είναι προσποιητό, τη στιγμή που βαθιά μέσα τους υπάρχει ο αθέμιτος σκοπός να μας τρυγήσουν συναισθηματικά, ψυχολογικά, οικονομικά, αλλά και με όποιους άλλους τρόπους μπορεί να σκεφτεί το μυαλό του ανθρώπου.
Αν πρέπει να μιλήσω για τον εαυτό μου, ως άτομο εγγενώς αδύνατο να μη φαίνεται σοβαρό, τολμώ να ομολογήσω πως τυγχάνω συχνά εξομολογητικών διαθέσεων – αναπόφευκτα μια συνήθεια που έχει τις ρίζες της στο βαθύ παρελθόν. Μπορεί να μην έχω φτάσει να κάνω πρόταση γάμου η ίδια ακόμη, αλλά επιμένω να εκφράζω τα συναισθήματά μου, με φροντίδα ώστε στην εκάστοτε κατάσταση να αποδώσω το ειδικό βάρος που τους αναλογεί. Η αυθεντική ερωτική εξομολόγηση αλά Χόλιγουντ, ωστόσο, στη ζωή μου παραμένει μία και μοναδική, αδύναμη και ξεθωριασμένη, εξαφανισμένη βιαστικά στο χρονοντούλαπο έτσι όπως στη θύμηση εμφανώς ανασύρει τα απομεινάρια μιας άλλης εποχής∙ υποθέτω πως δεν είναι καν απαραίτητο να σας αφήσω να σκεφτείτε ποια ήταν η τελική απάντηση στο ιδιόμορφο αυτό ερέθισμα, αφού την έχετε ήδη σκεφτεί. Τους ακριβείς λόγους διάψευσης των εφηβικών εκείνων προσδοκιών τους έχω ήδη βρει. Μια επιθυμητή, όμως, κατάσταση, ικανή να θρυμματίσει κάθε πρόσχημα ή σχέδιο που οδήγησε σ' εκείνη τη σχεδόν ξεχασμένη μάταιη εξομολόγηση, αναζητείται ακόμα.

Ίσως, για να το λένε οι πατέρες της Εκκλησίας, να υπάρχει πράγματι κάτι αυθεντικό μέσα στην εξομολόγηση, που διευθύνεται από τις καλές μας προθέσεις. Ίσως θα ήταν συνετό να ψάξουμε μέσα μας τις αφορμές με τις οποίες εξομολογηθήκαμε κάτι τελευταία, αλλά και τον απόηχο που ελπίζαμε πως θα είχε αυτό. Με βεβαιότητα μπορώ να πω πως τα Πρόσωπα της Μαριλένας Αστραπέλλου μπορούν να μας τέρψουν μετά του ωφελίμου, καθώς οποιουδήποτε είδους σκέψεις πάνω στο ζήτημα μας διακατέχουν.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Πώς να Aπέχει Kανείς από το Facebook για Πέντε Ημέρες

Όχι πως το παρόν κείμενο υπόσχεται κάποια συνταγή επιτυχίας ή επιβίωσης. Είναι φανερά αυτονόητο πως το διασημότερο και δημοφιλέστερο μέχρι στιγμής κοινωνικό δίκτυο καταλαμβάνει σημαντικό ρόλο στις ζωές μας· σαφώς ενδεικτικός των παραπάνω είναι ο χρόνος που ξοδεύουμε μέσα σ' αυτό, όσο και αυτός που περνάμε μιλώντας γι' αυτό. Πολλές φορές, όμως, μια προσπάθεια να περιοριστούμε αποκλειστικά και μόνο στην εκμετάλλευση των χρήσιμων και ωφέλιμων δυνατοτήτων του μοιάζει δυσχερέστερη από καθετί. Κοινώς, το facebook έχει με πολλούς τρόπους μπλεχτεί στα πόδια μας και στις ζωές μας και φαίνεται δύσκολο χωρίς δύναμη θέλησης να κατορθώσεις να ξεμπλεχτείς, έστω και για να περάσεις μερικές ώρες ήσυχες μακριά του. Πρόσφατα, ωστόσο, αποπειράθηκα εγώ η ίδια έστω να μπλεχτώ στα γρανάζια της προσπάθειας μιας ζωής μακριά από τη συνεχή χρονοβόρα επαφή με το facebook· μήπως τουλάχιστο καταφέρω να δω αν αυτή η απομάκρυνση έχει κάτι να μου προσφέρει.


Η σύγχρονη μανία με τα κοινωνικά δίκτυα που ξεκινάει από τη χρήση των υπερσύγχρονων smartphones κι επεκτείνεται μέχρι τη δίνη μιας απομόνωσης χωρίς όρια εμφανίζεται με το πρόσωπο της εξάρτησης στην ολότητά της. Αυτά ακριβώς τα τσιμπήματα ενός εξαρτησιογόνου, έστω και με τη μορφή μιας εφαρμογής είναι που ανίχνευσα αρχικά στον εαυτό μου· κι αυτά με ώθησαν στο συγκεκριμένο ανθρωπολογικό πείραμα. Δε λέω πως ξυπνούσα και κοιμόμουν με τη σκέψη του facebook να με ακολουθεί για ένα διάστημα· ούτε πως θεωρούσα πως το συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο, με τα πολυεπίπεδα δραστικά δυνατά χαρακτηριστικά του έχει επηρεάσει ουσιαστικά ένα σύνολο κοινωνιών που αδυνατούν να επιβιώσουν χωρίς να βασίζονται σ' αυτό. Μια ματιά, όμως, στο news feed το πρωί μετά τον καφέ αναδείχτηκε σιγά σιγά, χωρίς φανφάρες, σε συνήθεια που έγινε λατρεία, και μάλιστα σε σημείο που να αισθάνεσαι δύσκολο να αφήσεις την παλιοσυσκευή κάτω, να σταματήσεις να χαζεύεις, και να προχωρήσεις στις δουλειές σου. Έχοντας ανιχνεύσει αυτήν και μερικές ακόμη προσωπικές παραινέσεις προς τον εαυτό για άνευ ξεκάθαρου χρονικού περιθωρίου ματιές σε προφίλ, ομάδες ή άσκοπα, στην αρχική σελίδα, σε τακτικά και άτακτα διαστήματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, αποφάσισα πως όντως κάτι συμβαίνει εδώ που αξίζει να ερευνηθεί.

Οι πρώτες μέρες
Θεωρητικά, κι επειδή ζούμε σε μια εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εφαρμογές με τις οποίες μπορείς να επικοινωνήσεις μέσω κινητού τηλεφώνου ποικίλουν, κι αυξάνονται σχεδον καθημερινά, η αποχή από το facebook μπορεί να μη σημαίνει απολύτως τίποτα. Απλά ειδοποιείς τους φίλους σου ή όσους τελοσπάντων πιστεύεις ότι σε νοιάζονται και σε αγαπούν ότι θα είσαι διαθέσιμη στο κινητό σου τηλέφωνο ή σε κάποια άλλη εφαρμογή, και το αρχικό άγχος για το πως θα εντοπιστείς από την ομήγυρη έχει ήδη κάνει φτερά. Για να μην αρχίσω να εκθειάζω εδώ τα πλεονεκτήματα της τηλεφωνικής επικοινωνίας, που με τη ζεστασιά της φωνής και το συναίσθημα πως κάποιος άλλος σηκώνει το ακουστικό από την άλλη πλευρά, στ' αλήθεια φέρνει τους ανθρώπους κοντά. Ή έτσι τουλάχιστον έχουμε προγραμματιστεί να νιώθουμε στην εποχή που οι τρεις τελίτσες αναμονής που εμφανίζει το μέσεντζερ, το πρόγραμμα ανταλλαγής μηνυμάτων που είναι άμεσα συνδεδεμένο με το facebook, έχουν καταλήξει να αποτελούν το χαρακτηριστικότερο σημάδι ένδειξης επιθυμίας για ανθρώπινη επαφή, την ώρα που κάποιος άλλος, σε κάποιο άλλο μέρος βρίσκεται επίσης μπροστά σε μια συσκευή, και πιστεύεις πως προσπαθεί ή ετοιμάζεται να πληκτρολογήσει.
Τα τσιμπήματα άγχους και παρότρυνσης του εαυτού σου να ανοίξεις εδώ και τώρα την εφαρμογή είναι, ωστόσο, έγκυρα σημάδια ύπαρξης ενός
λανθάνοντος είδους εθισμού, τόσο βαθιά ενσωματωμένου στο σύστημά σου, ώστε στάθηκε αδύνατο μέχρι τώρα να τον εντοπίσεις. Όσο στεκόμουν μακριά από το “έξυπνο τηλέφωνο”, ο οργανισμός μου έχασκε ασφαλής, διεκπεραίωνε ευχαριστημένος τα τρέχοντα καθήκοντα ή βυθιζόταν ευτυχής στις πιο αγαπημένες ασχολίες, όπως το διάβασμα ή η γυμναστική. Όσο, όμως, πλησίαζα στη συσκευή, την αισθανόμουν να με κοιτάει· να καίει το χέρι μου, με μια απλή αφή, και να απαιτεί το αυτονόητο, στο οποίο της έμαθα τόσο καιρό πως είναι ο βασικός προορισμός του απαραίτητου της χρησιμότητάς της: το χαζολόγημα στο πιο δημοφιλές κοινωνικό δίκτυο, που συνοδεύεται από θύελλα ποικιλίας αντιδράσεων στις πρόσφατες δραστηριότητες φίλων και γνωστών, η νοητή απόσταση που έχει στοιχειοθετηθεί με πολλούς από τους οποίους στην πραγματική ζωή αίρεται στο πάτημα ή στο αντίκρισμα ενός και μόνο εικονιδίου: “μου αρέσει”, “τέλειο” και “ουάου”, αφού οι λεπτομέρειες από την ανάλυση πρόσφατων εμπειριών είναι δυνατό να αποτυπωθούν σε μια σύντομη μα εύπεπτη φράση.

Δε μου έλειψε γιατί...
Για να μη μιλήσουμε για το γεγονός πως το συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο έχει επιτελέσει κατά καιρούς για πολλούς από εμάς λειτουργίες ευπροσήγορης βιτρίνας. Είναι, με άλλα λόγια, ο επιδειξιομανής εαυτός, τον κεντρικό ρόλο του οποίου στο σύμπαν δε χρειάζεται να αποδείξουμε με λόγια. Έτσι, ένα μέρος, από το οποίο περάσαμε φευγαλέα για λίγες ώρες μπορεί να αναδείξει το ζενίθ μιας εμπειρίας που θα μπορούσαμε να είχαμε ζήσει, στα δίχτυα της ακαταμάχητης στιγμής μιας προσεκτικά τραβηγμένης φωτογραφίας. Και μπορούμε μάλιστα να σύρουμε στην επίδειξη του τίποτα ή του αυταπόδεικτου και τρίτους, χωρίς να μας απασχολήσει στο ελάχιστο ποια είναι στο βάθος η αληθινή προσωπική τους γνώμη για το ζήτημα.
Για να μην προχωρήσει κανείς ακόμα παραπέρα και το ονομάσει ένα από τα ψέματα της όλης υπόθεσης που λέγεται ζωή. Μπορεί να αγαπώ το facebook επειδή μου δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνώ με τους φίλους μου άμεσα και
χωρίς κανένα κόστος και με φέρνει κοντά με ανθρώπους με τους οποίους θα μου ήταν δύσκολο να σκεφτώ ποτέ πως θα υπήρχε η πιθανότητα να έρθω σε επαφή. Όταν, παρ' όλα αυτά, ανεβάζω περιοδικά κι ανελλιπώς επεξεργασμένες φωτογραφίες του εαυτού μου, ώστε να εξυψώσω με κάποιο τρόπο την εικόνα μου ή αντιδρώ σε παρόμοια ποστς άλλων και κοινοποιώ συνέχεια την παρουσία μου σε διάφορες τοποθεσίες κι εκδηλώσεις, ίσως κάτι από την αληθινή ζωή που θα μπορούσα να ζω, στη διάρκεια των ωρών που ασχολούμαι με το ποστ μου, να έχει οριστικά χαθεί. Έτσι η έκφραση ενός συναισθήματος, το νόημα μιας στιγμής ή η αντίδραση ενός συνανθρώπου ενδέχεται, εξαιτίας της μονομανίας μου, να έχουν πάει οριστικά στράφι. Κι είναι φρικτή απώλεια για τις εξομοιωμένες, πανομοιότυπες μέρες και καταστάσεις που ζούμε να χάνουμε την αίσθηση της μοναδικότητας οποιουδήποτε πλάσματος ή "θαύματος" που σπαρταράει δίπλα ή παραδίπλα μας.

Κι αν θέλετε να μάθετε την κατάληξη του πειράματος, ναι, είναι αλήθεια πως άνοιξα το facebook μετά από πέντε ημέρες, αντί για μια βδομάδα, όπως είχα αρχικά αποφασίσει να κάνω, αναγκαστικά, κι όχι με τη θέλησή μου ή επειδή δεν άντεξα άλλο. Η μητέρα μου απαίτησε την είσοδο σε συγκεκριμένο φεισμπουκικό προφίλ για μια έγκυρη πρόβλεψη του καιρού των αμέσως επόμενων ημερών, εν μέσω κατακλυσμού διαρκείας. Και ναι: το έκλεισα, αμέσως μόλις είδαμε αυτό ακριβώς που ψάχναμε και δε χαζολόγησα ούτε στιγμή, συνήθεια που φαίνεται πως θα μου μείνει, μετά από μια πολλά υποσχόμενη ανανέωση του ενδιαφέροντος για τα βασικά, τα ουσιώδη της ζωής που επιμένουμε να απορρίπτουμε ή να μην παρατηρούμε, όντας δήθεν απασχολημένοι με τους εαυτούς μας και τις αντανακλάσεις των ψεύτικων εικόνων των άλλων επάνω μας. Ας ελπίσουμε πως η ειλικρινής απόφασή μου για μεταστροφή στάσης απέναντι στο κοινωνικό δίκτυο, που ο πλανήτης σύσσωμος έχει αγκαλιάσει, θα διαρκέσει. 

By Μαρία Γώγογλου