Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Σκιαγραφώντας την Οικογενειακή Διάσπαση: το Καλαμάρι και η Φάλαινα

Όχι πως ξεκινώ λέγοντας κάτι καινούργιο: ο μύθος της ενωμένης παντοδύναμης οικογένειας έχει κάτι παραπάνω από αποδυναμωθεί στην εποχή μας· αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στον άμεσο περίγυρό του. Η ιδιαιτερότητα στην εστίαση της οπτικής της συγκεκριμένης ταινίας συνίσταται ως επί το πλείστον στον τρόπο που αντανακλά τα ευρύτερα και βαθύτερα αποτελέσματα του διαζυγίου στους όχι άμεσα εμπλεκόμενους, δηλαδή συνήθως στα παιδιά, αλλά και στο ότι μας καλεί να αμφισβητήσουμε στερεότυπα και τετριμμένες πτυχές της μάχης των δύο φύλων.


Κάπου εδώ θα σας συστήσω το είδος του mumblecore που υπηρετεί πιστά ένας από τους, κατά τα τελευταία χρόνια, αγαπημένους μου σκηνοθέτες, ο Νόα Μπάουμπαχ (επιχειρώντας να διαφημίσω το είδος στον αναγνώστη, αλλά και να προτρέξω, καθώς, όπως είναι ήδη εμφανές, σ' αυτό εδώ το ιστολόγιο, ο,τιδήποτε βαφτίζεται ως αγαπημένο σημαίνει ότι πολλές ακόμη σχετικές αναρτήσεις θα ακολουθήσουν). Οι ταινίες mumblecore δεν πλασάρονται στο κοινό σε καμία περίπτωση για την καταιγιστική δράση τους ή για το ότι θα διατηρήσουν άσβεστο το σασπένς της πλοκής καθ' όλη τη διάρκειά τους. Αντίθετα, οι ήρωές τους ως επί το πλέιστον μιλούν, μιλούν, μιλούν και μιλούν, ανασκαλεύοντας τα βαθύτερα κίνητρα πράξης τους και παρακινώντας τον αναγνώστη να προχωρήσει σε είδος ανακάλυψης μέσα από την υπερέκθεση και αυτοανάλυσή τους. Με λίγα λόγια, πιο πολύ ποιοτική-ποιητική αναμόχλευση, παρά εξαρτησιομανία από την ανάγκη για συνέχεια και κάποιο μεγάλο φινάλε.
Εναρμονισμένο με τις συνήθεις προτιμήσεις του δημιουργού οι ταινίες του να θυμίζουν αυθεντική τοποθέτηση σε κάποια εκδοχή του χρονικά άμεσου παρελθόντος ή να είναι πραγματικά, Το Καλαμάρι και η Φάλαινα είναι τοποθετημένο στο τέλος της δεκαετίας του '80, χρονολογία που κατά προσέγγιση ταυτίζεται με τον απόλυτο, ευτελή θρυμματισμό των ψευδαισθήσεων και ταυτόχρονα με τη λησμονιά του. Η γκλαμ μέταλ είχε στραφεί οριστικά προς τις πωλήσεις κι έκλεινε ολοφάνερα το μάτι στη ντίσκο. Ο κινηματογράφος του Ντέιβιντ Λιντς προσπαθούσε να εξοικειώσει τον κόσμο με τον πληθυσμό των πιθανοτήτων η συνείδησή τους να είναι χειραγωγίσιμη και να μην ακολουθεί πιστά τις εντολές τους μπλεγμένη αδυσώπητα και με το ασυνείδητο. Η αμείλικτη στάση του Αμερικανού προέδρου Ρίγκαν, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, απέναντι στη χρήση ναρκωτικών και η σκόπιμη αποστασιοποίησή του από τη μάστιγα του AIDS, εις βάρος της αμερικανικής κοινωνίας, άφηναν περιθώριο μόνο για επιστροφή σε ενός είδους συντηρητικού μαζέματος στο σπίτι και στους δικούς σου, όπου μπορούσες, χωρίς ενδεχομένως να πετροβοληθείς, να διεκδικήσεις ασφάλεια κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις.
Κι είναι ξεκάθαρο πως αυτό ακριβώς αισθάνονται τα παιδιά της οικογένειας, Γουόλτ και Φρανκ, περίπου 16 και 12 χρονών αντίστοιχα, στην ταινία, με τον ίδιο τρόπο που το ζητούν με πολυάριθμα ιδιαίτερους τρόπους τα παιδιά όλου του κόσμου καθημερινά. Χρειάζονται μια άνεση να ακουμπήσουν, τη σταθερότητα ενός τρόπου ζωής για να κοιμούνται ήσυχα τα βράδια ή να κάνουν αυτά τα πολύ ατομικά πράγματα που όλοι διαλέγουμε, γνωρίζοντας ότι κάτι πάντα στο σπίτι θα είναι όπως είναι, παρέχοντας τους υποστήριξη που με ένα τρόπο θα είναι πάντα διαθέσιμη και δεδομένη. Όμως, για λόγους αρχικά άγνωστους στους ίδιους, κι εν μέρει και στο θεατή, στο πρώτο μέρος της ταινίας οι γονείς τους αποφασίζουν να χωρίσουν.


Η ασυμβατότητα κι η ασυμμεντρία των «εγώ» τους και ο ρόλος τους σ' αυτή τους την απόφαση είναι οι πρώτοι παράγοντες που οι θεατές βρίσκουν πως συντέλεσαν σημαντικά. Ο Μπέρναρντ και η Τζόαν έχουν και οι δυο διδακτορικά στη λογοτεχνία και είναι συγγραφείς. Για να είμαστε ακριβείς, η περίοδος εκτόξευσης των επιτυχιών των πρώτων γραπτών της Τζόαν έχει μόλις σηματοδοτηθεί στο ξεκίνημα της ταινίας, ενώ ο Μπέρναρντ βρίσκεται εν μέσω μιας κρίσιμης καμπής στην καριέρα του, παρά τις προφανείς και συχνά ανυπόστατες αυτοπεποιθησιακές του τάσεις πως αποτελεί σπουδαίο δείγμα συγγραφέα και ειδικού λογοτεχνιολόγου (!). Τόσο πολύ που, σε ανύποπτες στιγμές, δε διστάζει να επιβάλει στους άλλους τις δικές του απόψεις σχετικά με το σε τι συνίσταται η υψηλή λογοτεχνία και το γράψιμο εξαιρετικής ποιότητας· συμπεριλαμβανομένης της Τζόαν και ειδικά του Γουόλτ, που, πλησιάζοντας την κρισιμότερη φάση της εφηβικής αναζήτησης-εφιάλτη χρειάζεται επειγόντως κι απελπιστικά ένα ανδρικό πρότυπο ως μίνιμουμ καθοδήγησης για τις άμεσα επιβεβλημένες καθημερινές του ενέργειες.


Η επιτομή της προσπάθειας του σκηνοθέτη-σεναριογράφου Μπάουμαχ στη συγκρότηση του σεναρίου της πλοκής, αλλά και στην εκτέλεση της απογειωτικής κορύφωσης της ταινίας, είναι ακριβώς αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει από καθετί παρόμοιο του είδους της· αλλά κι από οποιαδήποτε προσπάθεια να αποδώσει κανείς την παρανοημένη φύση οπιασδήποτε παρόμοιας κατάστασης. Το εξπρεσιονιστικό καθρέφτισμα της αναταραχής που ζουν καθημερινά τα παιδιά, ως αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους για προσαρμογή στις νέες συνθήκες του διαζυγίου, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη βιολογική και συναισθηματική τους ωρίμανση, που δέχονται ελάχιστη φροντίδα, αφού το βέλτιστο ενδιαφέρον τον γονιών έχει στραφεί προς τους εαυτούς τους, αποτυπώνεται με μοναδικά ξεκαρδιστικό και συνάμα βαθιά συγκινητικό τρόπο: ο Γουόλτ κερδίζει το σχολικό καλλιτεχνικό διαγωνισμό παρουσιάζοντας την εκδοχή του ήδη κυκλοφορημένου “Hey You” των Πινκ Φλόιντ ως δικό του δημιούργημα, απαιτώντας τον αμέριστο σεβασμό και την προσοχή όλων, και κυρίως των γονιών του, ενώ ο Φρανκ ζει ξεχασμένος στο σπίτι τη γενετήσιά αφύπνισή του και συνεχίζει μάταια να θέτει τις σκέψεις του σχετικά με το τι θα ήθελε να ακολουθήσει επαγγελματικά στο μέλλον στα αυτιά υπ' όψιν μορφωμένων γεννητόρων του.
Οι ερμηνείες και των τεσσάρων πρωταγωνιστών (συμπεριλαμβανομένου ενός αγνώριστου, εκπληκτικού Τζεφ Ντάνιελς) μπορούν επάξια να προστεθούν στη συλλογή σπάνια εκλεκτών στοιχείων αυτού του ανεξάρτητου κινηματογραφικού διαμαντιού που αξίζει να ανακαλύψετε. Και να μην ξεχνάμε: κανένας, όσο και προσφιλής σκηνοθέτης δεν αξίζει να αποτελέσει σημείο αναφοράς ή επιχείρημα άξιο λόγου στο δρόμο για την αποτίμησή μας της σύγχρονης αξίας της έννοιας της οικογενειακής πραγματικότητας.


By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου