Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Ταξίδια του Νου Χάρη στον Παύλο Παυλίδη

Τις στιγμές που είσαι μόνο εσύ, ένα μέρος του εαυτού σου προφυλαγμένο από τις έννοιες των άλλων ή μακριά από αυτούς, ο κόσμος συρρικνώνεται. Υπάρχουν οι εμμονές σου, όλα όσα αισθάνεσαι τόσο κοντά σε σένα, ώστε είναι αδύνατο να ζήσεις χωρίς αυτά· τόσο πολύ, γιατί δυσκολεύεσαι να μετρήσεις τις στιγμές που σου θύμισαν ότι είναι σημαντικό, και για σένα τον ίδιο, να συνεχίσεις. Τέτοιοι κινητήριοι μοχλοί της ζωής είναι για μένα τα τραγούδια του Παύλου Παυλίδη.

Από την πρόσφατη εμφάνιση Strings & Voices στο Gazarte (photo by Dimitris Makris)

Αλλά αυτή δεν είναι άλλη μια ανάρτηση για να σας το υπενθυμίσω (άλλωστε είναι ιδιαιτέρως ευρύτερα γνωστό ούτως ή άλλως!). Αυτή είναι μια ανάρτηση, πρωτίστως για να τιμήσω το έργο του καλλιτέχνη που έχει διανοίξει μπροστά μου ορίζοντες εμπνεύσεων, πριν και μετά τη δεύτερη φορά που παρευρέθηκα σε ζωντανή του εμφάνιση, ένα χρόνο πριν από τη σημερινή ημερομηνία· και δευτερευόντως για να συνομιλήσω με τον εαυτό μου σχετικά με την ταύτιση με το πρόσωπο του καλλιτέχνη, αυτό που ξεπροβάλλει ή καλύπτεται διεξοδικά πίσω από τα δημιουργήματα ή / και τα καλλιτεχνικά γεγονότα, και τη φευγαλέα της φύση.
Όλα λοιπόν σχεδόν ξεκίνησαν περίπου ένα χρόνο πριν.

Κάθε ζωντανή μουσική εμφάνιση είναι ένα μοναδικό γεγονός που ποτέ δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Μόνο που πολλές φορές οι μέχρι τώρα παρόμοιες εμπειρίες σου έχουν αποδείξει ότι εκεί απέναντί σου στέκεται μια μαριονέτα που απλώς περιμένει η βραδιά να κυλήσει όπως όλες οι άλλες, καταλήγοντας με την οικονομική ελάφρυνση στην κορυφή των προσδοκιών που είχε προσεκτικά προηγουμένως υπολογίσει. Δε μου συνέβη να αντικρίσω την ίδια αποστασιοποίηση των αισθήσεων του καλλιτέχνη στο πρώτο live του Παύλου που παρακολούθησα πέρσι στο Pecado της ταπεινής Ορεστιάδας (που δε φιλοξενεί τόσο συχνά καλλιτεχνικά γεγονότα, όμως έχει γνώση του τι φιλοξενεί, όταν φιλοξενεί!).Ήταν κάτι που ενθαρρύνει κάπως τις αισθήσεις σου να αλλάξουν έστω και για λίγο τον τρόπο που λειτουργούν.

Είναι ο τρόπος που διάλεξε να είναι εκεί το συγκεκριμένο βράδυ, τις συγκεκριμένες στιγμές της ημέρας του. Είναι οι δίοδοι έκφρασης που ξεδιπλώνονται μ' αυτόν τον τρόπο, λόγω διάφορων γεγονότων που συντέλεσαν στη ζωή του, όπως κι ως άθροισμα αυτής της μέρας.

Ή κι όχι ακριβώς όσα επιθυμείς να πιστέψεις. Οι στίχοι σε τοποθετούν υποτίθεται σε απόσταση αναπνοής από τον άνθρωπο, όμως ποιον άνθρωπο; Η στιχουργική είναι μια τέχνη που αριθμεί αιώνες ζωής. Γι' αυτό ακριβώς θεωρώ τη συμβολή του Μιχαήλ Μπαχτίν καθοριστική στο να καταλάβουμε ότι, εξασκώντας αυτήν, όπως κι οποιαδήποτε άλλη τέχνη, συχνά βρισκόμαστε σε διάλογο με τη συλλογική μνήμη του ίδιου του είδους ή με τους δημιουργούς που πρωτίστως θαυμάζουμε και δευτερευόντως έχουν επιδράσει με έντονο, εναργή ή μυστηριώδη τρόπο στο σύστημά μας. Πόσο ο εαυτός του είναι λοιπόν κάποιος κατά τη διάρκεια των στιχουργικών του στιγμών και ποιος είναι ο βέλτιστος τρόπος να τον ξεχωρίσεις από τα παραπάνω;
Και μετά, για μένα και κάποιους άλλους τουλάχιστο, είναι οι στιγμές που θεωρούμε δουλειά. Το σχεδόν αναγκαστικό κομμάτι της μέρας συχνά ισούται με τις ώρες, όταν πολύ συχνά βάζουμε τον αυτόματο για να απολαύσουμε το υπόλοιπο μέρος της που στα αλήθεια μετράει και που μπορεί να μας φέρει κάτι αναπάντεχα πρωτότυπο (άσχετα που κατά κανόνα κάτι τέτοιο δε συμβαίνει συχνά). Γιατί να αφαιρέσουμε το δικαίωμα παρόμοιων στιγμών από τους αγαπημένους μας καλλιτέχνες;

Στο live του 2016, όπου είχα την τύχη να τον ακούσω να παίζει, ο Παυλίδης ήταν, κατά την τουλάχιστο ταπεινότατα υποκειμενική μου άποψη, αρκετά θλιμμένος για την διαδρομή που έχουν πάρει κάποιες από τις επικρατούσες ερμηνείες των τραγουδιών του από τους ορκισμένους φαν. Μιλάω για πολλούς που επιμένουν στην πίστη τους σ' αυτόν (και καλά κάνουν!), προφανώς από τις πρώτες συναυλίες των Ξύλινων Σπαθιών, όπου είχαν την τύχει να τον πρωτοαπολαύσουν (ποιος ξέρει μπορεί να είχαν κι αυτοί κάτι παρόμοιο με τη μάλλον-μια-φορά-στη-ζωή-σου-αφού-τα-συγκλονιστικά-αποφεύγουν-το-καθημερινό εμπειρία που είχα κι εγώ στο προαναφερθέν live, αν και ξεκάθαρα δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία, πράγμα που φανερώνει κι ότι συχνά μου είναι, γι' αυτό το λόγο, αδύνατο, να κατανοήσω επακριβώς την οπτική τους γωνία). Είχε μια συγκεκριμένη λύπη καθώς έπαιζε την “Ατλαντίς” και τη “Φωτιά στο Λιμάνι”, καθώς και μια αποστασιοποίηση από τα τραγούδια που σχεδόν απειλούσε να σου ξεσχίσει τα σωθικά. Ευτυχώς που παρηγοριέσαι (και όντως παίρνεις θάρρος από την επιβεβαίωση της παρηγοριάς στις μετέπειτα εμφανίσεις του) ότι σκέφτεται αλύπητα πως θα επανεφεύρει τραγούδια και στίχους, ακριβώς τη στιγμή που καταλαβαίνεις πως δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι μπορεί να σκέφτεται· κι αυτό μπορεί να μην είναι αναγκαστικά αρνητικό.


Ο καλλιτέχνης που αξίζει να θαυμάζεις είναι κι άνθρωπος, αλλιώς δεν αξίζεις στην πραγματικότητα να τον θαυμάζεις (και δε μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι ένα ανδρείκελο με μηχανικές αντιδράσεις εταιρικά προκαθορισμένες). Είναι αυτός που καθορίζει τη δημιουργική διαδικασία και γι' αυτό όλο αυτό το υπέροχο που βλέπω μπροστά μου οφείλεται σ' αυτόν.

Ο ιδιαίτερος εαυτός που έχουμε την ανάγκη συχνά να σκεφτόμαστε για να νιώθουμε καλύτερα, μυστικά αναλογιζόμενοι και τις δικές μας ασύλληπτες δυνάμεις σε κάτι, στο οποίο ελάχιστοι μπορούν να μας πλησιάσουν. Τις περισσότερες φορές αυτή η αίσθηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πλάνη που εγκαθίσταται με ασυνείδητα μέσα στον εγκέφαλό μας για να συντηρεί την ακεραιότητα της ατομικότητάς μας έναντι αυτής των άλλων· και να την προστατεύει με προσεκτική οριοθέτηση. Υπάρχουν, βέβαια, και σταγόνες ενδείξεων υπέρ της ανάδυσης της αντίθετης όψης. Υπάρχουν καλλιτέχνες που επιδιώκουν την εξέλιξη του εξ ολοκλήρου ή εν μέρει αυτοσχεδιαστικού μέρους των ζωντανών εμφανίσεών τους. Που γι' αυτούς μια συγκεκριμένη επαφή με το κοινό είναι ένα γεγονός που πρέπει να γιορταστεί με ιδιαίτερο ήχο, εικόνα και υφή. 'Η μήπως ακόμη κι εκεί επαναλαμβάνουν ασύνειδα τις εμμονές τους;


Θα μου έπαιρνε καιρό, αν άρχιζα να μετράω πόσες παυλιδο-μουσικές στιχουργικές δημιουργίες περιλαμβάνουν τη θάλασσα ως σύμβολο ή αναπόσπαστο στοιχείο της δράσης των τεκταινόμενών τους· και μπορώ να σκεφτώ το ίδιο πράγμα τουλάχιστον επίσης και για τα τρένα. Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι κάθε στιγμή καθετί από αυτά εμφανίζεται στα τραγούδια με τον ίδιο τρόπο· αποφεύγοντας να αφαιρέσω από αυτή την αποτίμηση τον αναπόσπαστο ρόλο της αυτοεπαναληπτικότητας.
Θα δυσκολευτώ σίγουρα να ξεχάσω την “Κούκλα Μελαγχολική”, όπως την άκουσα στο δεύτερο live του Παύλου, στο οποίο είχα την τύχη να παρευρεθώ (και πάλι στην Ορεστιάδα, όσο δύσκολο κι αν ακούγεται να πρέπει να το πιστέψουν κάποιοι!). Αν και δε θυμάμαι όλους τους στίχους που πρόσθεσε εκείνη τη στιγμή ή που τους είχε δουλέψει κάπως εκείνες τις μέρες και “του βγήκαν”, σίγουρα υπάρχει κάτι ασύγκριτο στο να βλέπεις μέρος ενός κόσμου της εποχής σου να στήνεται μπροστά σου στις ιδιοσυγκρασιακές καλλιτεχνικές του διαστάσεις. Α, και όχι, οι νέοι στίχοι δεν ήταν ίδιοι αν κι έμοιαζαν πολύ με κάποιους από αυτούς που ακούγονται στο παρακάτω, επίσης πρόσφατο βίντεο από ζωντανή εμφάνιση. Και ναι, για να ζήσετε κάτι παρόμοιο πρέπει να σηκωθείτε από την καρέκλα σας και να ψάξετε το κοντινότερο live που πρόκειται σύντομα να συμβεί γύρω σας, με την προσδοκία να ζήσετε κάτι ανάλογο. Και για το όνομα του καλλιτέχνη, πόσο πιο μεροληπτική θα μπορούσα να καταλήξω;



Υπάρχουν εκείνα τα πάθη, που καταναλώνεσαι από την ιδέα της εξοχότητάς τους κι αυτά που σε σπρώχνουν σε δρόμους διαφορετικούς· αδύνατο, φυσικά, να κατανοήσεις την εσωτερική ύστερη κατάληξη και των δύο. Αναρωτιέμαι για τις οδούς που η μουσική και η στιχουργική του Παύλου Παυλίδη θα διαλέξει για να χρωματίσει δίνες της εξέλιξης των επερχόμενων καιρών.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Δεν είμαστε βαρετοί



Ένα ερωτηματικό φιγουράρει μέσα μας κάθε φορά που βρισκόμαστε σε μια παρέα χωρίς να μπορούμε να σταυρώσουμε πολλές κουβέντες: είμαστε τόσο βαρετοί που φαίνεται πως οι άλλοι δεν έχουν τη διάθεση να κάνουν καν τον κόπο να επικοινωνήσουν μαζί μας ή απλώς έχουμε όλοι ξεμείνει από το κάτι νέο, «ενδιαφέρον να ειπωθεί»; Ένα βίντεο του Σχολείου της Ζωής έρχεται να δώσει καθησυχαστικές απαντήσεις στις ανησυχίες μας, έστω κι αν δε μπορεί να χαρακτηριστεί το μόνο άξιο να συμβουλευτούμε σε ανάλογες περιστάσεις.




ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ

Σίγουρα πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία όλοι λίγο-πολύ έχουμε βρεθεί όντας νεοσσοί σε μια καινούργια παρέα ή χαλαρώνοντας στην ήδη υπάρχουσα: ξαφνικά δε μιλάει κανείς. Όλοι κοιταζόμαστε μεταξύ μας με το απλανές, ξεχειλίζον κενότητα νοήματος βλέμμα της αγελάδας. Τι, στ’ αλήθεια, συμβαίνει; Εμείς οι ίδιοι το προκαλέσαμε αυτό, με τις απεγνωσμένες, αλλά αποτυχημένες προσπάθειές μας να πιαστούμε από κάπου για να συνεχίσουμε μια συζήτηση ή να εισάγουμε κάτι που δεν έχει προαναφερθεί στην κουβέντα; (Με συνέπεια, φυσικά, ανεπανόρθωτα, να τα θαλασσώσουμε τελείως.) Ή μήπως βρισκόμαστε ακριβώς στο σημείο, όπου φαίνεται όλα να έχουν στερέψει κι ό,τι υπήρξε ποτέ να μοιραστούν τα μέλη της παρέας έχει ήδη μοιραστεί; Μερικές φορές φαντάζει εύκολο να επικαλεστούμε κάτι γενικότερο στην ατμόσφαιρα για να δώσουμε μιαν εύκολη απάντηση ∙ κι όμως, η πραγματικότητα συχνά δεν είναι τόσο απλή, όσο φαίνεται.


Από τη μια μεριά, υπάρχουν εκείνες οι κλασικές παρέες, των οποίων η σύνθεση δε μεταβάλλεται ποτέ οριστικά ∙ τα άτομα που συνυπάρχουν μεταξύ τους από τις τελευταίες τάξεις του Λυκείου ή ακόμα και του Δημοτικού (!) μέχρι τα έσχατα της ενηλικίωσης. Είναι η κλασική κατάσταση (όχι ότι την έχω ζήσει στο πετσί μου), όπου λογικά δείγματα προσωπικής σου εξέλιξης ενδέχεται να περιορίζουν την παντοδυναμία του συνόλου, που οφείλει να παραμένει δεμένο παρά τις εξωγενείς απειλές. Κάπως έτσι, έρχονται εκείνες οι αμήχανες στιγμές, κατά τη διάρκεια νυχτερινών εξόδων, που ελλείψει νέων εξωτερικών ερεθισμάτων ή γενικότερης προθυμίας για ειλικρίνεια ∙ και με συνοδεία χαμηλής εντάσεως μουσική, η σκέψη ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πεις βολοδέρνει στα μυαλά όλων. Και είναι μια βαλτώδης κατάσταση, από την οποία δε μπορείς να ξεφύγεις πάρα πολύ εύκολα, αν την έχεις τόσο απόλυτα συνηθίσει.
Προσωπικά, έχω υπάρξει παρατηρήτρια του παραπάνω φαινομένου (ο κακεντρεχής λαός το ονομάζει «μούγκα στη στρούγκα») κυρίως σε ζευγάρια, που διανύουν ήδη την τρίτη ή τέταρτη κοινή τους δεκαετία, αφού παραμένουν μαζί από τις αρχές της δεκαετίας των είκοσι ή κι από ακόμη νωρίτερα. Βλέπεις δυο αγαπημένους, που έχουν βγει για ποτό, να κοιτάζονται χωρίς καμιά αφορμή για να συζητήσουν ∙ η παρατήρηση όσων συμβαίνουν γύρω τους ίσως αποτελεί τη μόνη πιθανή θύρα διεξόδου από την κατάσταση συντριπτικής σιωπής που προφανώς εκείνες τις στιγμές αντιμετωπίζουν. Η προσωπική μου εμπειρία, ωστόσο, μου έχει προσφέρει άλλες περιπτώσεις προς εξέταση. Ολόκληρη η διαδικασία της κοινωνικοποίησης, με τα ανυπέρβλητα εμπόδια που προορίζεται να συναντήσει στην εποχή μας, είναι ικανή να μας ωθήσει σε παρέες, μέσα στις οποίες ενδέχεται να αισθανόμαστε βαρετοί, ή που η συμπεριφορά των ατόμων μέσα σ’ αυτές μας ωθεί να αντιλαμβανόμαστε τα εν λόγω άτομα ως βαρετά. Κάτι που, αν και εκ πρώτης όψεως μπορεί εύκολα κανείς να χαρακτηρίσει δυσάρεστο και ανοίκειο, τείνει να συμβαίνει όλο και περισσότερο σε παρέες, όπου τα μέλη έχουν εκ των προτέρων αποφασίσει πως δε θα ήθελαν και ίσως δεν υπάρχει κανένας λόγος να δεθούν μεταξύ τους.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΑΚΟ!
           
            Όσο περισσότερο παραμένω, πάντως, κοντά σε άτομα με αντίθετο προσανατολισμό, τόσο περισσότερο έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως η σιωπή κατά τη διάρκεια των κοινωνικών συναναστροφών δεν είναι τόσο απόλυτα αρνητική. Ίσως μάλιστα να είναι και απαραίτητη. Η διαπίστωση πως τόσα πολλά έχουν ειπωθεί, ώστε δεν έχει μείνει χώρος να προχωρήσουμε παρακάτω μπορεί να είναι ουσιώδης για την επιβίωση μιας σχέσης, αλλά και για τη διατήρηση ενός είδους εγγύτητας. Εκτός των άλλων, αν κάποιος έχει την ίδια τάση παράτασης της ευχαρίστησης που αισθάνομαι συχνά, θα νιώθει εξίσου την ανάγκη να αναβάλλει το επόμενο πιο συγκλονιστικά υπέροχο να βιωθεί και να ειπωθεί από όλες τις πλευρές την επόμενη φορά.
Εξάλλου μπορεί αυτό το κάτι που βρίσκεται στο κάτω μέρος της γλώσσας σου δευτερόλεπτα πριν εκφραστεί να προκαλέσει μυριάδες απογοητεύσεις ή να αποξενώσει τους πάντες από σένα (ένας από τους χειρότερους φόβους του είδους ανθρώπου που ελπίζει και πάντα προσπαθεί να κοινωνικοποιηθεί). Κι αν οι υπόλοιποι δεν είναι έτοιμοι ψυχολογικά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο να το ακούσουν, δεν υπάρχει λόγος να επιμείνεις να τους πιέζεις μόνο και μόνο για να ακούγεται αυτό που θέλεις (κάτι για το ότι πολλές φορές αισθάνεσαι ανέτοιμος ή αδύναμος να μιλήσεις στους άλλους κι αυτό λογικά πρέπει να είναι κατανοητό). Χαρακτηριστικά θυμάμαι τη φορά που πήγα στον κινηματογράφο με μεγάλη παρέα να παρακολουθήσω την ταινία «Μαύρος Κύκνος» την ημέρα της πρεμιέρας της στην Ελλάδα. Ήταν αδύνατο να μεταφέρω στους υπόλοιπους το συναίσθημα της αλλαγής που ένιωθα να έχει συντελεστεί μέσα μου μετά το τέλος της. Γι’ αυτό και δεν το προσπάθησα καν: έμεινα ύποπτη, μα σιωπηλή, αντί να καταλήξω καταπιεστική, ως το τέλος της βραδιάς.

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ / ΑΥΤΟΕΚΦΡΑΣΗ

            Ας επιστρέψουμε, τώρα, στο βίντεο, για να λάβουμε στοιχειώδεις συμβουλές (κι ας μου επιτραπεί να τις προσαρμόσω λίγο στα μέτρα και τα σταθμά της κοσμοθεωρίας μου): επιτυχημένος ομιλητής σε μια παρέα, αλλά και κάποιος που γνωρίζει τη σημασία των στιγμών σιωπής, είναι αυτός που έχει επιτύχει τη βαθύτερη γνώση του ίδιου του εαυτού του. Κοινώς, το άτομο που αισθάνεται πότε ήρθε η σωστότερη στιγμή να μιλήσει και πότε να σωπάσει, επειδή έχει μάθει να φέρεται σους άλλους με τον ίδιο σεβασμό που φέρεται και στον εαυτό του. Κι εύλογα θα ρωτούσε κανείς: πού ακριβώς βρίσκεται κρυμμένο ένα τέτοιο άτομο; Η απάντηση είναι πως βρίσκεται μέσα μας όση δυσκολία κι αν φαίνεται να αντιμετωπίζουμε στο να χειριστούμε τους εαυτούς μας και τις περιστάσεις σωστά ώστε να απελευθερωθεί.


            Κατ’ αρχάς, δε χρειάζεται υπερβολές: το ξεκίνημα, για παράδειγμα, μιας φιλίας, όπως και μιας σχέσης μπορεί να είναι δειλό και σταδιακό. Και στ’ αλήθεια δεν υπάρχει ομορφότερη διαδικασία στον κόσμο ή κάτι άλλο που με παρόμοιο τρόπο θα ευχόσουν να του πάρει τόσο καιρό να ευοδωθεί, ακριβώς επειδή περνάς όμορφα κατά τη διάρκειά του. Το σημαντικότερο που αφορά την ειλικρίνειά μας, κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου ξεδιπλώματος είναι να ακούμε τον εαυτό μας, τις προειδοποιήσεις, αλλά και τις παρορμήσεις του σε στιγμές ευτυχίας – κάτι που ασφαλώς ορθά προϋποθέτει να τον γνωρίζουμε. Μόνο έτσι οι συμμετοχές μας στην κουβέντα θα ερμηνεύονται ως καίριες παρεμβάσεις, ακόμη κι όταν αφορούν ένα σύννεφο δυσάρεστης σκέψης ή την αδικαιολόγητη ευφορία μας στις 3 τα ξημερώματα (το θεωρώ εμφανώς το πιο επιτυχημένο παράδειγμα του βίντεο όσον αφορά ιδέες με τις οποίες μπορούμε να στρέψουμε το ενδιαφέρον των άλλων προς τον εσωτερικό μας κόσμο!).
Ο επιτυχημένος συνομιλητής αντικρίζει τους άλλους με γνώμονα τις δυσκολίες που έχει ο ίδιος αντιμετωπίσει, αλλά και τις γενικότερες παρατηρήσεις για τη ζωή που τον έχουν οδηγήσει να διαμορφώσει την κοσμοθεωρία του. Έχει μάθει να ακούει προσεκτικά τις προσωπικές του ανάγκες ακριβώς με το ίδιο τρόπο που επιθυμεί να ακούσει τους άλλους να εκφραστούν. Η κάθε είδους αδιαφορία ή απομάκρυνση άλλων ανθρώπων μπορεί να ερμηνευτεί ως ανεπιτυχής σύνδεση με τις αληθινές προσωπικές τους ανάγκες και προτιμήσεις ∙ ή ως μια απολύτως κατανοητή ασυμφωνία χαρακτήρων. Γι’ αυτό, την επόμενη φορά που θα είστε σε μια παρέα, όταν αποφασίσετε να πάρετε το λόγο, εκπροσωπήστε επάξια τον εαυτό σας χωρίς να προδώσετε όλα όσα περισσότερο εκτιμάτε. Με σεβασμό, φυσικά, προς τους γύρω σας, κι αφήνοντάς τους χώρο να ξεδιπλωθούν. 


Το να δημιουργούμε ενδιαφέρον στις καθημερινές μας σχέσεις είναι προσωπική επιλογή και ξεκινά πρωτίστως από βαθιά μέσα μας.

By Μαρία Γώγογλου