Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Αναπολώντας τα Ξύλινα Σπαθιά

Πιθανότατα σκέφτεστε ήδη το ελληνικό ροκ συγκρότημα της δεκαετίας του '90 και των αρχών του '00, αφού είναι πολύ εύκολο να σας το φέρουν στο νου οι δυο τελευταίες λέξεις του τίτλου. Αυτή, όμως, δεν είναι μια ανάρτηση αποκλειστικά και μόνο για το συγκρότημα του Παύλου Παυλίδη, που άφησε εποχή (για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το μουσικό, το έργο και η καλλιτεχνική αύρα του οποίου κατέχουν έτσι κι αλλιώς περίοπτη θέση σε αυτή εδώ το ιστολόγιο, βλέπε σχετικές αναρτήσεις εδώ κι εδώ). Αυτή η ανάρτηση παίρνει ως αφορμή την επιλογή ονόματος του εν λόγω συγκροτήματος, και γι' αυτό ίσως εύλογα επικεντρώνεται στο -όχι αυστηρά- παιδικό βιβλίο Τα Ξύλινα Σπαθιά του Παντελή Καλιότσου, συγγραφέα με εξαιρετικό ενδιαφέρον.


Μια φορά κι έναν καιρό, πολλά πολλά χρόνια πριν, οι μεγάλοι της γης μαζέυτηκαν και μέτρησαν τα κουκιά. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αποφάσισαν ότι αφού οι πόλεμοι έχουν κυριαρχήσει μέχρι στιγμής στον πλανήτη (κάπου εδώ γίνεται εμφανές ότι το βιβλίο εκδόθηκε το 1972 και γράφτηκε προφανώς προγενέστερα, αφού στην εποχή μας οι πόλεμοι λείπουν εδώ και πολύ καιρό), είναι υγιές και ηθικό, τα παιδιά να εξασκούνται αδιαλείπτως στην πρώιμη πολεμική τέχνη παίζοντας (τι άλλο;) πόλεμο με χρήση εξοπλισμού που ελάχιστα στερείται των αληθινών πολεμικών αξεσουάρ κι εφοδίων. Πόλεμος, λοιπόν σταδιακά κυριαρχεί, μετά την επιθετική εισβολή της προώθησης πολεμικών παιχνιδιών και στη Μανωλίτσα, ένα ελληνικό επαρχιακό χωριό,όπου το ζωτικότερο ρόλο έχει φιλόδοξα αναλάβει κατ' αποκλειστικότητα η βιτρίνα του μαγαζιού του Μπαρμπα-Γάντζου, του ντόπιου παιχνιδοπώλη. Τα παιδιά, λοιπόν, κι εκεί πορεύονται (όπως γίνεται και στην πραγματική ζωή) με ό,τι τους εξοπλίζει ο κόσμος των μεγάλων. Δηλαδή εχθρότητα, αντιπαλότητα, ανταγωνισμό· κοινώς τον πόθο να φάει ο ένας το κεφάλι του άλλου.

Κι όλα βαίνουν καλώς, και θα πήγαιναν ακόμη καλύτερα για το μαχητικά εμπνευσμένο Παγκόσμιο Συνέδριο Παιχνιδοποιών, που πρωτοστατεί στην προώθηση των παιδικών πολεμικών σύνεργων. Εκεί ο ελληνικός αντιπρόσωπος, κ. Τσιτσιφιόγκος αναδεικνύεται σε πανούργα φυσιογνωμία, επιδεικνύοντας την επιτυχία της Μανωλίτσας και όχι μόνο. Μόνο που μετά από σειρά αποτυχημένων κι επιτυχημένων πολεμικών σχεδίων επιθέσεων κι ενεδρών στη Μανωλίτσα, των οποίων τον έλεγχο έχουν αναλάβει οι δυο επικεφαλής των αντίπαλων παρατάξεων, ο Θανάσης, ο Αρχηγός και ο Φώτης, ο Στρατάρχης εμπλέκεται ο Άμαχος πληθυσμός. Αυτόν τουλάχιστο αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο ενός φιλήσυχου χωριανού, με αναπηρίες και χωρίς πόρους και συγγενείς, που κατοικεί στον παλιό μύλο της περιοχής κι εμπλέκεται άθελά του στις εχθροπραξίες, «πέφτωντας» στο πεδίο της μάχης, καθώς κατευθύνεται προς το «σπίτι» του. Κάπου εκεί, και με απώτερο σκοπό να αποτρέψει τα παιδιά από τις πρόωρες πολεμικές ασκήσεις και τη διάβρωση των μυαλών τους από σκέψεις μάχης, βγαίνει στο προσκήνιο ο κύριος Γουργούρης, ο φαρμακοποιός και ήρεμη δύναμη του χωριού, ευαγγελιζόμενος την ειρήνη.
Στα δικά μου μάτια το βιβλίο μοιάζει εύκολα προσεγγίσιμο από τον κόσμο των μικρών παιδιών που μόλις έχουν αρχίσει να αγγίζουν τη χαρά της ανάγνωσης στην πρώιμη σχολική ηλικία. Είναι γεμάτο με ήρωες και περιπετειώδη περιστατικά – ο Φώτης, ο Στρατάρχης και η μάχες γύρω από το λόφο του Μπάρδα που διαδραματίζονται στην κορύφωση του βιβλίου αποτελούν ενδεικτικά μόνο παραδείγματα. Μια ματιά από τον κόσμο ενός ενηλίκου, ωστόσο, εύκολα φέρνει στο φως πως πρόκειται για βιβλίο μιας άλλης εποχής· μιας περιόδου που χρωματίστηκε έντονα από το φόβο του Ψυχρού Πολέμου και της αμφιβολίας για το αύριο που ο αντίκτυπός του είχε καταφέρει να διασπείρει. Στην εποχή μας, μιας και οι θερμές εχθροπραξίες έχουν πια ξεπεραστεί ο πόλεμος μοιάζει κάτι απροσδιόριστα μακρινό· ένα είδος ψυχρότητας κι εξάσκησης στην αυτοσυγκράτηση έχουν προ πολλού πάρει τη θέση του τόσο στις διακρατικές, όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις με τα αποτελέσματα να είναι εξίσου δραματικά με την απόλαυση της ηρεμίας και της ασφάλειας που προσφέρει ένα παρατεταμένο καθεστώς ειρήνης: οι άνθρωποι προτιμούν να κρατούν για τον εαυτό τους τόσο τις διαφωνίες που αισθάνονται όσο και τα θερμότερα των συναισθημάτων. Όπως κι ο ίδιος ο Παυλίδης έχει σε πρόσφατη συνέντευξή του ξεκαθαρίσει ζούμε πλέον πολύ μεγαλύτερο ποσοστό της ζωής μας μπροστά σε “οθόνες παρά διαφωνούμε μεταξύ μας”.
Και με την ευκαιρία της αναφοράς του ονόματός του, ας επιστρέψουμε για λίγο πίσω στο θρυλικό ελληνικό ροκ συγκρότημα. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω βρει ακόμη βίντεο ή συνέντευξη όπου ο δημοφιλής μουσικός να αναφέρει ότι ο τίτλος του βιβλίου έδωσε το όνομα στα μουσικά Ξύλινα Σπαθιά· τουναντίον έχει παραδεχθεί πως κάτι που είδε σε κάποια ταινία αποτέλεσε την αφορμή του εν λόγω ονόματος, ακόμη κι αν σε πάμπολλες πηγές και ιστοσελίδες το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρεται ως έναυσμα για την επιλογή. Ανεξάρτητα από το ακριβές σημείο αφετηρίας της έμπνευσης για την ονοματοδοσία (πέρα απ' όλα πρέπει να αναγνωρίσουμε τον απαραίτητο χώρο στο δημιουργό για να διηγηθεί την ιστορία που τον εκφράζει, αν και πιθανώς κι αυτήν που περιέχει τη μεγαλύτερη δόση αλήθειας), η αφετηρία της σκέψης του είναι εμφανής με γυμνό μάτι σε κάποιον έστω κι ελάχιστα εξοικειωμένο με τη δουλειά των Ξύλινων Σπαθιών, για όσο τουλάχιστο διήρκεσε. Ένα αθώο πολεμικό παιχνίδι απέναντι στην εμπορευματοποίηση που τόσο απλόχερα πρόσφεραν τα ελληνικά ΜΜΕ το επίμαχο διάστημα του μεσουρανήματός τους· ένα είδος αντίστασης στη νοοτροπία της αναπαραγωγής και της υποκρισίας του καλλιτέχνη και του φιλότεχνου· το ταυτόχρονο ύψωμα τεσσάρων μουσικά αντιηρωικών αναστημάτων είναι τα πιο ιδανικά χαρακτηριστικά τους που θα θυμόμαστε πάντα. Χωρίς να διατείνομαι πως σ' αυτούς και μόνο συνοψίζονται αποκλειστικά οι λόγοι για τους οποίους πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσετε το βιβλίο ή να το συστήσετε στα παιδιά σας ή σε παιδιά που ξέρετε. 

 
Μια ελπίδα που αντηχεί ακόμη για ειλικρινή αυθεντική επικοινωνία με τον άλλο ίσως είναι ο πιο συγκροτημένος λόγος – κάτι που έχουμε πάψει από καιρό να μαθαίνουμε να εκτιμάμε. Ο Παντελής Καλιότσος και τα Ξύλινα Σπαθιά του, αλλά και τα άλλα, τα ελληνικά ροκ-εναλλακτικά Ξύλινα Σπαθιά είναι με το έργο τους ακόμη εδώ να μας το θυμίσουν.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

Παιχνίδια του Μυαλού

Καθημερινά, σχεδόν ακατάπαυστα, ακούμε τη φωνή του εαυτού μας, όπου κι αν βρισκόμαστε. Χωρίς αυτό να είναι αποκλειστικά και μόνο σημάδι αδιάλειπτου εγωισμού που χρήζει μετάνοιας, κάπου κάπου χρειαζόμαστε ένα διάλειμμα από το σιγανό μουρμουρητό της αφήγησης της ζωής μας. Με αυτά κι άλλα πολλά ασχολείται το βιβλίο για το οποίο μιλάει το παρακάτω κείμενο· σκέψεις για τις οποίες αποδίδω προσωπικά την ευγνωμοσύνη μου σε μια πολύτιμη και πιστή φίλη του ιστολογίου, τη Σταυρούλα Τζιανταρίδου. Της παραδίδω, λοιπόν, τη σκυτάλη για να μας αναλύσει εκφάνσεις μιας από τις παθογένειές μας.


Το βιβλίο με τίτλο Της Ζωής τα Παράξενα Παιχνίδια που διάβασα πρόσφατα μου έδωσε έμπνευση να γράψω κάποιες σκέψεις μου, όχι μόνο αποκλειστικά γι’ αυτό αλλά σχετικά με τα παιχνίδια που μας παίζει πολλές φορές το μυαλό μας...
Γιατί όμως να μας κυριαρχεί το μυαλό; Πιστεύω πως υπάρχει μια εξήγηση. Θα σας την παραθέσω παρακάτω. Γιατί πολύ απλά εμείς το θρέφουμε με θετικές ή αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα· το αφήνουμε δηλαδή να μας επηρεάζει. Όσο το αφήνουμε όμως επεκτείνεται και μας ‘τρώει σαν το σαράκι’. Αυτό είναι που μας οδηγεί σ’ έναν φαύλο κύκλο· κι αν δεν το σταματήσουμε τότε το παιχνίδι μπορεί να γίνει πιο επικίνδυνο και αντί να το παίζουμε εμείς οι ίδιοι μας οδηγεί αυτό σ’ ένα άγνωστο αποτέλεσμα.

Για να το αποφύγουμε όλο αυτό, μπορούμε να εξασκηθούμε συστηματικά και με ουσία με τον εαυτό μας και να κάνουμε μια βαθιά συζήτηση με το μέσα μας. Να προσπαθήσουμε να ελέγξουμε όσο και περισσότερο τις μύχιες σκέψεις μας και να μην αφήσουμε να μας επηρεάζουν. Είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί , θέλει χρόνο αλλά αξίζει. Έτσι μπορούμε να φτάσουμε πιο κοντά στην αυτογνωσία και την αυτοβελτίωση.
Στη σημερινή εποχή που ζούμε, ας αφήσουμε ό,τι μας επηρεάζει αρνητικά και ας δώσουμε χώρο στα θετικά συναισθήματα-σκέψεις και σε καινούρια πράγματα, που θα μας γεμίσουν και θα μας κάνουν πιο ζωντανούς και αληθινούς. Είναι το πιο ισχυρό όπλο για να αφοπλίσει αυτό που λέγεται ‘παιχνίδι του μυαλού και των σκέψεων’.


Η Σταυρούλα Τζιανταρίδου είναι Πτυχιούχος του τμήματος Διοίκησης
Τουριστικών Επιχειρήσεων στο ΤΕΙ Λάρισας. Εδώ και αρκετό διάστημα, ασχολείται με θέματα που αφορούν την Ψυχολογία, τη Φιλοσοφία και γενικά ότι έχει σχέση με την αυτοβελτίωση της προσωπικότητας του Ανθρώπου. Κάποιες φορές της αρέσει να γράφει δικά της στιχάκια.

By Σταυρούλα Τζιανταρίδου, πρόλογος κι επιμέλεια by Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Η Γοητεία Του Να Είσαι Αγόρι

Τι σημαίνει στις σημερινές κοινωνίες το να μεγαλώνεις ως αγόρι; Πόση τεστοστερόνη και τι είδους επιδράσεις συνεπάγεται η έμφυλη τούτη ιδιαιτερότητα ή μήπως είναι αρκετό το να περιγράψουμε με ποιο τρόπο υπάρχει κανείς ως άνθρωπος του Θεού; Αυτά κι άλλα τέτοια ερωτήματα του 21ου αιώνα που μπορεί να φαίνονται βαρετά και αυτονόητα διαπραγματεύεται η ταινία Boyhood (λόγω αδυναμίας μετάφρασης, επειδή θα το λέγαμε αγοροσύνη; αγορότητα; ο ελληνικός τίτλος Μεγαλώνοντας σίγουρα δεν αποτυπώνει αντιπροσωπευτικά τον πυρήνα νοημάτων της ταινίας), με την όχι τόσο εμφανώς και κλασικά αμερικανόφερτη, ιδιαίτερή της ματιά.


Στο πρόσφατο αυτό έπος (ο όρος αναφέρεται και στη χρονική διάρκεια των τριών ωρών παρά ένα τέταρτο, όσο και στη γιγαντοσύνη του εγχειρήματος του να παρουσιάσει σημαντικά, αντιπροσωπευτικά κομμάτια του αγορίστικου βίου) του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ παρακολουθούμε στιγμιότυπα-κλειδιά από τη ζωή του Μέισον (Έλαρ Κολτρέιν) από την τρυφερή παιδική ηλικία (των χονδρικά 7-8 ετών) μέχρι την πρώιμη ενηλικίωση (υπολογίζεται στα 18 με αυστηρά προσεγγιστικά κριτήρια). Πότε με σχετικά ουδέτερο, αποστασιοποιημένο και πότε με συναισθηματικά φορτισμένο βλέμμα, ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τον ήρωα στις συνεχείς αλλαγές περιβάλλοντος, που επιβάλλονται σ' αυτόν και την αδερφή του, Σαμάνθα (Λόρελαι Λινκλέιτερ), λόγω των έντονων προσπαθειών της νέας, ανύπαντρης μητέρας του για οικονομική επιβίωση, καθώς και στις όλο και πιο ανεξαρτητοποιημένες του επιλογές από την εφηβεία και ύστερα. Και ναι, όλες οι χαρές και οι αμείλικτες δυσκολίες μιας μέσης ανθρώπινης διαδρομής, αν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι υπάρχει αυτό, έρχονται στο φως.
Ο Μέισον αντιπροσωπεύει το μέσο όρο, κατά τη διάρκεια των παιδικών κι εφηβικώντου χρόνων, όσον αφορά τις απαραίτητες δόσεις επίδειξης αρσενικής δύναμης που επιβάλλεται να διαθέτει για να είναι αποδεκτός. Ανήκει, επίσης, στο μέσο όρο όσον αφορά τον τρόπο, με τον οποίο προσπαθεί ως έφηβος να ενταχθεί στα πλαίσια δράσης των συνομηλίκων του όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων, γι' αυτό και φροντίζει να ξεπερνάει σαφώς στοιχειοθετημένα όρια με σεξουαλικό περιεχόμενο, μόνο όταν φαίνεται να είναι η κατάλληλη στιγμή να το κάνει. Η απόλυτη αντιπροσώπευση της οποίας φαίνεται να εκρήγνυται στο πρόσωπο της Σίνα (Ζόι Γκράχαμ), μιας συνομήλικης που γνωρίζει σχετικά τυχαία σε ένα πάρτι, με την οποία αισθάνεται πως μπορεί να μοιραστεί τις πιο μύχιες των σκέψεών του για τη ζοφερότητα της ανθρώπινης φύσης και της πορείας των πραγμάτων (άσχετα που εκείνη μπορεί τη συγκεκριμένη στιγμή να μην αντιμετωπίζει τις εκφραστικές ενδείξεις εμπιστοσύνης του απολύτως πανομοιότυπα). Σταδιακά, ωστόσο, ο Μέισον φαίνεται να έρχεται, επίσης, σε επαφή με το δημιουργικότερο κομμάτι του εαυτού του κι αυτό που δικαιούται να τον χαρακτηρίζει σιγά σιγά ως εκκολαπτόμενο καλλιτέχνη: την αγάπη και τη φωτογραφία.


Κυρίαρχοι σταθμοί στην οδυσσειακή πορεία του Μέισον, εκτός από τις αγνές, όσο και προβληματικές σχέσεις του με τα μέλη της πυρηνικής του οικογένειας -τη μητέρα του, Ολίβια και τη Σαμάνθα- διαδραματίζουν τα ανδρικά πρότυπα που πιο σποραδικά αναδύονται κι απλώνουν τις ρίζες τους στον πνευματικό και συναισθηματικό του ορίζοντα. Ανάμεσα σε αυτά, ενδεικτικά, θα συναντήσουμε τον πατέρα του, τον ανεύθυνο, όσο και ταμπεραμεντόζο, Μέισον τον πρεσβύτερο (Ίθαν Χωκ, σε έναν από τους πιο εμπνευσμένους του ρόλους, αν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τέτοιους), ο οποίος την ίδια στιγμή που τονίζει στα ίδια του τα παιδιά (αποκλειστικά και μόνο από την πρώτη σύζυγο, εννοείται) πόσο τραγικά λάθη αποτέλεσαν οι γεννήσεις τους στη ζωή του, τους διδάσκει καλλιτεχνική ευαισθησία μέσα από μουσική κάντρι και στοιχειοθετεί την επαφή τους με το φυσικό κόσμο και το σεβασμό που απαιτείται εκ μέρους τους απέναντι του. Θα συναντήσουμε, ακόμη, τους ανά περιόδους συνήθως απαράλλακτα αλκοολικούς ερωτικούς συντρόφους ή συζύγους της μητέρας του που μάταια επιχειρούν να επιβληθούν στα θετά τους παιδιά τιμώντας ένα ρόλο που δεν τους ανήκει. Θα συναντήσουμε, τέλος, τον καθηγητή Καλλιτεχνικών στη λυκειακή σταδιοδρομία του Μέισον, που θα του τονίσει τη σχολαστικότητα και την υπευθυνότητα – τα λιγότερο λαμπερά χαρακτηριστικά κάθε δεινού επαγγελματία, που ενδεχομένως κάποιες φορές δεν καθίσταται δυνατό να εσωτερικεύσει κανείς αποκλειστικά και μόνο ως αποτέλεσμα εκτεταμένης έκθεσης στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον.


Υπάρχουν οι στιγμές, κατά τη διάρκεια της ταινίας, που πιστεύεις ότι δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από ένα εκτεταμένο εγκώμιο της άδολης κι ανεπιτήδευτης νεότητας, που ζει κυνηγώντας κι επίδοξα αποφεύγοντας τη χίμαιρα πως απολαμβάνει τη ζωή στο έπακρο. Οι πρώτες βουτιές του Μέισον στα ελαφριά ναρκωτικά, σε ομαδικά, φιλικά πλαίσια, στον κόσμο των ερωτικών, αλλά και στις απόπειρες επιτυχημένης εξισορρόπησης των οικογενειακών σχέσεων δε μπορούν παρά να θυμίζουν τον εαυτό μας σε παρόμοια ηλικία, ακόμη κι αν είναι μόνο για να σκεφτούμε όλα τα «πρέπει» που αψηφούσαμε τότε και την ευκολία με την οποία το κάναμε. Μια οπτική γωνία που κρύβει καλά την επαρκώς ποτισμένη με το μύθο της εξατομικευμένης ευχαρίστησης που ζούμε άποψη περί μοναξιάς κι αποκλειστικά προσωπικού χειρισμού των κινήτρων, που χτίζει τη σταδιακή ανεξαρτητοποίηση του Μέισον μέσα στην ταινία σαν ένα φυσικό κι αδιαφιλονίκητο γεγονός. Να δεχτούμε, ασφαλώς, τις θετικές του συνέπειες, και να τον αντιπροσωπεύσουμε σε θεμιτό βαθμό· μόνο, όμως εφόσον μιλά μέσα μας ο εαυτός μας κι όχι πνευματικά και κάθε λογής προπαγανδιστικά προϊόντα που επιθυμούν να παίζουν το ρόλο τους στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μας, ανάμεσα στα οποία αυτή η ταινία (μαζί με της διαφημίσεις και τη γενικότερη τηλεοπτική πραγματικότητα), καλώς ή κακώς φαίνεται πως παίρνει τη θέση της. Κάθε αμερικανιά έχει την αξία της και τα όριά της.
Δε μπορεί, βέβαια κανείς να παρακάμψει το γεγονός πως αυτή η ταινία βρίσκεται κοντά μας για να ενθαρρύνει στοχασμούς. Οι ανεπιστρεπτί ασταμάτητες αλλαγές φάσεων της ζωής του Μέισον και των άλλων ηρώων από σκηνή σε σκηνή, προορίζονται εμφατικά στο να μας θυμίσουν πως ο χρόνος περνάει σα νερό, μέρα με την ημέρα, χρόνο με το χρόνο και πόσο προσεκτική αξίζει να είναι η σχέση μας μαζί του. Όσο για την άσκηση βίας, για πολλούς απαραίτητη για να ταυτοποιήσει τις πιο θεμελιώδεις ιδιότητες του ισχυρού φύλου, η απάντηση της ταινίας δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο ανθρώπινη και ταυτοχρόνως αμφιλεγόμενη. Να είσαι τόσο όσο ο εαυτός σου, συστήνει σε σύσσωμο το κινηματογραφικό της κοινό – όχι μόνο στην ανδρική του μερίδα. Έτσι, ο Μέισον, όπως με ένα τρόπο κι ο βιολογικός του πατέρας πριν από αυτόν, δε δείχνει καθόλου ανταγωνιστικός, παρά το γεγονός πως φαίνεται να κυριαρχεί στον τομέα που τον ενδιαφέρει, και γι' αυτό και πετυχαίνει μια υποτροφία σε έγκριτο πανεπιστήμιο με κάποιες από τις αγαπημένες του φωτογραφίες. Σχηματοποιεί το χαρακτήρα και τις εμπειρίες του με βάση τις σταδιακές αναλαμπές των προσωπικών του αναζητήσεων.



Πόσο γλυκιά εμπειρία για να ξαναθυμηθείτε την εποχή που ήμασταν όλοι παιδιά ή τελοσπάντων νεότεροι· ακόμη κι αν δεν πιστεύετε στις περιπέτειες που προσπαθούν να προσποιηθούν πως είναι ενδεικτικές του συνόλου της ζωής ενός ατόμου. Χωρίς να αποπειρώμαι να υποβαθμίσω τη γοητεία του Boyhood να μας μεταδίδει αλήθειες για την αγορίστικη πραγματικότητα.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Η Δυναμική της Ομάδας

Συχνά ένα τηλεοπτικό ριάλιτι του συρμού είναι αρκετό για να επαναφέρει στην επικαιρότητα φαινόμενα που είναι τόσο βαθιά ριζωμένα στον εσωτερικό κόσμο της πραγματικότητας που κατοικούμε· τόσο που είναι αδύνατο να μη γυρίσουμε για να τα αντικρίσουμε. Ναι, ακριβώς αυτό που φαντάζεστε έχει συμβεί. Η πρόσφατη ελληνική εκδοχή του Survivor έχει εμπνεύσει με τον ιδιαίτερο τρόπο της αυτήν εδώ την ανάρτηση.


Και δεν είναι μόνο αυτή. Ως εκπαιδευτικός του ιδιωτικού τομέα, δεν αισθάνομαι μόνη κάθε φορά που κατακλύζομαι από τη διαπίστωση του τι μπορεί να κρύβουν μια σειρά από σπασμένα, παγωμένα χαμόγελα (ή ούτε καν), που συνήθως λόγω εσωστρέφειας εντοπίζονται στα μεσαία ή πίσω θρανία. Για όλα κάπου κρύβεται αυτό που απλουστευτικά μπορούμε εδώ, χάριν επεξήγησης και μόνο να ονομάσουμε «ρίζα του κακού».
Στην εν λόγω περίπτωση, η απαρχή του προβλήματος, που θα ονοματίσω εδώ αδικαιολόγητα στοχευμένη, υπερβολική επίδειξη παλικαρισμού (περίτεχνα αποφεύγοντας τον όρο bullying που έχει διεθνώς πλέον κυριαρχήσει) πρέπει να εντοπίζεται κάπου στην ατομικιστική φύση της κοινωνίας. Οι συνέπειες του γενικευμένου καπιταλισμού, ειδικά και μετά την απανταχού επικράτησή του στα τέλη της δεκαετίας του '80, αφού κάθε άλλο οικονομικό σύστημα κάπου τότε είχε πλέον εμφανώς καταρρεύσει, πρέπει σαφώς να έπαιξε το ρόλο της. Αλλά και η ανάδυση της ψηφιακής εποχής, με την εξατομίκευση των ενδιαφερόντων και τη συνεπαγόμενη απομόνωση, αφού μια συλλογική πραγματικότητα ενδέχεται να μην εγγυάται τόση ευχαρίστηση όση η μοναχική απόλαυση, δεν πρέπει να θεωρείται απολύτως αθώα. Για κάποιο λόγο, η έλλειψη μόρφωσης από προσωπική αναζήτηση ή / και ως αποτέλεσμα κοινωνικοποίησης και γενικότερης καθημερινής συνεισφοράς στο κοινωνικό σύνολο πρέπει κι αυτές να παίζουν το δικό τους ρόλο σε ένα φαινόμενο που όλο και περισσότερο παρατηρούμε να χρωματίζεται τόσο στα σχολεία μας, όσο και στους επαγγελματικούς και οικογενειακούς χώρους, με ιδιαίτερα ελληνικούς τόνους.

Χωρίς, ωστόσο, να προσπαθώ να πω πως ένα είδος φύσης του τείνει να γίνει αποκλειστικά ελληνική ή πως περιστατικά διαφόρων ειδών παρενοχλήσεων δε μπορούν να εκδηλωθούν οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή. Η συνύπαρξη ατόμων, ο καθένας από τους οποίους αντιπροσωπεύει τα εντελώς δικά του, ιδιοσυγκρασιακά συμφέροντα σε ένα χώρο, με τρόπο που η ελευθερία του ενός να ξεκινά από την καταπάτηση των ελευθεριών του άλλου γεννιέται κυρίως ως παραμόρφωση της αρχικής έννοιας της ομάδας, που από τη φύση της κουβαλάει κάτι ιδανικό. Να είναι όλες οι μονάδες ίσες σε ένα χώρο, παρά το γεγονός ότι ο καθένας αντιπροσωπεύει κάτι εντελώς διαφορετικό από τον άλλο. Να προσπαθούν όλοι για το συμφέρον όλων χωρίς να θίγεται η διαφορετικότητα κανενός από τα μέλη.
Πώς καταλήγει, όμως, μια ομάδα σε «κλίκα» προσβάλλοντας και λειτουργώντας εις βάρος συνηθειών και αξιών που αποτελούν αναπόσπαστα χαρακτηριστικά βασικών μελών της; Και γιατί καταλήγει να τα απομονώνει, αφού αισθάνεται σθεναρή την ανάγκη να τους εκμεταλλευτεί για να επιβιώσει; Ο συλλογισμός μπορεί να καταλήξει ακόμη πιο μελοδραματικός, αν σκεφτεί κανείς πως πολλές φορές οι υπόγειες συμφωνίες και οποιεσδήποτε καταδιωκτικές διαδικασίες λαμβάνουν χώρα τις περισσότερες φορές χωρίς το άτομο προς απομόνωση να έχει την οποιαδήποτε συναίσθηση συμβάντων που αποτέλεσαν αιτία ή αφορμή για απομάκρυνση, πολλές φορές και χωρίς να έχει συμβεί απολύτως τίποτα γενικώς.

Μέρος της δουλειάς της Peihsiu Chen ενάντια στο bullying
Αποφεύγοντας μια απάντηση-πανάκεια για το σύνολο των περιπτώσεων, θεωρώ δεδομένο πως οι οποιεσδήποτε ιδιαιτερότητες και η διαφορετικότητα δίνουν το πάτημα στους ανθρώπους που απολαμβάνουν να κερδίζουν με κάθε κόστος να καταστρώσουν τα σχέδιά τους. Αυτοί συχνά συμπαρασύρουν στο δρόμο τους αθώες κι ενδεχομένως πιο αδύναμες ψυχές που επιθυμούν όσο τίποτα στον κόσμο να γίνουν κι αυτοί κάτι σπουδαίο, από αγνό εγωισμό, κι επειδή τους είναι δύσκολο να αποδέχονται ακόμη και τα πιο ασυναίσθητα (κι ακόμη χειρότερα τα εμφανή) επιτεύγματα των άλλων, όσο κι αν έχουν απόλυτη επίγνωση ότι τίποτε ανάλογο δεν αξίζει στους ίδιους· κοινώς, δε μπορούν να φτάσουν τα διωκόμενα μέλη ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι. Όλη αυτή, ωστόσο, η κατάσταση έχει συχνά το αποτέλεσμα η ομάδα να ρίχνει τη γενική της απόδοση, αφού η κοροϊδευτική ή με οποιοδήποτε τρόπο υπονομευτική δράση της πλειοψηφίας συνειδητά εμποδίζει τη δημιουργία των πιο χαρισματικών από τα μέλη της. Για να μη μπούμε σε λεπτομέρειες ενδελεχούς ανάλυσης των ατομικών συνεπειών που η αλυσίδα των γεγονότων μπορεί να επιφέρει ως αποτέλεσμα των παραπάνω συμμαχικών συμπεριφορών.
Αξίζει, βέβαια, να αναφερθούμε σε κάποια από αυτά τα ατομικά συμπτώματα της αθέμιτης ομαδικής πίεσης, έστω και φευγαλέα. Αρχικά, η συνειδητοποίηση ότι δεν ανήκεις εδώ, κι όμως την έχεις ήδη πατήσει, αφού αυτό είναι το μέρος που σου έτυχε ή που διάλεξες να βρεθείς για ένα χρονικό διάστημα. Ύστερα, ο φόβος για το τι μπορεί να συμβεί κάθε φορά που τους πλησιάζεις, αφού τα πειράγματά τους συνεχίζονται βροχή και δεν έχεις ιδέα πού πρόκειται κάποια στιγμή να καταλήξει όλη αυτή η ανομοιογενής έκρηξη ασήμαντων ανεπαίσθητων προσβολών, που κάποτε εμφανίζεται ανώδυνη, κι άλλες φορές φαίνεται να δρα στα όρια της έννομης συμπεριφοράς προς ένα άλλο ανθρώπινο ον. Και τέλος, η σιγουριά πως δεν υπάρχει τίποτε άλλο σαν αυτό, το συναίσθημα που κουβαλάς ότι σου συνέβη κάτι τρομερά άσχημο που εσύ προκάλεσες χωρίς κάποια προσωπική σου ενέργεια· αυτό για το οποίο δυσκολεύεσαι να μιλήσεις, που είναι όμως μαζί σου, και πρόκειται να σε ακολουθεί σε οποιοδήποτε χώρο βρεθείς καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου· ή όποτε τουλάχιστο σου συμβαίνει να βρεθείς σε συντροφιά περισσότερων των δύο ατόμων.


Κάποιες φορές μόνος θα διαπιστώσεις ότι ούτε η προσωπική θέληση για ξεκαθάρισμα ή για αλλαγή ρότας με την απομάκρυνση σχέσεων είναι αρκετή για να αναχαιτίσει την παντοδυναμία αυτού του συναισθήματος. Ίσα ίσα μπορεί το να μείνεις αμετακίνητος στα «πιστεύω» σου και το να μιλάς σε άτομα με τα οποία αναγνωρίζεις ότι διατηρείς υγιείς σχέσεις να φαίνονται πιο στατικές λύσεις, αλλά κάνουν θαύματα. Θάψε τη θέληση για επικράτηση και την οποιαδήποτε εξόντωσή σου εκ μέρους της «κλίκας» μέσα στην αδιαφορία σου κι άφησέ τους να βράσουν στο ζουμί της μήπως κι αναδυθούν στην επιφάνεια. Μπορεί να φαίνεται δύσκολο, όμως μόνο τέτοιου είδους αμετακίνητη δράση εξαντλεί στ' αλήθεια τα νεύρα των «εξ αίματος» αντιπάλων σε τόσο κρίσιμες καταστάσεις.
Ο εχθρός του bullying θα βρίσκεται οριστικά μακριά μας, μόνο όταν κι εφόσον ατομικά θα αποκτήσουμε με κάποιο τρόπο την ψυχική δύναμη να τον κοιτάξουμε στα μάτια. Μέχρι τότε, η ατομικές και συλλογικές κατάντιες του ελληνικού Survivor ίσως διεκδικήσουν ενός είδους κοινωνική χρησιμότητα.


By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Επιτέλους... Ανάσταση!

Χρησιμοποιώ εδώ τη λαϊκή φράση όχι τόσο για να δηλώσω την αδημονία μου για το χαρμόσυνο χριστιανικό γεγονός, όσο επειδή είναι μια φράση στα χείλη όλων μας, όσων τουλάχιστον έχει χρειαστεί να περιμένουμε για κάτι. Χωρίς να θέλω να πω πως ο φετινός ερχομός της Ανάστασης δε μου προκαλεί ευτυχισμένες σκέψεις. Ίσα ίσα. Θεωρώ, όμως πως αξίζει να φιλοσοφήσεις το νόημα της συγκεκριμένης Ανάστασης για να κρατήσεις κάτι απ' αυτήν. 

Τζέρεμι Σαμς, Η Ανάσταση
Ας ξεκινήσουμε από την ίδια τη λέξη. Το πρόθεμα «ανά-» από το ξεκίνημα και μόνο προαναγγέλει αλλαγές, ανα-στατώσεις, ανα-κατατάξεις. Το αντιλαμβανόμαστε κι από τη γενικότερη συμπεριφορά της φύσης που ξαφνικά θυμήθηκε τις ομορφιές της και μας καλεί έξω να γιορτάσουμε κάτι ανεπαίσθητο, αφού την αληθινή σύσταση αυτής της ανα-γεννησιακής συμπεριφοράς την αγνοούμε παντελώς. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως θα φύγουμε σίγουρα από τα απολύτως στενά όρια της καθημερινότητάς μας.
Προχωρώντας βαθύτερα μέσα στη λέξη βρίσκουμε τη δύναμη κάποιου να επανέλθει στη ζωή. Που για να το πετύχει προφανώς ήταν απαραίτητο να παρακάμψει αποτρεπτικούς παράγοντες ή / και οτιδήποτε τελοσπάντων συνέβη να βρεθεί στο δρόμο του. Βρίσκουμε, επίσης, τη σημασία της αναζωογόνησης, που, εκτός από συλλογική, μπορεί να είναι και προσωπική. Μπορεί να σημαίνει το ξύπνημα μιας ελευθερίας των προθέσεων που ξεκινάει από το εσωτερικό του ατόμου και σιγά-σιγά αποπνέεται στον περιβάλλοντα χώρο. Κι αυτό ίσως να απαιτεί προσωπική δύναμη, αλλά να κατορθώσει επιτέλους να αποτινάξει αυτό το κάτι σε μια συμπεριφορά ή σε έναν περίγυρο που είχε τελευταία καταντήσει ιδιαίτερα φορτικό. Δεν είναι αναγκαίο η Ανάσταση πάντοτε να κουβαλάει τη συγκεκριμένη σχηματική σημασία της ανάκαμψης από την ανυπαρξία, που αιώνια της αποδίδουμε, χωρίς φυσικά να επιθυμούμε να αφαιρέσουμε οποιοδήποτε κομμάτι από το κατανυκτικό πέρασμα από το σκοτάδι και τη χαρμόσυνη ανυπομονησία των ημερών.
Φυσικά πολλοί από εσάς θα αναρωτιέστε τι νόημα έχουν οι παραπάνω έννοιες και συλλογισμοί στο φαινομενικά απομονωμένο μας σύμπαν, στα ξεχωριστά και μακρινά βασίλεια της ψηφιακής ατομικότητάς μας. Στις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζουν όλοι όσοι δεν αντικρίζουν στο σήμερα της ελληνικής οικονομικής κρίσης καμία ευκαιρία να ορθώνεται σε κανέναν ορίζοντα του οπτικού τους πεδίου. Δεν είναι εύκολο να μαζέψει κανείς το κουράγιο να απαντήσει στις στενόχωρες όσο κι επιβεβαιώσιμες παρατηρήσεις τους.

Έργο του Ben Juers
Για να μη φανούμε, λοιπόν, απελπιστικά αυτιστικοί και πως δεν αποχωριζόμαστε την ατομική περιστροφή των προσώπων και των πραγμάτων γύρω από τον εαυτό μας, ας μελετήσουμε για λίγο και τη θρησκευτική σημειολογία. Η Ανάσταση του Ιησού Χριστού την τρίτη ημέρα μετά την ταφή του είναι η υπέρτατη ένδειξη του θείου πως υπακούει μόνο στους δικούς του κανόνες. Είναι το κουράγιο που μπορεί να αντλήσει ο καθημερινός άνθρωπος από την αφήγηση του Θεανθρώπου, που υπερνικά την έννοια του Θανάτου, να συνεχίσει να προσπαθεί να δημιουργεί και να αποτυγχάνει σε έναν μάταιο κόσμο που όλα φαίνονται κανονισμένα και προδιαγεγραμμένα. Είναι η ανατάραξη της μη-πραγματικότητάς μας από το Γεγονός των γεγονότων, με τη διείσδυση στο μικρόκοσμό μας μιας από τις παραδοσιακότερες των αργιών. Μια ευκαιρία να δημιουργήσουμε αναμνήσεις που θα επιθυμούμε αργότερα να μας επανέρχονται μέσα στην πλήξη των μη-συνηθειών που επιμένουμε να μην απορρίπτουμε όπως η ηλεκτρονική παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα που νιώθουμε οπωσδήποτε την ανάγκη να δηλώνουμε μια φορά την ημέρα (και λίγο λέω).
Όσο για τη λέξη θυσία, αυτή έρχεται πρώτη πρώτη στο μυαλό μας, με το που σκεφτόμαστε τα βασανιστήρια που υπέστη ο Χριστός χωρίς κανένα ίδιον όφελος. Όπως είναι προφανές, σήμερα συχνά ακόμη και η υπομονή μας φαίνεται η ιδανική μορφή ενός χαρακτηριστικού που αδυνατούμε να ενσαρκώσουμε, ακόμη και στο ελάχιστο (γι' αυτό μάλλον γονατίζουμε και προσκυνούμε μπροστά στη ιδέα της αγκάθινης διαδρομής του Ιησού προς τη σταύρωση, και βιώνουμε με ένταση την κατάνυξη της Μεγάλης Εβδομάδας).Όσο για φως στην άκρη του τούνελ, εμείς δεν έχουμε καθόλου ορατότητα – είναι γνωστή άλλωστε η έμφυτη ανθρώπινη τάση να εμβαθύνει στα αρνητικά αποτελέσματα μιας κατάστασης, συχνά αγνοώντας ή παρακάμπτωντας σύντομα τα θετικά. 

Τιντορέλο, Ο Θρήνος για το νεκρό Χριστό
Γι' αυτό και η κατάθλιψη, μια σειρά από άλλα ψυχικά νοσήματα, αλλά και μια κατάφωρη αίσθηση προσωπικής αδικίας διατηρούν τη δύναμη να επηρεάζουν με τόση επιμονή τόσα πολλά μέλη και της ελληνικής κοινωνίας (αν και όχι μόνο) που μένουν ακίνητα να παρατηρούν τη ζωή σε οθόνες τη στιγμή που οι διεκδικήσεις των ονείρων, αλλά και το αληθινό αναστάσιμο πανηγύρι είναι έτοιμο να στηθεί εμπρός τους. Με όποια έννοια κι αν το ευχαριστιέται κανείς. Των ανοιξιάτικων λαμέ συνόλων, του λαχταριστού οβελία και των κλαρίνων ή του φιλοσοφικού ήσυχου ηλιόλουστου απογεύματος.
Καλή Ανάσταση σε όλους!

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Μύηση στην Υψηλή Τέχνη της Αποτυχίας

Σίγουρα δε μιλάμε για ένα βιβλίο που επέλεξα με τα συνήθη κριτήρια που επιλέγω βιβλία. Βασικά, αν κρίνουμε αυστηρά από το εξώφυλλο και τον τίτλο, ίσως τη στιγμή εκείνη να μην ήξερα καν τι επέλεγα. Η αλήθεια είναι πάντως πως η περί ης ο λόγος στιγμή δεν καταγράφεται ως μια από τις μοναδικές, κατά τις οποίες έχω προσπαθήσει να διαλέξω ένα βιβλίο, που μπορεί να με βοηθήσει να περάσω το δύσκολο καιρό του πυρετώδους ρυθμού του σχολικού έτους, λόγω του ότι προσφέρεται για αποσπασματική ανάγνωση. Κάπως έτσι βρέθηκε στα χέρια μου Η Υψηλή Τέχνη της Αποτυχίας του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, χωρίς μάλιστα να έχω ήδη αποκτήσει βαθιά γνώση του κόσμου του συγγραφέα πλην της ανάγνωσης ενός μυθιστορήματός του (βλέπε προηγούμενη ανάρτηση για τη Ζωή Αφού Χάσαμε τον Μπαμπά).

Τζόαν Μ. Μας, Ο Συγγραφέας
 
Η αλήθεια είναι πως επίσης ένιωσα ότι δικαιούμαι την ανάγνωση ενός περιορισμένου αριθμού μη πεζογραφικών το χρόνο, όσο κι ότι επιβάλλεται σε όλους μας η ανάγνωση τουλάχιστο κάποιων βιβλίων που με μια ματιά θα χαρακτηρίζαμε «έξω απ' τα νερά μας». Οπότε κι αυτές οι παραδοχές φαίνεται να έπαιξαν το δικό τους ρόλο στη συγκεκριμένη επιλογή.
Η Υψηλή Τέχνη της Αποτυχίας αποτελείται ως επί το πλείστον από εκμυστηρεύσεις του συγγραφέα που έχει επανειλημμένα απασχολήσει τα ελληνικά γράμματα με ουκ ολίγα μυθιστορήματά του και όχι μόνο, που φαίνεται να διεκδικούν σοβαρό μερίδιο έκφρασης των ιδεολογιών του κλίματος της εποχής μας. Εν είδει ημερολογίου συγγραφέα, όπως συνετά παραδέχεται και ο ίδιος, αυτή η συλλογή κειμένων μας ανοίγει τις πόρτες του εσωτερικού του κόσμου, της ώριμης πια πνευματικής του πορείας, που συνοδεύεται από αναλυτικές ματιές και απόπειρες ανοιγμάτων στον αμφιλεγόμενο κόσμο των Νεοελλήνων, αλλά και σ' αυτόν της παγκοσμιοποίησης. Το βαθιά προσωπικό συναντά την τοπικά γενικευμένη συλλογική συνείδηση, όσο και διεθνείς προβληματισμούς σε μια σειρά από κείμενα που εκπληρούν μια σειρά από προσωπικούς στόχους και γι' αυτό το λόγο διέπονται από ποικιλία μορφών: σύντομα διηγήματα, ημερολογιακές εξομολογήσεις, ηλεκτρονικά μηνύματα σε ομότεχνους, επίσημες ανακοινώσεις, καθώς και άρθρα κι αναρτήσεις ποικίλης ύλης που δημοσιεύτηκαν σε σειρά από περιοδικά και ιστοτόπους, όλα τους δουλεμένα και ξαναδουλεμένα, φανερώνοντας τον ασταμάτητο πόθο για τελειοποίηση του συγγραφέα.
Η θεματολογία αναβλύζει τοπικές πίκρες όσο και προσωπικές εμμονές. Από την αρχή ακόμη της Υψηλής Τέχνης, ο αναγνώστης μαθαίνει πως ο συγγραφέας νιώθει πιο κοντά, αλλά κι αισθάνεται πιο άνετα με τη συλλογική μνήμη των επιτευγμάτων και των παθημάτων αυτού που ο ίδιος ονομάζει “Η Γενιά μου”. Γι' αυτό και τον παρακολουθούμε να παίρνει τη θέση ενός οποιουδήποτε Έλληνα πολίτη, αντικρίζοντας την επικαιρότητα, διακωμωδώντας όσο κι αποτυπώνοντας την καλοτυχία και τα παθήματά του, κυρίως εξαιτίας των σφαλμάτων στα οποία έχει περιπέσει, όσο κι αν μας ξεκαθαρίζεται από την αρχή πως το πνεύμα και η συνείδησή του απέχουν δραστικά από τα αντίστοιχα (άραγε υπαρκτά;) του μέσου Νεοέλληνα. Όπως και να 'χει, η αποτύπωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του να ζεις στη δεκαετία του '80 καθώς και των κοινωνικών ομάδων στις οποίες παραδέχεται πως ανήκει ο συγγραφέας (η μορφωμένη κουλτουριάρικη νεολαία, ένα είδος αντιστασιακότητας στο καταναλωτικό ρεύμα, οι νέοι συγγραφείς και καλλιτέχνες της εποχής) χρωματίζει τον ορίζοντα του βιβλίου· το τοποθετεί, μάλιστα σε φόντο, όπου ακόμη κι ο πιο απομακρυσμένος αναγνώστης (όπως θεωρώ και τη σαφώς μεταγενέστερη αφεντιά μου) μπορεί να αποκτήσει μια ιδέα όσων φαίνεται να συνέβαιναν τότε και διατηρούν σήμερα την κομβική τους σημασία. Φυσικά η κατανόηση του υπόβαθρου του συνόλου του έργου του συγγραφέα, μετά την ανάγνωση αυτού του προσωπικού χρονικού πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αφού τις συνθήκες επιρροής του από το περιβάλλον για τη συγγραφή του καθενός, αλλά και της προγενέστερης και μετέπειτα ζύμωσής τους, μας τις εξιστορεί ο ίδιος.

Τζόν Φ. Πέτρο, Σχετικά με τη Γραφή
Οι παρατηρήσεις του διαπερνούν την τραγική όσο και κομβική για το σημερινό προσωπείο της Ελλάδας δεκαετία του 2000 και φτάνουν μέχρι τις εξεγέρσεις των Αγανακτισμένων και την παντοδυναμία του Λάκη Λαζόπουλου στα μέσα του 2011. Θα μπορούσε κανείς εύκολα να θεωρήσει τις εν λόγω εξιστορήσεις κι εντυπώσεις ξεπερασμένες, μιας και το πρόσφατο παρελθόν έχει ήδη κατανικήσει κάθε σπίθα ελπίδα επανάστασης μπορεί να βρισκόταν κρυμμένη στα παραπάνω γεγονότα. Τα παραπάνω, ωστόσο, αξίζει να αναλυθούν ως το πρίσμα του παρόντος ή έστω του πρόσφατου παρελθόντος μας, ειδικά επειδή ο δηκτικός και κριτικός φακός του συγγραφέα εγγυάται χρονικά που παρουσιάζουν πολύμορφες όσο κι επίπονες αλήθειες που συνηθίσαμε να δεχόμαστε παθητικά, χωρίς ίχνος αμφισβήτησης.

Η σύγχρονη εκδοχή του Νεοέλληνα, αλλά και του παγκοσμιοποιημένου ατόμου
Ο τελευταίος άλλωστε δεν αποτελεί τη μοναδική μαγική ιδιαιτερότητα του Ραπτόπουλου, που μπορεί να μη διαθέτει την ιδανική λύση κι απάντηση για όλα· το κριτικό του, ωστόσο, πνεύμα και η υπομονή με την οποία αντιμετωπίζει τα πράγματα συνθέτουν το ιδιοσυγκρασιακό παράδειγμα που προτρέπει κι εμάς τους αναγνώστες να ανακαλύψουμε το δικό μας ιδιαίτερο τρόπο να αντιμετωπίζουμε τη ζωή, με τα στραβά και τα θετικά της. Δε θα ξεχάσω ποτέ το παράδειγμα του Ανατολίτη, ήρωα σε ένα από τα πεζογραφήματά του βιβλίου, με την περιστασιακή αποστασιοποίησή του απ' όλους κι απ' όλα του άμεσου περιβάλλοντός του. Ένας τρόπος να αποκτήσει εμπιστοσύνη στην προσωπική του ματιά που συλλέγεται από εμπειρίες μιας ζωής ο οποιοσδήποτε καθημερινός άνθρωπος και που φυσικά μας φέρνει έντονα στο μυαλό την πνευματική φυσιογνωμία του δημιουργού της Υψηλής Τέχνης της Αποτυχίας. Αλλά και η γενικότερη ανεκτική στάση του Ραπτόπουλου στην τελευταία όψη της μοντερνιάς, όπως για παράδειγμα στη “φυλή των Μπάπα Μπούπα”, μια ομάδα νέων που μαζεύεται κάθε βδομάδα σε συγκεκριμένο χώρο με στόχο να απολαύσει ένα διαγωνισμό εμβέλειας έντασης ήχου ηχητικών εξοπλισμών για αυτοκίνητα, προβάλλει το παράδειγμα του συγγραφέα που προτιμά να είναι ακριβώς η εποχή του σε σχέση με το να κάθεται απομονωμένος με μια γραφομηχανή (τι ρετρό!) κοιτώντας από ένα παράθυρο.
Τι κι αν ως άνθρωπος κι ως ταλαίπωρος που έχει επωμισθεί τα συν και τα πλην της συγγραφής έχει τις εμμονές του (κυρίως σε σχέση με το πόσο επιτυχημένη κι αποκαλυπτική πετυχαίνει να είναι η πεζογραφία του για τα ελληνικά δεδομένα); Η Υψηλή Τέχνη της Αποτυχίας μπορεί κι αξίζει να διαβαστεί ως μια από τις πιο εξεταστικές ματιές στον κόσμο της εποχής μας, με τις ατομικές, αυτιστικές, ψηφιακές και συλλογικές αδυναμίες που σε βάθος χρόνου θα επιμένουμε να αδυνατούμε να υπερνικήσουμε. Ένα προϊόν λόγου που προορίζεται για την αναλυτική ματιά του καθενός από εμάς.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Αν Τύχει κι Ερωτευτείς...

Επέμεινα στη θέαση της ταινίας Αν του Χριστόφορου Παπακαλιάτη πρόσφατα, αλλάζοντας μάλιστα το μηνιαίο πρόγραμμα ταινιοκατανάλωσής μου, κυρίως επειδή σκέφτηκα πόσο πολλά θα ξαναθυμόμουν από όλα αυτά που μου έχει φέρει στο μυαλό αυτή η ταινία. Παρά τις ατράνταχτες αδυναμίες της, θα υποστηρίξω ακάθεκτη, όπως έχω κάνει και στο παρελθόν, πως η ταινία δεν αποτελεί το απόλυτο χάσιμο χρόνου: δεν περιττεύει το να εξερευνήσει κανείς τη συμβολική αξία της στην απόδοση πτυχών της ανθρώπινης ύπαρξης και του φαινομένου της ζωής.


Ο Δημήτρης (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) είναι σκηνοθέτης και ζει στην Πλάκα. Το αν θα γνωρίσει ακαριαία, τη στιγμή άφιξης της αφήγησης, ή όχι, τον έρωτα της ζωής του εξαρτάται από το αν θα βγάλει βόλτα το αγαπημένο του λυκόσκυλο που αποκαλεί Μοναξιά ή όχι. Στην πρώτη περίπτωση, θα γνωρίσει τη Χριστίνα (Μαρίνα Καλογήρου), που παραλίγο να πατήσει τη Μοναξιά με την αντίκα-αυτοκίνητο της γιαγιάς της. Θα την ερωτευτεί (για την ακρίβεια, θα ζήσει τρελά κι απόκοσμα παθιασμένα συναισθήματα!), και σύντομα θα καταδυθούν στην προσπάθεια να ενσαρκώσουν ένα ευτυχισμένο ανδρόγυνο με παιδί, με ανάμικτα αποτελέσματα και εκατέρωθεν παράπλευρες απώλειες. Στη δεύτερη περίπτωση, θα παλέψει μόνος του με τα κυριολεκτικά και μεταφορικά χτυπήματα μιας βίαιας διάρρηξης, την αντιμετώπιση της μοναξιάς και της απορρέουσας κατάθλιψης. Και στις δύο περιπτώσεις το ελληνικό μεγαλείο της κοινωνικοοικονομικής κρίσης και των καθημερινών συνεπειών της θα αναγγείλει σταθερά την έναρξη της διείσδυσής του στον καθημερινό κόσμο των ηρώων, αν και σε μια πρωτόλεια, επιφανειακή κινηματογραφική μορφή.
Βρίσκω την ταινία ενδιαφέρουσα, αν και όχι ανεκτίμητη ή μοναδική, κυρίως όσον αφορά την υπογράμμιση της δύναμης του τυχαίου. Στην παντοδυναμία της τύχης οφείλουμε άπειρα δυστυχή κι ευτυχή γεγονότα που επιδρούν ποικιλοτρόπως στη ζωή μας, ακριβώς όπως ο Δημήτρης και η Χριστίνα της χρωστούν εύσημα για τη μοιραία συνάντησή τους και στις δύο ιστορίες. Ιδιαίτερα κομβική φαίνεται η σημασία της τύχης και στην απολυτότητα του πάθους μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών στην πρώτη ιστορία και, γι' αυτό, στον εύθραυστο χαρακτήρα του συναισθήματος που απεικονίζει. Όταν αντιλαμβανόμαστε πως μια ευκαιρία που το απόλυτα τυχαίο μας προτείνει βρίσκεται μπροστά μας, πρέπει απλώς να ακολουθούμε του δρόμους που μας δείχνει, αν πραγματικά τρέφουμε λαχτάρα για να ζήσουμε και να ανακαλύψουμε κάτι νέο.


Στα συν κρίνω να ανήκουν εξίσου και τα υπερρεαλιστικά στοιχεία της ταινίας, όσο κι αν ο γνωστός σκηνοθέτης και ηθοποιός ακολουθεί πιστά τα εξασφαλισμένα αμερικάνικα πρότυπα αναπαραγωγής τους. Ο ασταμάτητος δρόμος που τρέχουν οι πρωταγωνιστές φωτίζει την παραφορά στη φύση των ερωτικών αισθημάτων, όσο και τη συχνά επιτακτική κι άσβεστη ανάγκη μας για τον Άλλο στην κορύφωση της άκαμπτης, άνευρης εργένικης πραγματικότητάς μας. Το ομαλό πέρασμα μιας σχέσης από ποικιλόχρωμες φάσεις ταυτόχρονα με την εναλλαγή των εποχών ενός χρόνου το διασκέδασα εμφανώς λιγότερο, κυρίως λόγω της έλλειψης πρωτοτυπίας· αν και θα επιμείνω πως η επισήμανση της αποκλειστικά μυθοπλαστικής δύναμης μιας ταινίας παρέχει τα δικά της οφέλη στον κόσμο ερμηνείας του θεατή, που μπορεί να κρίνει ό,τι παρατηρεί πλέον με πιο αποστασιοποιημένο κι αμείλικτο τρόπο.


Δεν αρκεί, ωστόσο, να παρατηρήσει κανείς πως οι διάλογοι είναι κάπως επιτηδευμένοι. Εντελώς ξεκάθαρα, οι σεναριακές στιχομυθίες των κεντρικών ηρώων δεν αντικατοπτρίζουν αντίστοιχες που θα μπορούσαν να έχουν εκτυλιχθεί σε παρόμοιες καταστάσεις της πραγματικότητας. Κι ακόμη κι αν αυτό αποδοθεί αποκλειστικά στον υπέρμετρο ρομαντισμό και στην ακατάσχετη διάθεση για πρωτοτυπία του δημιουργού παραμένει μια από τις αδυναμίες της ταινίας. Ένας έντονος καβγάς που να προσιδιάζει περισσότερο στην καθημερινότητα ενεργού και μαχόμενου με τη σκληρή πραγματικότητα της κρίσης ζευγαριού θα πρόσθετε επιπλέον φινέτσα, αλλά κι αισθητά περισσότερο βάθος στην προσπάθεια του σκηνοθέτη-σεναριογράφου να αποτυπώσει την παντοδύναμη επίδραση και σημασία της ερωτικής ιστορίας και σχέσης στη ζωή μας.
Ανάλογο βάθος απουσιάζει κι από την αφήγηση των συναισθημάτων και των καταστάσεων. Στο Αν, ως επί το πλείστον, ο έρωτας αντιμετωπίζεται ως μια έτοιμη τροφή στην οποία καταφεύγεις τις στιγμές έντονης επιθυμίας για να γίνεις καλά· όχι σαν κάτι εξελικτικό που αντιπροσωπεύει στο σύνολό του την εξελικτικότητα όλων των ανθρώπινων συνειδητών και ασυνείδητών σου στοιχείων. Μια ρηχή ροπή προς την εναλλαγή καταστάσεων χαρακτηρίζει τα πάντα στην ταινία, άσχετα αν εύχεσαι με όλη σου την ψυχή να είναι έτσι αψεγάδιαστες, ιδανικές και ασφαλείς οι εκφάνσεις της επόμενης ερωτικής κατάστασης που θα σου τύχει.
Τέλος, θεωρώ το εγχείρημα του να αποτυπωθεί μέρος του αντίκτυπου των συμπτωμάτων της ελληνικής οικονομικής κρίσης φιλόδοξη σκέψη, αν και φοβερά άκαιρο στην εκτέλεση, όπως το κρίνουμε πια. Ίσως ο αποφασιστικά διαπεραστικός χαρακτήρας του ιδιαίτερα απειλητικού φάσματος των συνεπειών της στη ζωή μας να έχει, τουλάχιστον σ' ότι αφορά αυτή τη διαπίστωση, ενεργήσει καταλυτικά στο «είναι» μας. Ελπίζω η αποτύπωσή της σε επόμενες ταινίες του να υπάρξει πιο πετυχημένη, αν κι οποιοσδήποτε θα αναρωτιόταν πως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο από δημιουργό, όπως ο προσφιλής Χριστόφορος Παπακαλιάτης, ο οποίος, χάριν ευγονίας, δεν πρόκειται ποτέ να αισθανθεί στο πετσί του τις μύχιες πλευρές του προβλήματος.


Ξαναδείτε, λοιπόν, το «Αν», για να σας προσελκύσει έστω κι ελάχιστα η κεντρική σημασία της δύναμης της ύπαρξης του έρωτα και για τη δική σας ύπαρξη. Κρατήστε, ωστόσο, τις επιφυλάξεις σας ως προς το ότι ένα κινηματογραφικό ντεμπούτο μετά από ανάβλυσμα τηλεοπτικής δημιουργίας πολλών σίριαλ μπορεί να είναι αριστουργηματικό.

By Μαρία Γώγογλου

Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Αντισυμβατικές Σκέψεις

Συχνά σε στιγμές έξαρσης έντονων συζητήσεων έχω υποστηρίξει μέχρι τέλους τη συμπάθειά μου σε συγκεκριμένα είδη υποκουλτούρων ή δείγματα αντικουλτούρας· διαλέξτε ό,τι πιστεύετε πως ταιριάζει στην περίσταση. Θυμάμαι συγκεκριμένα, όχι ιδιαίτερα πρόσφατο διάλογο, κατά τη διάρκεια του οποίου εξέφρασα τη συχνά έντονη δυσαρέσκειά μου για προϊόντα του κυρίαρχου ρεύματος -κοινώς, για κάποια τραγούδια που, όχι απλά βρίσκουν το δρόμο προς τα ραδιόφωνα, αλλά μονοπωλούν κιόλας τα ερτζιανά, χωρίς μάλιστα να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. “Θα ήθελα να ξυπνήσω μια μέρα και να είναι κυρίαρχο ραδιοφωνικό υλικό οι Magic de Spell και οι De Facto” έχω δηλώσει με χαρακτηριστικά αποστομωτικό τρόπο, εν μέρει ίσως απωθητικό.
Όχι πως το μετανιώνω, αν κι ένα μέρος βάθους διαφωνίας είναι πλέον δεδομένο, μετά από επαφή διαρκείας με καλλιτεχνικά δείγματα που πίστεψαν από την ψυχή τους κι αυθεντικά στην αντίπερα όχθη. Ένα τέτοιο είναι ξεκάθαρα το πρόσωπο που σήμερα με ιδιαίτερη περηφάνια και συγκίνηση τιμά αυτό το ιστολόγιο: ο φρόντμαν του συγκροτήματος Νιρβάνα, κι επάξιος αντιπρόσωπος της κορύφωσης του κινήματος γκράντζ στα μέσα των 90s, Κερτ Κομπέιν, σεβαστός αριθμός χρόνων από την παραίτηση από τη ζωή του οποίου έχει πρόσφατα συμπληρωθεί.


Μακριά από τα φώτα οποιασδήποτε μποέμ ή πολυτελούς ευτυχίας στη γη της Αφθονίας του καπιταλισμού, ο Κερτ γεννήθηκε το 1967 στο Αμπερντίν της Ουάσιγκτον. Εκεί μεγάλωσε, παράτησε το σχολείο, περιθωριοποιήθηκε βιώνοντας αναπόσπαστα προσωπικές στιγμές μοναξιάς και διαρκούς αυτοπαραίτησης· βρίσκοντας τη δύναμη το 1987 να ιδρύσει ένα συγκρότημα, μαζι με τον παιδικό του φίλο Κρις Νοβοσέλιτς, σε διαρκή προσπάθεια να ανήκει κάπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό το κάπου ήταν η ροκ μουσική και η στέγη της γκραντζ, που η σταδιακή μετακόμιση στο Σιάτλ του πρόσφερε, αλλά και το είδος της φιλοδοξίας που φιλοξένησε η φύση του να γίνει συνεχιστής ενός κύματος της ροκ εντ ρολ. Για όσους αγνοούν παντελώς αυτή την πλευρά της ιστορίας, για το διάστημα της σοβαρής ενασχόλησής του με τη ροκ μουσική-ποιητική του γραφή, ο Κερτ υπήρξε εξαιρετικά επίμονος και τελειομανής, γεγονός που ενδέχεται να αποκρύπτεται από τις δηλώσεις στις ξεχωριστές live εμφανίσεις του ότι στο επόμενο κομμάτι “μπορεί να τα θαλασσώσει”.


Όσο για τον παραπάνω προβληματισμό, σχετικά με κυρίαρχες και περιθωριακές κουλτούρες, αντικουλτούρες ή / και υποκουλτούρες, πιστεύω πως είναι επαρκώς αντιπροσωπευτική η αίσθησή μου ότι ο νέος Κερτ, ο βουτηγμένος στις γκαράζ ιδεολογίες και τις μαγικές βραδιές των 150 ατόμων θα έλεγε ότι θα τον συνάρπαζε το άνοιγμα προς ένα μεγαλύτερο κοινό· που ενδεχομένως και να άκουγε κάτι λιγότερο από τον απόλυτα χαρακτηριστικό ήχο του ξισίματος των χορδών της ηλεκτρικής κιθάρας. Γι' αυτό άλλωστε και διάλεξε να κερδίσει τη συμπάθεια παραγωγών άλλων εξωστρεφών και δημοφιλών συγκροτημάτων, ώστε οι δημιουργίες του στο Nevermind να γίνουν επιτυχίες, όπως δεν είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή η γκράντζ γνωρίσει. Ο πιο έμπειρος Κερτ, ωστόσο, με βεβαιότητα δε θα ξεχνούσε να τονίσει την πιο σκοτεινή όψη της επιτυχίας. Αυτήν που βγαίνεις στο δρόμο και όλοι φορούν το ίδιο σκισμένο και κατατριμμένο τζην με σένα και διατηρούν τα ίδια άστατα μακριά ξανθά μαλλιά με τα δικά σου. Αυτήν που βλέπεις εκατοντάδες εν δυνάμει εαυτούς σου να αντιγράφουν τη συμπεριφορά σου· κι ας είσαι ένας απόλυτα ρομαντικός περιθωριακός που ποτέ δεν έφτασε στις τελευταίες τάξεις του λυκείου. Αυτήν που τα επίδοξα αστέρια της ροκ του σιναφιού σου μιμούνται, ενώ εύχονται να μπορούσαν να αποκτήσουν το ίδιο γρέζι για να τσιρίζουν με κάποια μαεστρία στις κορυφώσεις κι ας αισθάνεσαι τη δική σου ερμηνεία ως έναν τρόπο να συναντηθεί ο ψυχικός σου κόσμος με την ιδεολογία που κουβαλάς.
Λίγοι θα διαφωνούσαν πως η μοίρα ενός ροκ καλλιτέχνη αναπόφευκτα ταλαντεύεται ανάμεσα στις δύο τάσεις· φαντάζει ουτοπικό και χρίζει ευτυχών περιστατικών κι ομαλής καθοδήγησης το να ανακαλύψει κανείς τη χρυσή τομή ανάμεσά τους. Συχνά, αν τα καταφέρει, το μέλλον είναι απλόχερο. Αν πάλι, όπως στην περίπτωση του Κερτ, υπάρχει κάτι πολύ αδιόρατο κι αναπόσπαστα συγκεκριμένο στην ευαισθησία που τον διακρίνει ενδέχεται να κινδυνεύσει θανάσιμα να προδοθεί από ασυμβατότητα με τον ίδιο τον εαυτό.
Η Κόρτνεϊ Λαβ
Γιατί μπορεί να νιώθεις αυτή την ακατανίκητη δύναμη να σε σέρνει προς το μέρος της όταν διψάς για κάποια κατανόηση και προσοχή, αλλά είναι δύσκολο να χειριστείς ένα σύνολο κέντρων ελέγχου που σε αναπαράγουν εν αγνοία σου, απομυζώντας ταυτόχρονα την ενέργειά σου. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για έναν αριθμό μέσων αποφάσεων, προς τις οποίες το άνοιγμα με ελαφριά καρδιά, αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της ζωής μας. Όπως η συντροφικότητα, για παράδειγμα, για να αποφύγει να στρέψει κανείς το θέμα προς τη γαμήλια όψη, η δυσοίωνη πλευρά της οποίας εξίσου σκίασε τη ζωή του Κερτ. Μπορεί στην αρχή να νομίσεις πως μια συγκεκριμένη γνωριμία ήταν γραφτό να πραγματοποιηθεί ακριβώς λόγω του ότι, στα μάτια σου, και σ' αυτά όλου του κόσμου, η αντισυμβατικότητα του πάθους της σου παρέχει ορίζοντα ασφάλειας σ'ό,τι ξεκάθαρα αντιμετωπίζεις ως γνώριμα νερά για να ταξιδεύεις. Άλλα, όμως, μας αποδεικνύει η απόληξη του γάμου του με την Κόρτνεϊ Λαβ, έταιρο θηλυκό γκράντζ αστέρι της περιόδου. Η πλαστική πραγματικότητα , οι υποσχέσεις αντισυμβατικότητας και το τίποτα στο οποίο μπορείς να οδηγηθείς. Κι η ύστατη συγκέντρωση όλων των λόγων που μπορεί να σε οδήγησαν μια ανοιξιάτικη μέρα σε μια τοξική παραμονή σε μια έπαυλη στην εξοχή με ένα όπλο στο στόμα. Σαν ύμνος αντίστασης από καιρό ξοφλημένης εποχής ονείρων.

Τζέρτρουντ Αμπερκρόμπι, Σχέδιο Θανάτου

Οπωσδήποτε θεωρώ τη δύναμη χαρακτήρα και θέλησης σημαντικές περιοχές στις οποίες το αγαπημένο είδωλο υστερούσε και γι' αυτό δεν τα κατάφερε, αφήνοντάς μας μοιραία στερημένους και με μνήμη στραμμένη στο άδικο. Αλλά η τόσο συγκεκριμένη του ευαισθησία, γνώρισμα χαρακτήρα τόσο εξαιρετικά σπάνιο, διαπερνά τις κάθε λογής αποστάσεις και φτάνει μέχρι την εποχή μας. Ακούστε τη να ξεχειλίζει στο παρακάτω τραγούδι και σκεφτείτε τουλάχιστο για μια στιγμή κάτι που πιστεύετε πως μπορεί να έχει άμεση σχέση με αυτόν, αφού κάτι τόσο λίγο έμεινε πια στην απτή πραγματικότητα να του αναλογεί, όπως και στη συνείδησή μας.



By  Μαρία Γώγογλου