Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Η Γοητεία Του Να Είσαι Αγόρι

Τι σημαίνει στις σημερινές κοινωνίες το να μεγαλώνεις ως αγόρι; Πόση τεστοστερόνη και τι είδους επιδράσεις συνεπάγεται η έμφυλη τούτη ιδιαιτερότητα ή μήπως είναι αρκετό το να περιγράψουμε με ποιο τρόπο υπάρχει κανείς ως άνθρωπος του Θεού; Αυτά κι άλλα τέτοια ερωτήματα του 21ου αιώνα που μπορεί να φαίνονται βαρετά και αυτονόητα διαπραγματεύεται η ταινία Boyhood (λόγω αδυναμίας μετάφρασης, επειδή θα το λέγαμε αγοροσύνη; αγορότητα; ο ελληνικός τίτλος Μεγαλώνοντας σίγουρα δεν αποτυπώνει αντιπροσωπευτικά τον πυρήνα νοημάτων της ταινίας), με την όχι τόσο εμφανώς και κλασικά αμερικανόφερτη, ιδιαίτερή της ματιά.


Στο πρόσφατο αυτό έπος (ο όρος αναφέρεται και στη χρονική διάρκεια των τριών ωρών παρά ένα τέταρτο, όσο και στη γιγαντοσύνη του εγχειρήματος του να παρουσιάσει σημαντικά, αντιπροσωπευτικά κομμάτια του αγορίστικου βίου) του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ παρακολουθούμε στιγμιότυπα-κλειδιά από τη ζωή του Μέισον (Έλαρ Κολτρέιν) από την τρυφερή παιδική ηλικία (των χονδρικά 7-8 ετών) μέχρι την πρώιμη ενηλικίωση (υπολογίζεται στα 18 με αυστηρά προσεγγιστικά κριτήρια). Πότε με σχετικά ουδέτερο, αποστασιοποιημένο και πότε με συναισθηματικά φορτισμένο βλέμμα, ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τον ήρωα στις συνεχείς αλλαγές περιβάλλοντος, που επιβάλλονται σ' αυτόν και την αδερφή του, Σαμάνθα (Λόρελαι Λινκλέιτερ), λόγω των έντονων προσπαθειών της νέας, ανύπαντρης μητέρας του για οικονομική επιβίωση, καθώς και στις όλο και πιο ανεξαρτητοποιημένες του επιλογές από την εφηβεία και ύστερα. Και ναι, όλες οι χαρές και οι αμείλικτες δυσκολίες μιας μέσης ανθρώπινης διαδρομής, αν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι υπάρχει αυτό, έρχονται στο φως.
Ο Μέισον αντιπροσωπεύει το μέσο όρο, κατά τη διάρκεια των παιδικών κι εφηβικώντου χρόνων, όσον αφορά τις απαραίτητες δόσεις επίδειξης αρσενικής δύναμης που επιβάλλεται να διαθέτει για να είναι αποδεκτός. Ανήκει, επίσης, στο μέσο όρο όσον αφορά τον τρόπο, με τον οποίο προσπαθεί ως έφηβος να ενταχθεί στα πλαίσια δράσης των συνομηλίκων του όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων, γι' αυτό και φροντίζει να ξεπερνάει σαφώς στοιχειοθετημένα όρια με σεξουαλικό περιεχόμενο, μόνο όταν φαίνεται να είναι η κατάλληλη στιγμή να το κάνει. Η απόλυτη αντιπροσώπευση της οποίας φαίνεται να εκρήγνυται στο πρόσωπο της Σίνα (Ζόι Γκράχαμ), μιας συνομήλικης που γνωρίζει σχετικά τυχαία σε ένα πάρτι, με την οποία αισθάνεται πως μπορεί να μοιραστεί τις πιο μύχιες των σκέψεών του για τη ζοφερότητα της ανθρώπινης φύσης και της πορείας των πραγμάτων (άσχετα που εκείνη μπορεί τη συγκεκριμένη στιγμή να μην αντιμετωπίζει τις εκφραστικές ενδείξεις εμπιστοσύνης του απολύτως πανομοιότυπα). Σταδιακά, ωστόσο, ο Μέισον φαίνεται να έρχεται, επίσης, σε επαφή με το δημιουργικότερο κομμάτι του εαυτού του κι αυτό που δικαιούται να τον χαρακτηρίζει σιγά σιγά ως εκκολαπτόμενο καλλιτέχνη: την αγάπη και τη φωτογραφία.


Κυρίαρχοι σταθμοί στην οδυσσειακή πορεία του Μέισον, εκτός από τις αγνές, όσο και προβληματικές σχέσεις του με τα μέλη της πυρηνικής του οικογένειας -τη μητέρα του, Ολίβια και τη Σαμάνθα- διαδραματίζουν τα ανδρικά πρότυπα που πιο σποραδικά αναδύονται κι απλώνουν τις ρίζες τους στον πνευματικό και συναισθηματικό του ορίζοντα. Ανάμεσα σε αυτά, ενδεικτικά, θα συναντήσουμε τον πατέρα του, τον ανεύθυνο, όσο και ταμπεραμεντόζο, Μέισον τον πρεσβύτερο (Ίθαν Χωκ, σε έναν από τους πιο εμπνευσμένους του ρόλους, αν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τέτοιους), ο οποίος την ίδια στιγμή που τονίζει στα ίδια του τα παιδιά (αποκλειστικά και μόνο από την πρώτη σύζυγο, εννοείται) πόσο τραγικά λάθη αποτέλεσαν οι γεννήσεις τους στη ζωή του, τους διδάσκει καλλιτεχνική ευαισθησία μέσα από μουσική κάντρι και στοιχειοθετεί την επαφή τους με το φυσικό κόσμο και το σεβασμό που απαιτείται εκ μέρους τους απέναντι του. Θα συναντήσουμε, ακόμη, τους ανά περιόδους συνήθως απαράλλακτα αλκοολικούς ερωτικούς συντρόφους ή συζύγους της μητέρας του που μάταια επιχειρούν να επιβληθούν στα θετά τους παιδιά τιμώντας ένα ρόλο που δεν τους ανήκει. Θα συναντήσουμε, τέλος, τον καθηγητή Καλλιτεχνικών στη λυκειακή σταδιοδρομία του Μέισον, που θα του τονίσει τη σχολαστικότητα και την υπευθυνότητα – τα λιγότερο λαμπερά χαρακτηριστικά κάθε δεινού επαγγελματία, που ενδεχομένως κάποιες φορές δεν καθίσταται δυνατό να εσωτερικεύσει κανείς αποκλειστικά και μόνο ως αποτέλεσμα εκτεταμένης έκθεσης στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον.


Υπάρχουν οι στιγμές, κατά τη διάρκεια της ταινίας, που πιστεύεις ότι δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από ένα εκτεταμένο εγκώμιο της άδολης κι ανεπιτήδευτης νεότητας, που ζει κυνηγώντας κι επίδοξα αποφεύγοντας τη χίμαιρα πως απολαμβάνει τη ζωή στο έπακρο. Οι πρώτες βουτιές του Μέισον στα ελαφριά ναρκωτικά, σε ομαδικά, φιλικά πλαίσια, στον κόσμο των ερωτικών, αλλά και στις απόπειρες επιτυχημένης εξισορρόπησης των οικογενειακών σχέσεων δε μπορούν παρά να θυμίζουν τον εαυτό μας σε παρόμοια ηλικία, ακόμη κι αν είναι μόνο για να σκεφτούμε όλα τα «πρέπει» που αψηφούσαμε τότε και την ευκολία με την οποία το κάναμε. Μια οπτική γωνία που κρύβει καλά την επαρκώς ποτισμένη με το μύθο της εξατομικευμένης ευχαρίστησης που ζούμε άποψη περί μοναξιάς κι αποκλειστικά προσωπικού χειρισμού των κινήτρων, που χτίζει τη σταδιακή ανεξαρτητοποίηση του Μέισον μέσα στην ταινία σαν ένα φυσικό κι αδιαφιλονίκητο γεγονός. Να δεχτούμε, ασφαλώς, τις θετικές του συνέπειες, και να τον αντιπροσωπεύσουμε σε θεμιτό βαθμό· μόνο, όμως εφόσον μιλά μέσα μας ο εαυτός μας κι όχι πνευματικά και κάθε λογής προπαγανδιστικά προϊόντα που επιθυμούν να παίζουν το ρόλο τους στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μας, ανάμεσα στα οποία αυτή η ταινία (μαζί με της διαφημίσεις και τη γενικότερη τηλεοπτική πραγματικότητα), καλώς ή κακώς φαίνεται πως παίρνει τη θέση της. Κάθε αμερικανιά έχει την αξία της και τα όριά της.
Δε μπορεί, βέβαια κανείς να παρακάμψει το γεγονός πως αυτή η ταινία βρίσκεται κοντά μας για να ενθαρρύνει στοχασμούς. Οι ανεπιστρεπτί ασταμάτητες αλλαγές φάσεων της ζωής του Μέισον και των άλλων ηρώων από σκηνή σε σκηνή, προορίζονται εμφατικά στο να μας θυμίσουν πως ο χρόνος περνάει σα νερό, μέρα με την ημέρα, χρόνο με το χρόνο και πόσο προσεκτική αξίζει να είναι η σχέση μας μαζί του. Όσο για την άσκηση βίας, για πολλούς απαραίτητη για να ταυτοποιήσει τις πιο θεμελιώδεις ιδιότητες του ισχυρού φύλου, η απάντηση της ταινίας δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο ανθρώπινη και ταυτοχρόνως αμφιλεγόμενη. Να είσαι τόσο όσο ο εαυτός σου, συστήνει σε σύσσωμο το κινηματογραφικό της κοινό – όχι μόνο στην ανδρική του μερίδα. Έτσι, ο Μέισον, όπως με ένα τρόπο κι ο βιολογικός του πατέρας πριν από αυτόν, δε δείχνει καθόλου ανταγωνιστικός, παρά το γεγονός πως φαίνεται να κυριαρχεί στον τομέα που τον ενδιαφέρει, και γι' αυτό και πετυχαίνει μια υποτροφία σε έγκριτο πανεπιστήμιο με κάποιες από τις αγαπημένες του φωτογραφίες. Σχηματοποιεί το χαρακτήρα και τις εμπειρίες του με βάση τις σταδιακές αναλαμπές των προσωπικών του αναζητήσεων.



Πόσο γλυκιά εμπειρία για να ξαναθυμηθείτε την εποχή που ήμασταν όλοι παιδιά ή τελοσπάντων νεότεροι· ακόμη κι αν δεν πιστεύετε στις περιπέτειες που προσπαθούν να προσποιηθούν πως είναι ενδεικτικές του συνόλου της ζωής ενός ατόμου. Χωρίς να αποπειρώμαι να υποβαθμίσω τη γοητεία του Boyhood να μας μεταδίδει αλήθειες για την αγορίστικη πραγματικότητα.

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου