Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Αναπολώντας τα Ξύλινα Σπαθιά

Πιθανότατα σκέφτεστε ήδη το ελληνικό ροκ συγκρότημα της δεκαετίας του '90 και των αρχών του '00, αφού είναι πολύ εύκολο να σας το φέρουν στο νου οι δυο τελευταίες λέξεις του τίτλου. Αυτή, όμως, δεν είναι μια ανάρτηση αποκλειστικά και μόνο για το συγκρότημα του Παύλου Παυλίδη, που άφησε εποχή (για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το μουσικό, το έργο και η καλλιτεχνική αύρα του οποίου κατέχουν έτσι κι αλλιώς περίοπτη θέση σε αυτή εδώ το ιστολόγιο, βλέπε σχετικές αναρτήσεις εδώ κι εδώ). Αυτή η ανάρτηση παίρνει ως αφορμή την επιλογή ονόματος του εν λόγω συγκροτήματος, και γι' αυτό ίσως εύλογα επικεντρώνεται στο -όχι αυστηρά- παιδικό βιβλίο Τα Ξύλινα Σπαθιά του Παντελή Καλιότσου, συγγραφέα με εξαιρετικό ενδιαφέρον.


Μια φορά κι έναν καιρό, πολλά πολλά χρόνια πριν, οι μεγάλοι της γης μαζέυτηκαν και μέτρησαν τα κουκιά. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αποφάσισαν ότι αφού οι πόλεμοι έχουν κυριαρχήσει μέχρι στιγμής στον πλανήτη (κάπου εδώ γίνεται εμφανές ότι το βιβλίο εκδόθηκε το 1972 και γράφτηκε προφανώς προγενέστερα, αφού στην εποχή μας οι πόλεμοι λείπουν εδώ και πολύ καιρό), είναι υγιές και ηθικό, τα παιδιά να εξασκούνται αδιαλείπτως στην πρώιμη πολεμική τέχνη παίζοντας (τι άλλο;) πόλεμο με χρήση εξοπλισμού που ελάχιστα στερείται των αληθινών πολεμικών αξεσουάρ κι εφοδίων. Πόλεμος, λοιπόν σταδιακά κυριαρχεί, μετά την επιθετική εισβολή της προώθησης πολεμικών παιχνιδιών και στη Μανωλίτσα, ένα ελληνικό επαρχιακό χωριό,όπου το ζωτικότερο ρόλο έχει φιλόδοξα αναλάβει κατ' αποκλειστικότητα η βιτρίνα του μαγαζιού του Μπαρμπα-Γάντζου, του ντόπιου παιχνιδοπώλη. Τα παιδιά, λοιπόν, κι εκεί πορεύονται (όπως γίνεται και στην πραγματική ζωή) με ό,τι τους εξοπλίζει ο κόσμος των μεγάλων. Δηλαδή εχθρότητα, αντιπαλότητα, ανταγωνισμό· κοινώς τον πόθο να φάει ο ένας το κεφάλι του άλλου.

Κι όλα βαίνουν καλώς, και θα πήγαιναν ακόμη καλύτερα για το μαχητικά εμπνευσμένο Παγκόσμιο Συνέδριο Παιχνιδοποιών, που πρωτοστατεί στην προώθηση των παιδικών πολεμικών σύνεργων. Εκεί ο ελληνικός αντιπρόσωπος, κ. Τσιτσιφιόγκος αναδεικνύεται σε πανούργα φυσιογνωμία, επιδεικνύοντας την επιτυχία της Μανωλίτσας και όχι μόνο. Μόνο που μετά από σειρά αποτυχημένων κι επιτυχημένων πολεμικών σχεδίων επιθέσεων κι ενεδρών στη Μανωλίτσα, των οποίων τον έλεγχο έχουν αναλάβει οι δυο επικεφαλής των αντίπαλων παρατάξεων, ο Θανάσης, ο Αρχηγός και ο Φώτης, ο Στρατάρχης εμπλέκεται ο Άμαχος πληθυσμός. Αυτόν τουλάχιστο αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο ενός φιλήσυχου χωριανού, με αναπηρίες και χωρίς πόρους και συγγενείς, που κατοικεί στον παλιό μύλο της περιοχής κι εμπλέκεται άθελά του στις εχθροπραξίες, «πέφτωντας» στο πεδίο της μάχης, καθώς κατευθύνεται προς το «σπίτι» του. Κάπου εκεί, και με απώτερο σκοπό να αποτρέψει τα παιδιά από τις πρόωρες πολεμικές ασκήσεις και τη διάβρωση των μυαλών τους από σκέψεις μάχης, βγαίνει στο προσκήνιο ο κύριος Γουργούρης, ο φαρμακοποιός και ήρεμη δύναμη του χωριού, ευαγγελιζόμενος την ειρήνη.
Στα δικά μου μάτια το βιβλίο μοιάζει εύκολα προσεγγίσιμο από τον κόσμο των μικρών παιδιών που μόλις έχουν αρχίσει να αγγίζουν τη χαρά της ανάγνωσης στην πρώιμη σχολική ηλικία. Είναι γεμάτο με ήρωες και περιπετειώδη περιστατικά – ο Φώτης, ο Στρατάρχης και η μάχες γύρω από το λόφο του Μπάρδα που διαδραματίζονται στην κορύφωση του βιβλίου αποτελούν ενδεικτικά μόνο παραδείγματα. Μια ματιά από τον κόσμο ενός ενηλίκου, ωστόσο, εύκολα φέρνει στο φως πως πρόκειται για βιβλίο μιας άλλης εποχής· μιας περιόδου που χρωματίστηκε έντονα από το φόβο του Ψυχρού Πολέμου και της αμφιβολίας για το αύριο που ο αντίκτυπός του είχε καταφέρει να διασπείρει. Στην εποχή μας, μιας και οι θερμές εχθροπραξίες έχουν πια ξεπεραστεί ο πόλεμος μοιάζει κάτι απροσδιόριστα μακρινό· ένα είδος ψυχρότητας κι εξάσκησης στην αυτοσυγκράτηση έχουν προ πολλού πάρει τη θέση του τόσο στις διακρατικές, όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις με τα αποτελέσματα να είναι εξίσου δραματικά με την απόλαυση της ηρεμίας και της ασφάλειας που προσφέρει ένα παρατεταμένο καθεστώς ειρήνης: οι άνθρωποι προτιμούν να κρατούν για τον εαυτό τους τόσο τις διαφωνίες που αισθάνονται όσο και τα θερμότερα των συναισθημάτων. Όπως κι ο ίδιος ο Παυλίδης έχει σε πρόσφατη συνέντευξή του ξεκαθαρίσει ζούμε πλέον πολύ μεγαλύτερο ποσοστό της ζωής μας μπροστά σε “οθόνες παρά διαφωνούμε μεταξύ μας”.
Και με την ευκαιρία της αναφοράς του ονόματός του, ας επιστρέψουμε για λίγο πίσω στο θρυλικό ελληνικό ροκ συγκρότημα. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω βρει ακόμη βίντεο ή συνέντευξη όπου ο δημοφιλής μουσικός να αναφέρει ότι ο τίτλος του βιβλίου έδωσε το όνομα στα μουσικά Ξύλινα Σπαθιά· τουναντίον έχει παραδεχθεί πως κάτι που είδε σε κάποια ταινία αποτέλεσε την αφορμή του εν λόγω ονόματος, ακόμη κι αν σε πάμπολλες πηγές και ιστοσελίδες το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρεται ως έναυσμα για την επιλογή. Ανεξάρτητα από το ακριβές σημείο αφετηρίας της έμπνευσης για την ονοματοδοσία (πέρα απ' όλα πρέπει να αναγνωρίσουμε τον απαραίτητο χώρο στο δημιουργό για να διηγηθεί την ιστορία που τον εκφράζει, αν και πιθανώς κι αυτήν που περιέχει τη μεγαλύτερη δόση αλήθειας), η αφετηρία της σκέψης του είναι εμφανής με γυμνό μάτι σε κάποιον έστω κι ελάχιστα εξοικειωμένο με τη δουλειά των Ξύλινων Σπαθιών, για όσο τουλάχιστο διήρκεσε. Ένα αθώο πολεμικό παιχνίδι απέναντι στην εμπορευματοποίηση που τόσο απλόχερα πρόσφεραν τα ελληνικά ΜΜΕ το επίμαχο διάστημα του μεσουρανήματός τους· ένα είδος αντίστασης στη νοοτροπία της αναπαραγωγής και της υποκρισίας του καλλιτέχνη και του φιλότεχνου· το ταυτόχρονο ύψωμα τεσσάρων μουσικά αντιηρωικών αναστημάτων είναι τα πιο ιδανικά χαρακτηριστικά τους που θα θυμόμαστε πάντα. Χωρίς να διατείνομαι πως σ' αυτούς και μόνο συνοψίζονται αποκλειστικά οι λόγοι για τους οποίους πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσετε το βιβλίο ή να το συστήσετε στα παιδιά σας ή σε παιδιά που ξέρετε. 

 
Μια ελπίδα που αντηχεί ακόμη για ειλικρινή αυθεντική επικοινωνία με τον άλλο ίσως είναι ο πιο συγκροτημένος λόγος – κάτι που έχουμε πάψει από καιρό να μαθαίνουμε να εκτιμάμε. Ο Παντελής Καλιότσος και τα Ξύλινα Σπαθιά του, αλλά και τα άλλα, τα ελληνικά ροκ-εναλλακτικά Ξύλινα Σπαθιά είναι με το έργο τους ακόμη εδώ να μας το θυμίσουν.

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου