Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Αν Τύχει κι Ερωτευτείς...

Επέμεινα στη θέαση της ταινίας Αν του Χριστόφορου Παπακαλιάτη πρόσφατα, αλλάζοντας μάλιστα το μηνιαίο πρόγραμμα ταινιοκατανάλωσής μου, κυρίως επειδή σκέφτηκα πόσο πολλά θα ξαναθυμόμουν από όλα αυτά που μου έχει φέρει στο μυαλό αυτή η ταινία. Παρά τις ατράνταχτες αδυναμίες της, θα υποστηρίξω ακάθεκτη, όπως έχω κάνει και στο παρελθόν, πως η ταινία δεν αποτελεί το απόλυτο χάσιμο χρόνου: δεν περιττεύει το να εξερευνήσει κανείς τη συμβολική αξία της στην απόδοση πτυχών της ανθρώπινης ύπαρξης και του φαινομένου της ζωής.


Ο Δημήτρης (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) είναι σκηνοθέτης και ζει στην Πλάκα. Το αν θα γνωρίσει ακαριαία, τη στιγμή άφιξης της αφήγησης, ή όχι, τον έρωτα της ζωής του εξαρτάται από το αν θα βγάλει βόλτα το αγαπημένο του λυκόσκυλο που αποκαλεί Μοναξιά ή όχι. Στην πρώτη περίπτωση, θα γνωρίσει τη Χριστίνα (Μαρίνα Καλογήρου), που παραλίγο να πατήσει τη Μοναξιά με την αντίκα-αυτοκίνητο της γιαγιάς της. Θα την ερωτευτεί (για την ακρίβεια, θα ζήσει τρελά κι απόκοσμα παθιασμένα συναισθήματα!), και σύντομα θα καταδυθούν στην προσπάθεια να ενσαρκώσουν ένα ευτυχισμένο ανδρόγυνο με παιδί, με ανάμικτα αποτελέσματα και εκατέρωθεν παράπλευρες απώλειες. Στη δεύτερη περίπτωση, θα παλέψει μόνος του με τα κυριολεκτικά και μεταφορικά χτυπήματα μιας βίαιας διάρρηξης, την αντιμετώπιση της μοναξιάς και της απορρέουσας κατάθλιψης. Και στις δύο περιπτώσεις το ελληνικό μεγαλείο της κοινωνικοοικονομικής κρίσης και των καθημερινών συνεπειών της θα αναγγείλει σταθερά την έναρξη της διείσδυσής του στον καθημερινό κόσμο των ηρώων, αν και σε μια πρωτόλεια, επιφανειακή κινηματογραφική μορφή.
Βρίσκω την ταινία ενδιαφέρουσα, αν και όχι ανεκτίμητη ή μοναδική, κυρίως όσον αφορά την υπογράμμιση της δύναμης του τυχαίου. Στην παντοδυναμία της τύχης οφείλουμε άπειρα δυστυχή κι ευτυχή γεγονότα που επιδρούν ποικιλοτρόπως στη ζωή μας, ακριβώς όπως ο Δημήτρης και η Χριστίνα της χρωστούν εύσημα για τη μοιραία συνάντησή τους και στις δύο ιστορίες. Ιδιαίτερα κομβική φαίνεται η σημασία της τύχης και στην απολυτότητα του πάθους μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών στην πρώτη ιστορία και, γι' αυτό, στον εύθραυστο χαρακτήρα του συναισθήματος που απεικονίζει. Όταν αντιλαμβανόμαστε πως μια ευκαιρία που το απόλυτα τυχαίο μας προτείνει βρίσκεται μπροστά μας, πρέπει απλώς να ακολουθούμε του δρόμους που μας δείχνει, αν πραγματικά τρέφουμε λαχτάρα για να ζήσουμε και να ανακαλύψουμε κάτι νέο.


Στα συν κρίνω να ανήκουν εξίσου και τα υπερρεαλιστικά στοιχεία της ταινίας, όσο κι αν ο γνωστός σκηνοθέτης και ηθοποιός ακολουθεί πιστά τα εξασφαλισμένα αμερικάνικα πρότυπα αναπαραγωγής τους. Ο ασταμάτητος δρόμος που τρέχουν οι πρωταγωνιστές φωτίζει την παραφορά στη φύση των ερωτικών αισθημάτων, όσο και τη συχνά επιτακτική κι άσβεστη ανάγκη μας για τον Άλλο στην κορύφωση της άκαμπτης, άνευρης εργένικης πραγματικότητάς μας. Το ομαλό πέρασμα μιας σχέσης από ποικιλόχρωμες φάσεις ταυτόχρονα με την εναλλαγή των εποχών ενός χρόνου το διασκέδασα εμφανώς λιγότερο, κυρίως λόγω της έλλειψης πρωτοτυπίας· αν και θα επιμείνω πως η επισήμανση της αποκλειστικά μυθοπλαστικής δύναμης μιας ταινίας παρέχει τα δικά της οφέλη στον κόσμο ερμηνείας του θεατή, που μπορεί να κρίνει ό,τι παρατηρεί πλέον με πιο αποστασιοποιημένο κι αμείλικτο τρόπο.


Δεν αρκεί, ωστόσο, να παρατηρήσει κανείς πως οι διάλογοι είναι κάπως επιτηδευμένοι. Εντελώς ξεκάθαρα, οι σεναριακές στιχομυθίες των κεντρικών ηρώων δεν αντικατοπτρίζουν αντίστοιχες που θα μπορούσαν να έχουν εκτυλιχθεί σε παρόμοιες καταστάσεις της πραγματικότητας. Κι ακόμη κι αν αυτό αποδοθεί αποκλειστικά στον υπέρμετρο ρομαντισμό και στην ακατάσχετη διάθεση για πρωτοτυπία του δημιουργού παραμένει μια από τις αδυναμίες της ταινίας. Ένας έντονος καβγάς που να προσιδιάζει περισσότερο στην καθημερινότητα ενεργού και μαχόμενου με τη σκληρή πραγματικότητα της κρίσης ζευγαριού θα πρόσθετε επιπλέον φινέτσα, αλλά κι αισθητά περισσότερο βάθος στην προσπάθεια του σκηνοθέτη-σεναριογράφου να αποτυπώσει την παντοδύναμη επίδραση και σημασία της ερωτικής ιστορίας και σχέσης στη ζωή μας.
Ανάλογο βάθος απουσιάζει κι από την αφήγηση των συναισθημάτων και των καταστάσεων. Στο Αν, ως επί το πλείστον, ο έρωτας αντιμετωπίζεται ως μια έτοιμη τροφή στην οποία καταφεύγεις τις στιγμές έντονης επιθυμίας για να γίνεις καλά· όχι σαν κάτι εξελικτικό που αντιπροσωπεύει στο σύνολό του την εξελικτικότητα όλων των ανθρώπινων συνειδητών και ασυνείδητών σου στοιχείων. Μια ρηχή ροπή προς την εναλλαγή καταστάσεων χαρακτηρίζει τα πάντα στην ταινία, άσχετα αν εύχεσαι με όλη σου την ψυχή να είναι έτσι αψεγάδιαστες, ιδανικές και ασφαλείς οι εκφάνσεις της επόμενης ερωτικής κατάστασης που θα σου τύχει.
Τέλος, θεωρώ το εγχείρημα του να αποτυπωθεί μέρος του αντίκτυπου των συμπτωμάτων της ελληνικής οικονομικής κρίσης φιλόδοξη σκέψη, αν και φοβερά άκαιρο στην εκτέλεση, όπως το κρίνουμε πια. Ίσως ο αποφασιστικά διαπεραστικός χαρακτήρας του ιδιαίτερα απειλητικού φάσματος των συνεπειών της στη ζωή μας να έχει, τουλάχιστον σ' ότι αφορά αυτή τη διαπίστωση, ενεργήσει καταλυτικά στο «είναι» μας. Ελπίζω η αποτύπωσή της σε επόμενες ταινίες του να υπάρξει πιο πετυχημένη, αν κι οποιοσδήποτε θα αναρωτιόταν πως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο από δημιουργό, όπως ο προσφιλής Χριστόφορος Παπακαλιάτης, ο οποίος, χάριν ευγονίας, δεν πρόκειται ποτέ να αισθανθεί στο πετσί του τις μύχιες πλευρές του προβλήματος.


Ξαναδείτε, λοιπόν, το «Αν», για να σας προσελκύσει έστω κι ελάχιστα η κεντρική σημασία της δύναμης της ύπαρξης του έρωτα και για τη δική σας ύπαρξη. Κρατήστε, ωστόσο, τις επιφυλάξεις σας ως προς το ότι ένα κινηματογραφικό ντεμπούτο μετά από ανάβλυσμα τηλεοπτικής δημιουργίας πολλών σίριαλ μπορεί να είναι αριστουργηματικό.

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου