Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Η Ζωή Αφού Χάσαμε τον Μπαμπά

Τυχαία όσο ενδεχομένως και άκαιρη, η επιλογή αυτού του βιβλίου για την αναγνωστική μου λίστα έγινε γιατί ήθελα με λαχτάρα να διαβάσω κάτι του συγκεκριμένου συγγραφέα για να βιώσω τελείως αποσπασματικά, χωρίς εμφανείς παρωπίδες τη γεύση μέρους της δουλειάς του – επίσης μέρος της πρόσφατης στροφής μου προς πιθανά αξιόλογους Έλληνες συγγραφείς (ένεκα παρελθόντων απογοητεύσεων παραμένει πάντα το ερωτηματικό μέσα σου). Η πολυσημία της φράσης που αποτελεί τον τίτλο του μυθιστορήματος του Βαγγέλη Ραπτόπουλου δεν είχε αργήσει φυσικά, μερικές στιγμές πριν, να παίξει το δικό της ρόλο.

Πορτραίτο των Ίσα και Άιβαν Μπάρτνετ από το Λεόν Καρπ

Έχω ατέρμονα επιχειρηματολογήσει σε συζητήσεις που έχω κάνει επί εύρους περιπτώσεων ότι η υπερβολική παρουσία γονιών στη ζωή κάποιου (και με τη λέξη παρουσία δεν εννοώ εδώ την απλή ύπαρξη, αλλά ένα είδος πλήρους συμμετοχής) είναι σίγουρα βαθιά προτιμότερη από την απουσία ή την αδιάφορη παρουσία, που συχνά καταλήγει να σημαίνει κάτι πολύ παρόμοιο με την προηγούμενη. Με λίγα λόγια, η καθοδήγηση είναι πολύτιμη, ακόμη κι αν συνοδεύεται από κύματα έντασης της αμφισβήτησης ή της βαρεμάρας των τέκνων, σε σχέση με την πλήρη έλλειψή της, που μας αφήνει παντελώς μόνους να παλέψουμε με έναν ακατανόητο, άγνωστο κόσμο-ζούγκλα που αξιώνει να κατακτήσει όλη την ουσία των αποθεμάτων του ψυχικού και πνευματικού μας κόσμου· κι ακόμη περισσότερα.
Αναγκαστικά ελλείψει των ελαχιστότερων ψηγμάτων αυτής της καθοδήγησης, ο Άγγελος, ο ήρωας του «Χάσαμε τον Μπαμπά», ζει κι ο ίδιος μια ζωή χαμένη, καθορισμένη στο λεπτομερέστερο βαθμό από την πατρική απουσία. Φτάνει στο απόγειο μιας ερωτικής σχέσης με τη Στέλλα, μια χωρισμένη γυναίκα με παιδιά, μεγαλύτερη απ' αυτόν, αδύναμος να υποστηρίξει την ίδια του την επιλογή. Ενώ ζει τον απόλυτο έρωτα σε κάθε επίπεδο, δε μπορεί να αναλάβει τα ηνία του εαυτού του ή την ευθύνη των πράξεών του να μείνει στο πλευρό της φροντίζοντας αυτήν και τα παιδιά της· κι ο μόνος δρόμος που του ανοίγεται και τον ακολουθεί για να κατανοήσει το λάθος του είναι ο συνδυασμός της ανάγνωσης των γραπτών του πατέρα του, που του παραδίδονται χειρόγραφα μετά το θάνατό του, καθώς και η δύναμη της προσωπικής γραφής ως ψυχοθεραπείας. Τα γραπτά αυτά για το πρώτο διάστημα που ο πρόγονός του ζούσε με τη θεία του Τίνα, λίγο μετά το πανεπιστήμιο, και αισθητά αρκετά χρόνια πριν εγκαταλείψει τη μετέπειτα σύζυγο και το παιδί του, για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του με την ίδια γυναίκα, ξυπνούν στον ήρωα αναμνήσεις από τις πρώτες στιγμές αυτής της εγκατάλειψης, όταν πραγματικά ή στη φαντασία του βασάνιζε τους άλλους ενοίκους της πολυκατοικίας του, εξαιτίας της άρνησής τους, κατά τη διάρκεια μιας φαινομενικά «ακατάλληλης» ώρας να ασχοληθούν μαζί του. Έτσι, ο αναγνώστης αποκτά όλο και πιο μεστή ιδέα για τη σύνδεση παρελθόντος και παρόντος· όσο για το μέλλον, θα αποφύγω να προδώσω το τέλος του βιβλίου, απλά λέγοντας πως κατά τρόπον τινά σκιαγραφείται προβλέψιμο, ως απόρροια των προηγούμενων, στη σκιά του πατέρα.
 Μπράις Μπράουν, Πατέρας και Γιός
Δεν αποστρέφομαι τη γραφή και το ύφος του συγγραφέα, παρ' όλο που δεν υπακούει στις πιο συνήθεις επιλογές μου να πάει τον αναγνώστη ένα βήμα πιο πέρα – αποφεύγει, δηλαδή τις συναισθηματικογλωσσικές εξάρσεις και περισσότερο προσιδιάζει σε ένα στυλ απλό και καθημερινό. Η λανθάνουσα αξία που το χαρακτηρίζει βρίσκεται ενδεχομένως ως επί το πλείστον στην κατά γράμμα επιτυχημένη πορεία του ύφους γραφής να ακολουθήσει τον ψυχικό κόσμο και τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του ήρωα, μέσα από τα οποία ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να παρατηρήσει την ηχώ δικών του (παρά το γεγονός ότι συχνά έχεις την αίσθηση ότι ο αρσενικός αρρενωπός αναγνώστης είναι που θα μπορούσε να ταυτιστεί κάπως εγγύτερα από επακριβώς). Η γενικότερη ελλειπτικότητα που χαρακτηρίζει το σταδιακό ξεδίπλωμα της αφήγησης είναι ένας επιπλέον παράγοντας, πέρα από το ήδη γοητευτικό ξεδίπλωμα της πλοκής στο καθρέφτισμα των πράξεων πατέρα-γιού για να θέλεις να συνεχίσεις να γυρίζεις με νόημα τις σελίδες. Και η πρωτοτυπία του θέματος φυσικά, τουλάχιστον στον κόσμο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας που μέχρι στιγμής έχω αντικρίσει.
Αυτό το τελευταίο, παρ' όλο που η πατρική φιγούρα στον ελληνικό μικροαστικό κι όχι μόνο κόσμο συνδυάζει την παντοδυναμία με την απομάκρυνση, μια εικόνα που ελάχιστους από εμάς θα μπορούσε να καταπλήξει. Για του λόγου το αληθές, αν κοιτάξετε γύρω σας, δε θα δυσκολευτείτε καθόλου να ξετρυπώσετε ανεξάντλητες περιπτώσεις πατεράδων που απομακρύνθηκαν από την οικογενειακή εστία μια ωραία πρωία ή, που εν πάσι περιπτώσει, χώρισαν με τις συντρόφους τους και δεν ξαναφάνηκαν ποτέ ούτε σε μορφή συσκευασίας δώρου για τα παιδιά τους – χωρίς να προσπαθώ εδώ να πω ότι το οικονομικό είναι το βασικότερο θέμα, αφού είναι εμφανές κι από το μυθιστόρημα ότι ό,τι ουσιαστικότερο σε επίπεδο σχέσης είναι ακριβώς αυτό που λείπει από αυτά τα παιδιά. Από την άλλη, η κάπως άκαμπτη πατρική φυσιογνωμία του πάτρωνα, που επιδεικνύει τη γενναιοδωρία του με την εξελικτική οικονομική ενίσχυση που παρέχει στα παιδιά, επιτρέποντας τους συγκεκριμένα όρια, ακόμη και μέχρι την ενήλικη ζωή τους, με την απειλή ότι θα τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια τους κάποια αόριστη στιγμή, στερώντας τους το μπαξίσι, είναι εξίσου ένα κοινό ελληνικό πρότυπο, από το οποίο ο κεντρικός ήρωας πολύ θα επιθυμούσε να γαντζωθεί, αλλά δεν του παρέχεται με τον κλασικό πατροπαράδοτο τρόπο στο βιβλίο.
Για να μην τα πολυλογούμε, είναι κάτι σαν να βρίσκεται εντυπωμένο στο DNA μας της ελληνικής νοοτροπίας· κι ας παλεύουμε ολημερίς μετακρισιακά ακριβώς με ό,τι ο Άγγελος αντιμετωπίζει στο «Χάσαμε τον Μπαμπά». Οποιοδήποτε φάντασμα πατρικής φιγούρας έχει, κι όσον άφορά την ελληνική κουλτούρα, αποδημήσει εις Κύριον προ πολλού· τόσο στην πολιτική και στην τέχνη, όσο στον επαγγελματισμό και την ηθική. Είμαστε μόνοι μας σε καθεμιά από τις δύσκολες αποφάσεις που απλώνουν μπροστά μας την πολυπλοκότητα των σύγχρονων σχέσεων και καταστάσεων κι οφείλουμε να ενεργούμε με τη δική μας κρίση, αυτή που με το δικό μας κόπο και τις σπασμωδικές μας κινήσεις έχουμε θρέψει. Αλοίμονο αν επιδεικνύουμε καθημερινά την αναπηρία του ήρωα στους χειρισμούς, μόνο εξαιτίας του άλγους μιας απροσδιόριστης στέρησης που ανοίγει μέσα μας αυτοκαταστροφικά μονοπάτια.

Αλλά αυτά είναι μόνο προσωπικές σκέψεις. Προς το παρόν, δέσμιοι της επικαιρότητας, ας παρακολουθήσουμε αναπαυόμενοι ως έθνος πως «Χάσαμε τον Μπαμπά».

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Η Κατάθλιψη της Κυριακής

Για άλλη μια φορά με αφορμή παραίνεση κάποιου από εσάς. Συχνά οι σιωπηλές μέρες ή οι μέρες από τις οποίες δε θυμόμαστε κάτι που μοιραστήκαμε με κάποιους άλλους είναι και αυτές για τις οποίες μιλάμε λιγότερο. Αυτές ακριβώς τις Κυριακές της αφάνειας θα μνημονεύσω σ' αυτήν εδώ την ανάρτηση· κι ευελπιστώ πτυχές που όλοι έχουμε ζήσει να αποτυπωθούν αντιπροσωπευτικά.
Η Κυριακή εξ ορισμού είναι η μέρα που ο καθένας μας μπορεί -όταν μπορεί- να αφιερώνει στον εαυτό του. Η μέρα που, όταν τουλάχιστον αυτό είναι απολύτως εφικτό για πολλές ψυχές του κόσμου, δε χρειάζεται να πάει στη δουλειά του γιατί το θέμα των προς το ζην του έχει ήδη ρυθμιστεί από τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας. Που μπορεί να καθίσει και να σκεφτεί τι του αρέσει σ' αυτό τον κόσμο τόσο απόλυτα και τι τον προβληματίζει. Να βγάλει ένα συμπέρασμα για το αύριο και τουλάχιστο να προετοιμαστεί να υποδεχθεί τη γεμάτη εβδομάδα που έρχεται, με διάθεση ικανή να αγκαλιάσει από τα δυσχερώς ανεκτά και συνηθισμένα, ως κάθε καινοτόμα λεπτομέρεια, που μπορεί να παρουσιαστεί στο δρόμο του θεόσταλτα κι αιφνιδίως.

Ντάι Χούιν, Η Αποστολή του Μπλε Φεγγαριού
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη της Κυριακής. Αυτή του απελπιστικά άδειου ποτηριού. Αυτή της διαπίστωσης πως είσαι μόνος στη διάρκεια μιας ταινίας ταυτόχρονα με την παντελή απουσία οποιουδήποτε να μοιραστεί τον πόνο σου. Τη διάρκεια του χουζουρέματος, την ξαφνική ανακάλυψη του τραγουδιού που πολύ παλιά είχες ακούσει και συνεχώς έψαχνες, ένα μεσημεριανό ύπνο με αξιώσεις διαρκείας κι ένα απόγευμα-βράδυ σε αναμονή κάποιου απροσδιόριστου γεγονότος που βαθιά μέσα σου πάντα ήξερες ότι θα έρθει, παρ' όλο που η αίσθηση μομέντουμ μέσα σου αδυνατεί να καταλάβει τι ακριβώς είναι.
Είναι η μέρα της σιωπής. Η μέρα που μπορείς να βγεις στους δρόμους της μικρής πόλης όπου κατοικείς και να μη σε πάρει είδηση κανείς, ακόμη και να σε αφήσει ηθελημένα να τριγυρίζεις αισθητά απαρατήρητη, αν σε δει, από φόβο μην τρομάξει την απόλυτη ησυχία και παγωμάρα της ημέρας. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ίσως φταίει η κρίση που κάποιο είδος χαράς μοιράσματος της εβδομαδιάιας αργίας έχει άτυπα καταργηθεί ή ασυνείδητα κατακεραυνωθεί. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως η μετακρισιακή πραγματικότητα και η στενοχώρια της μπήκε μια μέρα σαν κομψή, άτολμη, αθόρυβη κυρία κι έκλεψε το μοναδικό ανεπανάληπτο γεγονός αυτής της μέρας από τη ζωή μας.
Είναι η μέρα που στα σπίτια πολλών δεν είσαι -έτσι κι αλλιώς, πλέον- ευπρόσδεκτη. Μπορεί να μονοπωλούν το ενδιαφέρον σου την ώρα που περπατάς, μεσημέρι πια, στους επαρκώς φαρδείς συνοικιακούς δρόμους της πόλης, με τα Κυριακάτικα γαστρονομικά αχνίσματα και τις παιδικές μυρωδιές τους· ωστόσο η κυρίαρχη κουλτούρα μας στους σινγκλς το θέτει απολύτως ξεκάθαρα. Από τη στιγμή που αποφάσισες -άσχετο αν στην τελική ήταν ξεκάθαρα απόφαση δική σου- να είσαι μόνος σου, βρες έναν τρόπο να λουστείς μια τέτοια μέρα. Να την αξιοποιήσεις τελοσπάντων -κάπως ωραιοποιώντας το- όπως θέλεις εσύ.
Ο σωστός τρόπος να σκέφτεσαι, βέβαια, είναι πως, ακριβώς εκεί που ατενίζεις το ιδανικό, συχνά ο καθένας είναι χωμένος στη δική του μονότονη και μοναχική πραγματικότητα. Πολλές φορές το «μαζί» που σου καταμαρτυρούν και που την ίδια στιγμή νιώθεις πως σου καταληστεύουν -επειδή δικαιωματικά με κάποιο τρόπο έπρεπε να σου ανήκει- είναι απλώς μια αφορμή για κάτι επιδερμικό ή η προσπάθεια να αναστήσουμε ή να ζήσουμε κάτι που δεν υπάρχει. Δυστυχώς δεν υπάρχει κολακευτικός τρόπος να το αναγνωρίσεις αυτό· καθώς ούτε και να αποφύγεις οριστικά τη διαιώνισή της αναμάσησής της πιθανότητας για ύπαρξή του.
Μπορείς, ωστόσο, όχι να πιέσεις τον εαυτό σου να σηκωθεί και να προβεί στα καθημερινά όπως, έτσι κι αλλιώς, θέλοντας και μη, κάνεις έξι μέρες την εβδομάδα. Μπορείς, για παραπάνω από μια στιγμή, να ανασύρεις σκέψεις που αποθήκευες όλη την εβδομάδα για να ξαναπιάσεις από την αρχή· ή να ριχτείς πρόθυμα στις δραστηριότητες που λόγω έλλειψης χρόνου είχες αόριστα μεταθέσει για αργότερα. Μπορείς να πιάσεις κυριολεκτικά ή/και μεταφορικά μια ευκαιρία με διάθεση να αποκαλύψεις τι είναι αυτό που στ' αλήθεια έχει να σου προσφέρει, ειδικά αν πρόκειται για κάποιο άλλο συνάνθρωπο το «είναι» του οποίου έχεις φτάσει να εκτιμάς. Οτιδήποτε κι αν ιδιόχειρα αποφασίσεις, κρίνεται χρήσιμο να σκέφτεσαι πως είναι σε σημαντικό βαθμό στο χέρι σου να μην αφήσεις άλλη μια «ελεύθερη» μέρα να εκπνεύσει οριστικά χαμένη.

Ντάι Χούιν, Τοπία Ονείρων κι Εφιάλτες
Το νόημα της Κυριακής μπορεί να μοιάζει άνοστο και μελαγχολικό, μα ακόμα σε περιμένει. Μοιράσου κάτι με κάποιον άλλο ή γνώρισε λίγο καλύτερα τον εαυτό σου: πάντως πάρε μια για πάντα κι επιτέλους στα χέρια σου την Κυριακή σου.



By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Διαδρομές ΙΙ

  απομάκρυνση-αναπολώντας τη Σόφι

Είχε καθίσει πίσω στο βαγόνι, όπως ούτως ή άλλως συνήθιζε, κι αφήσει λίγες στιγμές να περάσουν, ώσπου ν'αρχίσουν να εναλάσσονται με περισσότερη δύναμη τα τοπία· για να αποκρυσταλλωθεί μέσα του η στιγμή. Ύστερα πήρε το σημειωματάριο που του είχε γίνει συνήθεια τελευταία να κουβαλάει συνέχεια στην τσέπη του σακακιού του, που εμφανώς αψηφούσε τις άγριες διαθέσεις των καιρικών συνθηκών των μερών που είχε αρχίσει να περιδιαβάζει. Όλα του φάνηκαν πολύ εύκολα τότε και δεν υπήρξε όριο σ' αυτά που έγραφε κι ήταν ένας τρόπος πολύ απλά να τα λέει στον εαυτό του, αδιαφορώντας για ο,τιδήποτε άλλο. Αυτό τουλάχιστο γιατί του ήταν εύκαιρο να σκεφτεί πως ίσως δεν υπήρχε καμία ρεαλιστική περίπτωση να τον ακούσει να βγάζει από το στόμα του τραγουδιστά αυτές τις λέξεις. Αλλά απέφυγε αυτή τη σκέψη χωρίς να χρειαστεί να επιμέινει στον εαυτό του πως δεν την είχε ξανασυναντήσει. Το μόνο που μετρούσε τώρα ήταν να πει ακριβώς αυτά που ένιωθε κι έβλεπε τώρα για εκείνη τη στιγμή, η γεύση της οποίας κρατιόταν καλά ακόμη μέσα στο μυαλό του· κι οι ομοιοκαταληξίες που του κατέβηκαν δεν ήταν άσχημες. Σκέφτηκε τότε: «αυτός είναι ο τρόπος» και πως σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση του δινόταν η ευκαιρία να αποδώσει αυτό που μόλις είχε νιώσει ως αποτέλεσμα αυτού που μόλις είχε συμβεί, θα ακολουθούσε ακριβώς την ίδια ή παρόμοια μέθοδο.

Οι Αυθεντικοί Να Είσαι Άγριος και να Περιπλανιέσαι & ΣΙΑ, Ταξιδεύοντας με τρένο
Στην πραγματικότητα, ο αποχωρισμός δεν έλεγες πως απολάμβανε ιδιαίτερη σπουδαιότητα. Στο Ντίσελντορφ είχε δεχτεί να φιλοξενηθεί από ένα μακρινό ξάδερφό του· γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως δε θα εξαντλούσε τις δυνάμεις του εκεί. Ήταν έτσι κι αλλιώς ένα ταξίδι χωρίς συγκεκριμένη ιδέα προορισμού βασικά, που θα σημαδευόταν καθοριστικά μόνο από οτιδήποτε θα διατηρούσε την ιδιότητα να συνεχίσει να του προκαλεί το ενδιαφέρον ως το μέρος που θα αποφάσιζε ξαφνικά οριστικά να μείνει ή τη μέρα του γυρισμού του.
Η Σόφι, ωστόσο, δεν ήταν άτομο που μπορούσες να της αντισταθείς, παρ' όλο που γενικότερα δε μπορούσε να πει πως ήταν ειδικευμένος στη ζωή να αντιστέκεται. Η Σόφι ήταν ένα άτομο που θα της έδινες αυτό που σου ζητούσε την πρώτη στιγμή που σε κοιτούσε με επιθυμία· αλλιώς κινδύνευες να αψηφήσεις τη ζωή σου ή να νιώσεις χτηπημένος από κάτι.
Ή τουλάχιστον έτσι ένιωσε εκείνο το βράδι, που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αποκορύφωμα της γνωριμίας τους (σε κανέναν δε θα αρνιόταν πως μπορεί εξ ολοκλήρου η φυσιολογία της νύχτας να τον έκανε να αισθανθεί ή έστω να φανταστεί πως αισθάνθηκε αυτά τα πράγματα, γιατί πότε μπορούσες να είσαι σίγουρος για την αληθινότητα του αληθινού;). Τότε που είχαν πάει κάμπινγκ τέσσερα σώματα μεταμφιεσμένα σε δυο ζευγάρια. Ήταν από αυτές τις στιγμές της νιότης που ήταν προκαθορισμένο ότι θα ζούσες, άσχετα αν τελικά θα κατάφερνες να τις κάνεις δικές σου.
Είχε κλασικά γίνει κάτι, κι ο ξάδερφος του με την άλλη κοπέλα είχαν προσποιηθεί πως πηγαίνουν βόλτα – υπήρχε ξεκάθαρα η πρόφαση πως κάθε δυάδα ήθελε να μείνει μόνη της.
Εκεί η Σόφι άρχισε να σκαλίζει -τι το ήθελε;- τον πυρήνα της ζωής του. “Γιατί ταξιδεύεις;”, τον ρώτησε ευθέως, αρνούμενη συνειδητά να αποτραβήξει το βλέμμα της από πάνω του.
Είναι απαραίτητο να αλλάζεις παραστάσεις πού και πού”, απάντησε αυτός, όλο νόημα, “κι ύστερα σε κουράζει να βλέπεις τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους. Βαριέσαι θανάσιμα χωρίς να θέλεις να τους πεις τα λάθος πράγματα. Εγώ φυσικά έχω ήδη πει πολλά τέτοια”, και κοίταξε το άπειρο ή αλλιώς τη μορφή του αποτυπωμένη στην ημιτελή σελήνη που έφεγγε μελλοντικές φαντασιώσεις και ικεσίες.
Δηλαδή, σα να λέμε κάνεις ένα διάλειμμα”, αποφάνθηκε το κορίτσι, που ακόμη δεν είχε δείξει εμφατικά να καταλαβαίνει.
Από τον προηγούμενό μου εαυτό. Επ' αόριστον”, είπε μ' ένα χαμόγελο λες και του είχε έρθει ξαφνικά να απαγγείλει ένα σωρό αγαπημένα του ποιήματα. Στ' αλήθεια, τα ένιωθε αυτή τη στιγμή να έρχοται στο στόμα του κιόλας, αδυνατώντας να καταλάβει αν ήταν η νύχτα ή αυτός ο ίδιος που είχε φταίξει γι' αυτή την απροσδιόριστη μυστικιστική διαπροσωπική μαγεία του μοιράσματος.


Εκείνο το βράδυ του ήρθε κι έπαιξε, ίσως όχι μόνο για τη Σόφι, αλλά σίγουρα για τη Σόφι· όχι για να δικαιολογήσει την κιθάρα που είχε φέρει μαζί του, τη στιγμή που άλλα, θεωρητικά πιο απαραίτητα προσωπικά είδη δεν τον απασχολούσαν. Έπαιξε για εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον έτσι έβγαιναν από μέσα του οι λέξεις, όπως καταλάβαινε την κατάσταση· και σε μεγάλο βαθμό αισθανόταν πως και η Σόφι καταλάβαινε, πως έπιανε ακριβώς το ρυθμό της στιγμής: κάτι που μόλις είχε αρχίσει να συμβαίνει που παρόμοιό του δεν υπήρχε περίπτωση στην ιστορία των ανθρώπων και των πραγμάτων να ξαναγεννηθεί. Εκείνη είχε μια ήπια αντίδραση, κάτι τελείως ανοίκειο σε σχέση με τις κραυγές και τα έντονα σχόλια που είχε συνηθίσει σε μια ασφυκτική αίθουσα μικρού αριθμού ατόμων, όπου οι περισσότεροι ξέρουν το μικρό σου όνομα κι όμως δε φαίνεται να νοιάζονται καν για την ύπαρξη πραγματικού κέντρου του γεγονότος.
Κάπου εκεί ανάμεσα στην έξαψη, εξαιτίας της πραγματικής παρακολούθησης, και στο τέλος του μικρού ρεσιτάλ πρέπει να ήταν που εκείνη έκανε την κίνηση -μια κίνηση που γινόταν πιο έντονη εξαιτίας του εμφανούς της προτεταμένης τάσης των μελών της, κι όλα αυτά μέσα στη νύχτα- κι έπιασε το χέρι του· τον πρόλαβε, δηλαδή πριν ανάψει τσιγάρο που ήταν η δεύτερη φύση του, και είχε το θετικό να σε βγάζει πάντα από την αμηχανία, να σε βγάζει από τη θέση να σκεφτείς ποια ήταν η επόμενή σου κίνηση, ειδικά σε κάτι τέτοιες στιγμές όπως αυτή εδώ. Και υπήρχε γύρω τους ένα είδος ανθρώπινης αίσθησης που μεταδίδεται με τον αέρα, όσο το κρύο της νύχτας είχε ξεκάθαρα εγκατασταθεί.


Σ' όλα αυτά προσπαθούσε να ανατρέξει η μνήμη του με λεπτομέρειες, αλλά η μοναξιά που αισθανόταν στο τρένο, ειδικά τώρα, που σχεδόν όλοι οι συνεπιβάτες είχαν αποκοιμηθεί από ανυπομονησία λόγω υπερβολικής αίσθησης προσανατολισμού, που τώρα συνειδητοποιούσε πως του ήταν ανεκτίμητη. Κάτι που χρειαζόταν οπωσδήποτε για να οπλιστεί στη διαδρομή του για την επόμενη αντιμετώπιση του έξω κόσμου: όλα αυτά τα μάτια του κοινού που σε κοιτούσαν με την εξωπραγματική αίσθηση ότι ακριβώς εξαιτίας αυτού που είσαι, σίγουρα θα τους έχει απομείνει κάτι να απομυζήσουν. Έκλεισε το σημειωματάριο και κοίταξε έξω, όπου παρά τη συννεφιά, ένιωθε το αιώνιο φως που έλουζε τα πράγματα να πέφτει στη φύση και πιο πολύ στην ψυχή του.
  
Υ.Γ.: 1ο ΜέροςΔιαδρομές Ι

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Εξερευνώντας το Βασίλειο του Φεγγαρόφωτος

Θα ομολογούσε εύκολα κανείς πως κάθε ταινία του Γουές Άντερσον βλέπεται σαν εκστατικά αισθητική έκπληξη. Η συγκεκριμένη και αρκετά πρόσφατη (του 2012) αντιπροσωπεύει άγνωστες ευαίσθητες πτυχές των προεφηβικών μας παρορμήσεων, αν ειδωθεί με (όχι απολύτως τόσο ξεκάθαρα) μεταφορική διάθεση.


Οι ήρωές μας ζουν στο μικρό ήσυχο νησί της Νέας Πενζανίας (ελεύθερη μετάφραση από το αγγλικό New Penzance), σε μια ασφυκτικά μικρή κοινωνία του 1965. Ο σκηνοθέτης διαλέγει να παρακολουθήσει τις ζωές τους, όχι τυχαία, ελάχιστες μέρες πριν το ξέσπασμα μιας από τις εκρηκτικότερες καταιγίδες του δεύτερου μισού του αιώνα. Είναι η μέρα που ο Σαμ και η Σούζι, ύστερα από έναν ολόκληρο χρόνο κοινής ζωής από απόσταση, μέσω αλληλογραφίας, αποφασίζουν να το σκάσουν απ' όλους κι απ' όλα επ' αόριστον.
Η επιλογή τους σαφώς δεν είναι απόλυτα αδικαιολόγητη κι ανοργάνωτη. Η Σούζι προσπαθεί μάταια να επικοινωνήσει με κάποιον από την οικογένειά της χωρίς ορατό αποτέλεσμα (ή μάλλον με το όχι και τόσο ενθαρρυντικό αποτέλεσμα των ξεσπασμάτων βίας της και της ανάρτησης κάπου στο σπίτι ενός μίνι φυλλαδίου που, εμμέσως πλην σαφώς, τη χαρακτηρίζει δύσκολο παιδί). Ο Σαμ από την άλλη είναι ορφανός· τα έχει σχεδόν σπάσει με τη θετή του οικογένεια που έχει προσπαθήσει άδοξα να ανακαλύψει τα κουμπιά που θα τη βοηθούσαν να τον φροντίζει (και δεν είναι η πρώτη!)· δεν είναι ιδιαίτερα αγαπητός από τους συνομηλίκους του προσκόπους στην κατασκήνωση όπου ξεκαλοκαιριάζει· κι, ακριβώς όπως η Σούζι, διψά για περιπέτεια.
Κάπου εδώ σχεδόν ολοκληρώνεται η εξιστόρηση του προεφηβικού σύμπαντος των “παιδιών” στην ταινία και ξεκινά η δράση του βασιλείου των μεγάλων (που εδώ που τα λέμε αποτελεί μόνο δευτερευόντως άξονα δράσης του φιλμ). Μόνο που αυτός ο κόσμος, όπως και στην πραγματικότητα, είναι γεμάτος κρυφές απογοητεύσεις, μυστικές νευρώσεις, σπασμωδικές κινήσεις και προσεκτικά φυλαγμένες αποτυχίες. Είναι οι ενήλικες, δηλαδή, της ταινίας που φαίνονται, όσο κανείς άλλος, να συμπεριφέρονται σαν παιδιά, ενδεχομένως όπως η κατάσταση παραπαίει και στον αληθινό κόσμο, ενώ τα παιδιά-σχεδόν έφηβοι βαδίζουν σταθερά στα χνάρια της ζωής κι αισθάνονται ξεκάθαρα να ξέρουν τι θέλουν.
Όπως σε κάθε ταινία του Γουές Άντερσον, είναι αδύνατο να μην επαινέσεις αυτό το συγκεκριμένο απαράμιλλο ύφος που διαθέτει η τεχνική του. Που ίσως συνοψίζεται εύκολα στο ασύγκριτο στήσιμο σκηνικών και στην λεπτομερή τοποθέτηση και χρήση props που επικοινωνούν την ιδιαιτερότητα κάθε σημαντικού χαρακτήρα ξεχωριστά στο θεατή, καθιστώντας τον αναγνώστη στην κινηματογραφική διαδικασία για έστω και λίγες μόνο στιγμές. Έτσι, τα βιβλία της Σούζι, ακόμη και τα διαλεγμένα αποσπάσματα που διαβάζει στο Σαμ ή στον ίδιο και την παρέα του κατά τη διάρκεια της περιπέτειας χτίζουν προσεκτικά τη φυσιογνωμία της όσο και την ψευδαίσθηση του κόσμου της ταινίας, την ίδια στιγμή που προσφέρουν μια εναλλακτική όψη της μέχρι εκείνου του λεπτού πλοκής, μαζί με την ιδιότητά τους να μας μεταφέρουν στον κόσμο των επιρροών του Γουές που κατά κάποιο τρόπο έχουν αντικρίσει την προσδοκία της πλοκής της συγκεκριμένης ταινίας. Έστω κι αν είναι μόνο ορισμένες, το βάθος και η απόλαυση της κατάδυσης που προσφέρουν στη συγκεκριμένη διαδικασία αυτές οι στιγμές της ταινίας είναι αδύνατο να συγκριθούν με ανάλογη κινηματογραφική προσπάθεια.


Κι ο έπαινος δε σταματά εδώ. Παρά το γεγονός ότι, μετά την κορύφωση της κατάκτησης του ειδυλλιακού τοπίου, που σφραγίζει την παντοδυναμία του ιδανικού πρώτου εφηβικού έρωτα των πρωταγωνιστών, η δύναμη της πλοκής της ταινίας παραδίνεται όλο και περισσότερο στους απειλητικούς ρυθμούς της επαναληπτικότητας, οι πρωταγωνιστές πετυχαίνουν νέα ύψη. Οι εκπληκτικοί μικροί επαγγελματίες που ενσαρκώνουν το Σαμ (Τζάρεντ Γκίλμαν) και τη Σούζι (Κάρα Χέιγουορντ) δε θα μπορούσαν να ενσαρκώνουν πιο πειστικά τους κεντρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους, παρά το γεγονός ότι μια ταινία με προεφήβους-σχεδόν απόλυτους πρωταγωνιστές κάνει το κινηματογραφικό εγχείρημα να μοιάζει αδυσώπητα ανέφικτο. Θα τολμούσα να πω πως κόκκοι συγκρατημένου κι όμως εκρηκτικού λυρισμού της κλειστής Σούζι εκτοξεύονται στο θεατή μαζί με την εξερευνητική διάθεση του άτακτου, κι όμως τόσο αφοσιωμένου στο κορίτσι του, Σαμ. Η προσωπική μου αδυναμία, όσον αφορά την υποκριτική της ταινίας, παραμένει ο Έντουαρντ Νόρτον, στο ρόλο ενός τόσο χαμένου στον κόσμο του, που δε μπορεί να βοηθήσει στην εξαφάνιση ενός μέλους της κατασκήνωσης, αρχηγού προσκόπων, όσο κι ενός παθιασμένου χομπίστα που βρίσκεται ακριβώς στη σφαίρα δραστηριοτήτων όπου θα έπρεπε να είναι.
Φυσικά μια ανάρτηση για ταινία του Γουές Άντερσον (όπως και για τόσες άλλες τόσων άλλων) δε θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς ένα συσχετισμό του κόσμου του φιλμ με τον κόσμο του θεατή, που ένας επίμονος ρομαντικός σινεφίλ είναι αδύνατο να αποφύγει (κάτι που έτσι κι αλλιώς συμβαίνει γενικά). Η ασύγκριτη ομορφιά της φύσης, καθρεφτισμένη τόσο στα απίστευτα διαλεγμένα τοπία του φανταστικού νησιού της Νέας Πενζανίας, όσο και στα αποκρυσταλλωμένα στα κοντινά πλάνα, ιδαίτερα χαρακτηριστικά των προσώπων των δυο παιδιών-πρωταγωνιστών αδυνατεί να μη θυμίσει στο θεατή έστω και θραύσματα της ανεπιστρεπτί χαμένης αθωότητας της εφηβείας του. Και, συνεπακόλουθα, έστω και για δευτερόλεπτα να τον συγκινήσει. Γιατί η έκρηξη ενάντια στη συστημικότητα των συμπεριφορών του κόσμου των μεγάλων διατηρείται στην καρδιά όσων πραγματικά απόλαυσαν τις στιγμές του ακόμη και λίγο περισσότερο παρακινδυνευμένου ώριμου παιδικού παιχνιδιού. Γιατί η προσπάθεια να βρεις τον εαυτό σου, μέσα από την αντίδραση στην αποστείρωση της συγκεκριμενοποίησης του περιβάλλοντος δράσης σου, είναι συχνά, για κάποιους από εμάς, μια διαδρομή χωρίς τέλος.


Η περιπέτεια στον κόσμο του Βασιλείου του Φεγγαρόφωτος συναρπάζει όσο και η τακτική, κατά τη διάρκεια της ταινίας, στατικότητα της κάμερας που βυθίζει στο σύμπαν των ηρώων, όσο και στα άδυτα του ασυνειδήτου του δημιουργού του. Αξίζει να ακολουθήσετε τα μονοπάτια των αποχρώσεων της αποκάλυψής της.



By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Πού είναι ο έρωτας;

Μακριά από το να αποτελεί κρίσιμο ερώτημα της εποχής μας, το σύνθημα «Έρωτας ή τίποτα» σε απομακρυσμένα δωμάτια των ελληνικών συνειδήσεων, όσο και σε αθηναϊκούς κι όχι μόνο τοίχους, παραμένει. Κι αν είσαι απ' αυτούς που ακόμη αναρωτιούνται αν υπάρχει κάτι κρυμμένο ανάμεσα σ' αυτές τις τρεις λέξεις, ένα ερωτηματικό ηχεί βαθιά στο τέλος της φράσης ακόμη κι όταν τη διαβάζεις σιωπηλά, αλλά με νόημα από μέσα σου.


Αφορμή γι' αυτήν την ανάρτηση στάθηκαν δυο κείμενα, ένα άρθρο εφημερίδας κι ένα πορτρέτο περιοδικού, καθώς και μια αναδρομή στον παλιό εαυτό μου που πρωτοαντίκριζε τα τζινγκλς της κρίσης πελαγωμένος χωρίς κανενός είδους ένταση ως απόρροια κατανόησης οικονομικών δεδομένων.
Ξεκινώντας, όπως ξεκάθαρα κανείς διαπιστώνει στην εμπεριστατωμένη κι όμως τόσο αισθαντική παράθεση ιδεών και δεδομένων στην έντυπη και ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας "Το Βήμα", στη ρομαντζάδα της εγχώριας καθημερινότητας κυριαρχούν ισχνά κι απογοητευτικά δεδομένα όσο και μια σειρά από δίπολα που αναντίρρητα σε γεμίζουν αμφιβολίες. Μπορεί, από τη μια μεριά, στη σημερινή οικονομική κατάσταση της συρρίκνωσης των εισοδημάτων των εργαζομένων, των χιλιάδων απολυμένων, αλλά και των αμέτρητων ανέργων, που αγναντεύουν την επόμενη μέρα χωρίς ελπίδα, η έννοια της σχέσης να μοιάζει ανέφικτη κάτω από την πίεση των καθημερινών αναγκών, που πρέπει να καλυφθούν: μια πολυτέλεια που η ζαλάδα των ευθυνών στην οποία μπορεί να καταλήξει σε αποσπά από την ευχαρίστηση να αφεθείς στο ζεστό κρεβάτι που καταλαμβάνεις ισοβίως στην πατρική στέγη, το οποίο, κατά μία έννοια, δε σου ανήκει ακριβώς. Από την άλλη μεριά, δεν είναι αυτός ακριβώς ο έρωτας για κάποιο πρόσωπο, που η σκέψη του μπορεί να σε κρατήσει ζωντανό, ακόμη και κάτω από τις τρομερότερες των συνθηκών; Δεν είναι αυτός που μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις το φόβο και να ξεχυθείς να κατακτήσεις το άπειρο;
Στα αινίγματα της κρίσης, ο ελληνισμός απαντάει με τα διλήμματα που ανέκαθεν τον βασάνιζαν από τις απαρχές του. Απαντάει με τον σαδιστικό, ασφυκτικό εγκλεισμό σε μια εστία αγίας οικογένειας, που τα μέλη της χρειάζονται το ένα το άλλο, όπως οι εταίροι μιας επιχείρησης συνασπίζονται με στόχο το κοινό όφελος. Όπως ένα ορφανοτροφείο που συντηρεί μια σειρά από ορφανά που περνούν το σύνολο σχεδόν της ημέρας τους κοιτώντας απ' το παράθυρο, σε αναμονή της ημέρας που θα δραπετεύσουν ή θα ενηλικιωθούν για να απελευθερωθούν, ενώ εν αγνοία τους συνείδησή τους έχει διασπείρει τις προϋποθέσεις ώστε να μην ενηλικιωθούν ποτέ. Απαντάει με την τσακισμένη πραγματικότητα νέων που περιφέρουν τα σώματά τους στα κλαμπ της επαρχίας, στις πλατείας και στις υπηρεσίες κοινωνικών δικτυώσεων με στόχο να δοκιμάσουν την πρωτόγνωρη εμπειρία μιας υπόγειας επίγευσης. Απαντάει με ερωτική ελευθεριότητα που δεν αναζητά ανταπόκριση, ούτε συναίσθημα.

Μπάνι Μπέργουικ, Ανεπίσημα Ντυμένοι
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι για πολλούς από εμάς, για τους οποίους το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια μπορεί να φανερώνει απροκάλυπτα την άνευρη φύση μιας διαρκούς κατάστασης που έχει εξορίσει για πάντα κάθε υπόνοια πάθους, η αναζήτηση καινούργιου ερωτικού παρτενέρ με το που θα δύσει ο νέος ήλιος δε στέκεται ως σθεναρή αντίπραξη μιας σαπισμένης άποψης κόσμου που καταρρέει. Κι ακριβώς εκεί που το πορνό αρχίζει να διεισδύει στους νεολογισμούς περί βραχύβιων ερώτων, ξέρεις ότι το ενδεχομένως ανέφικτο όνειρο που έχτιζες επί ατέλειωτα μερόνυχτα με τις αμέτρητες Μπάρμπι και τις δακρύβρεχτες σαπουνόπερες στο μυαλό σου έχει αρχίσει να αποδομείται. Μήπως άλλωστε ο ακατάσχετα εκτεταμένος πειραματισμός, ακριβώς πριν δεις τα πράγματα μια για πάντα σοβαρά στη ζωή, και προχωρήσεις στο επόμενο βήμα νυμφευόμενος την επόμενη με τα κατάλληλα πόδια κι ενίοτε τα ξανθά μαλλιά που θα συναντήσεις, δεν έχει υπάρξει με τη σειρά του διαχρονικό δεκανίκι του συντηρητισμού;
Τη λύση αναζητάς, μα αυτή δε φαίνεται ουρανοκατέβατη από πουθενά. Μόνο, σε θεωρητικό τόνο πάντα από το στόμα του αιωνίως ποιητικά αγαπημένου τραγουδοποιού Παύλου Παυλίδη (γιατί πραγματικά δεν έχω παρατηρήσει να μιλά κάποιος με πιο φιλοσοφικό τρόπο για τον έρωτα):
«Κάποιος ψιθυρίζοντας τον έρωτά του μπορεί να τραντάξει ολόκληρο το πολιτικό οικοδόμημα, να γκρεμίσει περισσότερες εσωτερικές φυλακές, να βοηθήσει με πιο αποτελεσματικό τρόπο από κάποιον που υπερηφανεύεται ήσυχος υπηρετώντας το “πολιτικό” τραγούδι.»
με παραφρασμένη κάθε υπόνοια πρόθεσης εδώ, αλλά και μόνο για να φανεί το πόσο μπορεί να ζωγραφίσει κάποιος με τις λέξεις. Να είναι όμως αλήθεια ότι μπορείς να υπερνικήσεις υπεράνθρωπα εμπόδια για να φτάσεις εκεί όπου μπορεί να είναι πιθανή ή δυνατή μια συνάντηση με τον Άλλο, παραχωρώντας σιγά σιγά τρωτά σημεία του δικού σου εαυτού; Να είναι αυτός ο πυρήνας της αληθινής δημιουργίας, το μαγικό εκείνο μομέντουμ που μπορείς να αρχίσεις να «βλέπεις» πράγματα; Εντελώς άστοχα με πιάνει μια ευθεία παρόρμηση να ακολουθήσω κατά γράμμα τα λεγόμενά του κάθε φορά που σκέφτομαι ένα στιχάκι του ή ένα τραγούδι του στην playlist ξεκινάει.


Για το τέλος άφησα την τρομοκρατική γείωση της επιβίωσης. Η ανάγκη για αναπαραγωγή είναι αναπόδραστα τυπωμένη στα γονίδιά μας· κι αν πραγματικά ισχύει η παραδοχή πως “όταν βρίσκεσαι σε οριακή κατάσταση”, όπως πολλοί άνθρωποι γύρω μας, “επιστρέφεις στις βασικές σου ανάγκες”, τότε δε θα μπορεί σε λίγο παρά να μας είναι ξεκάθαρη κάθε ανώφελη σκέψη πως θα μπορέσουμε να ζήσουμε αψηφώντας τον έρωτα. Από την άλλη, ως έλλογα όντα που αυτοπροσδιορίζονται από την ποιότητα των σκέψεων που διατρέχουν κάθε ασήμαντη καθημερινή διαδρομή ισοβίως θα αναζητούμε τις ιδανικές συνθήκες, τόσο λιτές όσο και πολυτελείς, που να μας εξασφαλίζουν ένα ασφαλές ξεδίπλωμα ως μια αυθεντική έκφραση του εαυτού μας· το “σημείο διασταύρωσης του πολιτικού με το προσωπικό”. Ένα ζεστό αύταρκες ανθρωπόμορφα κέλυφος που κυριολεκτικά και μεταφορικά θα μας αγκαλιάσει.
Ο έρωτας δε μπορεί να κρύβεται αιωνίως από τη ζωή μας με τη μορφή σάπιου, χρεωκοπημένου ελληνοειδούς κατασκευάσματος. Πρέπει να επιλέξουμε τη στιγμή και τις συνθήκες που θα μας κατακλύσει.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Αποζητώντας Συμφιλίωση με την Κακοκαιρία

ή αλλιώς πως μπορείς να παραμείνεις ενεργός όταν τα φυσικά φαινόμενα σε εξαναγκάζουν σε απραγία


Το ιδανικότερο όλων θα ήταν να έχει ο καθένας μας ακριβώς ό,τι θέλει, διαθέσιμο οποιαδήποτε στιγμή (δε γνωρίζω, πραγματικά, πόση ευχαρίστηση θα ήταν δυνατό ο καθένας μας να αντλήσει απ' αυτό, αλλά ενδεχομένως οι ευτυχείς πλευρές της ζωής να μας γέμιζαν περισσότερο, παρά την άποψή μου πως το υπεροχότερο είναι πάντοτε αυτό που δεν έχεις και προσπαθείς να πετύχεις). Επειδή, ωστόσο, ιδιαίτερα τις τελευταίες ημέρες (αν μένετε Ορεστιάδα, μπορείτε ευπειθώς να προσθέσετε μήνες), τα φυσικά φαινόμενα έχουν εμπλακεί στην προσπάθεια να μας αποδείξουν ότι εμπόδια εμφανίζονται πάντα, όπου κι αν βρεθείς κι όπου κι αν κοιτάξεις, κρίνω συνετό να δούμε όλοι την άλλη πλευρά του νομίσματος κι αληθινά να αδράξουμε την ευκαιρία που μας προσφέρει η στιγμή. Την ευκαιρία των δυσχερών καιρικών συνθηκών, που ας ελπίσουμε πως για τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου, θα εξαφανιστούν και πιθανώς δε θα θυμόμαστε καν – ας κάνουμε, λοιπόν, τουλάχιστον κάτι μ'αυτήν.

Ξεκινώντας, οι αντίξοες καιρικές συνθήκες είναι πάντα μια ευκαιρία για ενδοσκόπηση, στην περίπτωση που επιλέξουμε ή αναγκαστούμε να μείνουμε μέσα κλεισμένοι. Μιας κι η αρχή του νέου έτους έχει μόλις κάνει την παρουσία της αισθητή, ένα πέρασμα σε όλα τα θετικά, αλλά και τα άσχημα που ενδεχομένως αναγκαστήκαμε να υποστούμε τη χρονιά που μας πέρασε ακούγεται χρήσιμη ιδέα, όταν φαίνεται πως ξαφνικά ανοίγεται μπροστά μας χρόνος για χάσιμο. Έτσι, εύκολα θα βρεθούμε πιο κοντά και στην απόφαση για αυτόν που θεωρούμε το βέλτιστο τρόπο να περάσουμε τις επόμενες στιγμές μας, ώστε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα κάνουν δυνατή μια ανασκόπηση που θα μας αφήσει περισσότερο με κομμένη την ανάσα και λιγότερο με πίκρες στο στόμα στο τέλος της επόμενης χρονιάς. Αλλά, ας μην προτρέχουμε. Έχουμε τουλάχιστο στα σίγουρα να καταφέρουμε να ξεχειμωνιάσουμε μέχρι τότε.
Μια περίοδος έντονης ή / και παρατεταμένης κακοκαιρίας εύκολα ενθαρρύνει σκέψεις που μπορούν να αποδειχθούν εξίσου ευχάριστες σχετικά με ένα από τα συστατικά της ανθρώπινης δυναμικότητας. Βλέποντας αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται μέσα σε τόνους χιονιού ένεκα αναγκών και ισχυρών επιθυμιών, γίνεται κανείς κοινωνός στην ιδέα των αδυνάτων που μπορεί μια ψυχή να επιζητήσει παρά τις αντιξοότητες που μαστίζουν το άμεσο περιβάλλον. Κάτι τέτοιο ίσως να είχε φανταστεί ο μεγάλος υπαρξιστής Σαρτρ, όταν αναγνώρισε την πεμπτουσία του ανθρώπινου, και κατά δεύτερον θεμελιώδη πτυχή της φιλοσοφικής του θεωρίας στη σύγκρουσή με το άμεσο περιβάλλον με σκοπό το άτομο να πετύχει όσα στοχεύει. Με άλλα λόγια, η έξοδος-αναζήτηση στη μανιασμένη χιονοθύελλα, ή τελοσπάντων, κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε χαλασμού Κυρίου παραμένει εκεί για να καθιστά διάφανα και λίγο ακόμη πιο αισθητά τα όρια της ανθρωπινότητάς μας.

Η διαρκής παραμονή στη φωλιά της κατοικίας φέρνει μοιραία στο νου την αναγκαία, κι όμως τόσο φευγαλέα αίσθηση της αυτάρκειας. Το να προσπαθείς να πλησιάσεις την ευχαρίστηση κατά δύναμην με τα εφόδια που διαθέτεις, τα τόσο περιφρονημένα από τον κυκλώνα του καταναλωτισμού, βγάζει νόημα μόνο ως τρόπος ζωής και λίγοι έχουν μάθει να το προσεγγίζουν με το σύνολο του «είναι» τους· κι αδύνατο να αναστρέψεις το σύνολο της δεκτικότητας του χαρακτήρα σου που έχει επηρεαστεί από το σύγχρονο πολιτισμό και συνηθίσει να αγνοεί την παραπάνω παραδοχή. Αγκαλιάζοντας, ωστόσο, αυτό που αυτή τη στιγμή έχεις, είτε αποτελεί εξ ολοκλήρου, είτε αποσπασματικά επιλογή σου, σου δίνει την ψυχική ηρεμία να πας παρακάτω· έστω κι αν έχεις να αντιμετωπίσεις τρομερότερες, εξοντωτικές -ίσως και στην κυριολεξία- θύελλες διλημμάτων στη συνέχεια της πορείας. Άλλωστε η φύση (και κατά γενική παραδοχή, όχι μόνο) έχει αποδείξει την πίστη της στην παντοδυναμία της προσαρμοστικότητας, και καλό είναι ο καθένας να τη λάβει υπόψη του στο βαθμό που μπορεί να την κατανοήσει.
Η παρατεταμένη παραμονή στο σπίτι λόγω κακοκαιρίας μπορεί να φέρει την απόφαση να είσαι εσύ κι όχι κάποιος άλλος. Αυτό το τόσο ίδιο και τόσο κουραστικό μέρα με την ημέρα μπορεί να γίνει τόσο ευφάνταστο και συναρπαστικό, αν το ποτίσεις και του αφιερώσεις τις απαραίτητες στιγμές σημασίας, με παράπλευρες δυνατότητες που είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Αδιαμφισβήτητα, η απόφαση να παραδίνεσαι κάπου και να παραμένεις εκεί, μαζί με την ιδιαιτερότητα της προσέγγισης που σε συνοδεύουν πάντα θα φέρει ένα αναπόσπαστο κομμάτι σου, που ενδείκνυται να το ανακαλύψεις ακόμη κι αν στο συγκεκριμένο κομμάτι γης ή δραστηριότητας έχεις αναγκαστικά αφιερωθεί. Αδιάσπαστο κομμάτι της εν δυνάμει εμπειρίας σου παραμένει άλλωστε ακόμη και κάτι αθόρυβα συγκλονιστικό, στο οποίο ενδέχεται να μην έχεις στρέψει το βλέμμα σου ακόμη.
Αξιόλογη, κι όμως τόσο αμελητέα, αποδεικνύεται και η ευκαιρία που μας προσφέρουν οι δυσχερείς καιρικές συνθήκες να στραφούμε στο «μέσα» μας, καλλιεργώντας τις παραμελημένες, από τον εκτροχιασμό της καθημερινότητας, εκφάνσεις του. Η ευκαιρία να διαβάσουμε το βιβλίο που με τόση προσμονή για πολύ καιρό κρατήσαμε φυλαγμένο στο ντουλάπι του μυαλού μας έχει επιτέλους φθάσει· μαζί με την επιτακτικότητα για νέες ανακαλύψεις. Η διαχρονική παραίνεση να εντοπίζεις τα αποστάγματα σοφίας που κρύβονται στο να επιδιώκει κανείς να βλέπει το ανάποδο κάθε πλευράς βρίσκει, σ' αυτό το σημείο το νόημά της αφού ο ίδιος καιρός που σε καταδικάζει σε εγκλεισμό μπορεί να σε φέρει σε θέση να θυμηθείς την αγαπημένη σου μουσική, που από καιρό είχες αναβάλλει να ακούσεις στη δίνη αποφάσεων και της ιεράρχησης προτεραιοτήτων. Συχνά πτυχές του εαυτού σου, με τις οποίες τόσο καιρό ενδέχεται να μην παρέμενες σε πλήρη επικοινωνία τείνουν να παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη φύση των ανακαλύψεων, όπως για παράδειγμα, το παρακάτω τραγούδι που ανέσυρα, με αφορμή την πιο πρόσφατη κακοκαιρία, ακριβώς επειδή η αποφάσισα ότι η παλινδρόμηση του ήρωα των στίχων ανάμεσα στις χάρες και τις απογοητεύσεις των διάφορων εποχών του χρόνου τη συγκεκριμένη περίοδο εκφράζει την ψυχική μου κατάσταση – και πέρα από αυτό, ο τρόπος που ξύνει τις πληγές της νοσταλγίας του καλοκαιριού, μέσα στον τρέχων θυμό των φαινομένων, φαντάζει παρηγορητικός.


Ο χειμώνας θα γίνει υποφερτός, αν αποφασίσεις να καλύψεις τις λεπτομέρειές του με τις ιδιαιτερότητες του χρώματος που η ψυχοσύθεσή σου εκπροσωπεί. Άφησε λοιπόν την κακοκαιρία να σου μιλήσει, ακούγοντας δεκτικά την ιστορία της.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Η Πίστη στον Εγωισμό σου: Παραμύθια και Αλήθειες για το Ντέιμον Άλμπαρν

Το πρόσωπο που τιμάται σήμερα από αυτό το ιστολόγιο μπορεί να μη σας θυμίζει απολύτως τίποτα, ειδικά μιας και ο ρόλος που έχει διαδραματίσει διαχρονικά στα ελληνικά δεδομένα με μια ματιά κρίνεται μηδαμινός. Κάτι από τη νοσταλγία της κουλτούρας των 90s και των άλλων δεκαετιών, ωστόσο, μαζί με αυτή για τα μουσικά κινήματα της προηγούμενης χιλιετίας -δεδομένης της οριστικής λήξης του φαινομένου- αλλά και για τις έντονα παθιασμένες προσωπικότητες και τα κατάφερε να του αφιερωθεί αυτή εδώ η ανάρτηση.


Η μουσική καριέρα του Ντέιμον έμελλε να ξεκινήσει από τίποτε άλλο από μια παντελώς ευτελή διαπίστωση ακριβώς προς το άτομο που στόχευε να προσελκύσει και γι' αυτό το λόγο να αιφνιδιάσει: ήταν κάπου στην εφηβεία, στις πρώτες του επαφές με τον κόσμο των σχολικών θεατρικών, όπου του δόθηκε αρχικά η ευκαιρία να επιδείξει το σταριλίκι του, όταν, σε κάποιο διάλειμμα από πρόβες, πήγε και κάθισε δίπλα στο Γκράχαμ Κόξον (μελλοντικό συνεργάτη του στο συγκρότημα Blur, κι αγαπημένο μου μέλος του συγκροτήματος) και τον κοίταξε λέγοντας (σε ελεύθερη μετάφραση): “ τα παπούτσια σου είναι για πέταμα, φίλε. Κοίτα, τα δικά μου είναι απ' τα καλά”. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που το μέλλον ανοιγόταν μπροστά και για τους δύο· και οι άγνωστες πτυχές του σκοτείνιαζαν σίγουρα λίγο περισσότερο την πιθανότητα, δεδομένου και του εσωστρεφούς χαρακτήρα του, ο Κόξον να θελήσει να πλησιάσει ποτέ ξανά αυτό το απίστευτο “ψώνιο” με αληθινές αξιώσεις εκτίμησης και προσοχής.
Κι όμως. Οι απτές αποδείξεις ενός μόνο μέρους της συνέχειας αγγίζουν το σήμερα. Η διαπίστωση του Άλμπαρν ήταν μόνο η αρχή μιας διαρκούς φιλίας, βασισμένης σε κοινές μουσικές προτιμήσεις και μακροχρόνια οδήγησε και τους δυο στο συγκρότημα Blur, εξαιτίας της άμεσης επιτυχίας του οποίου έγιναν σχεδόν αμέσως γνωστοί. Το γεγονός, βέβαια, πως οι δυο τους αποτελούσαν εξαρχής τις αντίθετες όψεις ενός νομίσματος έγινε γρήγορα εμφανές και δεν αναιρέθηκε ποτέ: από τη μια ο Γκράχαμ, με τα γυαλιά οράσεως που ποτέ δεν αποχωρίστηκε και τη συγκρατημένη έως καταδιωκτική εσωστρέφεια και μεθοδική γκρίνια· από την άλλη ο Ντέιμον με τη συνεχή ανάγκη για υπερέκθεση και το συνεχές φλερτ με την πληθωρικότητα και την αυθόρμητη πρόκληση προς τον εκάστοτε άνθρωπο που έτεινε με οποιονδήποτε τρόπο και σε οποιοδήποτε επίπεδο να τον πλησιάσει. Ήταν προφανές ότι κάτι που διέθετε ο καθένας του ήταν αδύνατο να συμβιβαστεί με το αντίστοιχο χαρακτηριστικό του άλλου.



Ο Ντέιμον, φυσικά, ήξερε από την αρχή ότι θα λάμψει και το ήξερες κι εσύ. Ήξερες ότι αυτή η λάμψη και η σιγουριά στα πράσινα μάτια του ήταν χαρακτηριστική αυτών των ανθρώπων που δεν αφήνουν τίποτα να φύγει έτσι· ειδικά όταν πρόκειται για κάτι που έχουν βάλει άμεσο στόχο. Και κατά βάθος όλη η indie και ποπ Βρετανία, αλλά και όχι μόνο βρισκόταν στο πλευρό του, αφού λίγη πνευματική εξύψωση από άτομα που ξέρουν τι ακριβώς είναι αυτό που ήρθαν να πάρουν στη ζωή ήταν παντού και πάντα ευπρόσδεκτη. Από το πρώτο άλμπουμ τους, οι Blur ανέβηκαν αισθητά στις πωλήσεις και τα τσαρτς, με το σινγκλ του πρώτου τους δίσκου,"There's No Other Way", να ανεβαίνει ως το νούμερο 8 των τελευταίων. Η πορεία προς το μεγαλείο της δόξας είχε ξεκινήσει· κι άντε να τη σταματήσεις.
Στην περίπτωση του Ντέιμον, η τελευταία προοπτική αποτελούσε ασφαλώς για ένα μεγάλο διάστημα της νεότητάς του κάτι λιγότερο από ανάθεμα. Ήταν τελοσπάντων ένα άτομο που έπρεπε να κάνει θόρυβο με οποιοδήποτε μέσο βρισκόταν διαθέσιμο να χρησιμοποιήσει. Κι ας δέχτηκε χτυπήματα, με τη μορφή παγερούς αδιαφορίας, ακόμη κι από το βρετανικό κοινό που τόσο τον αγάπησε ακόμη και σε αισθητές κορυφώσεις ενός από τα δυνατά του σημεία, τη στιχουργική του, απαράμιλλο δείγμα της οποίας αποτελεί το επόμενο άσμα (που βρίσκεται μεταξύ των αγαπημένων μου διαμαντιών του). Κάπου, ωστόσο, η προσπάθεια να εκφράσει ένα ολόκληρο έθνος, μια ολόκληρη γενιά ή πολύ απλά την παρεξηγημένη πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης, που αιωνίως παλεύει διεξοδικά να κρατηθεί στο φως δε θα μπορούσε να μην αναδείξει τον εξωστρεφή Ντέιμον σ' αυτό ακριβώς που έβαλε όλα του τα δυνατά να αντιπροσωπεύσει: είχε έρθει η στιγμή να γίνει το ίνδαλμα που επιθυμούσε, ακριβώς όπως ενδεχομένως το είχε εκμυστηρευθεί στον εαυτό του ένα βράδυ στον καθρέφτη.


Ακολούθησε μια φλογερή καριέρα και προσωπική ζωή ως σελέμπριτι, θραύσματα από το παρελθόν της οποίας επανειλημμένα έχουμε αντικρίσει: η προκλητική δήλωση ότι θα έπρεπε οι Blur να μοιραστούν ένα μουσικό βραβείο δήθεν με τους Oasis, τους αιώνιους μουσικούς τους αντιπάλους από τα βόρεια, οι παπαράτσι, οι μάχη των συγκροτημάτων ανάμεσα στους δύο για το ποιο τραγούδι θα πάει καλύτερα στις πωλήσεις κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας κυκλοφορίας (επακριβώς σαν τα κοκόρια, ειδικά αν αναφερθούμε στην προσωπική διένεξη των δυο φερόμενων ως αρχηγών Ντέιμον και Νόελ. Άλλωστε, όπως το είπε ορθά με στίχο του ο τελευταίος, “μη βάζεις την αγάπη σου στις παλάμες ενός ροκ εντ ρολ συγκροτήματος / την πετάς στα σκουπίδια”), η δεκατριάχρονη σχέση με την ταλαντούχα στη μουσική κι εν γένει καλλιτεχνική Τζαστίν των Elastica κι ο επακόλουθος χωρισμός, τα ναρκωτικά, η αμερικανική στροφή του συγκροτήματος και οι έντονες διαφορές με το Γκράχαμ που άρχιζαν να βγαίνουν όλο και περισσότερο στην επιφάνεια. Η ώρα που η ατομικότητα επιτακτικά κι ανυπότακτα επιζητούσε ρήξη είχε πια οριστικά φτάσει.
Έτσι, ο Ντέιμον κυριολεκτικά και μεταφορικά μάζεψε τις βαλίτσες του και κατέφυγε στα side projects του αλλά και σ' όλα κι αυτά που σ' ένα παράλληλο ατομικό σύμπαν είχε πάντοτε ονειρευτεί να κάνει. Είχε ήδη προηγηθεί το ταξίδι του στην Αφρική που έμελλε να του αλλάξει τις κοσμοθεωρίες, αλλά και κάποιες από τις ωριμότερες και πιο ολοκληρωμένες στιγμές, με το πιο μεστό συγκρότημα στο οποίο ανήκε ποτέ, πλάι πλάι στη στιχουργική και συνθετική δεινότητα του Γκράχαμ· λαμπρό δείγμα ενός από τους πιο αρμονικούς συνδυασμούς τους υπήρξε για μένα αδιαμφισβήτητα το παρακάτω κομμάτι (προσέξτε μην το «κάψετε» από τις πολλές ακροάσεις, εξαιτίας του εθισμού που προκαλεί η μουσική και ο ρυθμός του, όπως έκανα εγώ!). Μια ηρεμία στην αυτοπροβολή, τηρουμένων των αναλογιών, είναι δυνατό να παρομοιάσει την απόληξη της περιπέτειας του αγαπημένου ερμηνευτή-τραγουδοποιού “με καράβι φωτισμένο που γιορτάζει στο λιμάνι”, κατά τον παυλιδικό στίχο κι αναδεικνύει τις αναμνήσεις μας από τις ένδοξες στιγμές φωτίζοντας τους λόγους ύπαρξής τους: οι στίχοι και η επιμονή του babyface ήρωα, που κατάφερε να κάνει παγκόσμια μόδα τον ήχο της βρετανικής προφοράς ως απόηχο των ιδιοτροπιών της ζωής στη Γηραιά Αλβιώνα θα έχει πάντα μια ξεχωριστή θέση στις μουσικές μας αναζητήσεις.


Γι' αυτό και το update του πάνω στη σημερινή πραγματικότητα του ανθρώπινου δράματος το ακούμε εκλεκτικά σπάνια γι' αυτά που έχει να μας προσφέρει· σπανίζουν άλλωστε τα ανθρώπινα, πόσω μάλλον τα διάσημα παραδείγματα εγωπαθών προσωπικοτήτων με συναίσθηση του εαυτού τους και δυνατότητες για επανασύσταση του «εγώ» τους μπροστά σε όλους μας. Κι αυτό το στοίχημα ο Ντέιμον το έχει ήδη κερδίσει. Αναμένουμε συνέχεια.


By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Η Φάση των Μικροσκοπικών Επίπλων

Υπάρχουν ολόκληρες περίοδοι της ζωής μου που έχω γεμίσει βλέποντας ταινίες που δε θα ενδιέφεραν τον κόσμο των σινεφίλ, επειδή δε συνδέονται άμεσα με αυτό που ο κόσμος ονομάζει κινηματογράφο ή με αυτό που προσδοκά από τον κινηματογράφο. Αυτή είναι μία από αυτές. Βλέπω ήδη δυο από τις βασικότερες υποομάδες φαν ταινιών -τους λάτρεις της δράσης και των περιπετειών απ' τη μια, και των πιο πειραματικών αναζητητών υπαρξιστικών εκφάνσεων σε αφηγήσεις από την άλλη- να επιδίδονται σε αρνητικό νεύμα, αμέσως μόλις τους εξιστορήσω τη βασική γραμμή πλοκής των Μικροσκοπικών Επίπλων.


Κι όμως το κεντρικό της θέμα δε στερείται πανανθρωπινότητας· η ταινία εστιάζει στη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στο τέλος των σπουδών -εκεί κάπου στα 22-23 για τους περισσότερους- και την αρχή αυτού που στη συνέχεια της ζωής θα ακολουθήσει για τον καθένα, όπως επιλογή συγκεκριμένου τομέα εργασίας, δουλειά, περισσότερες σπουδές, αποτυχημένες σχέσεις, δουλειά, και περισσότερες αποτυχημένες σχέσεις, η επαναληπτικότητα της ακολουθίας των οποίων έχει επηρεάσει τον καθένα μας. Και μόνο για την προσμονή και την ευθραυστότητα που σχεδόν απαράλλακτα το χαρακηρίζει, το μεσοδιάστημα αυτό έχει αφήσει ένα ορισμένο στίγμα στο «μέσα» του καθενός.
Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με την Όρα (δε δέχομαι να τη μεταφράσω σε Άυρα, καθώς προφανώς είναι Αμερικανίδα· ο τρόπος που γράφεται το όνομα παραπάνω είναι η απ' ευθείας φωνητική μεταφορά της εκδοχής του που χρησιμοποιείται στην ταινία), η οποία επιστρέφει από τα φοιτητικά της χρόνια στο μητρικό (ελλείψει ανδρικής παρουσίας, πώς να το χαρακτηρίσεις πατροπαράδοτα;) της σπίτι στη Νέα Υόρκη. Εκεί πρέπει να συνυπάρξει ξανά με τη μητέρα της, καλλιτέχνη με κύριο μέσο έκφρασης τη φωτογραφία, και την αδερφή της Ναντίν και να περάσει από έναν κυκεώνα νέων γνωριμιών, αποτυχημένης επαγγελματικής ανέλιξης κι ανακυκλώσεων πολλαπλών άλλων απογοητεύσεων. Ενώ προσπαθεί να βρει κάτι να πιαστεί, είναι σαν να έρχονται συνεχώς τα πάνω κάτω για να την εμποδίσουν να πλεύσει σε σταθερά δεδομένα· όχι πως λιώνει κι από την προσπάθεια για να το πετύχει. Κατά βάση το είδος αυτό του πειραματισμού τη συγκεκριμένη περίοδο στη ζωή κάποιου γενικά θεωρείται δικαιολογημένο – πιάνεται με τα νύχια από το παράδειγμα του ημερολογίου της μητέρας της, που τυχαία ανακαλύπτει για να υποστηρίξει την επιλογή της να αντιμετωπίζει και η ίδια τα πράγματα με το συγκεκριμένο τρόπο.
Κι είναι αλήθεια ότι η ανασφάλεια των προθέσεων και της ηλικίας είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό ελαφρυντικό για την περίπτωση τόσο της Όρα, όσο και όσων έχουν βρεθεί ή βρίσκονται σε παρόμοια θέση. Το είδος της ανασφάλειας που σε κάνει να ανοίγεις όλες τις πόρτες τις ψυχής σου σε κάποιον που σου γνωρίζει μια τυχαία φίλη -ενώ καλοπροαίρετα μπορεί όντως να πιστεύει ότι εκείνος είναι το τέλειο προσωρινό ταίρι για εσένα- που μπορεί να ακούει στο όνομα Τζεντ και που είναι ένας ημιδιάσημος σταρ του Youtube. Που μπορεί να σε κάνει να μοιραστείς πολύτιμες ιστορίες -όπως για τις πιθανότητες εξέλιξης του μέλλοντός σου φερειπείν- και καθημερινές σκέψεις σου μαζί του και που το γεγονός ότι υποτίθεται ότι βγαίνετε χωρίς εκείνος να έχει εκδηλώσει έντονες, ορμητικές και παράλογες σεξουαλικές απαιτήσεις μπορεί να σε κάνουν να πιστέψεις ότι είναι OK, ακόμη και να τον φιλοξενήσεις επ' αόριστον στο σπίτι, όπου συγκατοικείς με άλλα μέλη της οικογένειάς σου, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται ή όχι να γίνει κάτι μεταξύ σας. Το είδος της ανασφάλειας που σε σπρώχνει στην επανένωση με μια παλιά παιδική σου φίλη που ζει με ανεξέλεγκτη ποσότητα οικονομικών πόρων, συνταγογραφούμενων και παράνομων χαπιών, που σε σπρώχνει να «κάνεις κάτι» με το νοστιμούλη, λογοτεχνικό, δεσμευμένο τύπο από τη δουλειά σου, στην οποία βαριέσαι, νιώθεις μοναξιά υποπληρώνεσαι και μάλλον αποφασίζεις ότι «δε σου πάει».


Είναι, ωστόσο, κι αυτό ένα μοναδικό κομμάτι της ζωής σου που δε θα ξανάρθει, άσχετα με τις προδιαγεγραμένα αποτυχημένες προσπάθειες να πιαστείς από κάπου που είναι βέβαιο ότι θα καταβάλεις, και την απογοήτευση που συνεπακόλουθα θα σε κατακλύσει αφού σαφώς τα βλέπεις όλα πιο σοβαρά και δεν έχεις ριχτεί ακόμη ψυχή τε και σώματι στο αδιάκοπο καθημερινό κυνήγι για το άπιαστο κάτι που κανείς ποτέ δε φαίνεται με βεβαιότητα να κατακτά, που ισοπεδώνει κάθε αίσθηση του σοβαρού και του ξεχωριστού. Γι' αυτό, η προσωπική μου συμβουλή σε όσους τουλάχιστο τη ζείτε ακόμη είναι απολάυστε τη μοναδική της γεύση και υφή για όσο θα κρατήσει.


Η επιτυχία της ταινίας κλείνεται αυτονόητα σε μία και μόνο λέξη: Λένα Ντάναμ. Η σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός προσφέρει εδώ στο θεατή μια ιδέα των ψυχικών της αδύτων κατά τη διάρκεια μιας από τις χρονικές περιόδους, κατά την προσπάθεια ενηλικίωσης, με τα περισσότερα σκαμπανεβάσματα και σεβαστό μερίδιο αποτυχιών, ώστε να μπορέσει οποιοσδήποτε χωρίς κόμπλεξ να σχετιστεί. Η κοινωνία νεαρών καλλιτεχνών, άφραγκων και υποκριτών χίπστερ φαίνεται τόσο γελοία όσο και τραγική υπό το πρίσμα της προσέγγισής της· αποφεύγει, όμως να αφήσει τον αναγνώστη να σκεφτεί σοβαρά αυτό που μόλις έχει καταναλώσει, άσχετα που η βαρύτητα του πειραματισμού όσων εκστομίζονται ένεκα της ακατάσχετης φλυαρίας των πρωταγωνιστών σε βρίσκει στο «δόξα πατρί». Αν έπρεπε να διαλέξω ένα χαρακτηριστικό της δημιουργού-πρωταγωνίστριας, που να ενδιαφέρομαι να παρακολουθήσω πως εξελίσσεται διαχρονικά, σίγουρα αυτό θα ήταν η πένα της που δε χαρίζεται σε κανέναν και με τίποτα, χωρίς, ωστόσο να αρνιέται τον έμφυτο όσο και ποικιλότροπα (κυρίως ακολουθώντας “φωτεινά” υποδείγματα της κυρίαρχης κουλτούρας;) καλλιεργημένο χαζορομαντισμό της· αν και η παραχώρηση χώρου στο φακό και την αφήγηση στις ιδιαιτερότητες ύπαρξης των γυναικών είναι εξίσου σπάνια κι επιδέξια χειρισμένη. Η Όρα θα περιφέρεται στο σπίτι της με το εσώρουχο, χωρίς παντελόνι, θα ξαπλώνει άνετη ή απογοητευμένη στο ντους και θα επιδεικνύει ακομπλεξάριστα το αχτένιστο μαλλί της για όσο και όποτε θέλει στη διάρκεια μιας ταινίας, στην οποία η δημιουργός βγάζει τα δικά της εσώψυχα από περασμένες πονεμένες στιγμές έχοντας τη συντροφιά της μητέρας της και της αδερφής της, που ενσαρκώνουν μια εκδοχή του εαυτού τους και της ουσίας στην ύπαρξη της σύγχρονης αμερικανικής οικογένειας σ' αυτό το φαινομενικά ασήμαντο indie φιλμ.
Εκτός κι αν γενικώς παίρνετε μη φυσιολογικά υπέρογκο αριθμό πραγμάτων στα σοβαρά. Στην περίπτωση αυτή, δε σας συνιστώ να δείτε αυτή την ταινία. Σε κάθε άλλη, ωστόσο, πιστεύω πως θα ξαναβιώσετε κάποια από τα λάθη που έχετε κάνει και τα πιο γλυκόπικρα σκωτσέζικα ντους της ζωής στα μάτια, τη μορφή και τις περιπέτειες της Όρα στα Μικροσκοπικά Έπιπλα.


By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Γνωριμία με τους Νεοέλληνες

Η αφορμή ήταν εύλογη: ο Πέτρος Τατσόπουλος παραμένει τα τελευταία χρόνια ένας από τους αγαπημένους μου Έλληνες συγγραφείς. Ο κύριος λόγος, ωστόσο, που διάλεξα τους Νεοέλληνες ως το πρώτο βιβλίο για να συντροφέυσει τις φετινές μου χριστουγεννιάτικες διακοπές είναι η εμφανής πρόκληση του εγχειρήματος: να προσεγγίσει τις ιδιαίτερες φυσιογνωμίες ποικιλότροπα διάσημων νεοελλήνων, ώστε να φωτιστούν άγνωστες στο ευρύ κοινό, καθώς και τηλεοπτικά-μιντιακά παραμελημένες πτυχές της ζωής τους, με στόχο να λάμψει η αλήθεια ταυτόχρονα με την ενδεχόμενη τύφλωση, με το που πετιέται σεβαστή ποσότητα στάχτης στα μάτια μας.


Όμως, η τελευταία διαπίστωση οφείλει σφαιρικά και διεξοδικά να εξηγηθεί. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 περίπου ως χονδρικά τα τέλη αυτής του 2000, η μοναδική πένα κι η πνευματική οξυδέρκεια του Πέτρου Τατσόπουλου επιμελήθηκαν κι έβαλαν τις τελευταίες πινελιές σε μια σειρά από πορτραίτα ως επί το πλείστον γνωστών νεοελλήνων (αλλά κι επαρκών περιπτώσεων πεφταστεριών και μετρίως διασήμων) – πολιτικών, ηθοποιών, τηλεπαρουσιαστών, καλλιτεχνών, αλλά και καθημερινών ανθρώπων, που είδαν με τον έναν τρόπο ή τον άλλο τα φώτα της δημοσιότητας. Άλλοι από αυτούς ζώντες, φιλικά διακείμενοι προς τον γράφοντα, εκλιπόντες ή άτομα που η επήρειά τους στη διασκέδαση και άλλες εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας έχει εγγραφεί με αψεγάδιαστο τρόπο στο ασυνείδητό μας. Όπως είναι αναπόφευκτο, άλλους από αυτούς μοιραία θα συμπαθήσετε αφόρητα, ως αναγνώστες, κι άλλους θα δηλώσετε ευθαρσώς πως, αν υπήρχαν στη δική σας ζωή, θα επιλέγατε να τους αποστραφείτε. Όλοι όμως κάτι έχουν να συμβάλουν στο ψηφιδωτό της νέας, σχετικής με τη σόουμπιζ, ή και ρεαλιστικότερης άποψης του σύγχρονου ελληνικού φάσματος στο οποίο κατοικούμε.
Κι ερχόμαστε στο σημείο, όπου σχεδόν πάντα προτιμώ να δώσω μια πικάντικη γεύση της πλοκής, παρά τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία της· μήπως για να ξυπνήσω το ενδιαφέρον σας για ανάγνωση, σκιαγραφόντας την πορεία του δικού μου ενδιαφέροντος στη διάρκειά της. Ο θαυμασμός για την παγκόσμια πρωτοτυπία του θεατρικού εγχειρήματος του «Αεικίνητου», ενός τεράστιου μεταφερόμενου θεάτρου, με ασύλληπτες δυνατότητες, έμπνευση του θαυμαστά ρομαντικού ανθρώπινου κι επαγγελματικού παραδείγματος του Κώστα Αρζόγλου διαδέχεται τη συγκίνηση για άγνωστες πτυχές -αν και πιθανώς μετρίως ένδοξες- της σύγχρονης Ελλάδας, μέσα από τις περιγραφές των πρώτων στιγμών της άφιξης Καραμανλή και των σχεδόν ανεπιτήδευτων αντιδράσεών του, αμέσως μετά την τραγική πτώση της χουντικής κυβέρνησης το 1974 από τον εκλιπόντα Παναγιώτη Λαμπρία, πρώην εκπρόσωπο τύπου της μετέπειτα κυβέρνησης. Κι αυτό είναι μόνο η αρχή.
Συνεχίζοντας το διάβασμα απλώς εξακολουθείς να διαπιστώνεις πόσες ασυναίσθητες κι αγνοημένες από τον εγχώριο και διεθνή τύπο στιγμές της νεότερης Ελλάδας είναι δυνατό να ξετρυπώνεις, μονάχα από μια έξτρα περιοριστική, ιδιαίτερα από τα χρονικά σημεία εκτέλεσής της, περιγραφή και συνάντηση με κατά καιρούς “σημαίνουσες” νεοελληνικές φιγούρες. Και πόσο αυτού του είδους η φώτιση προχωρά στην απόκρυψη ουσιωδών λεπτομέρειών για τα πρόσωπα και τα γεγονότα όσο και στην αμφίρροπη αποκάλυψη στοιχείων, για την οποία μας προϊδεάζει ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου. Και πόσα ακόμη έπεται να ανακαλύψεις, αφού αυτή η κορυφή του παγόβουνου για την αναγνωστική σου πορεία ενός προσωπικού χτισίματος μπορεί να είναι μόνο η αρχή της αρχής.


Κάπου διαφορετικά, αν και όχι ακριβώς στον αντίποδα, βρίσκονται οι στιγμές, κατά τις οποίες ο συγγραφέας σκόπιμα επιλέγει να σκανδαλίσει τον αναγνώστη. Σ' αυτές αδιαμφισβήτητα συγκαταλέγεται το σοκ μου με την προσωπική ιστορία του Ταχτσή, τις λεπτομέρειες για την προσωπική ζωή του οποίου αγνοούσα παντελώς · εμποτισμένες ασφαλώς εμφατικά από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα και την οπτική του γωνία από τη σύντομη γνωριμία τους. Ένα πορτρέτο που σε βάζει αναντίρρητα σε σκέψη σχετικά με τη σύνδεση ιδιοχειρίας προσωπικότητας και προσωπικής συμβολής στην τέχνη. Συγκεκριμένα, θεωρώ πως δύσκολα θα εκλείψει από τη μνήμη μου η σκέψη για τις βέλτιστα πιο συμμαζεμένες απαντήσεις σε ερωτήματα παιδιών περί λεπτομερών στοιχείων της βιογραφίας του συγγραφέα· ένας κολοσσιαίος, όσο κι εύλογος προβληματισμός για εκπαιδευτικούς, που επιθυμούν να δώσουν τη σκυτάλη, μαζί με μια αντιπροσωπευτική εικόνα των ελληνικών λογοτεχνικών επιτευγμάτων στις επόμενες γενιές.
Τώρα, όσον αφορά τη χίμαιρα της αντικειμενικότητας, θα μπορούσε εύκολα να διακρίνει κανείς πόσο λογικό είναι ο συγγραφέας να μεροληπτεί υπέρ ή κατά ορισμένων προσωπικοτήτων, κρατώντας την προσωπική γνωριμία και σχέση μαζί τους ως νόμιμη δικαιολογία. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, ξεπροβάλλει απροκάλυπτα η τάση του να μη φοβάται να αποκαλύψει τα άδυτα του ασυνειδήτου και των πιο προσωπικών σκέψεών τους, όπως για παράδειγμα κάνει στην περίπτωση Δήμητρας Παπανδρέου. Οι ενδόμυχες βλέψεις της συγκεκριμένης κυρίας αποκαλύπτονται ιδιαίτερα μέσα από το μακρόσυρτο μονόλογο, που ο Τατσόπουλος της αποδίδει ακουτσούρευτο, απευθύνοντάς τον στον αναγνώστη. Δε λείπουν, φυσικά, και οι στιγμές ηρωικής ωραιοποίησης πράξεων προσώπων για τα οποία σκανδαλιστικά στοιχεία και υποθέσεις έχουν ήδη έρθει στο φως, συρρικνώνοντας εν μέρει την αξία συμπερίληψής τους στο συγκεκριμένο βιβλίο· το πορτρέτο της Νατάσας Καραμανλή χωρίς δεύτερη σκέψη δηλώνει την παρουσία του ανάμεσα στα τελευταία υποδείγματα.
Τέλος, μια ανάρτηση σαν αυτή δε θα μπορούσε να ολοκληρωθεί, χωρίς έστω λίγο να επαινέσει το απαράμιλλο ύφος και τη συγγραφική δεινότητα του Τατσόπουλου. Μέσα από την ματιά του, ο αναγνώστης ξαναζεί έντονα όλες τις στιγμές ενθουσιασμού, αδιαφορίας και καταβαράθρωσης του μοντέρνου ελληνισμού που αποτυπώνονται λόγω της απόδοσης των προσωπικοτήτων· το μοναδικό του ταλέντο στο να προσαρμόζει το στυλ γραφής του στην κουλτούρα του προσώπου, με του οποίου την προσωπική ιστορία καταπιάνεται, αναδύεται, ιδιαίτερα στα ετερόκλητα, όσο κι ενδιαφέροντα πορτρέτα της σημαίνουσας φιγούρας του οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και της γνωστής τηλεοπτικής παρουσιάστριας Αννίτας Πάνια. Περριτό να πούμε πως η διείσδυση της κυρίαρχης κουλτούρας ακόμη και στις αγνότερες των αξιώσεων εκλεκτικής φύσης γούστου αφήνεται να αναδειχθεί στην ολότητά της.
Γνωρίζοντας τους Νεοέλληνες θα γνωρίσετε μέρη του εαυτού σας, δίνοντας στην ανάγνωση το χώρο και την ευκαιρία που της αξίζει.

By Μαρία Γώγογλου