Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Αστυνομική Επάνοδος: ο Τόπος των Πιστών


Ελάχιστοι αναγνώστες μπορούν να αρνηθούν το σε κάποια φάση κόλλημά τους με την Agatha Christie: ήταν και θα είναι πάντα η κυρία που μας έμαθε το διάβασμα πολλών σελίδων χωρίς σταματημό και πως όλα τα στοιχεία παίζουν ρόλο για τη λύση ενός μυστηρίου πριν μάθουμε για την ύπαρξη του αντίστοιχου είδους στον κινηματογράφου κι εντρυφήσουμε σε αυτό (βλ. Hitchcock). Αλλά είχα την εντύπωση πως μετά από χρόνια κανείς δε θα μπορούσε να τα καταφέρει να με κάνει να ξαναδιαβάσω αστυνομικό μέχρι που ανακάλυψα τον και-καλοκαιριάτικο-αλλά-και-όχι-μόνο μαραθώνιο ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Μεταίχμιο, την Τέινα Φρεντς και τον Τόπο των Πιστών.



Θα είχα ασφαλώς αποκρύψει τη μισή αλήθεια αν δεν αποκάλυπτα ότι η νίκη του συγκεκριμένου αστυνομικού μυθιστορήματος οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό που χαρακτηριστικά υπαγορεύει το είδος του∙ πρόκειται για μια ιστορία όπου η ταξική πάλη και οι ύστατες ικετευτικές κραυγές για απελευθέρωση από την οικογενειακή ασφυξία παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο όσο το σασπένς, το σταδιακό ξεδίπλωμα αποδεικτικών στοιχείων και η αργή θεμελίωση και απόρριψη πιθανών θεωριών για τον καταζητούμενο εγκληματία και τον τρόπο δράσης του. Ως αναγνώστες, το καταλαβαίνουμε αυτό από τις πρώτες κιόλας σελίδες, πριν και κατά τη διάρκεια της σκηνής κατά τη διάρκεια της οποίας ο Φράνσις, ήρωας του βιβλίου και μυστικός αστυνομικός επανασυνδέεται με την οικογένειά του, της οποίας την επιρροή και την ενέργεια έχει οριστικά απορρίψει για χρόνια. Κι αυτό τουλάχιστο για όσο θα χρειαστεί για να εξιχνιάσει το φόνο που χρόνια πριν του στέρησε το κορίτσι του τη βραδιά που είχε κανονιστεί, ως σανίδα σωτηρίας ο ένας του άλλου να οδηγήσουν τους εαυτούς τους μακριά από κάθε αθλιότητα κι αποπνικτικότητα ζωής που μπορεί να εντοπίζεται στον Τόπο των Πιστών, την πατρική τους γειτονιά, κάπου στο βόρειο Δουβλίνο, στην περιοχή Λίμπερτις.

Η Κραυγή του Έντβαρτντ Μάντς

Όχι πως η έστω και παροδική ή στιγμιαία φυγή από την πραγματικότητα που προσφέρουν τα αισθητά ψήγματα κλασικής αστυνομικής πλοκής είναι ανεπιθύμητα εν μέσω καλοκαιριού. Είναι αναπόφευκτο όλοι μας κάποια στιγμή να θέλουμε να χαθούμε στα σκοτάδια της αγωνίας που προσφέρει η έρευνα της υπόθεσης της Ρόζι κι ο επακόλουθος φόνος και να ξεχάσουμε έστω και για λίγο τους «πόνους» μας μέσα στις δαιδαλώδεις υποθέσεις που διανοίγονται με κάθε νέα διαδρομή του ήρωα και κάθε ελάχιστη ανάμνηση ή αποκάλυψη, έχοντας ήδη εισαχθεί στον ψυχισμό του από σεβασμό στις μνήμες των δικών μας καταδικασμένων εφηβικών ερώτων. Ακόμη και η ανακούφιση που προσφέρει ο αν και απλουστευτικός, αυταπόδεικτος μανιχαϊσμός που αντιπαραθέτει σωτήρες γενεών, όπως ο πρωταγωνιστής Φράνσις, και γεννημένους αποτυχημένους σαν τον πατέρα του αλκοολικό και πια άρρωστο Τζίμι και τον εξ αρχής ανεξιχνίαστα μοναχικό αδερφό του, Σέι, μπορεί για λίγο να επιφέρει ένα είδος ανακούφισης αν τηρηθεί προσεκτικά η αποφυγή να εκλαμβάνεται από τον αναγνώστη ως μερίδα πραγματικότητας.
Και φυσικά η αίσθηση που έχεις για 500+ σελίδες ότι το δίκαιο θα κυριαρχήσει αποκαθιστώντας τη γαλήνη στις ψυχές που χρόνια υποφέρουν δε μπορεί παρά να αποδειχθεί ακατανίκητη. Σε συνδυασμό με ένα «θεό» - ήρωα, που διαθέτει μόνο υπερδυνάμεις του καθημερινού ανθρώπου, ο οποίος βάζει τα δυνατά του προκειμένου να προστατέψει αυτούς που θεωρεί δικούς του, σε συνδυασμό με ροπή προς αυξημένες διανοητικές δυνατότητες, όπως ο Φράνσις, ο Τόπος των Πιστών είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται να διαβάσει στις φετινές του διακοπές οποιοσδήποτε επιθυμεί να ξεφύγει και δεν επιθυμεί καμία αλλαγή σε απολύτως κανένα επίπεδο οποιουδήποτε status quo.



By Μαρία Γώγογλου

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Στάσεις στην Ιστορία Ενός Έρωτα: Μετέπειτα Αναγνώσεις


Σ’ ένα μυθιστόρημα που κάποια παραδέχεται ότι της άρεσε είναι αδύνατο να αποφύγει την επισήμανση αγαπημένων χωρίων-εικόνων-σκηνών, που αναμφίβολα περιέχουν την πιθανότητα να αφήσουν κενό στα μέρη του εσωτερικού κόσμου του αναγνώστη όπου έχουν καταφέρει να εισχωρήσουν. Δεν εμποδίζει επίσης κανείς κανένα στον κόσμο υποκειμενικότητας όπου ζούμε να πιστεύει ότι τα σημεία αυτά μπορούν να σταθούν από μόνα τους στο λόγο από άποψη λογοτεχνικής αξίας, και γι’ αυτό να νοηματοδοτηθούν μέσα από διαδικασία της οποίας ο ίδιος ο αναγνώστης είναι διατεθειμένος να σηματοδοτήσει το ξεκίνημα.

Η Νικόλ Κράους, συγγραφέας της Ιστορίας Ενός Έρωτα

Ξαναδιαβάζοντας την Ιστορία Ενός Έρωτα, το μυαλό μας αξίζει να μεταφερθεί πρώτα στις στιγμές, κατά τη διάρκεια των οποίων τόσο οι άνθρωποι όσο και τα πράγματα περνούν από τη μη ύπαρξη στην ύπαρξη, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όσον αφορά το μεταφορικό επίπεδο, στο ψυχολογικό κομμάτι, πολλοί άνθρωποι αναγνωρίζουμε στον εαυτό μας πως έχουμε νιώσει τη στιγμή που είναι σαν να έχουμε «χάσει αυτό που κάνει τον άνθρωπο να φαίνεται». Όχι ακριβώς μονολογώντας ότι μας πνίγει η κατάθλιψη, κι όλα τα επακόλουθα που τη συνοδεύουν, αλλά έστω ότι ένα είδος έλλειψης πίστης στον εαυτό μας προκάλεσε κάποτε ενός είδους μονής κατεύθυνσης βύθισμα, ίσως όχι εντελώς αδικαιολόγητα, αλλά χωρίς εμφανή δίοδο επιστροφής. Χρειάζεται η επιδίωξη και η επίτευξη πολλών στόχων, αφελών, κι αδέξιων βημάτων προς την αυτοπραγμάτωση ώσπου «μια μέρα, κατά τύχη, κουνήθηκα την ώρα που το ματάκι έκανε κλικ. Εμφανίστηκε μια σκιά. Την επόμενη φορά είδα το περίγραμμα του προσώπου μου. Κι έτσι έπαψα να μη φαίνομαι. Επιτέλους είχα γίνει ορατός».




Δε θα μπορούσε κανείς να εγκαταλείψει σε καμιά περίπτωση το βιβλίο χωρίς τουλάχιστο να αναφερθεί στη διαφορετικότητα, εκτός κι αν αποτελεί προσωπικό μου χάρισμα να την εντοπίζω παντού επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση «όποιος έχει τη μύγα…» κι άλλες τόσες παρόμοιας κοπής που φαίνονται ταιριαστές. Δε χρειάζονται παρά μόνο μερικές σελίδες ώστε να εντοπίσει κανείς τη ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στον υποτίθεται-καλλιτέχνη Ζβι Λίτβινοφ που σφετερίζεται τον τίτλο του συγγραφέα χρησιμοποιώντας το χειρόγραφο του φίλου του Λέο Γκούρσκι, πραγματικού και καταχωνιασμένου συγγραφέα. Όσο κι αν ο τελευταίος αναγκάστηκε να υπομένει για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην αφάνεια λόγω της προαναφερθείσας έλλειψης αυτοπεποίθησης ως φυσικού επακόλουθου συνειδητοποίησης της φρίκης του Ολοκαυτώματος αλλά και των ματαιωμένων ερωτικών του ελπίδων μετά την απόρριψη της Άλμας, την οποία πίστευε ως γυναίκα της ζωής του, η αναγωγή του έργου του Η Ιστορία Ενός Έρωτα ως κέντρο της ζωής κάποιων συμπεριλαμβανομένης της μικρής Άλμα και των γονιών της απλώς επιβεβαιώνει την αξία του. Ο μεν Λίτβινοφ αποδεικνύεται εν αγνοία της πλειοψηφίας των ηρώων της Ιστορίας αυτός που συναντάμε συνήθως, «ο μέσος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος πρόθυμος να δεχτεί τα πράγματα όπως ήταν και, ακριβώς γι’ αυτό, του έλειπε η δυνατότητα να γίνει πρωτότυπος με οποιονδήποτε τρόπο», ενώ ο δε κάνει χρήση ακόμη και των σκοτεινότερων γωνιών φαντασίας που η εσωτερικότητά του μπορεί να περιέχει και ξαναρχίζει το γράψιμο καθρεφτίζοντας απόλυτα την αγωνία κάθε συγγραφέα να πει την ιστορία του σ’ αυτούς έστω τους ελάχιστους που μπορεί να ακουστεί ∙ ως έναν απ’ αυτούς ο ίδιος διαλέγει το φτασμένο συγγραφέα, που από το πρώτο χέρι της Άλμας γνωρίζει καλά ότι είναι γιος του κι από τον οποίο αδημονεί να λάβει μια στιγμή στοργής πριν οτιδήποτε εκλαμβάνει ως τις τελευταίες στιγμές που θα υπάρξει ζωντανός. Η περίπτωσή του επιβεβαιώνει την ομολογία: «πάντα ένιωθα διαφορετικός απ’ τους άλλους, και η διαφορά πονούσε. Και τότε έστριψα τη γωνία και τον είδα. Έναν πελώριο ελέφαντα, να στέκει ολομόναχος στην πλατεία. Ήξερα πως ήταν της φαντασίας μου. Και όμως. Ήθελα να πιστέψω.»


Αναμφίβολη και η συγκέντρωση της τέχνης σε ένα κομμάτι ανθρωπότητας που διαπερνά το βιβλίο όσο κι αν εν μέρει διαφωτίζει τον περιορισμένο κι αποσπασματικό ρόλο της. Οφείλει κάποιος να εμβαθύνει άλλωστε ιδιαίτερα σε οποιοδήποτε αντικείμενο για να ανακαλύψει την οποιαδήποτε αλήθεια, αδιευκρίνιστα ψήγματα της οποίας ενδέχεται να πλέουν αταυτοποίητα στην επιφάνεια. Για να γίνεις καλλιτέχνης, ωστόσο σύμφωνα με τη Νικόλ Κράους, τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός της Άλμα και το θείο της Τζούλιαν, καθώς και το γλύπτη και ζωγράφο Αλμπέρτο Τζιακομέτι, «ίσως είναι απαραίτητο να ξεχάσεις το σχήμα στο σύνολό του», δημιουργώντας εξ ολοκλήρου μια δική σου αναπαράσταση της πραγματικότητας που να φωτίζει ακριβώς το κομμάτι της αλήθειας που αντίκρισες από κοντινή άποψη όντας στα βαθιά. Ο καθολικός άνθρωπος κοιτάζει μια εδώ και μια εκεί, αλλά αυτό που μετράει είναι η στιγμή της αποκάλυψης που κάθε είδους καλλιτέχνης μπορεί να χαρίσει στον κοντινό και («ημι»)έτοιμο αποδέκτη του. Βέβαια, ξεχωρίζοντας εκεί που σε περιμένει το χάος, «θα δοθεί στην αρχή η αίσθηση ότι περιορίζεσαι, έπειτα όμως θα καταλάβεις ότι, έτσι περιορισμένος σ’ ένα κομμάτι κάποιου πράγματος, έχεις περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσεις κάποια αίσθηση του σύμπαντος παρά δημιουργώντας ολάκερο ουρανό.»

Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Άνθρωπος που Περπατάει

Άφησα τελευταία τη μονής κατεύθυνσης και μοναχικής έντασης πορεία των συναισθημάτων, μήπως κι αποφύγω να θεωρηθεί λιγότερο σημαντική. Οι πληγές που αφήνουν στην ψυχή μας οι χαμένοι έρωτες κι άνθρωποι γενικότερα σπάνια βρίσκουν την ευκαιρία να αναπτερώσουν τη δύναμή τους σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που έχουν χτυπηθεί. Ακόμη κι έτσι, σύμφωνα με έναν από τους πρωταγωνιστές-αφηγητές του μυθιστορήματος, φτάνει «μια στιγμή όπου αγαλλιάζεις διαπιστώνοντας πόσο λίγα χρειάζεται να μείνουν απαράλλαχτα, για να συνεχίσεις την προσπάθεια να είσαι, ελλέιψει καλύτερης λέξης, ανθρώπινο πλάσμα». Με άλλα λόγια, αρκεί λίγη αξιοσημείωτη προσπάθεια για να αλλάξουμε μέρη εκδοχών των συνθηκών που υπάρχουν γύρω μας και να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο σ’ έναν κόσμο που δε σκέφτεται και βλαστημά αν μείνει αφού κυρίως εγκαταλείπει. Αυτό είναι θεωρώ κι από τα πιο δύσβατα θετικά μηνύματα της διαδρομής του βιβλίου.
Μένει αυτά κι άλλα πολλά σημεία που δεν ανέτειλε ακόμη να ξεθαφτούν να τα εξετάσει με φρέσκια ματιά ο επόμενος αναγνώστης. Με θεμέλια διαφορετικά δεδομένα.

By Μαρία Γώγογλου

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Το Μανιφέστο του να Γράφεις στη Μητρική σου Γλώσσα


Αρχικά υπάρχει πάντα η ανάγκη να ανήκεις κάπου κι ύστερα βαθμιαία ο διαχωρισμός, η αποξένωση που απαξιώνουμε, αν και είναι απαραίτητη ως κάποιο βαθμό για να βρει κάθε άτομο το στόχο που θέλει να ακολουθήσει και μέσα από αυτόν μια ξεκάθαρη θέση που του αναλογεί.
Όλα αυτά δύσκολα επιτυγχάνονται αν ο ενδιαφερόμενος φιλοδοξεί να ασχοληθεί με κάποια έννοια με το λόγο, και για το σκοπό αυτό διαλέγει άλλη από την μητρική του γλώσσα, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η ελληνική, δυστυχώς. (Και το σχολιάζει αυτό η υποφαινόμενη που στο παρελθόν είχε μανιωδώς αποπειραθεί να το πετύχει!) Τις περισσότερες φορές σε μια τέτοια προσπάθεια καταλήγεις να επαναλαμβάνεις τα γλωσσικά κλισέ και τους συνδυασμούς που άκουσες ή διάβασες λίγη ώρα πριν χωρίς καμία δυνατότητα να μπεις στη διαδικασία που ο Widdowson περιγράφει ως λύγισμα της γλώσσας κατά το δοκούν για να εκφράσεις αυτό που σου κατέβηκε στο κεφάλι. Το αποτέλεσμα επίσης μπορεί να είναι κάτι στην πορεία σου στην εκμάθηση εκείνης της γλώσσας αλλά το απολύτως εκφραστικό τίποτα σε σχέση με ότι θα μπορούσε να είναι αν ακολουθούσες τα μέτρα και τα σταθμά της γλώσσας σου.


Στη δική σου γλώσσα αντίθετα λανθάνουν συλλογικά ασυνείδητες σκέψεις προγόνων των προγόνων σου, των οποίων την ύπαρξη είναι αδύνατο αγνοήσεις. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από μια ανεξάντλητη δεξαμενή ιδεών, συναισθημάτων και χρωμάτων που μπορεί με κάποιους τρόπους να μοιάζουν ή όχι και ανακαλούνται στο φως του μυαλού σου με την αντανάκλαση μιας λέξης ή μιας εικόνας ή ενός βιώματος ή κάτι παραπάνω, και μπορείς να βάλεις στη σειρά ακόμη κι αν δεν το επιθυμείς, υπάρχει ένας τρόπος να ακολουθήσεις ένα είδος παράδοσης που σου προσφέρει τουλάχιστον το ψυχολογικό πλεονέκτημα της ασφάλειας και της κατανόησης ότι ανήκεις κάπου. Είσαι μέρος ενός κοινού κτήματος που συνεχίζει την πορεία του στο χρόνο και γιατί όχι ικανός να βρεις ένα χώρο που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι ανήκεις στη σύγχρονη εποχή, με κάθε συναίσθηση της ουτοπίας που μπορεί να ενέχει αυτή η πιθανότητα.

Συλλογικό Ασυνείδητο από τη Ντέμπορα Στίβενσον

Έπειτα, η ταυτότητά του τρόπου γραψίματός σου μπορεί να διεκδικήσει να είναι διαφορετική από οτιδήποτε άλλο οποιοσδήποτε άλλος έχει διαβάσει ή σκεφτεί. Εξελίσσοντάς σε γίνεσαι εσύ όταν όλα τα σημαντικά και ασήμαντα που έχεις πρόσφατα ή κάποια στιγμή διαβάσει και κάπως εσωτερικεύσει βρίσκουν το δρόμο της μοναδικής στιγμής. Στο σύμπαν αυτό μπορείς να υποστηρίξεις και να καταρρίψεις νόρμες τραβώντας το δρόμο προς το εμπρός.

Σκίτσο του Antoine de Saint Exupery από το βιβλίο Ο Μικρός πρίγκιπας

Χωρίς λοιπόν να αισθάνομαι υποχρεωμένη να εξηγήσω την επιλογή μου, διαλέγω την ελληνική γλώσσα για να δώσω περισσότερο νόημα και τάξη στις σκέψεις μου για να ακουστούν έτσι όπως θέλω να ακουστούν, ανεξάρτητα από τη γλώσσα πρωτοτύπου των ιδεών ή των κειμένων που προτίθεμαι να χρησιμοποιώ ή να παραθέτω. Κι αυτό όχι γιατί αποστρέφομαι τον εξωστρεφή παράγοντα ∙ κάθε πρόσωπο οφείλει ωστόσο να απαιτεί να δηλώνει ανά περιόδους έστω και ψευδαισθητικά ότι ασκεί την όποια αίσθηση κάποιου ελέγχου.

By Μαρία Γώγογλου

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Η Ιστορία Ενός Έρωτα: Αρχικό Στάδιο Ανάγνωσης


Εν γνώσει της προχειρότητας κάθε αρχικού σταδίου ανάγνωσης, παρουσιάζω εδώ σε άτακτη σειρά σκέψεις που με απασχόλησαν κατά τη διάρκεια της πρώτης φοράς που διάβασα την Ιστορία Ενός Έρωτα με τον τρόπο που η ηρωίδα του βιβλίου Άλμα βρήκε εύκαιρο να εκφράσει τα δικά της συναισθήματα:

1.      ΑΥΤΟΣ Ο ΓΚΟΥΡΣΚΙ, ΠΟΣΟ ΣΤΡΙΜΜΕΝΟΣ;

Ξεκάθαρα τα κομμάτια του βιβλίου υπογεγραμμένα από την οπτική γωνία του Λέο Γκούρσκι είναι από τα πιο δυσανάγνωστα, ιδιαίτερα από την αρχή, αφού ξεκινάς γρήγορα να αναρωτιέσαι γιατί έχει καταλήξει σε μια Ιστορία Ενός Έρωτα ένας τόσο στριμμένος γέρος και τι σχέση έχει μαζί της. Πράγμα που αποκαλύπτεται εξαιρετικά σύντομα φυσικά, αφού πρόκειται για το άτομο που την έχει ζήσει στα νεανικά του χρόνια κι αποπειραθεί να την εκφράσει μέσω του γραπτού λόγου. Συγκεκριμένα, το νόημα της ζωής του, ή μάλλον αυτό που ο ίδιος ερμήνευε ως τέτοιο μέχρι ένα ορισμένο στάδιο των νεανικών του χρόνων είχε σχέση με την «από πάντοτε» γνωριμία του με μια κοπέλα της γειτονιάς του (Άλμα κι αυτή!) και τον επακόλουθο εφηβικό και μετέπειτα έρωτά του γι’ αυτή. Συνοδευόμενο από νοητά παντοτινό δέσιμο των ζωών τους που έπειτα από μια τραγική και μοιραία αποξένωση κι ασυνεννοησία τον απομόνωσε μια για πάντα. Εξ ου και το στρίψιμο, αλλά και η εντύπωση που σου αφήνει ότι η θνησιμότητα περνούσε από πάνω του μια ζωή ως αποτύπωμα της επιβίωσης από το Ολοκαύτωμα, κι έτσι ο θάνατος δεν αποτελεί παρά μια τυπικότητα απλά δεν υπάρχει. 

Νατάσσα Μποφίλιου - Η Καρδιά Πονάει Όταν Ψηλώνει

2.      Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Κι εδώ δεν εννοώ πλέον μόνο την «Γκουρσκική» μοναξιά-απόρροια της αποτυχίας της ερωτικής ιστορίας του πρωταγωνιστή-αφηγητή που καταφτάνει στην Αμερική μετά από χρόνια απομάκρυνσης από την αγαπημένη του, κατά τη διάρκεια των οποίων ως επί των πλείστων κρυβόταν από τα γερμανικά στρατεύματα που εξόντωναν Εβραίους στην Πολωνία, για να ζήσει την ερωτική απογοήτευση. Ως teaser και μόνο εδώ θα αναφέρω πως αυτή σχετίζεται με το γεγονός ότι ο μοναδικός του έρωτας, η Άλμα, έχοντας φτάσει ήδη πριν κάποια χρόνια στην Αμερική κι ανακαλύψει την εγκυμοσύνη της, παντρεύεται το γιο του αφεντικού της που της προσφέρει προστασία, ενώ ο Λέο θεωρείται κι επισήμως νεκρός και δε λαμβάνει τα γράμματά της. Η μοναξιά που εννοώ σχετίζεται κυρίως με την πλευρά της που βιώνουμε όντας ανάμεσα σε άλλους, ενδεχόμενα και το βαρύτερο φορτίο μοναξιάς που μπορεί να συναντηθεί. Αυτό που κρατάει τη Σαρλότ, μια άλλη ηρωίδα του βιβλίου μακριά από τα παιδιά της, αφού έχει χάσει το Ντέιβιντ, το δικό της Λέο, και τη μικρή Άλμα μακριά από το Μίσα, τον εφηβικό της έρωτα, ενώ βρίσκεται προς αναζήτηση μέρους του προδιαγεγραμμένου της εαυτού μέσω οτιδήποτε μπορεί να ξεθάψει για το ποιος πραγματικά ήταν ο πατέρας της.

 Luz Casal - Historia De Un Amor

3.      Η ΜΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Όχι πως είναι αναγκαίο το βιβλίο της Νικόλ Κράους για να μας κάνει να καταλάβουμε τη σημασία που καταλαμβάνει έτσι κι αλλιώς ο μη συμβατικός έρωτας στη ζωή μας. Είναι ωστόσο ρομαντικός και μεταφορικός ο τρόπος που μας θυμίζει όλο αυτό το ανέφικτο σύννεφο που διαπερνά την πραγματικότητα χωρίς να διεκδικεί ποτέ να γίνει απολύτως μέρος της, ακριβώς όπως η γνωριμία της Σάρλοτ και του Ντέιβιντ Σίνγκερ κι ο τόσο και ταυτόχρονα μη ασυνήθιστος έρωτάς τους στο κιμπούτς καθώς και οι βόλτες τους στη Νεκρά Θάλασσα. Η απεραντοσύνη του συναισθήματος του έρωτα στο βιβλίο όπως και στη ζωή δεν είναι επίσης καθόλου τυχαία ακατανίκητη, ειδικά έτσι όπως διαπερνάει τρεις γενιές συγκλονίζοντας Γκούρσκι κι Άλμα με όσα μοιράζονται για τις πορείες τους στην απόληξη του μυθιστορήματος, καθώς και με τα πρώτα σκιρτήματα της μικρής Άλμας και του φίλου της Μίσα, ειδύλλιο που δεν πρέπει στιγμή να παραβλεφθεί στην ατμοσφαιρική ροή του βιβλίου.

 Anonymous - Romance D'Amour

4.      Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΙΘΑΝΟΥ

Ωστόσο, ασφαλώς υπάρχει και η αυτόδηλη μη-πραγματικότητα των διηγούμενων συμβάντων στο βιβλίο, ακριβώς όπως υπήρξε και σε όλα τα προηγούμενα απ’ αυτό. Έτσι η σύμπτωση που οδηγεί την Άλμα Σίνγκερ στην αναζήτηση τρόπου να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για τη συντροφικότητα της μητέρας της, και μετά την αποτυχία αυτού του σχεδίου, σαφώς αργότερα στην αναζήτηση κομματιών του εαυτού της μέσα από την Άλμα Μερεμίνσκι, ηρωίδα του βιβλίου από την οποία πήρε το όνομά της να συνυπάρχει ταυτοχρόνως στον ίδιο μεγαλόκοσμο με το Λέο που, στο τέλος της ζωής του κάνει τον απολογισμό του κι έχει την ύστατη έμπνευση είναι πέρα για πέρα μυθιστορηματική. Φυσικά οι δυο τους συναντιούνται τυχαία και όχι περισσότερες από μία φορές στη διάρκεια του βιβλίου, σημείο όπου εκδηλώνεται και η συνάφειά του με τον κόσμο του κινηματογράφου.

"Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα.", Κική Δημουλά

5.   ΚΑΘΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Η Ιστορία Ενός Έρωτα είναι κάτι διαφορετικό για όλους τους χαρακτήρες που έρχονται σε επαφή μ’ αυτή στο μυθιστόρημα. Για να μη μιλήσουμε για τις διαφορετικές σημασίες της ανάλογα με τις φάσεις της ζωής τους όπου βρίσκονται. Η Άλμα για παράδειγμα τη διαβάζει για να ανακαλύψει ανάμεσα στις γραμμές της κάτι που δε γνωρίζει για την προέλευσή της, ενώ για τη Σαρλότ η Ιστορία αυτή είναι ο τρόπος για να κρατήσει την ανάμνηση του έρωτά της για τον άντρα της που χάθηκε ζωντανή, γι’ αυτό και το αίσθημα που τους σύνδεσε. Απολύτως εναρμονισμένος μ’ αυτή την πραγματικότητα της πολλαπλότητας των προσλήψεων τόσο της τέχνης όσο και της αντικειμενικής πραγματικότητας είναι και ο διαμελισμός των φωνών του βιβλίου σε τρεις ετερόκλιτες οπτικές γωνίες, ενίοτε και τέσσερις, αφού η περιστασιακή ανάδυση της προσωπικής γραφής του Μπερντ, αδερφού της Άλμας, εξίσου προς αναζήτηση ριζών, εαυτού και πατρότητας με αυτήν μπορεί να προσμετρηθεί ως μία απ’ αυτές.


Οι Εραστές, Rene Magritte

By Μαρία Γώγογλου

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Περιδιαβαίνοντας στις Λειτουργίες της Συγγραφής


Να ξεκινήσουμε από εκεί που ξεκινάς, δηλαδή από το γεγονός ότι η συγγραφή χωρίς ιδιαίτερα ιδιοτελείς σκοπούς στην εποχή μας τείνει να είναι κάτι ολωσδιόλου λησμονημένο, ακριβώς με τον τρόπο που περιγράφει στο «Μικρό Πρίγκιπα» η αλεπού τη σπανιότητα της φιλίας. Για αρκετούς ακόμη ωστόσο και στην εποχή μας συνεχίζει να σημαίνει κάτι πιο κεντρικό.


Ξεπερνώντας τη δύναμη του κειμένου να επιτελεί τη λειτουργία του όταν αυτή είναι συγκεκριμένη και θεσμική, ένα κείμενο μπορεί να αποτελεί εκφραστικό ύμνο γι’ αυτόν που το φιλοτεχνεί. Το γράψιμο αποτελεί τον έμμεσο πλην εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο να εκφράσεις όλα αυτά τα συναισθήματα που είχες από καιρό φυλαγμένα ή είναι αδύνατο να εκφράσεις φωναχτά στους άλλους όσο κοντά κι αν μπορεί να έχετε έρθει κι όσες έντονες στιγμές κι αν διαγράφηκε στο μυαλό σου ότι μοιραστήκατε. Είναι ακόμη ο τρόπος να πεις το κάτι που δε σου βγήκε να πεις αν και θέλεις να μην το κρατάς πια μέσα σου και να δυσκολεύεσαι. Λίγες λέξεις στο (ηλεκτρονικό ή μη) χαρτί κάνουν για κάποιους τα πράγματα πιο εύκολα.

Βρίσκομαι σε σημείο που δε γίνεται πια να μη σχολιάσεις όσα έγραψε ο Barthes για το «θάνατο του συγγραφέα» μια από τις σηματοδοτήσεις αλλαγής νοημάτων του 21ου αιώνα. Στην πραγματικότητα αυτό που κατά την προσωπική ταπεινή μου άποψη εννοούσε έχει περισσότερο να κάνει με την ελευθερία ενός «αυτό-μπορείς-να-το-κάνεις-δικό-σου-σε-όποιο-χώρο-όποια-στιγμή-θέλεις» καλέσματος στον αναγνώστη να μην αναζητά προδιαγεγραμμένα μονοπάτια ανάγνωσης χαραγμένα από ψυχές ανώτερα αποσταγμένης πνευματικότητας αλλά να εμπιστεύεται αυτό που ζει ως εμπειρία ανάγνωσης καθοδηγώντας το μέσα από τα δικά του βιώματα που ακολουθούν μοναδικά ξεχωριστής κατεύθυνσης διαδρομές που ο ίδιος συνειδητά ή κάτι λιγότερο επιλέγει. Άρα το ότι η διαδρομή ανήκει στον αναγνώστη δεν αναιρεί το γεγονός ότι στοιχεία του κειμένου υπάρχουν εκεί, βαλμένα στη σειρά από κάποιον, δρομολογημένα να συνεχίσουν την ανθρώπινή τους διαδρομή στους αιώνες για όσο θα υπάρχουν αναγνώστες.

Στην πραγματικότητα από τις συγκυρίες που μπορούν να δικαιολογήσουν την αναγωγή του Barthes ως θεού μετά το συγκεκριμένο δοκίμιο θα είναι πάντα η υπεργενικευμένη έμφαση στις συνθήκες δημιουργίες κάθε είδους γραφής που επιμένει συχνά ακόμη και στις μέρες μας να καταστήσει το συγγραφέα μια τυφλή απόρροια των ιδιαζόντων βιωμάτων του ή ακόμη χειρότερα της ιδεολογίας και των κοινωνικών συνθηκών κατά τη διάρκεια των οποίων συμβαίνει να δρα (συχνά όχι η εποχή στην οποία θα επέλεγε να βρίσκεται το παρόν του αν τον ρωτούσαν!). Ποτέ κανείς δεν πρέπει ωστόσο να παραβλέπει τη δύναμη της επίδρασης κατά τη διάρκεια των ασυνείδητων ή υποσυνείδητων διεργασιών επιρροής που, αν μάλλον δε μετατρέπουν κάποιο σε έρμαιο (όρο που εδώ απορρίπτω καθώς δέχομαι ότι χρειάζεται τουλάχιστο κάποιο βαθμό ορισμένης συνειδητότητας ώστε κάποιος να αφεθεί τελείως σε τάσεις του ευρύτερου περιβάλλοντος και κοινωνικές επιταγές), ωθούν κάποιο στον υπέρτατο βαθμό να επαναλαμβάνει υπερεπιβαλλόμενα κλισέ ώστε να νιώθει αποδεκτός από την εκάστοτε κοινωνική ομάδα της επιλογής του. Τίποτα δεν είναι επιτακτικό να αντικρίζεται ως αποκλειστικά αρνητικό πριν εξεταστεί από κάθε σκοπιά.

Πέρα από κάθε δημιουργικότητα, τα έργα του Andy Warhol υπογραμμίζουν την αδυναμία μη ύπαρξης έστω κι ανεπαίσθητα εξαρτησιογόνου αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε καλλιτέχνη κι εκάστοτε επικρατούσα κυρίαρχη κουλτούρα

Ο καθένας που έχει πάντως αισθανθεί κάτι για τη συγγραφή αξίζει κάποιες στιγμές να αφήνεται στη διαδικασία, όπως νοείται απελευθερωμένη από τις καθημερινές επαγγελματικές ή οποιουδήποτε άλλου είδους ανάγκες. Ειδάλλως δε θα βιώσει το μετασχηματισμό των ιδεών ή την περισυλλογή που προκαλεί κατά τη διάρκειά της, ούτε οποιαδήποτε συνεπαγόμενη αφύπνιση του εαυτού.

By Μαρία Γώγογλου