Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Για Όσο Ακόμη Κρατά το Σόου

Τίποτε ακριβώς δεν είχα στο μυαλό μου όταν διάλεξα πριν λίγες μέρες να διαβάσω το βιβλίο Κράτα το Σόου του Θεοδόση Μίχου· περισσότερο από το ότι ένα βιβλίο με ελάχιστο όγκο θα ήταν κατάλληλο για να το ρίξω στις αποσκευές των διακοπών μου, χωρίς δεύτερη σκέψη. Ταυτόχρονα, κάτι στη σύνοψη που το έδενε απορίφραστα με τον κόσμο της μουσικής με κινητοποίησε θυμίζοντάς μου πόσο καιρό είχα να πιάσω κάτι που να απέχει λίγο από το λογοτεχνικό κόσμο της μυθοπλασίας, όπου δραπετεύω συνήθως. Εν τέλει, η εμπειρία ήταν συναρπαστική, επειδή πήρα θάρρος να συνεχίσω την προσωπική μου γραφή (αφού αποδείχτηκε πως υπάρχει κι ο Μίχος που το κάνει, κι άρα, δεν είμαι πια τόσο μόνη στον κόσμο), αλλά κι επειδή κάτι από αυτό που υπάρχει στις συναυλίες που πηγαίνουμε και στη μουσική που ακούμε, το οποίο επιδρά άμεσα στο χαρακτήρα μας, μου αποκαλύφθηκε μοναδικά.

Το βιβλίο είναι ένα ολόκληρο κομμάτι ζωής που εναλλακτικά θα ήθελα να ζήσω, όντας επαρχιώτισσα κι έχοντας υπάρξει κοινό σε συναυλίες ελάχιστες φορές, σε σχέση με τις κατάλληλες ευκαιρίες που δε θα έχανε εύκολα κανείς στην Αθήνα ή τη συμπρωτεύουσα. Συγκεκριμένα, ο αφηγητής διηγείται χαρακτηριστικά περιστατικά της ζωής του (σχεδόν αληθινά, όπως το εξώφυλλο μαρτυρά) που σχετίζονται άμεσα με κάποιες από τις σημαντικότερες συναυλίες τις οποίες έχει, με ποικίλες ιδιότητες, παρακολουθήσει και απολάυσει από την τρυφερή παιδική του ηλικία μέχρι το πρόσφατο παρελθόν. “Και δηλαδή πόσο σημαντικά θα μπορούσαν να είναι αυτά τα γεγονότα γι' αυτόν;” θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί κάποιος. “Πολύ”, θα απαντούσε γρήγορα κάποιος άλλος, ειδικά αν σκεφτούμε πόσο φαν πολλών υποειδών της εγχώριας και της ξένης ροκ μουσικής υπήρξε ο αφηγητής, αλλά και πόσο συνειδητή υπήρξε η μετέπειτα απόφασή του να ζήσει από την τρέλα του να γράφει για τη ροκ μουσική.
Η πεμπτουσία του βιβλίου συνοψίζεται σε κάτι που ως συναυλιάζουσα έχω επανειλημμένα διαπιστώσει: πόσο πολύ αυτό που σου μένει στο τέλος της βραδιάς είναι το τι έκανε ο διπλανός σου ή πως χαζολογούσε η παρέα σου παρά το τι συνέβαινε πάνω στη σκηνή με την απόλυτη αντικειμενικότητα ενός εξωτερικού παρατηρητή. Σ' αυτό το ύφος κυμαίνονται οι ιστορίες σε συνδυασμό με την πεποίθηση του συγγραφέα ότι, σε κάποιο σημείο, ο συνδυασμός στίχων, συμβάντων και υπερθεάματος επιδρά στην προσωπικότητα και στην ατομική εξέλιξη κάποιου με ξεχωριστό τρόπο. Υπό αυτό το πρίσμα, σε μια από τις ιστορίες, διαλέγει να μας εξιστορήσει τι συνέβη μετά από μια από τις πρώτες συναυλίες που είχε παρακολουθήσει ως νιόφερτος φοιτητής Φυσικής στην Αθήνα, όταν διάλεξε να περιμένει τον καλλιτέχνη για να του ζητήσει αυτόγραφο. Τότε γνώρισε έναν άλλο τύπο, πιο παθιασμένο με το έργο του μουσικού, που περίμενε επίσης, με μια πολαρόιντ στο χέρι, και παροτρύνοντας τον αφηγητή να τον φωτογραφήσει με το Mark Lanegan (που είναι ο καλλιτέχνης που μόλις έχει δώσει συναυλία και αναμενόταν), ενώ ο ίδιος διατίθεται να κάνει το ίδιο γι' αυτόν. Η ιστορία εξελίσσεται μόνο ελαφρώς με μη αναμενόμενο τρόπο, αφού ο αφηγητής καταλήγει και με αυτόγραφο, και με φωτογραφία με το Lanegan και την αφεντιά του, αλλά και με ένα κουτάκι μπίρας που ο καλλιτέχνης του χαρίζει και που ο αφηγητής καταλήγει να χρησιμοποιήσει ως στήριγμα της φωτογραφίας που προηγήθηκε επί σειρά ετών στη δισκοθήκη του. Να κάτι που έμεινε τουλάχιστον ως λάφυρο για την προσπάθεια.
Η άλλη ιστορία που ξεχώρισα ήταν η μέρα που ο αφηγητής διαλέγει να κάνει πρόταση γάμου σ' Εκείνη, το κορίτσι των ονείρων του. Βρίσκονται μαζί στο Chelsea Hotel της Νέας Υόρκης, όπου έχουν διαμείνει αστέρες και αστέρες της ροκ στο παρελθόν το πρωινό που εκείνος σκέφτεται να ξεστομίσει τις λέξεις. Οι όμορφες στιγμές που έχουν περάσει μαζί στις σοφιστικέ συνοικίες της μεγαλούπολης τις τελευταίες μέρες στροβιλίζουν στο μυαλό του, όπως και διάφορες άλλες από όσες έχουν ζήσει τα τελευταία χρόνια, ώσπου... τη βλέπει τυλιγμένη στις πετσέτες μετά το πρωινό ντους, βγάζει από το βρακί του του δαχτυλίδι (πλέον κατάλληλο και ασφαλές μέρος για να το αποθηκεύσει κανείς, αμέριμνος) και της το λέει! Το αποτέλεσμα θα το μάθετε μόλις διαβάσετε το βιβλίο (έτσι για να νιώσετε και λίγο σασπένς μέχρι τότε!), αλλά μπορώ με βεβαιότητα να πω πως από τη δομή,το περιεχόμενο και τον κοφτό, ρωμαλέο ρομαντισμό που το διακατέχει πραγματικά δεν περίμενα τίποτα λιγότερο.

Κάθε συμπλεγματική συμπεριφορά είναι το αντίστοιχο και ανάλογο σε ένταση σύμπτωμα μιας μετατραυματικής εμπειρίας.”

Η γλώσσα και το ύφος του βιβλίου είναι σίγουρα ένας από τους βασικότερους παράγοντες που σε κάνουν να μη θέλεις να το αφήσεις κάτω ούτε για μια στιγμή. Η ροή των προτάσεων και η στίξη εναρμονίζονται πλήρως με την εκάστοτε συναισθηματική και συχνά σωματική κατάσταση που βρίσκεται ο αφηγητής σε καθεμιά από τις ιστορίες· και παρ' όλο που ενός είδους έλλειψη αναπνοής, αφού το τέλος των ορμητικών προτάσεων δε διαφαίνεται εύκολα, σε κάνει συχνά να αμφιβάλλεις για το τι στ' αλήθεια μέχρι τώρα διάβασες σε μια συγκεκριμένη παράγραφο, το να γυρίζεις πίσω ξανά και ξανά για να ξαναανακαλύψεις αυτό που δε βρήκες ακόμη είναι μια απόλαυση από μόνη της. Χώρια που ένα σωρό συναισθήματα κρυμμένα στις παύσεις, στο ρυθμό κι ανάμεσα στις γραμμές βρίσκεις να τα έχεις περάσει κι εσύ η ίδια: η ασφάλεια, η άνεση και ταυτόχρονα μια κάποια αμηχανία όταν βρίσκεσαι σε μια συναυλία με τους γονείς σου, πολύ μετά την ηλικία των 25, η σιγουριά του πόσο καλά ξέρεις τους φίλους σου, ώστε μπορείς με βεβαιότητα να αναπαραστήσεις μέσα σου τι σκέφτεται ο καθένας τους ξεχωριστά στη διάρκεια ενός μουσικού event, αλλά κι αυτό που νιώθεις, όταν αναλογίζεσαι πόσο σίγουρη είσαι για το setlist ενός αγαπημένου καλλιτέχνη, αλλά και για το τι θα διαδραματιστεί κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης βραδιάς που σε κάνει να αισθάνεσαι πως με κάποιο τρόπο την έχεις ξαναζήσει. Όλες αυτές οι μαγικές στιγμές γύρω από τη σκηνή, όταν οι άνθρωποι και τα πράγματα μοιάζουν ξαφνικά αυτονόητα και ανείπωτα, και γι΄αυτό και είναι τόσο δύσκολο να αποτυπωθούν σε χαρτί· που, όμως, ο Μίχος τα εξερευνά χρησιμοποιώντας έναν ιδιόχειρο εκφραστικό κι ερμηνευτικό κώδικα, που δε μπορεί παρά να καθηλώσει τον έστω κι ελάχιστα μυημένο στη ροκ εντ ρολ φιλοσοφία αναγνώστη.

Τη στιγμή, βέβαια, που αποκαλύπτεται περίτρανα πως το σκληροτράχηλο περίβλημα, που κάθε “μέσος” άνθρωπος έχει φανταστεί να ζώνει κάθε ροκ φαν γίνεται παρελθόν. Ο ρομαντισμός του συναυλιακού κόσμου αποκαλύπτεται άμεσα, αλλά και σταδιακά από το Μίχο σε μια εποχή που ελάχιστα έχει προηγηθεί αυτήν που διανύουμε, αλλά και που κατά τη διάρκεια της οποίας η φυσική παρουσία ενός προσώπου, πάνω στη σκηνή ή μη είχε μια μυστήρια, εξέχουσα σημασία (όπως για κάποιους φαν έχει ακόμα, ειδικά στα lives, όπου θέλοντας και μη βρίσκεσαι πιο κοντά με τον καλλιτέχνη, σύμφωνα με την προσωπική μου γνώμη). Τα εισιτήρια που φυλάς με υπερπροστασία μέχρι το τέλος της βραδιάς, ώστε να τα προσθέσεις στη κάνεις συλλογή, αλλά και η απεγνωσμένη, συχνά ανέλπιδη προσπάθεια να φτάσεις όσο πιο κοντά γίνεται στη σκηνή υποδηλώνουν έναν κρυμμένο ανθρωπισμό, που σίγουρα η ψηφιακή κουλτούρα, με την απροσωπία της απειλεί να αφανίσει. Ό,τι κι αν τελικά γίνει, τουλάχιστο το Κράτα το Σόου θα είναι ένα από τα βιβλία που αξίζει να διαβάσει οποιοσδήποτε λάτρης της χρονικά προπορευόμενης κουλτούρας· που κανείς από εμάς που έχουμε έστω και λίγο ζήσει λάμψεις της αίγλης των ζωντανών μουσικών εμφανίσεων δε θα συμφωνούσαμε ποτέ πως πρέπει να αποβληθεί διαπαντός από τις συνήθειές μας.
Ο Θεοδόσης Μίχος
Γιατί ο κόσμος της μουσικής υπάρχει ακόμη μέσα στα βιβλία κι αξίζει υπέρμετρα να υπάρχει· και το Κράτα το Σόου του Θεοδόση Μίχου, που αξίζει να πιάσετε στα χέρια σας όσο πιο σύντομα γίνεται είναι μια απτή απόδειξη του γεγονότος αυτού.
 
By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου