Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Να Δώσει Κανείς ή Να Μη Δώσει;

(Μα τι Αμλέτα, θα έλεγα, αντί να πω Άμλετ, κυρίως εξαιτίας του τίτλου!)
Κατ' αρχάς, φυσικά, πρέπει να προηγηθεί μια εισαγωγή, ώστε να καταλάβει κάθε νοήμων άνθρωπος τι ακριβώς είναι αυτό που τελοσπάντων εννοώ.
Σίγουρα αυτό δεν είναι οικονομικής φύσης, αν και διανύουμε ακριβώς την περίοδο που τέτοιες έννοιες είναι φυσικό να κυριαρχούν στο μυαλό κάποιου, με την έλλειψη ρευστού που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας βιώνει. Έχει περισσότερο να κάνει με τη μεταφορική σημασία του επιθέτου «δοτικός», που χρησιμοποιούμε όταν προσδιορίζουμε τον χαρακτήρα κάποιου (κατά τη γνώμη μας πάντα), ως προς τις σχέσεις του με τα υπόλοιπα ανθρώπινα πλάσματα. Με άλλα λόγια, έχει κάπως τη σημασία του «να είναι κάποιος πρόσφορος και ανοιχτός προς τους άλλους χωρίς διακρίσεις ή όχι;».
Να μην είναι, κι όπως αυτό συνεπάγεται, να μη δώσει, τουλάχιστον όχι ακριβώς με τον τρόπο που παραπάνω υπονοείται, ακριβώς επειδή αυτά που εν προκειμένω είναι έτοιμα να δοθούν μπορεί να είναι αγαθά από την ψυχή, που είχε με συναίσθημα από καιρό φυλαγμένα. Άσχετα που η πίστη μου είναι άσβεστη στο ότι κάθε σκέψη είναι προορισμένη με κάποιο τρόπο να ειπωθεί και κάθε γραπτό, όπως αυτό, να διαβαστεί από τουλάχιστον έναν άνθρωπο.
Να μη δώσει κανείς, αν βλέπει πως όσα προορίζονται να δοθούν υπάρχει περίπτωση να μαγαριστούν. Αν το άτομο ή οι άνθρωποι που έχει κάποιος απέναντί του δεν καταλαβαίνουν προς τι κοιτούν. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα επιλήψιμο για τους δύστυχους τους ανθρώπους. Μπορεί απλώς να μην είναι σε φάση να το καταλάβουν. Όπως εγώ, δε θα πω με την ταινία Πέρσι στο Μαρίενμπαντ (που, ειρήσθω εν παρόδω, δε σας συνιστώ να παρακολουθήσετε), που είδα και δεν κατάλαβα Χριστό, επειδή το σενάριο έχει γραφτεί και η ταινία γυριστεί μόνο και μόνο για να μην καταλαβαίνεις Χριστό. Πιο πολύ θα παρομοιάσω την εν λόγω κατάσταση με τις πρώτες ακροάσεις μου του Nevermind των Nirvana, όταν επίσης κάτι με ξένιζε και δεν καταλάβαινα Χριστό· ήταν όμως αυτό το κάτι που τις αμέσως επόμενες φορές έκανε την ακρόαση μια όλο και πιο συγκλονιστική εμπειρία. Κάπως έτσι μπορεί να αντηχούν οι λέξεις «αγάπη» και «σχέση ζωής» στους εγκεφάλους ορισμένων.
OK, το να ζεις μόνο για τον εαυτό σου 24/7 σε κάνει να κρύβεσαι μέσα στις άμυνές σου, να τις απολαμβάνεις, να θέλεις να φας λίγο ακόμη απ' τις σάρκες
σου, αλλά κάποια στιγμή όλη αυτή η συσσωρευμένη εσωτερίκευση, ταυτόχρονα με το έτσι κι αλλιώς εξαντλητικό κυνήγι του μεροκάματου κι ενός είδους ευτυχίας, ολοένα και πιο άπιαστης, οφείλει να σε κάνει να κουράζεσαι· και λίγο κάπου κάποτε να συνειδητοποιείς ότι σου λείπει κάτι ή μάλλον κάποιος.
Κάτι που ούτε τα βιβλία, ούτε το τρέξιμο, ούτε η αγαπημένη σου μουσική μπορούν να σε κάνουν να αισθανθείς. Όχι πως λειτουργούν αποκλειστικά ως υποκατάστατα, αφού πολλά απ' αυτά είναι υπέροχο να τα απολαμβάνεις από μόνα τους· απλά δεν είναι εκεί όπου κάτι αληθινό σπαρταράει με απρόσμενα ιδιοσυγκρασιακό τρόπο.
Ούτε και προσπαθώ εδώ κάπως να θέσω ότι οι φιλίες δεν είναι σημαντικές. Ειδικά στις πιο πριβέ καταστάσεις, στα τετ-α-τετ και σ' αυτά που, εκεί που δεν το περιμένεις, χτίζονται όπως ποτέ πριν στα πιο τρελά σου όνειρα δεν είχες φανταστεί. 'Ωρες ώρες είναι ακόμη και κάτι ασήμαντες συζητήσεις που μπορούν να σε βοηθήσουν να ανασύρεις κομμάτια του εαυτού σου που είχες εντελώς ξεχάσει ή παρατήσει, αλλά είναι δυνατό μέσα σου να εντοπιστούν, αφού τώρα τα επανεπισκέπτεσαι.
Μερικές φορές νομίζω πως η διαφορά ανάμεσα σ' αυτόν που είναι έτοιμος να αγαπήσει πηδώντας τα τείχη και σ' αυτόν που βαριέται ή δε θα έμπαινε καν στον κόπο ή απλώς του είναι αδύνατο να συνειδητοποιήσει τη διαφορά ανάμεσα στο να αδρανείς και να πράττεις ενσυνείδητα με τη θέλησή σου είναι η απόφαση
για το μικρό κλικ ενός διακόπτη. Όπως εκείνος κάθε φορά πριν από κάθε εμφάνιση του αγαπημένου μου καλλιτέχνη (η αφετηρία είναι ώρες ή μέρες πριν από το event; απορώ κι εγώ με το φαινόμενο, όσο και με το από τι η απαρχή του εξαπλώματός του εξαρτάται). Απλά είσαι ξαφνικά έτοιμη να τα ζήσεις όλα, να συγκινηθεί κάθε μόριο της ύπαρξής σου, σαν τίποτε αποφασιστικό να μην έχει αρχίσει ή τελειώσει με βεβαιότητα στον κόσμο ακόμα.
Άλλες φορές πάλι νομίζω ότι η διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους είναι ένας κοπιαστικός δρόμος – ένα ταξίδι με τα πόδια που οδηγεί μέσα από δύσβατα εδάφη σ' ένα δρόμο προς άγνωστη κατεύθυνση, χωρίς επιστροφή. Μπορεί να νιώθεις υγιής έχοντας ευπειθώς παραδεχθεί στον εαυτό σου ότι δε θα τον ακολουθήσεις ποτέ· κι όλα μπορεί να είναι και για πάντα να παραμείνουν καλά. Εκτός από ένα εν δυνάμει κομμάτι σου που ποτέ δε θα ενεργοποιηθεί, αφού δε θα εξασκήσεις ποτέ την ιδιότητα να αισθάνεσαι ότι έχει ατονήσει.
Ή ίσως τελικά να μην ξέρεις και να είσαι αδύναμη να κατανοήσεις πότε και από που ξεκινά και που οδηγεί. Ίσως να πρόκειται για κάτι που σε χτυπά στο κεφάλι, όπως οι προσφιλείς αναμνήσεις από αλησμόνητες στιγμές με έναν παλιό φίλο που αποφάσισε να επιστρέψει ξαφνικά μετά από το πέρασμα αμνημόνευτων χρόνων. Και που η επιστροφή του ποτέ δεν περίμενες να πέσει πάνω σου έτσι, σαν κεραμίδα στο δόξα πατρί. Μπορεί μέσα σ' ένα λεπτό ή μερικές στιγμές ματιών και κουβέντας να μεταβάλλονται δοξασίες χρόνων (αν και, μετά τα 25, αμφιβάλλω κάπως για το πόσο πιθανό είναι να συμβεί αυτό, κι, όπως λέει και ο Δεληβοριάς, “μετα τα 30 / είναι δύσκολο να κάνεις αρχή”).

Η αλήθεια σίγουρα βρίσκεται κάπου στο περίτεχνο σημείο συμβολής και των τριών παραπάνω θεωριών, τις ακριβείς συντεταγμένες της οποίας μεταφορικής τοποθεσίας ακόμη να ανακαλύψω, αν και ανυπομονώ (εδώ τόσες και τόσες γενιές ανθρώπων αδυνατούν να σκεφτούν την πολυπόθητη λύση, η αφεντιά μου είναι που το 'χει σιγουράκι πως θα ανακαλύψει το νόημα της ζωής). Το ταξίδι προς το κλειδί της αποκάλυψης συνεχίζεται ασυζητητί (όχι πως είναι εύκολο να βρει κανείς τίποτε καλύτερο να κάνει γενικά).

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου