Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

Καρυωτακικοί Σταθμοί

Η ζωή ενός ποιητή ίσως να φαντάζει στους πιο πολλούς περισσότερο πληκτική παρά ενδιαφέρουσα· αυτό ακριβώς σκέφτηκα όταν διάβασα πως ο Καρυωτάκης, μια τηλεοπτική σειρά για τη ζωή του ομώνυμου Έλληνα ποιητή και τη θυελλώδη σχέση του με την ποιήτρια και λογοτέχνη Μαρία Πολυδούρη έμελλε να είναι η τελευταία παραγωγή του είδους που έχει να επιδείξει η ελληνική κρατική τηλεόραση, μιας και το συγκεκριμένο εγχείρημα δε στέφθηκε με υψηλά νούμερα=δάφνες επιτυχίας. Για μένα, ωστόσο, η σειρά, που έστω και καθυστερημένα αποφάσισα να δω, ήταν ένας τρόπος προσέγγισης του έργου του ποιητή μέσα από τη διαδρομή της ζωής του, τις αλληλεπιδράσεις και την εξέλιξη της προσωπικότητάς του.


Η σειρά ξεκινά αντίστροφα, με το τραγικό δηλαδή τέλος του ποιητή, που είναι σε όλους γνωστό: εντατική προσπάθεια για πνιγμό, αποτυχία, και τελικά αυτοπυροβολισμός μόλις στα 32 του χρόνια. Τι μπορεί να οδήγησε μια από τις χαρακτηριστικότερες, εναργέστερες φωνές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και συνάμα έναν συνειδητοποιημένο ευαίσθητο επαγγελματία στο τέλμα, ενώ διένυε μια από τις πιο ενεργητικές, θα λέγαμε, φάσεις της ζωής του; Η απάντηση δίνεται σταδιακά στα είκοσι επεισόδια της σειράς, καθώς ο θεατής αρχίζει να αποκτά μια γεύση των σημαντικότερων σταθμών της ζωής του.
Γόνος οικογένειας βασιλικών με αθηναϊκή καταγωγή, ο μελετηρός κι ευαίσθητος νέος Κώστας Καρυωτάκης (Δημοσθένης Παπαδόπουλος) ολοκληρώνει χωρίς εμπόδια ή καθυστερήσεις τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών. Με εφόδιο το πτυχίο του, αλλά και τις ξένες γλώσσες που γνωρίζει διορίζεται νομαρχιακός υπάλληλος· μα άλλοτε οι μεταθέσεις στην επαρχία, κι άλλοτε η αδυναμία να εξασφαλίσει οριστική απαλλαγή από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις σκιάζουν τα πρώιμα χρόνια της ποιητικής του πορείας, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είναι αποφασισμένος να το γλεντήσει σε διάφορων ειδών περιπλανήσεις με φίλους του, όσο τουλάχιστον αυτό είναι δυνατό. Μετά την έκδοση των δυο πρώτων του συλλογών, που λογίζονται ως αδιάφορες σχεδόν από το σύνολο των παραγόντων των λογοτεχνικών πραγμάτων του καιρού του, ο Καρυωτάκης μετατίθεται επιτέλους στη Νομαρχία Αθηνών, σε κάποιο κοντινό γραφείο της οποίας κάποια Μαρία Πολυδούρη (Μαρία Κίτσου), με καταγωγή από την Καλαμάτα, που σπουδάζει Νομικά, εργάζεται επίσης αδημονώντας για την έμψυχη εμφάνιση του μεγάλου έρωτα.


Οι δυο ποιητές συναντιούνται κι ερωτεύονται, αλλά αυτό που ξεκινά μεταξύ τους φαίνεται προδιαγεγραμμένο να καταλήξει, όσο προορισμένο κι αν αισθάνεται κανείς πως ήταν να ξεκινήσει. Η Μαρία ανοίγει στον Κώστα την καρδιά της, προσπαθώντας να τον γοητεύσει με κάθε εκατοστό γνώσης και θελκτικότητας του κορμιού της, και πράγματι! Οι δυο τους μοιάζουν το τέλειο ζευγάρι, μέχρι που ο θεατής αντιλαμβάνεται τα πρακτικά εμπόδια που αρχίζουν να ανατέλλουν φράζοντάς τους το δρόμο: οι άλλοι υπάλληλοι της Νομαρχίας αρχίζουν να σχολιάζουν τα σούρτα φέρτα στα γραφεία του ενός και του άλλου, καθώς και τα νυχτοπερπατήματά τους· ένας παλιός, μα εγκαταλειφθείς έρωτας της Μαρίας, που διατελεί πλέον νομάρχης, προσπαθεί να τους κάνει τη ζωή δύσκολη, όσον αφορά τα καθήκοντα που εκτελούν· οι γονείς του Καρυωτάκη του ξεκαθαρίζουν πως δεν επιθυμούν να έχει καμία σχέση μ' αυτήν την ξέφρενη, ελευθεριάζουσα γυναίκα, παρά το γεγονός πως ούτε στο χιλιοστό δεν τη γνωρίζουν. Όλα αυτά εν μέσω μιας από τις πιο ταραχώδεις περιόδους για το ελληνικό έθνος: της οικτρής αποτυχίας των επεκτατικών πολιτικών στη Μικρασία, της κατατρόπωσης του ελληνικού στρατού, καθώς και του κατακλυσμού σύσσωμου του ελλαδικού χώρου από κατοίκους των μικρασιατικών περιοχών κι όχι μόνο, που παίρνουν πια οριστικά το δρόμο της προσφυγιάς.
Δε χρειάζεται να πούμε πως, όπως πολλές άλλες ελληνικές σειρές που προβλήθηκαν πάνω κάτω την ίδια περίοδο με τη συγκεκριμένη, είναι αδύνατο να πούμε πως μιλάμε για καλλιτεχνικό δείγμα άξιο για σειρά από διακρίσεις. Είναι φορές που το σενάριο μοιάζει αστείο στα στόματα των ηρώων, που, εξαιτίας της περιορισμένης διάρκειας της σειράς, οφείλουν να τα πουν όλα τα σχετικά με τις δραστηριότητές τους καλύπτοντας σειρά ετών, ώστε να μη μείνει ο θεατής ανενημέρωτος σχετικά με οποιαδήποτε προσωπική τους, αλλά και κοινωνική εξέλιξη. Στα θετικά, ωστόσο, αξίζει κανείς να υπερθεματίσει για τις ερμηνείες, ιδιαίτερα των δυο πρωταγωνιστών που, συχνά, με τη στάση του σώματός τους και μόνο αιχμαλωτίζουν στοιχεία των προσωπικοτήτων που αποπειρώνται να αναπαραστήσουν. Οι απαγγελίες ποιημάτων και οι αναγνώσεις επιστολών των δύο ποιητών παράλληλα με την προβολή γεγονότων που αποτέλεσαν αφορμή για τη δημιουργία των εν λόγω κειμένων συγκινεί και κλέβει τις εντυπώσεις, παράλληλα με τις ερμηνείες τους. Χωρίς βέβαια να φαίνεται δυνατό να παραλείψει κανείς την αποτύπωση των αξιών και των κοινωνικών κανόνων της εποχής μέσα στην οποία οι δυο πρωταγωνιστές κινούνται. Στερεότυπα που η Πολυδούρη λατρεύει να αψηφά, την ίδια στιγμή που ο Καρυωτάκης νιώθει τρομερή αδυναμία να μην αφεθεί στη δίνη τους, είτε όσον αφορά την ποίηση και τον επαγγελματικό στίβο, είτε την προσωπική του ζωή.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες. / Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη, / στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει, / μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.”

Θα ήταν ωραίο να μπορούσα να τελειώσω αυτή την ανάρτηση σε αισιόδοξο τόνο. Είναι δεδομένο, ωστόσο, πως αφενός θα ήταν αποπροσανατολιστικό να γράψει κανείς για την πορεία ενός ποιητή, όπως ο Καρυωτάκης, σε αποστομωτικά ευχάριστο τόνο, ειδικά έχοντας διατρέξει το ποιητικό έργο, αλλά και τα περιδιαβάσματα των τελευταίων χρόνων της ζωής του· κι αφετέρου γιατί ένα γραπτό μπορεί να διεκδικήσει σοβαρό μερίδιο αξίας, μόνο αν ο γράφων προσπαθήσει να προβεί επαρκώς αντιπροσωπευτικός όσον αφορά της ταλαιπώριες των σύγχρονων ρυθμών ζωής. Η μοναξιά και η ματαιοπονία των επαγγελματικών διεκδικήσεων, η πλήξη και η ρουτίνα εξαιτίας μιας μονότονης καθημερινής επανάληψης, αλλά και μια σειρά από κοινωνικές παγίδες, που απλώνουν σταθερά τις δαγκάνες τους αργά κι ανεπαίσθητα από την παιδική σου ηλικία, κι εξαπλώνονται σταθερά αποδεικνύουν πως δεν είναι τελείως άστοχο να θεωρήσει κανείς εν μέρει καταδικασμένη την ανθρώπινη ύπαρξη. Αν συνυπολογίσουμε όλα τα παραπάνω μας μένει ελάχιστος χώρος να ξεφύγουμε, όπως τουλάχιστον το έβλεπε στα ώριμα χρόνια του ο ποιητής, αναθεματίζοντας αυτή τη ματαιότητα, αλλά αδύναμος να αρνηθεί πως κινούνταν συνεχώς στα γρανάζια της. Με αυτά τα πανανθρώπινα μηνύματα η ποίησή του φτάνει στην εποχή μας ατόφια, αντιπροσωπεύοντας την ακρίβεια και το λυρισμό που μπορεί στα παραπάνω θέματα να αποδώσει κανείς κρατώντας με σύνεση τις αποστάσεις του από την επιρρέπεια στην ενσυναίσθηση και το μελόδραμα.
Ο Καρυωτάκης είναι μια σειρά που μας θυμίζει την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης μέσα από την προσπάθεια ενός ανθρώπου να αλλάξει πράγματα στην Ελλάδα της παγίωσης και της γραφειοκρατίας του παρελθόντος. Όσο κι αν το θέμα ακούγεται ρετρό, αξίζει να δώσετε στο σίριαλ μια ευκαιρία· ακόμη κι αν είναι μόνο για τις δυνατές συναισθηματικές στιγμές που η προβολή του υπόσχεται. 

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου