Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Πριν Προλάβεις να Πεις Λέξη

Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς (ακόμη και να απορήσω και η ίδια με τον εαυτό μου): γιατί επιμένω στην ανάγνωση αστυνομικών μυθιστορημάτων το φετινό καλοκαίρι, αν εξαιρέσει κανείς την εν είδει πρόκλησης ολοκλήρωση της βασικής λίστας ανάγνωσης για τη συμμετοχή στον τρίτο Μαραθώνιο Αστυνομικής Λογοτεχνίας των Εκδόσεων Μεταίχμιο; Κάτι πέρα από την ακατανίκητη έλξη του να συνεχίσεις να γυρίζεις τις σελίδες πρέπει να κρύβεται εδώ, μαζί με κάτι άλλο που ξεπερνά τη δύναμη του να αποφασίσεις ποιο είναι το αγαπημένο σου λογοτεχνικό είδος, στο οποίο θα ήθελες να αφοσιωθείς (στο σημείο αυτό πρέπει να δηλώσω ότι απέχω χιλιόμετρα από το να συνειδητοποιήσω πως αισθάνομαι κάτι τέτοιο για τα αστυνομικά μυθιστορήματα!). Κάτι που μπορεί να σημαίνει πως στ' αλήθεια μέρος της σύγχρονης εγχώριας και διεθνούς παραγωγής αστυνομικής λογοτεχνίας προσφέρει αυθεντικά πολλά παραπάνω από πιστή προσκόλληση στους κανόνες του είδους.



Κάτι τέτοιο φαίνεται να ένιωσα όντας ήδη στη μέση του Ούτε Λέξη του Έρικ Ρίκσταντ, αξιόλογου παραδείγματος του είδους, την ανάγνωση του οποίου πολύ πρόσφατα ολοκλήρωσα. Παρά το γεγονός πως, όπως συμβαίνει συχνά με παρόμοια έργα, ο Τύπος και το διαδίκτυο δε φαίνεται να βρίθουν εγκωμίων περί τεχνοτροπιών του συγγραφέα ή περί σύλληψης ή λεπτομερειών συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου, η εμπειρία της ανάγνωσής του προσφέρει στον αναγνώστη ένα πρωτόγνωρο βύθισμα, που σε συνδυασμό με το αριστοτεχνική δομή του, συνθέτουν ένα αποτέλεσμα άρτιο όχι αποκλειστικά από τεχνικής απόψεως.
Αλλά ας ξεκινήσουμε καλύτερα από την πλοκή.
Ο Φρανκ Ραθ νιώθει άνετα με την απόφασή του να παραμείνει ιδιωτικός αστυνομικός και να βοηθά την αστυνομία της πολιτείας του Βερμόντ, όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο, χρόνια μετά την παραίτησή του από αυτήν. Αυτό με το οποίο δε νιώθει τόσο άνετα είναι η οξυμμένη του ανησυχία για την ανιψιά του, την οποία έχει μεγαλώσει σα δικό του παιδί, μετά το βίαιο σφαγιασμό των γονιών της από δεινό εγκληματία· το γεγονός ότι η κοπέλα έχει πρόσφατα ενηλικιωθεί κι ανεξαρτητοποιηθεί ώστε να φύγει για σπουδές μακριά του εντείνει αυτά τα κλασικά άσβεστα ανησυχητικά τσιμπήματα στο μυαλό του γονιού που θα είναι για πάντα γονιός, όπως τα έχουμε γνωρίσει όλοι. Η πρόσφατη εξαφάνιση μιας δεκαεξάχρονης κοπέλας στην περιοχή του θα δώσει άλλη υπόσταση στους προβληματισμούς του Ραθ περί συνεπειών μιας πρόωρης ενηλικίωσης, ειδικά αφού, μετά από ενδελεχή έρευνα και μελέτη στοιχείων, ο ίδιος και δυο άλλοι υπεύθυνοι για την έρευνα στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, ο Χάρλαντ Γκρουτ και η Σόνια Τεντ, ανακαλύπτουν πως η συγκεκριμένη υπόθεση συνδέεται με έναν αριθμό εξαφανίσεων κοριτσιών στον ορίζοντα των τελευταίων χρόνων. Κάπου εκεί αρχίζει η προσπάθεια να ανακαλυφθεί τι ακριβώς είναι κρυμμένο πίσω από αυτή τη σωρεία συμβάντων, αλλά και θεριεύει το σασπένς και οι συνεχείς εκπλήξεις του αναγνώστη με όσα συναισθάνεται πως υπάρχει περίπτωση να αντικρίσει.


Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του Έρικ Ρίκσταντ, σ' αυτό του το δημιούργημα, εντοπίζεται στην προσπάθειά του να αποτυπώσει αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της αμερικανικής κοινωνίας, που έστω και με το είδος της μυστικιστικής συμβολής τους, κρατούν τη σύγχρονη εκδοχή της γερά στη ζωή. Ο τρόπος, για παράδειγμα, που τα συνήθως θρησκευτικών συμφερόντων κινήματα κατά των εκτρώσεων έρχονται σε σύγκρουση με τις νεανικές ορμές κι επιδιώξεις είναι ένα θέμα που δε συναντά κανείς συχνά σε παρόμοιες ιστορίες ή εκτενή κείμενα ενός είδους, που παρά τις τελευταίες τάσεις προς τη μακαβριότητά του, υπόσχεται τέρψη. Κι οι προβληματισμοί που ο Έρικ Ρίκσταντ ενθαρρύνει μέσα από το βιβλίο του φυσικά δεν ξεκινούν και τελειώνουν στις ιδιαιτερότητες της αμερικανικής κοινωνίας, που έτσι κι αλλιώς μπορεί να θεωρηθεί ένας μικρόκοσμος τόσο παρόμοιος με το δικό μας, στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα που ομολογουμένως κατοικούμε.

Ο εγκληματικός βίος ήταν μια νοητική κατάσταση, απόλυτη όσο και η πίστη σε μια θρησκεία. Αμεταμέλητη και αυτοδικαιούμενη. Και η πίστη δεν φυλακίζεται.”

Όσον αφορά τα αναπόσπαστα κλισέ του είδους, ο συγγραφέας καταφέρνει με μοναδική μαεστρία να αποτρέψει τον αναγνώστη από το να αναλογιστεί σε ποιον ακριβώς βαθμό το μυθιστόρημά του επιβεβαιώνει τη συνέχιση της ύπαρξής τους. Ο τρόπος που το βιβλίο έχει δομηθεί, και συγκεκριμένα, ο βαθμός σταδιακότητας, με τον οποίο η αποκάλυψη στοιχείων βασανιστικά αργά και σταθερά οδηγεί προς την εξιχνίαση, βυθίζει τον αναγνώστη στο απόλυτο σκοτάδι, κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου σταδίου της ανάγνωσης. Συγκεκριμένα οι δίοδοι υποθέσεων που
ανοίγονται στο μυαλό ως εξηγήσεις για τους τρόπους εκτέλεσης και τους ενόχους των εγκλημάτων που αναφέρονται στο κείμενο ανοίγει οριστικά την πόρτα σε διαδρομές της φαντασίας, αλλά και σε ατέλειωτα πισωγυρίσματα απορρίψεων κι επανακαθορίσεων που ενδεχομένως μόλις έχουν εγκαταλειφθεί από τον αναγνώστη, πριν την ίσως όχι και τόσο οριστική επαναφορά τους στο προσκήνιο. Η λάμψη της αλήθειας υπερισχύει ασφαλώς ως ο μοναδικός στόχος· όσο φευγαλέο αντίκρισμα κι αν διαθέτει στη ζωή αυτή η ύψιστη αρχή του συγκεκριμένου, όπως και πλείστων των αστυνομικών μυθιστορημάτων, σπανίζει το να θυμόμαστε που και που και να εκτιμάμε την αξία της λογικής.
Η εξέλιξη του βιβλίου, ωστόσο, κλείνει το μάτι ακόμη και στον τελευταίο αυτό φαινομενικά αδιάψευστο ισχυρισμό, φιλοξενώντας μια καταδίωξη ζωής, η κατάληξη της οποίας δεν αχνοφαίνεται πουθενά. Εσείς ανυπομονείτε καθόλου για το συναίσθημα πως αποτελείται αναπόσπαστο κομμάτι της;

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου