Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Βίος και Πολιτεία του Αγοριού του Πουθενά

Οι βιογραφικές ταινίες συχνά καταλήγουν βαρετές. Συχνά με ενοχλούσε, και πολλές φορές ακόμη σκέφτομαι όταν βλέπω κάποιες από αυτές, το ότι οι επιλογές που γίνονται κατά τη διάρκεια της δημιουργίας τους είναι εκεί για να δείξουν πόσο πολύ κάποιοι είναι γνώστες των γεγονότων της ζωής ενός προσώπου· κι ότι η συγκεκριμένη ζωή διαθέτει μόνο ενδιαφέροντα στοιχεία ισάριθμα με τα θέματα στα οποία ο σκηνοθέτης έχει αποφασίσει να εστιάσει. Το γεγονός ότι το ίδιο το φιλμ επιδεικνύει την επιλεκτικότητά του ήταν ξεκάθαρα κάτι που με έστρεψε προς το Αγόρι του Πουθενά της Σαμ Τέιλορ Γουντ, που έτσι κι αλλιώς ήθελα να δω λόγω του διαρκούς μου θαυμασμού για την τέχνη και την προσωπικότητα του Τζον Λένον.


Η συγκεκριμένη ταινία δεν ασχολείται με τα περιβόητα χρόνια κορύφωσης της έμπνευσης και της δημοσιότητας του πιο διάσημου από τα μέλη των Μπητλς, του συγκροτήματος που, τουλάχιστο κατά τη δική μου (ίσως κι ορισμένων άλλων) ταπεινή άποψη, άλλαξε άρδην τα παγκόσμια μουσικά πράγματα του 20ού αιώνα. Αντικείμενο έμφασης εδώ είναι τα όψιμα εφηβικά χρόνια του Λένον, και συγκεκριμένα ένα είδος οικογενειακής τραγωδίας. Συγκεκριμένα, βλέποντας το Αγόρι του Πουθενά μαθαίνουμε γιατί παρ' όλο που ο Τζον  (Άαρον Τζόνσον) έζησε μια στρωτή κι ανέμελη παιδική ηλικία κι εφηβεία, βρισκόταν σχεδόν συνεχώς μακριά από τους βιολογικούς του γονείς κατά τη διάρκειά της.
Κάτι που δε μπορείς να ισχυρισθείς με βεβαιότητα πως ήταν αρνητικό για την παιδεία και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Η θεία του Μίμι (Κριστίν Σκοτ Τόμας) και ο θείος του Τζορτζ (Ντέιβιντ Θρέλφολ) φαίνεται πως τον αγαπούσαν τόσο, ώστε φρόντισαν να λάβει την εκπαίδευση ενός εν δυνάμει λαμπρού νέου· άσχετα από την άγνοια και την απομάκρυνσή τους από πιο διαισθητικές μορφές αγάπης που ο Τζον είναι πιθανό πάντα σε κάποιο βαθμό να επιθυμούσε. Και ξαφνικά, μετά την κεραμίδα στο δόξα πατρί, αφού ως τέτοια πρέπει ο νεαρός Λένον να βίωσε το θάνατο του θείου του Τζορτζ, έρχεται μια εσωτερική παραίνεση να πλησιάσει περισσότερο τη βιολογική του μητέρα, τη Τζούλια (Αν-Μαρί Νταφ), που έχει κάνει άλλη οικογένεια, αλλά ζει μερικά στενά μακριά του, και να αρχίσει να περνά χρόνο μαζί της.
Ο νεαρός Λένον δεν έχει στη συγκεκριμένη ταινία εντελώς σχηματίσει την καλλιτεχνική φυσιογνωμία, που πολλοί έχουμε συνδυάσει με ωριμότερες περιόδους της ζωής του. Διψάει, ωστόσο, για έρωτα· διψάει να γνωρίσει το άγνωστο· ανυπομονεί για τις στιγμές που θα συντελέσει αισθητή διαφορά στον κόσμο, έστω με τους λάθος τρόπους και για τους λάθος λόγους· προσπαθεί να συνειδητοποιήσει το σφυγμό της στιγμής. Σ' αυτό το σημείο της ζωής, κατά τη διάρκεια του οποίου όλοι ξέρουμε πόσο αφόρητα μπλεγμένα φαίνονται όλα και πόσο οι σφυγμοί επιταχύνονται με την παραμικρή αισθητή εναλλαγή, η οικογενειακή κρίση που έζησε ο Τζον φαίνεται καθοριστική. Η Τζούλια παίζει παιχνίδια μαζί του, χορεύει ροκ εντ ρολ, του μαθαίνει μπάντζο (κιθαροειδές όργανο, παραδοσιακά στην υπηρεσία της κάντρι και φολκ μουσικής) και κάθε στιγμή ξεχειλίζει από τρυφερότητα. Από την άλλη μεριά, η θεία Μίμι ήταν πάντα η λογική, αυτή που έχει προνοήσει να γίνει ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, χρήσιμος στην κοινωνία. Είναι στα αλήθεια ανάγκη ο μικρός κύριος που ο Τζον αργά, αλλά με σταθερά βήματα προορίζεται να γίνει, να διαλέξει ανάμεσα στις δύο μητρικές παρουσίες ως πρότυπο για τη μετέπειτα ζωή του, κι ως την κάτοχο της εστίας στην οποία θα νοσταλγεί πάντα να επιστρέφει, μετά τις περιπέτειες; Η απάντηση του Λένον δίνεται σε προχωρημένο στάδιο της ταινίας, όπως δόθηκε και στην πραγματικότητα· σφραγίζεται δε κι από μια τραγική κατάληξη που όλοι αξίζει να παρακολουθήσετε.


Βλέποντας και ξαναβλέποντας την ταινία, αδυνατεί κανείς να πιστέψει πως είναι η ρεαλιστική πραγμάτωση των τεκταινόμενων και οι εκπληκτικές ερμηνείες τα στοιχεία που την κάνουν να ξεχωρίζει. Χωρίς να μπορώ να αποφύγω να παραδεχθώ πως η σκηνοθέτης χειρίστηκε άψογα το θέμα των σκηνικών και των κοστουμιών, που δε σου επιτρέπουν καν να συλλογιστείς την πιθανή αληθοφάνεια που μπορεί να έχει προσδώσει στην ταινία, καθώς και την παραμικρή απόκλιση της πραγματικής ηλικίας του πρωταγωνιστή Τζόνσον από την αντίστοιχη του Λένον, όταν συνέβησαν όσα αναπαριστά η ταινία στην αληθινή ζωή. Το σενάριο, ωστόσο, καθώς και η πνοή που δίνει στα γεγονότα, σε συνδυασμό με μια σπάνια αναπαράσταση των ορμητικών, κι όμως καθοριστικότερων χρόνων του μεγάλου μουσικού είναι αυτά που κάνουν την ανακάλυψη της ταινίας αληθινό διαμάντι ανάμεσα σε οτιδήποτε από ανεξάρτητο σινεμά κρίνει κανείς σκόπιμο να αναζητήσει. Μιλάμε για μέρος από τα βιώματα του καλλιτέχνη, τα περισσότερα από τα οποία είναι ελάχιστα γνωστά στο ευρύ κοινό.
Δηλώνοντας ξεκάθαρη αποστροφή προς την ανθρωπολατρία, είναι εξίσου εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο τα ταραγμένα, έντονα χρόνια της εφηβείας ενός εκκολαπτόμενου καλλιτέχνη, που μόλις αρχίζει να ανακαλύπτει προς τα που φιλοδοξεί να κατευθυνθεί η ζωή του, αποτυπώνονται σε μια ευθεία γραμμή από τη σκηνοθέτη. Φαίνονται μάλιστα μέσα από τις δυο αντιμαχόμενες δυνάμεις που ευνόητα αντιπροσωπεύουν οι δύο κυρίες που διεκδικούν τη μητρότητα του Τζον τα δυο απαραίτητα συστατικά στοιχεία της καλλιτεχνίας, που είθισται κι επιβάλλεται να παραμένουν αιωνίως σε σύγκρουση μεταξύ τους: η πειθαρχία και η παρόρμηση. Από τη μια η θεία Μίμι έχει κατακτήσει επάξια τον τίτλο της κηδεμόνα του Τζον κι από την άλλη στη Τζούλια είναι αδύνατο να περιορίσει όσα νιώθει κι όσα θα έκανε ποτέ για να τον κρατήσει κοντά της. Και οι δυο στάσεις ζωής διατηρούν σε όλες τις περιστάσεις τη δύναμη να σημαδέψουν την πορεία, αλλά και να προβληματίσουν βαθιά κάποιον· ανεξάρτητα από το αν είναι μόλις έτοιμος να ακολουθήσει καλλιτεχνικά μονοπάτια ή μη.


Το Αγόρι του Πουθενά είναι μια αξιόλογη, κινηματογραφική εμπειρία που αξίζει να ζήσετε· άσχετα με το αν προτιμάτε την ακρόαση της ροκ εντ ρολ μουσικής και των Μπήτλς ή όχι. Η ατμόσφαιρα κι ο τρόπος που αναπαριστά τον κόσμο στον οποίο τοποθετεί το βλέμμα της είναι σίγουρο πως θα σας ενθουσιάσουν.

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου