Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Πριν Προλάβεις να Πεις Λέξη

Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς (ακόμη και να απορήσω και η ίδια με τον εαυτό μου): γιατί επιμένω στην ανάγνωση αστυνομικών μυθιστορημάτων το φετινό καλοκαίρι, αν εξαιρέσει κανείς την εν είδει πρόκλησης ολοκλήρωση της βασικής λίστας ανάγνωσης για τη συμμετοχή στον τρίτο Μαραθώνιο Αστυνομικής Λογοτεχνίας των Εκδόσεων Μεταίχμιο; Κάτι πέρα από την ακατανίκητη έλξη του να συνεχίσεις να γυρίζεις τις σελίδες πρέπει να κρύβεται εδώ, μαζί με κάτι άλλο που ξεπερνά τη δύναμη του να αποφασίσεις ποιο είναι το αγαπημένο σου λογοτεχνικό είδος, στο οποίο θα ήθελες να αφοσιωθείς (στο σημείο αυτό πρέπει να δηλώσω ότι απέχω χιλιόμετρα από το να συνειδητοποιήσω πως αισθάνομαι κάτι τέτοιο για τα αστυνομικά μυθιστορήματα!). Κάτι που μπορεί να σημαίνει πως στ' αλήθεια μέρος της σύγχρονης εγχώριας και διεθνούς παραγωγής αστυνομικής λογοτεχνίας προσφέρει αυθεντικά πολλά παραπάνω από πιστή προσκόλληση στους κανόνες του είδους.



Κάτι τέτοιο φαίνεται να ένιωσα όντας ήδη στη μέση του Ούτε Λέξη του Έρικ Ρίκσταντ, αξιόλογου παραδείγματος του είδους, την ανάγνωση του οποίου πολύ πρόσφατα ολοκλήρωσα. Παρά το γεγονός πως, όπως συμβαίνει συχνά με παρόμοια έργα, ο Τύπος και το διαδίκτυο δε φαίνεται να βρίθουν εγκωμίων περί τεχνοτροπιών του συγγραφέα ή περί σύλληψης ή λεπτομερειών συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου, η εμπειρία της ανάγνωσής του προσφέρει στον αναγνώστη ένα πρωτόγνωρο βύθισμα, που σε συνδυασμό με το αριστοτεχνική δομή του, συνθέτουν ένα αποτέλεσμα άρτιο όχι αποκλειστικά από τεχνικής απόψεως.
Αλλά ας ξεκινήσουμε καλύτερα από την πλοκή.
Ο Φρανκ Ραθ νιώθει άνετα με την απόφασή του να παραμείνει ιδιωτικός αστυνομικός και να βοηθά την αστυνομία της πολιτείας του Βερμόντ, όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο, χρόνια μετά την παραίτησή του από αυτήν. Αυτό με το οποίο δε νιώθει τόσο άνετα είναι η οξυμμένη του ανησυχία για την ανιψιά του, την οποία έχει μεγαλώσει σα δικό του παιδί, μετά το βίαιο σφαγιασμό των γονιών της από δεινό εγκληματία· το γεγονός ότι η κοπέλα έχει πρόσφατα ενηλικιωθεί κι ανεξαρτητοποιηθεί ώστε να φύγει για σπουδές μακριά του εντείνει αυτά τα κλασικά άσβεστα ανησυχητικά τσιμπήματα στο μυαλό του γονιού που θα είναι για πάντα γονιός, όπως τα έχουμε γνωρίσει όλοι. Η πρόσφατη εξαφάνιση μιας δεκαεξάχρονης κοπέλας στην περιοχή του θα δώσει άλλη υπόσταση στους προβληματισμούς του Ραθ περί συνεπειών μιας πρόωρης ενηλικίωσης, ειδικά αφού, μετά από ενδελεχή έρευνα και μελέτη στοιχείων, ο ίδιος και δυο άλλοι υπεύθυνοι για την έρευνα στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, ο Χάρλαντ Γκρουτ και η Σόνια Τεντ, ανακαλύπτουν πως η συγκεκριμένη υπόθεση συνδέεται με έναν αριθμό εξαφανίσεων κοριτσιών στον ορίζοντα των τελευταίων χρόνων. Κάπου εκεί αρχίζει η προσπάθεια να ανακαλυφθεί τι ακριβώς είναι κρυμμένο πίσω από αυτή τη σωρεία συμβάντων, αλλά και θεριεύει το σασπένς και οι συνεχείς εκπλήξεις του αναγνώστη με όσα συναισθάνεται πως υπάρχει περίπτωση να αντικρίσει.


Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του Έρικ Ρίκσταντ, σ' αυτό του το δημιούργημα, εντοπίζεται στην προσπάθειά του να αποτυπώσει αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της αμερικανικής κοινωνίας, που έστω και με το είδος της μυστικιστικής συμβολής τους, κρατούν τη σύγχρονη εκδοχή της γερά στη ζωή. Ο τρόπος, για παράδειγμα, που τα συνήθως θρησκευτικών συμφερόντων κινήματα κατά των εκτρώσεων έρχονται σε σύγκρουση με τις νεανικές ορμές κι επιδιώξεις είναι ένα θέμα που δε συναντά κανείς συχνά σε παρόμοιες ιστορίες ή εκτενή κείμενα ενός είδους, που παρά τις τελευταίες τάσεις προς τη μακαβριότητά του, υπόσχεται τέρψη. Κι οι προβληματισμοί που ο Έρικ Ρίκσταντ ενθαρρύνει μέσα από το βιβλίο του φυσικά δεν ξεκινούν και τελειώνουν στις ιδιαιτερότητες της αμερικανικής κοινωνίας, που έτσι κι αλλιώς μπορεί να θεωρηθεί ένας μικρόκοσμος τόσο παρόμοιος με το δικό μας, στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα που ομολογουμένως κατοικούμε.

Ο εγκληματικός βίος ήταν μια νοητική κατάσταση, απόλυτη όσο και η πίστη σε μια θρησκεία. Αμεταμέλητη και αυτοδικαιούμενη. Και η πίστη δεν φυλακίζεται.”

Όσον αφορά τα αναπόσπαστα κλισέ του είδους, ο συγγραφέας καταφέρνει με μοναδική μαεστρία να αποτρέψει τον αναγνώστη από το να αναλογιστεί σε ποιον ακριβώς βαθμό το μυθιστόρημά του επιβεβαιώνει τη συνέχιση της ύπαρξής τους. Ο τρόπος που το βιβλίο έχει δομηθεί, και συγκεκριμένα, ο βαθμός σταδιακότητας, με τον οποίο η αποκάλυψη στοιχείων βασανιστικά αργά και σταθερά οδηγεί προς την εξιχνίαση, βυθίζει τον αναγνώστη στο απόλυτο σκοτάδι, κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου σταδίου της ανάγνωσης. Συγκεκριμένα οι δίοδοι υποθέσεων που
ανοίγονται στο μυαλό ως εξηγήσεις για τους τρόπους εκτέλεσης και τους ενόχους των εγκλημάτων που αναφέρονται στο κείμενο ανοίγει οριστικά την πόρτα σε διαδρομές της φαντασίας, αλλά και σε ατέλειωτα πισωγυρίσματα απορρίψεων κι επανακαθορίσεων που ενδεχομένως μόλις έχουν εγκαταλειφθεί από τον αναγνώστη, πριν την ίσως όχι και τόσο οριστική επαναφορά τους στο προσκήνιο. Η λάμψη της αλήθειας υπερισχύει ασφαλώς ως ο μοναδικός στόχος· όσο φευγαλέο αντίκρισμα κι αν διαθέτει στη ζωή αυτή η ύψιστη αρχή του συγκεκριμένου, όπως και πλείστων των αστυνομικών μυθιστορημάτων, σπανίζει το να θυμόμαστε που και που και να εκτιμάμε την αξία της λογικής.
Η εξέλιξη του βιβλίου, ωστόσο, κλείνει το μάτι ακόμη και στον τελευταίο αυτό φαινομενικά αδιάψευστο ισχυρισμό, φιλοξενώντας μια καταδίωξη ζωής, η κατάληξη της οποίας δεν αχνοφαίνεται πουθενά. Εσείς ανυπομονείτε καθόλου για το συναίσθημα πως αποτελείται αναπόσπαστο κομμάτι της;

By Μαρία Γώγογλου

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Να Δώσει Κανείς ή Να Μη Δώσει;

(Μα τι Αμλέτα, θα έλεγα, αντί να πω Άμλετ, κυρίως εξαιτίας του τίτλου!)
Κατ' αρχάς, φυσικά, πρέπει να προηγηθεί μια εισαγωγή, ώστε να καταλάβει κάθε νοήμων άνθρωπος τι ακριβώς είναι αυτό που τελοσπάντων εννοώ.
Σίγουρα αυτό δεν είναι οικονομικής φύσης, αν και διανύουμε ακριβώς την περίοδο που τέτοιες έννοιες είναι φυσικό να κυριαρχούν στο μυαλό κάποιου, με την έλλειψη ρευστού που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας βιώνει. Έχει περισσότερο να κάνει με τη μεταφορική σημασία του επιθέτου «δοτικός», που χρησιμοποιούμε όταν προσδιορίζουμε τον χαρακτήρα κάποιου (κατά τη γνώμη μας πάντα), ως προς τις σχέσεις του με τα υπόλοιπα ανθρώπινα πλάσματα. Με άλλα λόγια, έχει κάπως τη σημασία του «να είναι κάποιος πρόσφορος και ανοιχτός προς τους άλλους χωρίς διακρίσεις ή όχι;».
Να μην είναι, κι όπως αυτό συνεπάγεται, να μη δώσει, τουλάχιστον όχι ακριβώς με τον τρόπο που παραπάνω υπονοείται, ακριβώς επειδή αυτά που εν προκειμένω είναι έτοιμα να δοθούν μπορεί να είναι αγαθά από την ψυχή, που είχε με συναίσθημα από καιρό φυλαγμένα. Άσχετα που η πίστη μου είναι άσβεστη στο ότι κάθε σκέψη είναι προορισμένη με κάποιο τρόπο να ειπωθεί και κάθε γραπτό, όπως αυτό, να διαβαστεί από τουλάχιστον έναν άνθρωπο.
Να μη δώσει κανείς, αν βλέπει πως όσα προορίζονται να δοθούν υπάρχει περίπτωση να μαγαριστούν. Αν το άτομο ή οι άνθρωποι που έχει κάποιος απέναντί του δεν καταλαβαίνουν προς τι κοιτούν. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα επιλήψιμο για τους δύστυχους τους ανθρώπους. Μπορεί απλώς να μην είναι σε φάση να το καταλάβουν. Όπως εγώ, δε θα πω με την ταινία Πέρσι στο Μαρίενμπαντ (που, ειρήσθω εν παρόδω, δε σας συνιστώ να παρακολουθήσετε), που είδα και δεν κατάλαβα Χριστό, επειδή το σενάριο έχει γραφτεί και η ταινία γυριστεί μόνο και μόνο για να μην καταλαβαίνεις Χριστό. Πιο πολύ θα παρομοιάσω την εν λόγω κατάσταση με τις πρώτες ακροάσεις μου του Nevermind των Nirvana, όταν επίσης κάτι με ξένιζε και δεν καταλάβαινα Χριστό· ήταν όμως αυτό το κάτι που τις αμέσως επόμενες φορές έκανε την ακρόαση μια όλο και πιο συγκλονιστική εμπειρία. Κάπως έτσι μπορεί να αντηχούν οι λέξεις «αγάπη» και «σχέση ζωής» στους εγκεφάλους ορισμένων.
OK, το να ζεις μόνο για τον εαυτό σου 24/7 σε κάνει να κρύβεσαι μέσα στις άμυνές σου, να τις απολαμβάνεις, να θέλεις να φας λίγο ακόμη απ' τις σάρκες
σου, αλλά κάποια στιγμή όλη αυτή η συσσωρευμένη εσωτερίκευση, ταυτόχρονα με το έτσι κι αλλιώς εξαντλητικό κυνήγι του μεροκάματου κι ενός είδους ευτυχίας, ολοένα και πιο άπιαστης, οφείλει να σε κάνει να κουράζεσαι· και λίγο κάπου κάποτε να συνειδητοποιείς ότι σου λείπει κάτι ή μάλλον κάποιος.
Κάτι που ούτε τα βιβλία, ούτε το τρέξιμο, ούτε η αγαπημένη σου μουσική μπορούν να σε κάνουν να αισθανθείς. Όχι πως λειτουργούν αποκλειστικά ως υποκατάστατα, αφού πολλά απ' αυτά είναι υπέροχο να τα απολαμβάνεις από μόνα τους· απλά δεν είναι εκεί όπου κάτι αληθινό σπαρταράει με απρόσμενα ιδιοσυγκρασιακό τρόπο.
Ούτε και προσπαθώ εδώ κάπως να θέσω ότι οι φιλίες δεν είναι σημαντικές. Ειδικά στις πιο πριβέ καταστάσεις, στα τετ-α-τετ και σ' αυτά που, εκεί που δεν το περιμένεις, χτίζονται όπως ποτέ πριν στα πιο τρελά σου όνειρα δεν είχες φανταστεί. 'Ωρες ώρες είναι ακόμη και κάτι ασήμαντες συζητήσεις που μπορούν να σε βοηθήσουν να ανασύρεις κομμάτια του εαυτού σου που είχες εντελώς ξεχάσει ή παρατήσει, αλλά είναι δυνατό μέσα σου να εντοπιστούν, αφού τώρα τα επανεπισκέπτεσαι.
Μερικές φορές νομίζω πως η διαφορά ανάμεσα σ' αυτόν που είναι έτοιμος να αγαπήσει πηδώντας τα τείχη και σ' αυτόν που βαριέται ή δε θα έμπαινε καν στον κόπο ή απλώς του είναι αδύνατο να συνειδητοποιήσει τη διαφορά ανάμεσα στο να αδρανείς και να πράττεις ενσυνείδητα με τη θέλησή σου είναι η απόφαση
για το μικρό κλικ ενός διακόπτη. Όπως εκείνος κάθε φορά πριν από κάθε εμφάνιση του αγαπημένου μου καλλιτέχνη (η αφετηρία είναι ώρες ή μέρες πριν από το event; απορώ κι εγώ με το φαινόμενο, όσο και με το από τι η απαρχή του εξαπλώματός του εξαρτάται). Απλά είσαι ξαφνικά έτοιμη να τα ζήσεις όλα, να συγκινηθεί κάθε μόριο της ύπαρξής σου, σαν τίποτε αποφασιστικό να μην έχει αρχίσει ή τελειώσει με βεβαιότητα στον κόσμο ακόμα.
Άλλες φορές πάλι νομίζω ότι η διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους είναι ένας κοπιαστικός δρόμος – ένα ταξίδι με τα πόδια που οδηγεί μέσα από δύσβατα εδάφη σ' ένα δρόμο προς άγνωστη κατεύθυνση, χωρίς επιστροφή. Μπορεί να νιώθεις υγιής έχοντας ευπειθώς παραδεχθεί στον εαυτό σου ότι δε θα τον ακολουθήσεις ποτέ· κι όλα μπορεί να είναι και για πάντα να παραμείνουν καλά. Εκτός από ένα εν δυνάμει κομμάτι σου που ποτέ δε θα ενεργοποιηθεί, αφού δε θα εξασκήσεις ποτέ την ιδιότητα να αισθάνεσαι ότι έχει ατονήσει.
Ή ίσως τελικά να μην ξέρεις και να είσαι αδύναμη να κατανοήσεις πότε και από που ξεκινά και που οδηγεί. Ίσως να πρόκειται για κάτι που σε χτυπά στο κεφάλι, όπως οι προσφιλείς αναμνήσεις από αλησμόνητες στιγμές με έναν παλιό φίλο που αποφάσισε να επιστρέψει ξαφνικά μετά από το πέρασμα αμνημόνευτων χρόνων. Και που η επιστροφή του ποτέ δεν περίμενες να πέσει πάνω σου έτσι, σαν κεραμίδα στο δόξα πατρί. Μπορεί μέσα σ' ένα λεπτό ή μερικές στιγμές ματιών και κουβέντας να μεταβάλλονται δοξασίες χρόνων (αν και, μετά τα 25, αμφιβάλλω κάπως για το πόσο πιθανό είναι να συμβεί αυτό, κι, όπως λέει και ο Δεληβοριάς, “μετα τα 30 / είναι δύσκολο να κάνεις αρχή”).

Η αλήθεια σίγουρα βρίσκεται κάπου στο περίτεχνο σημείο συμβολής και των τριών παραπάνω θεωριών, τις ακριβείς συντεταγμένες της οποίας μεταφορικής τοποθεσίας ακόμη να ανακαλύψω, αν και ανυπομονώ (εδώ τόσες και τόσες γενιές ανθρώπων αδυνατούν να σκεφτούν την πολυπόθητη λύση, η αφεντιά μου είναι που το 'χει σιγουράκι πως θα ανακαλύψει το νόημα της ζωής). Το ταξίδι προς το κλειδί της αποκάλυψης συνεχίζεται ασυζητητί (όχι πως είναι εύκολο να βρει κανείς τίποτε καλύτερο να κάνει γενικά).

By Μαρία Γώγογλου

Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Για Όσο Ακόμη Κρατά το Σόου

Τίποτε ακριβώς δεν είχα στο μυαλό μου όταν διάλεξα πριν λίγες μέρες να διαβάσω το βιβλίο Κράτα το Σόου του Θεοδόση Μίχου· περισσότερο από το ότι ένα βιβλίο με ελάχιστο όγκο θα ήταν κατάλληλο για να το ρίξω στις αποσκευές των διακοπών μου, χωρίς δεύτερη σκέψη. Ταυτόχρονα, κάτι στη σύνοψη που το έδενε απορίφραστα με τον κόσμο της μουσικής με κινητοποίησε θυμίζοντάς μου πόσο καιρό είχα να πιάσω κάτι που να απέχει λίγο από το λογοτεχνικό κόσμο της μυθοπλασίας, όπου δραπετεύω συνήθως. Εν τέλει, η εμπειρία ήταν συναρπαστική, επειδή πήρα θάρρος να συνεχίσω την προσωπική μου γραφή (αφού αποδείχτηκε πως υπάρχει κι ο Μίχος που το κάνει, κι άρα, δεν είμαι πια τόσο μόνη στον κόσμο), αλλά κι επειδή κάτι από αυτό που υπάρχει στις συναυλίες που πηγαίνουμε και στη μουσική που ακούμε, το οποίο επιδρά άμεσα στο χαρακτήρα μας, μου αποκαλύφθηκε μοναδικά.

Το βιβλίο είναι ένα ολόκληρο κομμάτι ζωής που εναλλακτικά θα ήθελα να ζήσω, όντας επαρχιώτισσα κι έχοντας υπάρξει κοινό σε συναυλίες ελάχιστες φορές, σε σχέση με τις κατάλληλες ευκαιρίες που δε θα έχανε εύκολα κανείς στην Αθήνα ή τη συμπρωτεύουσα. Συγκεκριμένα, ο αφηγητής διηγείται χαρακτηριστικά περιστατικά της ζωής του (σχεδόν αληθινά, όπως το εξώφυλλο μαρτυρά) που σχετίζονται άμεσα με κάποιες από τις σημαντικότερες συναυλίες τις οποίες έχει, με ποικίλες ιδιότητες, παρακολουθήσει και απολάυσει από την τρυφερή παιδική του ηλικία μέχρι το πρόσφατο παρελθόν. “Και δηλαδή πόσο σημαντικά θα μπορούσαν να είναι αυτά τα γεγονότα γι' αυτόν;” θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί κάποιος. “Πολύ”, θα απαντούσε γρήγορα κάποιος άλλος, ειδικά αν σκεφτούμε πόσο φαν πολλών υποειδών της εγχώριας και της ξένης ροκ μουσικής υπήρξε ο αφηγητής, αλλά και πόσο συνειδητή υπήρξε η μετέπειτα απόφασή του να ζήσει από την τρέλα του να γράφει για τη ροκ μουσική.
Η πεμπτουσία του βιβλίου συνοψίζεται σε κάτι που ως συναυλιάζουσα έχω επανειλημμένα διαπιστώσει: πόσο πολύ αυτό που σου μένει στο τέλος της βραδιάς είναι το τι έκανε ο διπλανός σου ή πως χαζολογούσε η παρέα σου παρά το τι συνέβαινε πάνω στη σκηνή με την απόλυτη αντικειμενικότητα ενός εξωτερικού παρατηρητή. Σ' αυτό το ύφος κυμαίνονται οι ιστορίες σε συνδυασμό με την πεποίθηση του συγγραφέα ότι, σε κάποιο σημείο, ο συνδυασμός στίχων, συμβάντων και υπερθεάματος επιδρά στην προσωπικότητα και στην ατομική εξέλιξη κάποιου με ξεχωριστό τρόπο. Υπό αυτό το πρίσμα, σε μια από τις ιστορίες, διαλέγει να μας εξιστορήσει τι συνέβη μετά από μια από τις πρώτες συναυλίες που είχε παρακολουθήσει ως νιόφερτος φοιτητής Φυσικής στην Αθήνα, όταν διάλεξε να περιμένει τον καλλιτέχνη για να του ζητήσει αυτόγραφο. Τότε γνώρισε έναν άλλο τύπο, πιο παθιασμένο με το έργο του μουσικού, που περίμενε επίσης, με μια πολαρόιντ στο χέρι, και παροτρύνοντας τον αφηγητή να τον φωτογραφήσει με το Mark Lanegan (που είναι ο καλλιτέχνης που μόλις έχει δώσει συναυλία και αναμενόταν), ενώ ο ίδιος διατίθεται να κάνει το ίδιο γι' αυτόν. Η ιστορία εξελίσσεται μόνο ελαφρώς με μη αναμενόμενο τρόπο, αφού ο αφηγητής καταλήγει και με αυτόγραφο, και με φωτογραφία με το Lanegan και την αφεντιά του, αλλά και με ένα κουτάκι μπίρας που ο καλλιτέχνης του χαρίζει και που ο αφηγητής καταλήγει να χρησιμοποιήσει ως στήριγμα της φωτογραφίας που προηγήθηκε επί σειρά ετών στη δισκοθήκη του. Να κάτι που έμεινε τουλάχιστον ως λάφυρο για την προσπάθεια.
Η άλλη ιστορία που ξεχώρισα ήταν η μέρα που ο αφηγητής διαλέγει να κάνει πρόταση γάμου σ' Εκείνη, το κορίτσι των ονείρων του. Βρίσκονται μαζί στο Chelsea Hotel της Νέας Υόρκης, όπου έχουν διαμείνει αστέρες και αστέρες της ροκ στο παρελθόν το πρωινό που εκείνος σκέφτεται να ξεστομίσει τις λέξεις. Οι όμορφες στιγμές που έχουν περάσει μαζί στις σοφιστικέ συνοικίες της μεγαλούπολης τις τελευταίες μέρες στροβιλίζουν στο μυαλό του, όπως και διάφορες άλλες από όσες έχουν ζήσει τα τελευταία χρόνια, ώσπου... τη βλέπει τυλιγμένη στις πετσέτες μετά το πρωινό ντους, βγάζει από το βρακί του του δαχτυλίδι (πλέον κατάλληλο και ασφαλές μέρος για να το αποθηκεύσει κανείς, αμέριμνος) και της το λέει! Το αποτέλεσμα θα το μάθετε μόλις διαβάσετε το βιβλίο (έτσι για να νιώσετε και λίγο σασπένς μέχρι τότε!), αλλά μπορώ με βεβαιότητα να πω πως από τη δομή,το περιεχόμενο και τον κοφτό, ρωμαλέο ρομαντισμό που το διακατέχει πραγματικά δεν περίμενα τίποτα λιγότερο.

Κάθε συμπλεγματική συμπεριφορά είναι το αντίστοιχο και ανάλογο σε ένταση σύμπτωμα μιας μετατραυματικής εμπειρίας.”

Η γλώσσα και το ύφος του βιβλίου είναι σίγουρα ένας από τους βασικότερους παράγοντες που σε κάνουν να μη θέλεις να το αφήσεις κάτω ούτε για μια στιγμή. Η ροή των προτάσεων και η στίξη εναρμονίζονται πλήρως με την εκάστοτε συναισθηματική και συχνά σωματική κατάσταση που βρίσκεται ο αφηγητής σε καθεμιά από τις ιστορίες· και παρ' όλο που ενός είδους έλλειψη αναπνοής, αφού το τέλος των ορμητικών προτάσεων δε διαφαίνεται εύκολα, σε κάνει συχνά να αμφιβάλλεις για το τι στ' αλήθεια μέχρι τώρα διάβασες σε μια συγκεκριμένη παράγραφο, το να γυρίζεις πίσω ξανά και ξανά για να ξαναανακαλύψεις αυτό που δε βρήκες ακόμη είναι μια απόλαυση από μόνη της. Χώρια που ένα σωρό συναισθήματα κρυμμένα στις παύσεις, στο ρυθμό κι ανάμεσα στις γραμμές βρίσκεις να τα έχεις περάσει κι εσύ η ίδια: η ασφάλεια, η άνεση και ταυτόχρονα μια κάποια αμηχανία όταν βρίσκεσαι σε μια συναυλία με τους γονείς σου, πολύ μετά την ηλικία των 25, η σιγουριά του πόσο καλά ξέρεις τους φίλους σου, ώστε μπορείς με βεβαιότητα να αναπαραστήσεις μέσα σου τι σκέφτεται ο καθένας τους ξεχωριστά στη διάρκεια ενός μουσικού event, αλλά κι αυτό που νιώθεις, όταν αναλογίζεσαι πόσο σίγουρη είσαι για το setlist ενός αγαπημένου καλλιτέχνη, αλλά και για το τι θα διαδραματιστεί κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης βραδιάς που σε κάνει να αισθάνεσαι πως με κάποιο τρόπο την έχεις ξαναζήσει. Όλες αυτές οι μαγικές στιγμές γύρω από τη σκηνή, όταν οι άνθρωποι και τα πράγματα μοιάζουν ξαφνικά αυτονόητα και ανείπωτα, και γι΄αυτό και είναι τόσο δύσκολο να αποτυπωθούν σε χαρτί· που, όμως, ο Μίχος τα εξερευνά χρησιμοποιώντας έναν ιδιόχειρο εκφραστικό κι ερμηνευτικό κώδικα, που δε μπορεί παρά να καθηλώσει τον έστω κι ελάχιστα μυημένο στη ροκ εντ ρολ φιλοσοφία αναγνώστη.

Τη στιγμή, βέβαια, που αποκαλύπτεται περίτρανα πως το σκληροτράχηλο περίβλημα, που κάθε “μέσος” άνθρωπος έχει φανταστεί να ζώνει κάθε ροκ φαν γίνεται παρελθόν. Ο ρομαντισμός του συναυλιακού κόσμου αποκαλύπτεται άμεσα, αλλά και σταδιακά από το Μίχο σε μια εποχή που ελάχιστα έχει προηγηθεί αυτήν που διανύουμε, αλλά και που κατά τη διάρκεια της οποίας η φυσική παρουσία ενός προσώπου, πάνω στη σκηνή ή μη είχε μια μυστήρια, εξέχουσα σημασία (όπως για κάποιους φαν έχει ακόμα, ειδικά στα lives, όπου θέλοντας και μη βρίσκεσαι πιο κοντά με τον καλλιτέχνη, σύμφωνα με την προσωπική μου γνώμη). Τα εισιτήρια που φυλάς με υπερπροστασία μέχρι το τέλος της βραδιάς, ώστε να τα προσθέσεις στη κάνεις συλλογή, αλλά και η απεγνωσμένη, συχνά ανέλπιδη προσπάθεια να φτάσεις όσο πιο κοντά γίνεται στη σκηνή υποδηλώνουν έναν κρυμμένο ανθρωπισμό, που σίγουρα η ψηφιακή κουλτούρα, με την απροσωπία της απειλεί να αφανίσει. Ό,τι κι αν τελικά γίνει, τουλάχιστο το Κράτα το Σόου θα είναι ένα από τα βιβλία που αξίζει να διαβάσει οποιοσδήποτε λάτρης της χρονικά προπορευόμενης κουλτούρας· που κανείς από εμάς που έχουμε έστω και λίγο ζήσει λάμψεις της αίγλης των ζωντανών μουσικών εμφανίσεων δε θα συμφωνούσαμε ποτέ πως πρέπει να αποβληθεί διαπαντός από τις συνήθειές μας.
Ο Θεοδόσης Μίχος
Γιατί ο κόσμος της μουσικής υπάρχει ακόμη μέσα στα βιβλία κι αξίζει υπέρμετρα να υπάρχει· και το Κράτα το Σόου του Θεοδόση Μίχου, που αξίζει να πιάσετε στα χέρια σας όσο πιο σύντομα γίνεται είναι μια απτή απόδειξη του γεγονότος αυτού.
 
By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

Ερωτικές Εντάσεις Εξ Επαφής

Την αδυναμία μου για ταινίες που ξεδιπλώνονται κυρίως με όχημα το λόγο την έχω ήδη εκφράσει, όπως και τις προτιμήσεις μου για μικρές, κατά βάση αντιχολιγουντιανές παραγωγές. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Εξ Επαφής που σας συστήνω σήμερα συνίσταται στο συνδυασμό δύναμης λόγου του σεναρίου και χτισίματος των χαρακτήρων από τέσσερις γνωστούς από εμπορικές ταινίες αξιόλογους πρωταγωνιστές, που καταφέρνουν όχι μόνο να αναδυθεί το νόημα της ταινίας, αλλά και ιδιαίτερα βαθιές αλήθειες για τις ανθρώπινες σχέσεις (για την ακρίβεια, ούτε κι εγώ τους το είχα!). Με άλλα λόγια, ο παρακάτω έχει υπάρξει ένας τρόπος, κινηματογραφικά, να συμπράξει έστω και σύντομα η λάμψη με την ουσία.


Η ζωή του Νταν (Τζουντ Λο) φαίνεται να αλλάζει δραστικά την ημέρα που μπαίνει στη ζωή του η Άλις (Νάταλι Πόρτμαν), μια νέα στριπτιζέζ που έχει δραπετεύσει από την Αμερική για να επανεφεύρει τη ζωή της (ή ίσως για να τα ξαναζήσει όλα με διαφορετικό τρόπο από την αρχή, σε άλλη γη). Φαίνεται να πρωτοβρίσκει τη φωνή του συγγραφέα, που ως νεκρολόγος, ποτέ δεν είχε, και γράφει το πρώτο του βιβλίο, που το βασίζει σε λεπτομέρειες από τη ζωή της νέας του ερωμένης-μούσας. Στη γνωριμία του, ωστόσο, με την Άννα (Τζούλια Ρόμπερτς), τη φωτογράφο που αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του για την έκδοση του μυθιστορήματος, υπάρχει κάτι συντριπτικό, που τους δένει μονομιάς, κάτι που δεν περιμένεις εύκολα να συναντήσεις, όσο αδύνατο κι αν φαίνεται και στους δύο να καταγράψουν αμέσως τη δραστικότητά του. Μια τέτοια συνειδητοποίηση θα έρθει αφού η Άννα έχει περάσει μερικούς μήνες με το Λάρι, το δερματολόγο που γνώρισε από ονλάιν σύμπτωση, εξαιτίας της συνομιλίας του με το Νταν σε chat, ενώ ο τελευταίος προσποιείται ότι είναι η διαδικτυακή μορφή της Άννα. Το φάντασμα του πάθους θα αρχίσει και θα συνεχίσει να στοιχειώνει την τελευταία, αφού έχει την ευκαιρία να συνειδητοποιήσει πόσο ελάχιστα μπορεί να διαφέρει ένα εκπληκτικά μορφωμένο σύγχρονο κελεπούρι από έναν άνθρωπο των σπηλαίων, αλλά και σε πόσο περίπλοκο ζήτημα μπορεί να εξελιχθεί η έννοια της επικοινωνίας και της εκμυστήρευσης «αληθειών» μεταξύ ενός ζευγαριού.


Η ταινία εστιάζει σε όλες τις πιθανές δυάδες μεταξύ των πρωταγωνιστών· εξού και βρίθει διαλόγων, κλιμακωτών εντάσεων και διαξιφισμών, στοιχείο που μπορεί να την αποκλείσει εύκολα από το μενού προτιμήσεων των κλασικών κινηματογραφόφιλων, ιδιαίτερα εξαιτίας της δυσκίνητης πλοκής της και για το ενδεχομένως «τόσο λίγο θέαμα». Στόχος της είναι ακριβώς να καταδείξει πόσο ασταθή είναι τα θεμέλια του έρωτα, όταν, μετά από κάποιες μαγικές πρώτες στιγμές, όλη η γιορτή γίνεται ένα παιχνίδι αποκρύψεων συμφερόντων κι υπολογισμών του εύρους υποχωρήσεων εκατέρωθεν. Κάτι εμφανώς εγγύτερα στη γείωση της πεζής καθημερινής πραγματικότητας από την ιδιοσυγκρασιακή φύση του έρωτα, τη δοξασμένη με αμέτρητους τρόπους από τη χολιγουντιανή παραμυθία.
Όπως συχνά συμβαίνει στ' αλήθεια, μια σχέση μπορεί να είναι σταθερή, όπως αυτή του Λάρι και της Άννα, αποφεύγωντας τα έντονα σκαμπανεβάσματα και τις εκθαμβωτικές πρωτοτυπίες. Μπορεί απλά να βασίζεται στο ότι και οι δύο θα συνεχίσουν να βρίσκονται εκεί, στο ίδιο σημείο, στο ίδιο σπίτι και την επόμενη μέρα και το συμβόλαιο του να ζουν με το συγκεκριμένο τρόπο θα ισχύει με τον πανίσχυρο τρόπο που χτίστηκε στη διάρκεια της εδραίωσης του μακρόπνοου παρελθόντος (κάτι που συχνά επιζητούμε στις τωρινές σχέσεις μας, που δυσάρεστα αντικρίζουν το αύριο με τον υποκειμενικό, εξαρτώμενο από την τηλεοπτική, αλλά και κάθε είδους κανονικότητα, χαμαιλεόντειο αέρα σύγκρισης και άσκησης κριτικής επάνω στις ιδιότητες του άλλου). Μπορεί, όμως, και να βασίζεται σε έναν απλό εκβιασμό που κρατάει τον έναν από τους δύο ή και τους δύο δέσμιο σε έναν πολιτισμικό και προσωπικό εφιάλτη, κατά τον οποίο το βάσανο του να δραπετεύσεις μακριά από την πραγματικότητα που θεωρείς οικογενειακή εστία δεν απέχει τόσο μακριά από την τυραννία του να παραμένεις σε αυτήν. Η σύγχρονη μιντιακή επίδραση πάνω στη γενικώς παγκοσμιοποιημένη μας στάση έχει συμβάλλει τα μέγιστα στη θεμελίωση του παραπάνω δυσεπίλυτου διλήμματος, πρωτίστως προτείνοντας την καθιέρωση της συντροφικότητας ως απόλυτη μέχρι θανάτου αναγκαιότητα, και δευτερευόντως εξυψώνοντας τα προσωπικά μας «θέλω» εις βάρος όσων εκφράζουν οι άλλοι σταδιακά, με φαινομενική μαεστρία.


Και φτάνουμε στην παθολογική φύση του «εγώ»· χωρίς αντίρρηση πως εισβάλλει παντού, και ειδικότερα στη φύση του έρωτα. Στους ακούραστα κοπιαστικούς διαλόγους μεταξύ των πρωταγωνιστών φαίνεται να ξεπροβάλλει ακομπλεξάριστο, απαράμιλλο, ανεπηρέαστο από τις μνήμες του διαρκούς μοιράσματος στον ορίζοντα της πορείας μιας σχέσης. Στον τελευταίο διάλογο της ταινίας, ο Νταν ζητάει από την Άλις να του πει την αλήθεια για τη σχέση μιας βραδιάς της με το Λάρι, που συνέπεσε με τη διάρκεια του διαλείμματος της δικής τους σχέσης τους, παρά το γεγονός ότι ενδέχεται να συναισθάνεται πως η πίεση και η έλλειψη τυφλής εμπιστοσύνης τους οδηγεί σε ένα είδος τέλους. Σε μια παρόμοια, όσον αφορά την κλιμάκωση της έντασής της σκηνή, ο Λάρι ζητά από την Άννα να του περιγράψει λεπτομέρειες των σεξουαλικών περιπτύξεών της με τον Νταν από τις στιγμές που τον απάτησε, λες και αυτή η στεντόρεια, χυδαία καταδίκη της δικής τους σχέσης μπορεί να αποδειχθεί πως επιβεβαιώνει τις βάσεις εδραίωσης των ορίων του ιδιοσυγκρασιακού του (μοναδικά πρωτόγονου!) χαρακτήρα. Ένας εαυτός που το μόνο που φαίνεται ξεκάθαρα να επιθυμεί είναι να ξεπροβάλλει ευκρινώς μέσα από τις διαθέσεις, τα κίνητρα και τις ενοχές άλλου, ακόμη ή ίσως ειδικά (και προφανώς γι' αυτό πιο επίπονα) κι αν πρόκειται για τον ερωτικό σύντροφο.
Χωρίς να χρειάζεται να μακρηγορήσουμε για τη φύση της αλήθειας που αναδύεται από όλες τις παραπάνω μυθοπλαστικές καταστάσεις που όμως φωτίζουν υπαρκτά και βασανιστικά σημεία των σημερινών σχέσεων. Αδιαμφισβήτητα η πλάνη της αντικειμενικής πραγματικότητας στοιχειώνει κάθε υπεραναλυτικό διαξιφισμό (που, ωστόσο, διαλογικά αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα συνομιλιών, κατά τις οποίες, στην καθημερινότητά μας, συχνά χρειάζεται να ξεστομίσουμε ακόμη κι ό,τι πιο ασήμαντο, κυριολεκτικά), τις στιγμές που ένα ή μια σειρά από συμβάντα μετουσιώνονται στις αποχρώσεις οικειοποίησης του κάθε ήρωα ή της κάθε δυαδικής δυναμικής που ξεπροβάλλει στη διάρκεια της ταινίας. Αυτή είναι σίγουρα μια από τις αναλαμπές που μπορεί να προβληματίσει, παρά τη γενικότερη κούραση του θεατή από τη μακρηγορία, που κάποια στιγμή, μετά τη μέση της ταινίας (που ωστόσο δε διαρκεί περισσότερα από 110 λεπτά), είναι δυνατό να επέλθει.


Σίγουρα είναι άλλη η θέαση ενός κομματιού ζωής από υπερβολικά κοντά, παρ' όλο που η ακατάσχετη θεατρικότητα των διαλόγων σαν να κλέβει κάτι απ' ό,τι θα μπορούσε να είναι μοναδική κινηματογραφική χάρη. Οι μοναδικές ερμηνείες και μια εσωτερική μάχη με πολλά απ' όσα σχεδόν συνεχώς αντιμετωπίζουμε επιφανειακά, πάντως, θα είναι πάντα εκεί για να σας συγκινήσουν.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

Στιγμές με Γυναίκες

Κάτι ποταπό, σχεδόν αμαρτωλό αναβλύζει στο μυαλό σου τις πρώτες στιγμές που τελικά αποφασίζεις πως ξεκινάς το διάβασμα των Γυναικών του Τσαρλς Μπουκόφσκι· κάτι που δε μπορεί να έχει αποκλειστικά σχέση με το εξώφυλλο ή βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα που έχουν προηγουμένως πέσει στην αντίληψή σου. Απλά από τις πρώτες κιόλας γραμμές καταλαβαίνει κανείς πως ο αφηγητής, πιθανώς με τρόπο παρόμοιο με αυτό του συγγραφέα στην αληθινή του ζωή, έχει μια αρκετά απογυμνωμένη και στεγνή θεώρηση των πραγμάτων, και πάνω απ' όλα της πεμπτουσίας των ανθρώπινων σχέσεων. 

 
Ο Χένρι Τσινάσκι ζει στο Λος Άντζελες και καταφέρνει να βγάζει τα προς το ζην εκδίδοντας τα ποιήματά του. Πάει μάλιστα λίγος καιρός από το σημείο που ξεκινά η αφήγηση, όταν αρχίζουν να τον καλούν σε διάφορα στέκια για δημόσιες απαγγελίες· και ξαφνικά η φήμη του στο γυναικείο πληθυσμό χτυπάει κόκκινο. Διάφορες γυναίκες όλων των ηλικιών αρχίζουν να του στέλνουν γράμματα, να του τηλεφωνούν ή να τον πλησιάζουν δημοσίως· κι ο ίδιος επιθυμεί να το γλεντήσει δεόντως. Έτσι, το μυθιστόρημα Γυναίκες εξιστορεί τα διάφορα επεισόδια από τις περιστασιακές και μόνιμες σχέσεις του, τις παρεξηγήσεις, αλλά και τα ξεκαθαρίσματα που ο Τσινάσκι προκάλεσε ή στα οποία ενεπλάκη, με κύρια αιτία ή αφορμή το να κερδίσει χρόνο με αιθέριες (και όχι μόνο!) υπάρξεις, με την επιδίωξη ίσως να αποκομίσει κάτι βαθύτερο.
Η πρώτη κοπέλα που συναντά και με την οποία σχετίζεται είναι η χυμώδης Λίντια με τον έντονο χαρακτήρα, με την οποία συνάπτει δεσμό, παρά τις γκρίνιες και το ταλέντο της να του κάνει απίστευτες σκηνές ζήλιας, καθώς και να εκδηλώνει τη βαρεμάρα της με την αφεντιά του. Από τα αμέτρητα εφήμερα και πιο καθοριστικά αισθήματα που εξιστορούνται στο βιβλίο, με όλες τις απαραίτητες πικάντικες λεπτομέρειες που τα συνοδεύουν, όπου ξεπροβάλει διάχυτο κι απαράλλακτο και το ωμό και βίαιο ύφος του συγγραφέα στις εν λόγω περιπτύξεις, αλλά κι όχι αποκλειστικά, υπάρχουν και μερικά ακόμη που ξεχωρίζουν· αν και σίγουρα κάθε αναγνώστης δικαιούται να προβεί στην αποκλειστικά δική του, με προσωπικά κριτήρια, επιλογή. Διάλεξα να σταθώ εδώ στα αγνά συναισθήματα του Χένρι για την Κάθριν (έτσι τη βαπτίζει ο ίδιος επειδή μοιάζει στην Κάθριν Χέμπορν, ενώ το πραγματικό της όνομα είναι Λόρα), μια δεκαοχτάχρονη θαυμάστρια, που, παρά το πηγαίο ενδιαφέρον και την εκτίμηση του ποιητή προς το πρόσωπό της, απωθείται από την πλευρά του που αντικρίζει καθετί θηλυκό ως ανθρώπινο κρέας, υποψήφιο για σωματική κατάκτηση από τα ένστικτά του. Δεν θα παραβλέψω, επίσης, να αναφέρω το θαυμασμό και, στη συνέχεια την κούραση του Τσινάσκι με το λιτό κι αγνό τρόπο ζωής της Σάρα, που από την υγιεινή διατροφή κι ένα είδος ανθρωπολατρίας εν είδει θρησκείας επεκτείνεται και στις σωματικές συνήθειες. Ο ποιητής σύντομα εθίζεται στη δημιουργία σύντομων ασήμαντων σχέσεων· πραγματικότητα που σε συνδυασμό με την εξάρτησή του από το αλκοόλ βάζουν σε κίνδυνο αυτό που ο ίδιος, αλλά και όλοι μας έχουμε μάθει να αποκαλούμε και υπηρετούμε με υποτέλεια: τη συμπαγή ύπαρξη και τη συνέχεια στο χρόνο του κατασκευάσματος που ονομάζουμε προσωπικότητα.


Αυτό που με πείραζε πάρα πολύ ήταν ο τρόπος τους να κάνουν τα πάντα χωρίς να δείχνουν την παραμικρή συγκίνηση, το παραμικρό συναίσθημα. Όπως είναι κάποιος που χασμουριέται ή κάποιος που βάζει μια πατάτα να βράσει.”

Η φωνή του Τσινάσκι, αλλά και η συγκεκριμένη οδός αφήγησης που επιλέγεται αποτελεί εν γένει έναν αποτελεσματικό τρόπο να ξεσκεπάσει κανείς ένα μεγάλο μέρος υποκρισίας της κοινωνίας όσον αφορά τη συμβίωση ανθρώπων, και συγκεκριμένα των ζευγαριών. Ο μοναχικός ποιητής-παρίας με τις εξευτελιστικά ταπεινές συνήθειες -βραδιές στον ιππόδρομο και σε κάπως ευπρεπή ή κακόφημα μπαρ, γενναίες ποσότητες αλκοόλ καθημερινά, αθυροστομία- αποκαλύπτει αποστομωτικά πόσο αδύναμοι είμαστε όλοι να ελέγξουμε τις ίδιες μας τις συνήθειες· ανδρείκελα μπροστά στην προοπτική της κοινωνικής κατακραυγής, της εγκατάλειψης από τον άμεσο περίγυρο, ανεξάρτητα από την ποιότητα των ανθρώπινων κινήτρων του, της αναγκαστικής μοναξιάς. Οι άνθρωποι έχουν επινοήσει όλες τις συμβιωτικές τελετουργίες κι άπειρα θελκτικά τερτίπια στην προσπάθεια να ανήκουν σε έναν άνθρωπο, σε μια ομάδα, κι εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν δεν είναι δυνατό να επιβάλλουν τον εαυτό τους, να γίνονται αποδεκτοί. Ίσως, ψάχνοντας σε μεγαλύτερο βάθος, να κρίνεται ευκρινές να αντικρίσει κανείς την ίδια αυτή επιθυμία και στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή που ωθεί όλες αυτές τις γυναίκες, τη μια μετά την άλλη, να του παραδώσουν ό,τι αξιόλογο παραμένει φυλαγμένο στα τρίσβαθα της ψυχής τους μαζί με τη σωματική τους αυτοκυριαρχία.
Κατά τα άλλα, ο Μπουκόφσκι δε σταματά την προσπάθειά του να ξεσκεπάσει τον κυνισμό και την ευτέλεια της ανθρώπινης φύσης· και το καταφέρνει ρίχνοντας φως στο χρόνο και την ένταση σκέψης που ξοδεύουμε για τις βασικότερες καθημερινές μας ανάγκες, σωματικές και μη. Ο Τσινάσκι και οι άλλοι ήρωες του βιβλίου τρώνε, καπνίζουν, πίνουν και συνουσιάζονται σαν αυτές οι αυτονόητες ενέργειες να απαρτίζουν τον πυρήνα του νοήματος της ζωής τους· ή απλώς από αμηχανία, επειδή δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν, όπως όλοι μας υπό την επήρεια της καθημερινής δίνης γεγονότων. Αμετανόητα, μέσα από την καθημερινή τριβή των σχέσεων, οι ήρωες προσπαθούν να βρουν κάτι που αξίζει να τους κρατάει ζωντανούς, κάτι που θα τους οδηγήσει στο να καταφέρουν αυθεντικά να αγαπήσουν, συχνά για λίγο καιρό ή χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία· άλλωστε, το εάν και κατά πόσον οι σχέσεις μπορούν να διαρκέσουν κρατώντας κάποια ουσία αναλλοίωτη στο χρόνο αποτελεί ένας από τους κυριότερους στυλοβάτες των σύγχρονων κοινωνιών που αμφισβητεί ο συγγραφέας.

Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι
Γιατί οι σχέσεις, όσον αφορά τον ίδιο, έχουν ημερομηνία έναρξης και λήξης προδιαγεγραμμένη. Λίγο παραπάνω ή λίγο λιγότερο: τόσο μόνο μπορεί να παρεκκλίνει κανείς από τους υπολογισμούς του. Για το συγγραφέα των Γυναικών, κάθε επιφανειακή ή μη γνωριμία, όπως και η ευρωστία του ανθρώπινου σώματος, είναι καταδικασμένη να παραδώσει τα όπλα, μοιραία επιστρέφοντας στην
ανυπαρξία από την οποία προήλθε.
Παρά τους φιλοσοφικούς αφορισμούς στους οποίους το μυθιστόρημα σε ωθεί να προχωρήσεις, λόγω του βάθους που τολμά να προσεγγίσει, όσον αφορά τη θεματολογία με την οποία καταπιάνεται, διαβάζεται μονορούφι, ως μια απλή καθημερινή εξιστόρηση· γι' αυτόν ακριβώς το λόγο το συστήνω στο σύνολο του αναγνωστικού κοινού. Ένα εύκολο ανάγνωσμα με ζωηρή, έντονη αφήγηση που μπορεί να οδηγήσει στην περισυλλογή είναι ό,τι πρέπει για την καλοκαιρινή ακινησία ή την πυρετώδη χαλάρωση των διακοπών.

By Μαρία Γώγογλου

Καρυωτακικοί Σταθμοί

Η ζωή ενός ποιητή ίσως να φαντάζει στους πιο πολλούς περισσότερο πληκτική παρά ενδιαφέρουσα· αυτό ακριβώς σκέφτηκα όταν διάβασα πως ο Καρυωτάκης, μια τηλεοπτική σειρά για τη ζωή του ομώνυμου Έλληνα ποιητή και τη θυελλώδη σχέση του με την ποιήτρια και λογοτέχνη Μαρία Πολυδούρη έμελλε να είναι η τελευταία παραγωγή του είδους που έχει να επιδείξει η ελληνική κρατική τηλεόραση, μιας και το συγκεκριμένο εγχείρημα δε στέφθηκε με υψηλά νούμερα=δάφνες επιτυχίας. Για μένα, ωστόσο, η σειρά, που έστω και καθυστερημένα αποφάσισα να δω, ήταν ένας τρόπος προσέγγισης του έργου του ποιητή μέσα από τη διαδρομή της ζωής του, τις αλληλεπιδράσεις και την εξέλιξη της προσωπικότητάς του.


Η σειρά ξεκινά αντίστροφα, με το τραγικό δηλαδή τέλος του ποιητή, που είναι σε όλους γνωστό: εντατική προσπάθεια για πνιγμό, αποτυχία, και τελικά αυτοπυροβολισμός μόλις στα 32 του χρόνια. Τι μπορεί να οδήγησε μια από τις χαρακτηριστικότερες, εναργέστερες φωνές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και συνάμα έναν συνειδητοποιημένο ευαίσθητο επαγγελματία στο τέλμα, ενώ διένυε μια από τις πιο ενεργητικές, θα λέγαμε, φάσεις της ζωής του; Η απάντηση δίνεται σταδιακά στα είκοσι επεισόδια της σειράς, καθώς ο θεατής αρχίζει να αποκτά μια γεύση των σημαντικότερων σταθμών της ζωής του.
Γόνος οικογένειας βασιλικών με αθηναϊκή καταγωγή, ο μελετηρός κι ευαίσθητος νέος Κώστας Καρυωτάκης (Δημοσθένης Παπαδόπουλος) ολοκληρώνει χωρίς εμπόδια ή καθυστερήσεις τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών. Με εφόδιο το πτυχίο του, αλλά και τις ξένες γλώσσες που γνωρίζει διορίζεται νομαρχιακός υπάλληλος· μα άλλοτε οι μεταθέσεις στην επαρχία, κι άλλοτε η αδυναμία να εξασφαλίσει οριστική απαλλαγή από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις σκιάζουν τα πρώιμα χρόνια της ποιητικής του πορείας, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είναι αποφασισμένος να το γλεντήσει σε διάφορων ειδών περιπλανήσεις με φίλους του, όσο τουλάχιστον αυτό είναι δυνατό. Μετά την έκδοση των δυο πρώτων του συλλογών, που λογίζονται ως αδιάφορες σχεδόν από το σύνολο των παραγόντων των λογοτεχνικών πραγμάτων του καιρού του, ο Καρυωτάκης μετατίθεται επιτέλους στη Νομαρχία Αθηνών, σε κάποιο κοντινό γραφείο της οποίας κάποια Μαρία Πολυδούρη (Μαρία Κίτσου), με καταγωγή από την Καλαμάτα, που σπουδάζει Νομικά, εργάζεται επίσης αδημονώντας για την έμψυχη εμφάνιση του μεγάλου έρωτα.


Οι δυο ποιητές συναντιούνται κι ερωτεύονται, αλλά αυτό που ξεκινά μεταξύ τους φαίνεται προδιαγεγραμμένο να καταλήξει, όσο προορισμένο κι αν αισθάνεται κανείς πως ήταν να ξεκινήσει. Η Μαρία ανοίγει στον Κώστα την καρδιά της, προσπαθώντας να τον γοητεύσει με κάθε εκατοστό γνώσης και θελκτικότητας του κορμιού της, και πράγματι! Οι δυο τους μοιάζουν το τέλειο ζευγάρι, μέχρι που ο θεατής αντιλαμβάνεται τα πρακτικά εμπόδια που αρχίζουν να ανατέλλουν φράζοντάς τους το δρόμο: οι άλλοι υπάλληλοι της Νομαρχίας αρχίζουν να σχολιάζουν τα σούρτα φέρτα στα γραφεία του ενός και του άλλου, καθώς και τα νυχτοπερπατήματά τους· ένας παλιός, μα εγκαταλειφθείς έρωτας της Μαρίας, που διατελεί πλέον νομάρχης, προσπαθεί να τους κάνει τη ζωή δύσκολη, όσον αφορά τα καθήκοντα που εκτελούν· οι γονείς του Καρυωτάκη του ξεκαθαρίζουν πως δεν επιθυμούν να έχει καμία σχέση μ' αυτήν την ξέφρενη, ελευθεριάζουσα γυναίκα, παρά το γεγονός πως ούτε στο χιλιοστό δεν τη γνωρίζουν. Όλα αυτά εν μέσω μιας από τις πιο ταραχώδεις περιόδους για το ελληνικό έθνος: της οικτρής αποτυχίας των επεκτατικών πολιτικών στη Μικρασία, της κατατρόπωσης του ελληνικού στρατού, καθώς και του κατακλυσμού σύσσωμου του ελλαδικού χώρου από κατοίκους των μικρασιατικών περιοχών κι όχι μόνο, που παίρνουν πια οριστικά το δρόμο της προσφυγιάς.
Δε χρειάζεται να πούμε πως, όπως πολλές άλλες ελληνικές σειρές που προβλήθηκαν πάνω κάτω την ίδια περίοδο με τη συγκεκριμένη, είναι αδύνατο να πούμε πως μιλάμε για καλλιτεχνικό δείγμα άξιο για σειρά από διακρίσεις. Είναι φορές που το σενάριο μοιάζει αστείο στα στόματα των ηρώων, που, εξαιτίας της περιορισμένης διάρκειας της σειράς, οφείλουν να τα πουν όλα τα σχετικά με τις δραστηριότητές τους καλύπτοντας σειρά ετών, ώστε να μη μείνει ο θεατής ανενημέρωτος σχετικά με οποιαδήποτε προσωπική τους, αλλά και κοινωνική εξέλιξη. Στα θετικά, ωστόσο, αξίζει κανείς να υπερθεματίσει για τις ερμηνείες, ιδιαίτερα των δυο πρωταγωνιστών που, συχνά, με τη στάση του σώματός τους και μόνο αιχμαλωτίζουν στοιχεία των προσωπικοτήτων που αποπειρώνται να αναπαραστήσουν. Οι απαγγελίες ποιημάτων και οι αναγνώσεις επιστολών των δύο ποιητών παράλληλα με την προβολή γεγονότων που αποτέλεσαν αφορμή για τη δημιουργία των εν λόγω κειμένων συγκινεί και κλέβει τις εντυπώσεις, παράλληλα με τις ερμηνείες τους. Χωρίς βέβαια να φαίνεται δυνατό να παραλείψει κανείς την αποτύπωση των αξιών και των κοινωνικών κανόνων της εποχής μέσα στην οποία οι δυο πρωταγωνιστές κινούνται. Στερεότυπα που η Πολυδούρη λατρεύει να αψηφά, την ίδια στιγμή που ο Καρυωτάκης νιώθει τρομερή αδυναμία να μην αφεθεί στη δίνη τους, είτε όσον αφορά την ποίηση και τον επαγγελματικό στίβο, είτε την προσωπική του ζωή.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες. / Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη, / στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει, / μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.”

Θα ήταν ωραίο να μπορούσα να τελειώσω αυτή την ανάρτηση σε αισιόδοξο τόνο. Είναι δεδομένο, ωστόσο, πως αφενός θα ήταν αποπροσανατολιστικό να γράψει κανείς για την πορεία ενός ποιητή, όπως ο Καρυωτάκης, σε αποστομωτικά ευχάριστο τόνο, ειδικά έχοντας διατρέξει το ποιητικό έργο, αλλά και τα περιδιαβάσματα των τελευταίων χρόνων της ζωής του· κι αφετέρου γιατί ένα γραπτό μπορεί να διεκδικήσει σοβαρό μερίδιο αξίας, μόνο αν ο γράφων προσπαθήσει να προβεί επαρκώς αντιπροσωπευτικός όσον αφορά της ταλαιπώριες των σύγχρονων ρυθμών ζωής. Η μοναξιά και η ματαιοπονία των επαγγελματικών διεκδικήσεων, η πλήξη και η ρουτίνα εξαιτίας μιας μονότονης καθημερινής επανάληψης, αλλά και μια σειρά από κοινωνικές παγίδες, που απλώνουν σταθερά τις δαγκάνες τους αργά κι ανεπαίσθητα από την παιδική σου ηλικία, κι εξαπλώνονται σταθερά αποδεικνύουν πως δεν είναι τελείως άστοχο να θεωρήσει κανείς εν μέρει καταδικασμένη την ανθρώπινη ύπαρξη. Αν συνυπολογίσουμε όλα τα παραπάνω μας μένει ελάχιστος χώρος να ξεφύγουμε, όπως τουλάχιστον το έβλεπε στα ώριμα χρόνια του ο ποιητής, αναθεματίζοντας αυτή τη ματαιότητα, αλλά αδύναμος να αρνηθεί πως κινούνταν συνεχώς στα γρανάζια της. Με αυτά τα πανανθρώπινα μηνύματα η ποίησή του φτάνει στην εποχή μας ατόφια, αντιπροσωπεύοντας την ακρίβεια και το λυρισμό που μπορεί στα παραπάνω θέματα να αποδώσει κανείς κρατώντας με σύνεση τις αποστάσεις του από την επιρρέπεια στην ενσυναίσθηση και το μελόδραμα.
Ο Καρυωτάκης είναι μια σειρά που μας θυμίζει την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης μέσα από την προσπάθεια ενός ανθρώπου να αλλάξει πράγματα στην Ελλάδα της παγίωσης και της γραφειοκρατίας του παρελθόντος. Όσο κι αν το θέμα ακούγεται ρετρό, αξίζει να δώσετε στο σίριαλ μια ευκαιρία· ακόμη κι αν είναι μόνο για τις δυνατές συναισθηματικές στιγμές που η προβολή του υπόσχεται. 

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Το Μανιφέστο της Παραμονής στην Πατρίδα

Ανήκω σε αυτούς που θεώρησαν τις πρόσφατες δηλώσεις του κ. Κώστα Καζάκου αιχμηρές και τέτοιες που είναι αδύνατο να αποφύγεις το σχολιασμό τους ή τουλάχιστο την περισυλλογή γύρω από όσα μπορεί να υπονοούν ή τις εκφάνσεις της πραγματικότητας στις οποίες μπορεί να αναφέρονται. Η αλήθεια είναι πως απέχω έτη φωτός μακριά από τη διάθεση που θα μπορούσε να με παρακινήσει να υποστηρίξω πως οι νέοι που αποχωρούν από την Ελλάδα μας σήμερα, ελλείψει αξιοπρεπούς διεξόδου απασχόλησης και προσωπικής ελευθερίας, είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν έστω και κάτι που προσιδιάζει κάπως στη λέξη προδότες. Χωρίς αυτό, ωστόσο, να σημαίνει πως δε χάνει κανείς κάτι τη στιγμή που αποφασίζει να ξενιτευτεί άπαξ και δια παντός, χωρίς να κοιτάξει πίσω του σε σχέση με κάποιον που έχει αποφασίσει να παραμείνει στη χώρα του και να τα δώσει όλα έως ότου καταφέρει κάτι· και τελοσπάντων, ας πάει μέχρι εκεί που θα αντέξει.


Κάπου εδώ πρέπει να τονίσω πως η πρόσκαιρη διαμονή στο εξωτερικό εν είδει εργασιακής εμπειρίας ή ένεκα συλλογής εμπειριών δεν έχει καμία σχέση με το θέμα σχετικά με το οποίο ετοιμάζομαι να επιχειρηματολογήσω εδώ (άλλωστε το να φεύγεις για λίγο, αρκετά ή πολύ από τον τόπο της μόνιμης παραμονής σου κρίνεται συχνά απαραίτητο για ανακατάταξη και ξεδίπλωμα των σκέψεων, την εξασφάλιση της ψυχικής σου υγείας, και τελοσπάντων επειδή οι εναλλαγές αυξάνουν την αίσθηση του προορισμού και των προσωπικών στόχων, κι οπότε μπορούν να κάνουν τη ζωή πιο υποφερτή). Όντας Έλληνες που βιώνουμε την εποχή μας, ωστόσο, γινόμαστε όλοι μάρτυρες των αδιεξόδων που καθημερινά οδηγούν όλο και περισσότερους συμπατριώτες μας, που δε φαίνεται να ενδιαφέρονται για τιμές, αλλά πρωτευόντως για τον άρτο τον επιούσιο, να αποχωρούν από τη χώρα τους και να αναγκάζονται να στερηθούν όλα όσα η παραμονή τους σ' αυτήν θα ήταν ποτέ δυνατό να τους χαρίσει. Πού ακριβώς εντοπίζει κανείς ότι το παραπάνω φαινόμενο αποτυπώνει τάσεις που ενδεχομένως αξίζει να κριθούν; Και πώς είναι τελικά δυνατό να πράξει κανείς σε μια χώρα με οικονομική κρίση διαρκείας που φαίνεται έτοιμη να συνεχιστεί στον αιώνα τον άπαντα;
Κατ' αρχάς, το σημείο έναρξης της κριτικής εντοπίζεται εκεί ακριβώς όπου γίνεται εμφανές πως αυτοί οι νέοι (και προφανώς όχι μόνο) έχουν μεταναστεύσει για να συνεχίσουν να κάνουν πράξη στην ξένη χώρα ακριβώς τα ίδια που φαίνεται να είχαν ξεκινήσει εδώ. Λάντζα, part-time δουλειές χωρίς καμιά υπόσχεση μονιμότητας, κατά το ήμισυ και σικέ δείγματα ανεξάρτητης συμπεριφοράς που βασίζεται στα ανελλιπή εμβάσματα οικογενειακής βοήθειας· δε μπορεί αυτά να είναι η ευτυχία που ευαγγελίζονται. Δεν αμφιβάλλω πως όλοι ελπίζουμε για ένα καλύτερο μέλλον χωρίς τα ψυχικά αποθέματα να στερεύουν και χωρίς τελειωμό, αλλά ποια ακριβώς είναι η διαφορά του να προσπαθείς να αποκτήσεις το μέγιστο δυνατό από κάτι τέτοιο στη χώρα σου ανάμεσα στους ανθρώπους, την ατμόσφαιρα και τα αντικείμενα που αγαπάς κι όχι σε έναν ξένο τόπο; Μια εμπεριστατωμένη απάντηση κάποιου ενσυνείδητου φυγά θα μπορούσε να φωτίσει το τοπίο σ' αυτές τις εντελώς ιδιοσυγκρασιακές συγκεχυμένες σκέψεις που προέρχονται από τις εκ βαθέων διαρκείς κοινωνιολογικές και ψυχολογικές παρατηρήσεις μου.


Στον αντίποδα, τι θα μπορούσε να παραθέσει, ωστόσο, ένας νέος Έλληνας κάτοικος πως έχει τη δυνατότητα να απολαμβάνει εδώ; Τα οικονομικά και κοινωνικά πράγματα από καιρό έχουν ενοχοποιήσει τη λέξη απόλαυση. Το να είσαι νέος στην Ελλάδα του σήμερα σημαίνει να δουλεύεις αμέτρητες ώρες και να προσφέρεις ακόμη περισσότερες, τη στιγμή που το αντίκρισμα όσων έχεις δώσει αισθάνεσαι σπάνια να κατακλύζει το είναι σου. Αυτό φυσικά για όσους τυχερούς από εμάς έχουν καταφέρει να περάσουν στο στρατόπεδο της απασχόλησης γιατί οποιαδήποτε αναφορά τυχόν δυσκολιών σε όσους απαρτίζουν αυτό του εξαναγκασμού σε ανεργία ή θλιβερή υποαπασχόληση μπορεί να καταλήξει σε αφόρητες, όχι αδικαιολόγητες παρεξηγήσεις. Δεν κρίνεται διόλου ανάρμοστο να αναφερθεί κανείς εδώ σε κλίματα πολώσεων και γενικότερα στους τρόπους, με τους οποίους φαίνονται σε βάθος χρόνου να χρωματίζουν την καθημερινή ζωή της χώρας μας διαχρονικά, είτε πρόκειται για μια αθώα οικογενειακή και φιλική κουβέντα, είτε για μια συνάθροιση με πιο δημόσιο χαρακτήρα.
Υπάρχει, ωστόσο, κάτι μέσα σου που λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί, ακριβώς επειδή μεγάλωσες με τον τρόπο που μεγάλωσες στη συγκεκριμένη χώρα. Και δε μιλώ απλώς για το γεγονός ότι ορισμένα βιώματα θα συνεχίσουν να σε επηρεάζουν ό,τι κι αν συμβεί ή τύχει να δείξει το μέλλον (ο πανικός του καλοκαιριού των κάπιταλ κοντρόλς θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένος στη δική μου συνείδηση, αλλά είμαι σίγουρη πως ο καθένας έχει κρατήσει μέσα του τις συλλογικές αναμνήσεις που τον σημάδεψαν και τον εκφράζουν). Πρόκειται για κάτι γενικό που αδυνατείς με ακρίβεια να εντοπίσεις, παρ' όλο που νιώθεις να υποκλίνεσαι ολόκληρη στο πέρασμά του. Κάποιος έβαλε στη σειρά μερικές λέξεις και τους χάρισε μια φθηνή μελωδία, με λίγη προσοχή κι ενδιαφέρον· ξαφνικά, όμως εσύ αισθάνεσαι πως αυτή η μικρή δημιουργία εκφράζει τα πάντα σχετικά με τις αδυναμίες του τρόπου μέσα στον οποίο έμαθες να ζεις. Μπορείς κι εσύ να εκφράσεις μερικές σκέψεις για να απαντήσεις στην έμπνευση αυτή που σε διάλεξε και να τις εξασκήσεις στον καθημερινό επαγγελματικό στίβο και στις προσωπικές σου στιγμές, όταν μιλάς τη γλώσσα σου και τη λυγίζεις με τις μεταφορές που νιώθεις ότι ταιριάζουν σε κάθε περίσταση. Πρόκειται για κάτι αβίαστο και αναλλοίωτο, που δε χρειάζεται να ψάξεις και που όλοι όσοι επιμένουμε να παραμένουμε στη χώρα καταγωγής μας δε συνειδητοποιούμε πως το θεωρούμε δεδομένο.
Κι αν όλα αυτά μοιάζουν πολύ πνευματικά για να είναι αληθινά, αξίζει φυσικά να αναφερθεί πως υπάρχουν οι άνθρωποι στους οποίους κάτι σου ψιθυρίζει πως αιώνια θα ανήκεις χωρίς να χρειάζεται να κάνεις την παραμικρή προσπάθεια. Η πολυτέλεια του να ανταλλάξεις δυο λέξεις με έναν άγνωστο που σε μια μόνο στιγμή καταλαβαίνει απόλυτα κάθε λεπτομέρεια της κατάστασής σου και σε παρηγορεί με ένα νοητό κλείσιμο του ματιού. Η συνδρομή της οικογένειας, από την οποία αποστασιοποιείσαι επαρκώς, ώστε να μη σε καταδυναστεύει (είναι μια πιστευτή πιθανότητα, ακόμη κι όταν συνεχίζεις να μένεις με τους δικούς σου μετά τα 18), κι όμως θα είναι εκεί να σε βοηθήσει στο πρώτο φαινομενικά ανυπέρβλητο εμπόδιο ή στην όποια υποκειμενικά αστεία δυσκολία. Η σύμπνοια των φίλων, με τους οποίους μπορείς να καθίσεις ώρες ατέλειωτες να απολαμβάνεις το καλοκαιρινό αεράκι, μετά την εξάντληση, χωρίς κάτι να σε πιέζει να επιστρέψεις εντός ορισμένου χρονικού περιθωρίου στον εγκλεισμό της μοναξιάς. Αναρωτιέμαι πώς, αλλά και πόσο δύσκολα μπορεί να καταφέρει κάποιος να αποκτήσει έστω μερικά από τα παραπάνω σε ξένη χώρα, παρά τις υποσχέσεις υλικών αγαθών, χωρίς ανυπέρβλητες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς συνηθειών, αλλά και συνόλου συναισθημάτων.

Ξεπερνώντας το πολιτισμικό σοκ

Κι αν νιώθεις πως αναλώνεσαι σε μια άσκοπη εργασία χωρίς αποδοχές και μέλλον, ίσως απλώς να χρειαστεί να επενδύσεις χρόνο στην εκπλήρωση των ονείρων σου χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προορίζεσαι για μια σισύφεια προσπάθεια. Πολλοί, μεγαλύτεροι από σένα, που τους θεωρείς επιτυχημένους, θα επιβεβαίωναν πως απαιτείται πολύς χρόνος και κόπος ώσπου να απολαύσεις τους καρπούς της ευημερίας κάνοντας αυτό για το οποίο πάντοτε πίστευες πως προοριζόσουν· σ' αυτό το κράτος ή σ' οποιοδήποτε άλλο.
Η παραμονή στη χώρα σου μπορεί να μοιάζει δυσοίωνη επιλογή σε μια ελληνική πραγματικότητα που η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει σοβαρά κλονίσει. Μήπως όμως, όπως τα πρόσφατα λεγόμενα Καζάκου υπονοούν, είναι ο μόνος τρόπος να εκπληρώσεις ό,τι ορίζεις ως προσωπική αποστολή σου στα εγκόσμια; Είναι δεδομένο πως μια εντελώς ιδιοσυγκρασιακή απάντηση αδυνατεί να προσφέρει λύση-μονόδρομο σε ένα τόσο καυτό όσο κι ακανθώδες ζήτημα της εποχής μας.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Βίος και Πολιτεία του Αγοριού του Πουθενά

Οι βιογραφικές ταινίες συχνά καταλήγουν βαρετές. Συχνά με ενοχλούσε, και πολλές φορές ακόμη σκέφτομαι όταν βλέπω κάποιες από αυτές, το ότι οι επιλογές που γίνονται κατά τη διάρκεια της δημιουργίας τους είναι εκεί για να δείξουν πόσο πολύ κάποιοι είναι γνώστες των γεγονότων της ζωής ενός προσώπου· κι ότι η συγκεκριμένη ζωή διαθέτει μόνο ενδιαφέροντα στοιχεία ισάριθμα με τα θέματα στα οποία ο σκηνοθέτης έχει αποφασίσει να εστιάσει. Το γεγονός ότι το ίδιο το φιλμ επιδεικνύει την επιλεκτικότητά του ήταν ξεκάθαρα κάτι που με έστρεψε προς το Αγόρι του Πουθενά της Σαμ Τέιλορ Γουντ, που έτσι κι αλλιώς ήθελα να δω λόγω του διαρκούς μου θαυμασμού για την τέχνη και την προσωπικότητα του Τζον Λένον.


Η συγκεκριμένη ταινία δεν ασχολείται με τα περιβόητα χρόνια κορύφωσης της έμπνευσης και της δημοσιότητας του πιο διάσημου από τα μέλη των Μπητλς, του συγκροτήματος που, τουλάχιστο κατά τη δική μου (ίσως κι ορισμένων άλλων) ταπεινή άποψη, άλλαξε άρδην τα παγκόσμια μουσικά πράγματα του 20ού αιώνα. Αντικείμενο έμφασης εδώ είναι τα όψιμα εφηβικά χρόνια του Λένον, και συγκεκριμένα ένα είδος οικογενειακής τραγωδίας. Συγκεκριμένα, βλέποντας το Αγόρι του Πουθενά μαθαίνουμε γιατί παρ' όλο που ο Τζον  (Άαρον Τζόνσον) έζησε μια στρωτή κι ανέμελη παιδική ηλικία κι εφηβεία, βρισκόταν σχεδόν συνεχώς μακριά από τους βιολογικούς του γονείς κατά τη διάρκειά της.
Κάτι που δε μπορείς να ισχυρισθείς με βεβαιότητα πως ήταν αρνητικό για την παιδεία και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Η θεία του Μίμι (Κριστίν Σκοτ Τόμας) και ο θείος του Τζορτζ (Ντέιβιντ Θρέλφολ) φαίνεται πως τον αγαπούσαν τόσο, ώστε φρόντισαν να λάβει την εκπαίδευση ενός εν δυνάμει λαμπρού νέου· άσχετα από την άγνοια και την απομάκρυνσή τους από πιο διαισθητικές μορφές αγάπης που ο Τζον είναι πιθανό πάντα σε κάποιο βαθμό να επιθυμούσε. Και ξαφνικά, μετά την κεραμίδα στο δόξα πατρί, αφού ως τέτοια πρέπει ο νεαρός Λένον να βίωσε το θάνατο του θείου του Τζορτζ, έρχεται μια εσωτερική παραίνεση να πλησιάσει περισσότερο τη βιολογική του μητέρα, τη Τζούλια (Αν-Μαρί Νταφ), που έχει κάνει άλλη οικογένεια, αλλά ζει μερικά στενά μακριά του, και να αρχίσει να περνά χρόνο μαζί της.
Ο νεαρός Λένον δεν έχει στη συγκεκριμένη ταινία εντελώς σχηματίσει την καλλιτεχνική φυσιογνωμία, που πολλοί έχουμε συνδυάσει με ωριμότερες περιόδους της ζωής του. Διψάει, ωστόσο, για έρωτα· διψάει να γνωρίσει το άγνωστο· ανυπομονεί για τις στιγμές που θα συντελέσει αισθητή διαφορά στον κόσμο, έστω με τους λάθος τρόπους και για τους λάθος λόγους· προσπαθεί να συνειδητοποιήσει το σφυγμό της στιγμής. Σ' αυτό το σημείο της ζωής, κατά τη διάρκεια του οποίου όλοι ξέρουμε πόσο αφόρητα μπλεγμένα φαίνονται όλα και πόσο οι σφυγμοί επιταχύνονται με την παραμικρή αισθητή εναλλαγή, η οικογενειακή κρίση που έζησε ο Τζον φαίνεται καθοριστική. Η Τζούλια παίζει παιχνίδια μαζί του, χορεύει ροκ εντ ρολ, του μαθαίνει μπάντζο (κιθαροειδές όργανο, παραδοσιακά στην υπηρεσία της κάντρι και φολκ μουσικής) και κάθε στιγμή ξεχειλίζει από τρυφερότητα. Από την άλλη μεριά, η θεία Μίμι ήταν πάντα η λογική, αυτή που έχει προνοήσει να γίνει ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, χρήσιμος στην κοινωνία. Είναι στα αλήθεια ανάγκη ο μικρός κύριος που ο Τζον αργά, αλλά με σταθερά βήματα προορίζεται να γίνει, να διαλέξει ανάμεσα στις δύο μητρικές παρουσίες ως πρότυπο για τη μετέπειτα ζωή του, κι ως την κάτοχο της εστίας στην οποία θα νοσταλγεί πάντα να επιστρέφει, μετά τις περιπέτειες; Η απάντηση του Λένον δίνεται σε προχωρημένο στάδιο της ταινίας, όπως δόθηκε και στην πραγματικότητα· σφραγίζεται δε κι από μια τραγική κατάληξη που όλοι αξίζει να παρακολουθήσετε.


Βλέποντας και ξαναβλέποντας την ταινία, αδυνατεί κανείς να πιστέψει πως είναι η ρεαλιστική πραγμάτωση των τεκταινόμενων και οι εκπληκτικές ερμηνείες τα στοιχεία που την κάνουν να ξεχωρίζει. Χωρίς να μπορώ να αποφύγω να παραδεχθώ πως η σκηνοθέτης χειρίστηκε άψογα το θέμα των σκηνικών και των κοστουμιών, που δε σου επιτρέπουν καν να συλλογιστείς την πιθανή αληθοφάνεια που μπορεί να έχει προσδώσει στην ταινία, καθώς και την παραμικρή απόκλιση της πραγματικής ηλικίας του πρωταγωνιστή Τζόνσον από την αντίστοιχη του Λένον, όταν συνέβησαν όσα αναπαριστά η ταινία στην αληθινή ζωή. Το σενάριο, ωστόσο, καθώς και η πνοή που δίνει στα γεγονότα, σε συνδυασμό με μια σπάνια αναπαράσταση των ορμητικών, κι όμως καθοριστικότερων χρόνων του μεγάλου μουσικού είναι αυτά που κάνουν την ανακάλυψη της ταινίας αληθινό διαμάντι ανάμεσα σε οτιδήποτε από ανεξάρτητο σινεμά κρίνει κανείς σκόπιμο να αναζητήσει. Μιλάμε για μέρος από τα βιώματα του καλλιτέχνη, τα περισσότερα από τα οποία είναι ελάχιστα γνωστά στο ευρύ κοινό.
Δηλώνοντας ξεκάθαρη αποστροφή προς την ανθρωπολατρία, είναι εξίσου εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο τα ταραγμένα, έντονα χρόνια της εφηβείας ενός εκκολαπτόμενου καλλιτέχνη, που μόλις αρχίζει να ανακαλύπτει προς τα που φιλοδοξεί να κατευθυνθεί η ζωή του, αποτυπώνονται σε μια ευθεία γραμμή από τη σκηνοθέτη. Φαίνονται μάλιστα μέσα από τις δυο αντιμαχόμενες δυνάμεις που ευνόητα αντιπροσωπεύουν οι δύο κυρίες που διεκδικούν τη μητρότητα του Τζον τα δυο απαραίτητα συστατικά στοιχεία της καλλιτεχνίας, που είθισται κι επιβάλλεται να παραμένουν αιωνίως σε σύγκρουση μεταξύ τους: η πειθαρχία και η παρόρμηση. Από τη μια η θεία Μίμι έχει κατακτήσει επάξια τον τίτλο της κηδεμόνα του Τζον κι από την άλλη στη Τζούλια είναι αδύνατο να περιορίσει όσα νιώθει κι όσα θα έκανε ποτέ για να τον κρατήσει κοντά της. Και οι δυο στάσεις ζωής διατηρούν σε όλες τις περιστάσεις τη δύναμη να σημαδέψουν την πορεία, αλλά και να προβληματίσουν βαθιά κάποιον· ανεξάρτητα από το αν είναι μόλις έτοιμος να ακολουθήσει καλλιτεχνικά μονοπάτια ή μη.


Το Αγόρι του Πουθενά είναι μια αξιόλογη, κινηματογραφική εμπειρία που αξίζει να ζήσετε· άσχετα με το αν προτιμάτε την ακρόαση της ροκ εντ ρολ μουσικής και των Μπήτλς ή όχι. Η ατμόσφαιρα κι ο τρόπος που αναπαριστά τον κόσμο στον οποίο τοποθετεί το βλέμμα της είναι σίγουρο πως θα σας ενθουσιάσουν.

By Μαρία Γώγογλου