Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

Λίγα Λόγια για το Confiteor

Που είναι λίγα επειδή, έτσι κι αλλιώς θεωρώ αδύνατο να πιάσει κανείς σε μερικές αδρές γραμμές με απόλυτη ακρίβεια το σφυγμό ενός από τα πιο εντονότερα εγκεκριμένα από την παγκόσμια κριτική μιθυστορήματα, που έχει μάλιστα χαρακτηριστεί αριστούργημα από ορισμένους. Κάτι που ωστόσο θέλω να πω με βεβαιότητα για το Confiteor του Ζάουμε Καμπρέ, που είχα την ευκαιρία να διαβάσω αυτό το καλοκαίρι, είναι πως, αν και πολυσέλιδο, και με τις ιδιαίτερες αναγνωστικές δυσκολίες που παρουσιάζει, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σύγχρονα μυθιστορήματα που μπορεί να διαβάσει κανείς απολαμβάνοντας τη θέρμη και την παράταση του να υποκύπτει στη διαδικασία.


Ο Αντριά Αρντέβολ, γόνος εύπορης οικογένειας κατοίκων της Βαρκελώνης, μεγάλωσε με τρόπο ελαφρώς ασυνήθιστο σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του στη συγκεκριμένη εποχή. Η ανατροφή του αποτελούσε ανέκαθεν μήλον της έριδος για τους δυο γονείς του, μιας και η επιθυμία του πατέρα του να γίνει λόγιος και ικανός να χειρίζεται πολλές ξένες γλώσσες συγκρουόταν πάντα με αυτή της μητέρας του να λάβει την εκπαίδευση ενός εκκολαπτόμενου δεξιοτέχνη βιολιστή. Αν και προσωρινά, η επιθυμία του πατέρα του, Φέλιξ, φαίνεται να χάνει έδαφος μετά τον μυστηριώδη τραγικό του θάνατο, ήδη, πριν από την ενηλικίωσή του, ο Αντριά δηλώνει πως θα ακολουθήσει την προσωπική του παρόρμηση να γίνει θεωρητικός της αισθητικής και των ιδεών· και την πορεία αυτοπραγμάτωσης ενός εξειδικευμένου γνώστη της πορείας της ανθρώπινης διανόησης.
Οι διαδρομές που ακολουθούν ο Αντριά και τα μέλη της οικογένειάς του (η τελευταία ούτως ή άλλως στοιχειοθετεί την προέλευσή του, ένα σημαντικό κομμάτι του βιβλίου) συνδέεται με τρόπο δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς με ένα από τα πρώτα βιολιά που κατασκέυασε ο Λορέντζο Στοριόνι το 1764 και περνά κάποια στιγμή στην κατοχή του Φέλιξ Αρντέβολ, καθώς και με ένα εξαιρετικά πολύτιμο μενταγιόν που απεικονίζει την Παναγία των λουλουδιών, ο βασικός κάτοχος του οποίου συνδέεται επίσης με την κατασκευή του προαναφερθέντος βιολιού. Κι εδώ εντοπίζουμε ένα από τα ισχυρότερα σημεία του μυθιστορήματος: τις παράλληλες αφηγήσεις, ακόμη κι αν ο αναγνώστης αργεί κάπως να αντιληφθεί επακριβώς τη σημασία τους για τον κορμό της ιστορίας. Εδώ, μόνο με την ελπίδα να σας κεντρίσουν το ενδιαφέρον, θα αγγίξω δυο από τις αγαπημένες μου, αν και ο όγκος του μυθιστορήματος περιλαμβάνει σεβαστό αριθμό από αυτές.
Η πρώτη έχει πρωταγωνιστή έναν από τους πρώτους κατόχους του μενταγιόν της Παναγίας των Λουλουδιών: τον προμηθευτή ξύλου Ζακιάμ από το Παρντάτς, που εγκατέλειψε οριστικά το χωριό και την οικογένειά του εξαιτίας της καταστροφής του κοντινότερου δάσους που χρησιμοποιούσε η οικογενειακή επιχείρηση για να εκτελεί τις παραγγελίες της. Μετά από αυτή την κακόβουλη ενέργεια εκ μέρους ενός οικογενειακού του εχθρού, ο Ζακιάμ πειραματίζεται με
την επίβλεψη ξυλοκατασκευών· είναι όμως ο θόρυβος, η μυρωδιά και η γενικότερη αίσθηση του ξύλου που θα τον φέρνουν αιώνια πίσω στους δικούς του και στα βασικά γήινα πράγματα που εξ αρχής είχε μάθει να αγαπάει. Αυτό το είδος νοσταλγίας θα οδηγήσει το Ζακιάμ στον Άγιο Πέτρο του Μπουργάλ· και συγκεκριμένα στο δύσβατο δρόμο προς το δάσος δίπλα στο μοναστήρι, όπου θα μπουν οριστικά κι αμετάκλητα τα θεμέλια για τη συλλογή ξύλου με στόχο την κατασκευή του πρώτου βιολιού του Στοριόνι.
Η δεύτερη ιστορία που με εντυπωσίασε αποτυπώνει με τρόπο εναργέστερο τα εσωτερικά βάσανα της ψυχής. Ο μοναχός Ζουλιά ντε Σάου ξυπνά το πρωί της ημέρας, κατά τη διάρκεια της οποίας γνωρίζει πως οφείλει να παραδώσει το ιερό κυτίο της μονής του Αγίου Πέτρου του Μπουργάλ, έχοντας θάψει τον ηγούμενο και μόνο έταιρο συγκάτοικο της μονή την προηγούμενη μέρα· κι εν γνώσει πως είναι αδύνατο να επιβιώσει ένα μοναστήρι, με έναν αδελφό ως μοναδικό κάτοικο. Αναπολεί, λοιπόν, ολόκληρη την πορεία της ζωής του, που χάραξε ο ίδιος για ένα διάστημα ως ο φυγάς-κρυβόμενος αιρετικός μοναχός Μικέλ ντε Σουσκέδα, που επαναστάτησε ενάντια της τυφλής άνευ όρων υποταγής στην αμείλικτη εξουσία, ερμηνευόμενη ως λόγο του Ιησού από το γενικό ιεροεξεταστή-πατέρα Νικολάου Έιμερικ. Ήταν ένα μοναστήρι χτισμένο στην άκρη της φωλιάς του κόσμου, όπου έμελλε να ικετεύσει για φιλοξενία και να γίνει τελικά μέλος της κοινότητάς του, για να παραμείνει τελικά ως τη δύση του, έτοιμος να παραδώσει σε αντιπροσώπους της κοντινότερης μοναστικής κοινότητας το κλειδί και την ιστορία του και για ένα ραντεβού με την πιο απρόσμενη μοίρα της ανθρώπινης φύσης.

Αν ο Χόπερ έλεγε ότι ζωγράφιζε γιατί δε μπορούσε να το πει με λέξεις, εγώ γράφω με λέξεις γιατί, έστω κι αν το βλέπω, είμαι ανίκανος να το ζωγραφίσω. Πάντα βλέπω τα πράγματα όπως εκείνος, μέσα από μισόκλειστα παράθυρα ή πόρτες. Τελικά έμαθα ό,τι δεν ήξερα. Κι ό,τι δεν ξέρω το βγάζω από το μυαλό μου, κι είναι επίσης αλήθεια. Ξέρω ότι θα με καταλάβεις και θα με συγχωρέσεις.”

Η αυτοαναφορικότητα του βιβλίου είναι ένας μόνο από τους δεκάδες άλλους λόγους να ασχοληθεί κανείς μαζί του. Όλες οι ιστορίες μιλούν για την αποσπασματικότητα και την ατέλειά τους και απενοχοποιούν τα δυο αναπόσπαστα αυτά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, συμφωνώντας πιστά και με τις ευχαριστίες κι ομολογίες του συγγραφέα σε μια από τις τελευταίες σελίδες, όπου ξεκαθαρίζει την οριστική ημιτέλεια του παρόντος μυθιστορήματος. Επίσης οι πολλαπλές λειτουργίες ενός αναγνώσματος, που μπορεί να αποτελεί ερωτικό γράμμα προς τη Σάρα, την αγαπημένη του πρωταγωνιστή, αφήγημα προς τέρψιν ή ένα γραπτό με ιστορικό στίγμα, υπόνοιες κι ενδείξεις για τις επόμενες ιστορικές περιόδους, που πλησιάζουν, επιδεικνύουν αποτελεσματικά στην υποκειμενικότητα στην πρόσληψη Τέχνης κι ανάγνωσης που επάξια οφείλει να νιώθει ικανή πως διασπείρει η εποχή μας. Μερικές από τις αμήχανες στιγμές στα μαθήματα Κειμένων του σχολείου, αλλά και στις λογοτεχνικές ώρες των Φιλολογικών Σπουδών, με την παραπάνω λογική μπορεί, λοιπόν, να βρει κανείς πως συναντούν τον προορισμό τους, κατά τη διάρκεια της αναγκαστικά παρατεταμένης επαφής ενός αναγνώστη με το Confiteor.
Το άλλο θέμα από τα μύρια που αισθάνεται κανείς να προσεγγίζει το βιβλίο και διάλεξα να σχολιάσω εδώ σχετίζεται άμεσα με την ανθρωπινότητα και την ιστορική ευθύνη. Αφηγήσεις σχετικές με την επικράτηση και τις θηριωδίες των Ναζί, καθώς και με τα βασανιστήρια και τους παραλογισμούς της Ιεράς Εξέτασης διαπερνούν την κύρια αφήγηση του βιβλίου οριοθετώντας ένα σημείο πέρα από το οποίο, ανεξάρτητα από το βαθμό ευαισθητοποίησης του κάθε ατόμου ξεχωριστά, αντιλαμβανόμαστε πως είναι αδύνατο η ανθρωπότητα να μείνει ανεπηρέαστη. Για παράδειγμα, το συλλογικά στοχευμένο κακό, φυτεμένο μέσα από τον προπαγανδισμό των διεστραμμένων ιδεών του Χίτλερ και μιας εκτεταμένης ομάδας ανθρώπων που τον υποστήριξαν κατ' αποκλειστικότητα στέκεται αδύνατο να αφήνει εντελώς ανεπηρέαστο κάθε Εβραίο σύγχρονο πολίτη του παγκόσμιου χωριού, απόγονο κάποιου θύματος, που ζει διερωτώμενος γιατί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι έπρεπε να χαθούν, ενώ σήμερα ο ίδιος επιβιώνει. Σκέψη που κατά καιρούς όλους όσους αναλογιζόμαστε ομοεθνείς, αλλά και όχι μόνο, που θυσιάστηκαν στο όνομα μιας ιδέας, μας κατατρύχει.
Γι' αυτούς κι άλλους τόσους λόγους αξίζει να διαβάσετε το Confiteor· είναι γνωστό άλλωστε πως το αργό και κατά περιπτώσεις κοπιαστικό διάβασμα είναι ικανό να πυροδοτήσει εντατικές διαδικασίες συλλογισμών, συχνά απρόσμενες.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Η Επιβίωση ενός Πιανίστα

Όσο άκαιρο κι αν φαντάζει εν μέσω καλοκαιριού το να συλλογίζεται κανείς τις σκληρές, χειμωνιάτικες (θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει κανείς, εξαιτίας της ψυχρότητας που αποπνέουν) στιγμές της ιστορίας, κάποιες φορές η σκέψη τρέχει μακριά από την κατεύθυνση προς την οποία συνειδητά την έχουμε στρέψει. Έτσι, πρόσφατα το μάτι μου έπεσε πάνω στη θήκη του DVD της ταινίας Ο Πιανίστας του Ρομάν Πολάνσκι και αποφάσισα να την παρακολουθήσω για να με κατακλύσει η δύναμη της μουσικής και των μηνυμάτων μερικών από τις ζοφερότερες πτυχές της πρόσφατης ιστορίας του 20ού αιώνα.


Ο Πιανίστας είναι η ιστορία ενός Πολωνοεβραίου που έπαιζε επαγγελματικά πιάνο σε ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρσοβίας· κι ενεργοποίησε το ένστικτο και τη θέληση που τον βοήθησε να επιζήσει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις μαζικές εξολοθρεύσεις Εβραίων της περιόδου ώστε να συνεχίσει να κάνει ακριβώς το ίδιο. Η ταινία ακολουθεί το Βλάντισλαβ Σπίλμαν, τους γονείς και τα τρία αδέρφια του στην καθημερινή τους ζωή από τις μέρες απειλής της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία, μέχρι τις φρικαλεότητες και τις ταπεινώσεις των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μετά την απόλυτη υποδούλωση της Πολωνίας στους Γερμανούς, όντας Εβραίοι, οι Σπίλμαν χάνουν σταδιακά την οικονομική τους δύναμη, την οικογενειακή τους περιουσία, τη διάθεση για να απολαύσουν τις στις χαρές της ζωής καθώς και κάθε ίχνος ψυχικής δύναμης, αυτοεκτίμησης και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι περισσότεροι από αυτούς χάνουν και την ίδια τους τη ζωή.
Υπάρχει κάτι, ωστόσο, στον κεντρικό ήρωα, που επιμένει να προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή με κάθε τρόπο, το οποίο, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, σε κάνει να ελπίζεις. Ο Σπίλμαν υποβάλλεται σε όλα τα είδη των γερμανικών διώξεων, αρχικά με την οικογένειά του και στη συνέχεια απολύτως μόνος. Από τη στενότητα και την οικονομική ανασφάλεια των εβραϊκών γκέτο, όπου, όμως, ο πρωταγωνιστής εξακολουθεί να μπορεί να παίζει δημόσια Σοπέν στο πιάνο για τα προς το ζην, έστω και για να διασκεδάσει συχνά ένα τσούρμο απαίδευτων απόκληρων, στη σκληρή εξαναγκαστική εργασία των πρώτων στρατοπέδων συγκέντρωσης, ο θεατής συνεχώς αισθάνεται πως κάτι είναι έτοιμο να σπάσει. Τόσο στην ψυχολογία των πρωταγωνιστών, που πασχίζουν να επιβεβαιώνουν συνεχώς ο ένας στον άλλο πως εξακολουθούν να είναι όλοι μαζί κι άρα καταφέρνουν να είναι καλά, όσο και στη ροή της πλοκής, που με τη σκληρότητα
των συνθηκών και των συμπεριφορών των Γερμανών φέρνει στο φως το σκοτάδι των συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών και καταστάσεων, αλλά και δείχνει από πόσο μικρή ψιλή κλωστή είναι δυνατό να κρέμεται η πιθανότητα ζωής κάποιου. Εν πάσι περιπτώσει, από τύχη και λόγω μιας παλιάς γνωριμίας, ο Βλάντεκ γλιτώνει το «χωνευτήρι», επιστρέφει πίσω στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα καταναγκαστικά έργα, μπλέκεται στα πλοκάμια της αντίστασης, και τελικά εγκαταλείπει οριστικά το γκέτο, κρυβόμενος σε μια σειρά από διαμερίσματα γνωστών. Ώσπου, με την επιβολή των αντιποίνων από τους Γερμανούς, μένει ξανά χωρίς στέγη και στο ρόλο του τροφοσυλλέκτη σε ένα βομβαρδισμένο, κατακρεουργημένο Βαρσοβικό τοπίο, κουρνιάζοντας όσο το δυνατόν μακρύτερα κι ασφαλέστερα από το κρύο και τρεφόμενος με ψίχουλα και απομεινάρια από στοκ κονσερβών, όπου κι όταν είναι εφικτό κάτι παρόμοιο να βρεθεί.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η ταινία είναι αισιόδοξη ακριβώς όσο είναι και λυπητερή. Κι όμως. Η θέληση για ζωή, όπως και η δύναμη της Τέχνης αποδεικνύεται ισχυρότερη από τις σκοτεινές δυνάμεις, τις κακές συμπαντικές ραδιουργίες που προσπαθούν απεγνωσμένα να κατακλύσουν την ανθρώπινη φύση για να την πάρουν αμετάκλητα με το μέρος τους. Η ανυπέρβλητη σκηνή λίγο πριν την κατάληξη της ταινίας, όπου ο Γερμανός αξιωματικός συγκινείται από τη δύναμη της ερμηνείας του πλέον ρακένδυτου, ξεπαγιασμένου, αβοήθητου Σπίλμαν, και στη συνέχεια αποφασίζει να τον
βοηθήσει με προμήθειες φαγητού αποδεικνύει περίτρανα πως υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο στο ανθρώπινο όρθωμα της υπόστασης μπροστά στις κακουχίες και τους κινδύνους, όταν κάποιος πραγματικά εστιάζει στο σημείο που στοχεύει να φτάσει. Και το επιχείρημα ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός πως η ιδέα για την ταινία, αλλά και η πλειοψηφία των λεπτομερειών της προέρχεται από τα απομνημονεύματα του ίδιου του Σπίλμαν. Ένα ανεπαίσθητο ίχνος απόδειξης πως η απτή θέλησή σου για κάτι μπορεί πράγματι να κινητοποιήσει μέρος του κόσμου, κι ένας ξεκάθαρος λόγος να δείτε την ταινία ανακτώντας ελπίδες, σε περίπτωση που κάποιες τέτοιες κάποιοι από εσάς έχουν ενδεχόμενα απολέσει.
Κι ασφαλώς δεν είναι ο μοναδικός λόγος. Επιβεβαιώνω κι επαυξάνω καθετί θετικό που έχετε διαβάσει σχετικά με την εκπληκτική ερμηνεία του Έιντριεν Μπρόντι στη συγκεκριμένη ταινία. Ίσως να υπάρχει κάτι στη μορφή και στην ψυχή του που έκανε το κυρίως σωματικό παίξιμό του στην ταινία τόσο ομαλή υπόθεση. Και πάλι, όμως. Υπάρχουν ελάχιστοι πρωταγωνιστές που μπορούν να μεταδώσουν την ανέλπιδη προσπάθεια για ζωή, αλλά και το αέναο ένστικτο της επιβίωσης που μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία όμορφων πραγμάτων και καταστάσεων, ακριβώς με τον τρόπο που το μεταδίδει ο βραβευμένος με Όσκαρ για την ερμηνεία του σ' αυτή την ταινία Μπρόντι, με ένα και μόνο βλέμμα.
Που έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει διαδικασίες να επανεκτιμήσουμε τις αξίες τις ζωής, με περισσότερη ηρεμία και περισυλλογή απ' ότι στάθηκε ανθρωπίνως δυνατό στις εποχές που απεικονίζονται. Γι' αυτό και μόνο, αλλά και για τη δύναμη των ερμηνειών και των πλάνων, αξίζει κανείς να μπει στη διαδικασία παρακολούθησης της πορείας του Πιανίστα χωρίς δεύτερη σκέψη.


By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Ιστορία και Επινοητικότητα

Πάει λίγος καιρός από τότε που είχα συνεχώς στο μυαλό μου να ξεκινήσω το διάβασμα του Confiteor του Ζάουμε Καμπρέ, πολυδιαφημισμένο ως ένα από τα πιο αξιόλογα άρτι κυκλοφορηθέντα στην ελληνική αγορά μυθιστορήματα· κι αφού υπέκυψα στην ανάγνωσή του, μπορώ με σιγουριά να πω πως άξιζε τον κόπο. Χωρίς άλλωστε αυτήν δε θα έβρισκαν τη θέση τους εδώ οι παρακάτω συλλογισμοί, που ομολογώ πως, σύμφωνα με την εμπειρία μου, δεν είναι και τόσο εύκολο να πυροδοτηθούν από την ανάγνωση ενός οποιουδήποτε βιβλίου.
Ό,τι κι αν κάνουμε, η ανθρώπινη ιστορία, όλα όσα δηλαδή έχουν συμβεί στον κόσμο πριν από μας, μας ακολουθεί, όπου κι αν βρισκόμαστε, κι οπουδήποτε κι αν αισθανόμαστε πως στοχεύουμε να πάμε. Το θέμα είναι: είμαστε πραγματικά ικανοί να ξεχωρίσουμε τι ποσοστό απ' όσα έχει καταγράψει συνέβησαν επακριβώς στην πραγματικότητα και πόσα προσθέτουν οι ανθρώπινες αφηγήσεις με ποσοστά ή εν είδει μυθοπλασίας;

Νταϊάν Λάντ, Το Λιοντάρι και ο Μονόκερος

Κάπου εδώ μπερδεύεται το νόημα της Ιστορίας, ως επιστήμης, ως κλάδος που κοιτά προς τα πίσω, ώστε να καταγράψει τα πάντα ως στεγνά γεγονότα αναζητώντας απτές και πολύ συγκεκριμένες αποδείξεις, με τις ιστορίες που λέμε ο ένας στον άλλο, ώστε να περάσει κάπως διασκεδαστικά η ώρα και να αποφύγουμε επιτυχώς στη βαρεμάρα. Συγχέεται ακόμη και με τη λογοτεχνική εκδοχή του όρου ιστορία (όπως αυτός τουλάχιστον χρησιμοποιείται από τους Αγγλοσάξονες, αφού στα Ελληνικά τον αντικαθιστούμε με τον όρο διήγημα), ένα κείμενο σε γραπτή μορφή, οργανωμένο και πλασμένο με τρόπο ώστε να τέρψει, να μορφώσει και να συγκινήσει· να προσδώσει, τελοσπάντων, κάτι στην εκλέπτυνση των αισθημάτων όσων φροντίζουν να αναζητήσουν την κατάλληλη ευκαιρία να την πλησιάσουν.
Εμείς, ωστόσο, θα φροντίσουμε να πλησιάσουμε τη δεύτερη σημασία του όρου· αυτή, που, στην πραγματικότητα, είναι και στους περισσότερους ανθρώπους πιο οικεία. Στο κάτω κάτω ήταν τα παραμύθια και οι αφηγήσεις που ακούγαμε ατέλειωτες ώρες όταν ήμασταν μικροί, που μας έκαναν όπως μας έκαναν· που συνέβαλαν τα μέγιστα στο να γνωρίσουμε τους άλλους γύρω μας, κι άρα, εν μέρει, και τον εαυτό μας, καθώς και που μας μύησαν στη μητρική μας γλώσσα. Τι άλλο μαθαίνει να κάνει άλλωστε ένα παιδί, πολύ μικρό σε ηλικία, καλύτερα από το να αναμασά και να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά σε καινοτόμα ή πανομοιότυπη μορφή αυτά που ακούει;

Λέγοντας μια Ιστορία

Μάθαμε, κατά τη διάρκεια των σχολικών μας χρόνων, πως δυο από τα χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών, που, όσο κι αν δεν είναι εντελώς οφθαλμοφανές, διατρέχουν και τις σημερινές μας καθημερινές αφηγήσεις, είναι η υπερβολή κι η λιτότητα. Από τη μια τείνουμε να τα φουσκώνουμε όλα, όταν κάτι ευχάριστο μας εντυπωσιάζει τόσο πολύ που θέλουμε, καθώς διηγούμαστε, να το αγκαλιάσουμε σαν να μην υπάρχει αύριο, κι απ' την άλλη, μπροστά στο όχι πολλά υποσχόμενο, είμαστε φειδωλοί. Μιλάμε για δυο χαρακτηριστικές στάσεις που εκτός από προεκτάσεις συναισθηματικών εξάρσεων, μπορεί να φανερώνουν και το ποιοι είμαστε, ποιος δηλαδή τελοσπάντων είναι αυτός που αφηγείται αφού μιλάει έτσι για τον τάδε· και, μ' αυτό τον τρόπο, βγαίνουν στη φόρα οι προσωπικές μας αδυναμίες, συμπάθειες, οι πολιτικές μας πεποιθήσεις, και τα εντελώς ιδιοσυγκρασιακά συμφέροντα που φροντίζουν επιμελώς τη συντήρηση της ύπαρξής μας.
Η αλήθεια είναι πως αξίζει να αναρωτηθούμε αν μια ιστορία που διηγούμαστε εμείς ή κάποιος άλλος μπορεί να έχει το οποιοδήποτε αποτέλεσμα, αν δεν την προσαρμόσουμε καταλλήλως. Επειδή κάθε ακροατήριο, αισθάνεται κανείς πως έχει τις δικές του ιδιαίτερες ανάγκες (κάτι που και κατά τη διάρκεια μαθημάτων σε πολλά κι ετερόκλιτα τμήματα, με ποικίλες δυναμικές, έχω διαπιστώσει). Άλλος βλέπεις πως αισθάνεται την ανάγκη να εφησυχαστεί, ενώ υπάρχουν προσωπικότητες που χωρίς χιούμορ δεν επιβιώνουν σε κανένα χώρο και για κανένα λόγο. Κι αν τελοσπάντων δε φροντίζεις να αλλάζεις τον τόνο, το περίβλημα ή ακόμα και το κύριο νόημα των ιστοριών σου σύμφωνα με το ακροατήριο που σε παρατηρεί, με αφοσίωση ή δυσπιστία, κάτι από την πεμπτουσία της αφηγητικής μαγείας σου έχει μάλλον ξεφύγει. Ή ίσως δεν είναι η τέχνη σου, ή πρέπει τελοσπάντων να το δουλέψεις για να βρεις τι είδους ιστορίες σου πηγαίνει τελικά να αφηγείσαι, ώστε οι άνθρωποι γύρω σου να μην πλήττουν ακούγοντας συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, βυθισμένοι ούτως ή άλλως στις δυσκολίες τους.


Κι ύστερα, κάθε ιστορία, όση επιστημονική φαντασία κι αν την κατευθύνει ή όσο βαθιά στο παρελθόν κι αν είναι τοποθετημένη, όσο συνεχίζουμε να τη λέμε, αποκτά κάτι από την εποχή, στο σύμπαν της οποίας ξαναζωντανεύει. Έτσι, το πνεύμα του μοναδικού και παντοτινού έρωτα που διακατέχει τα παραμύθια, αλλά και τη λογοτεχνία μέχρι την Αναγέννηση, κι ακόμα παραπέρα, φαντάζομαι πως χάνει κάτι από την αίγλη του, αν προσπαθήσουμε να το μεταφέρουμε στο σήμερα με τυφλή πίστη στην παρωχημένη του αξία και προέλευση. Αντίθετα, κάτι από τις συχνότερες αλλαγές συντρόφων, τη μοναξιά και τις συμπληγάδες του σημερινού συντροφικού βίου αξίζει να βρουν τη θέση τους εκεί· αν μη τι άλλο, ώστε να εντυπωσιάσουμε κιόλας ως αληθοφανείς, δεινοί απόγονοι του Ομήρου με τη δική τους ιδιόμορφη εξέλιξη.
Στο κάτω κάτω, η ταύτιση ενός αφηγητή, θεατή ή ακροατή με κάποιον ήρωα μπορεί να αποτελέσει προσωρινή λύτρωση από τα βάσανά μας, μια εφήμερη απομάκρυνση από τον εαυτό, ακόμη κι ενώ ο ίδιος βρίσκεται σε διαδικασία πειραματισμού και προσπαθειών στο στίβο της ζωής, ώστε να ανακαλύψει ποιος είναι ακριβώς αυτός ο τρόπος για να ζεις -το λεγόμενο modus vivendi- που του ταιριάζει περισσότερο.
Δεν αναλύω παραπάνω τίποτε διαφορετικό από μερικές σκέψεις που ίσως βρείτε πως σας χρησιμεύουν ή πως αξίζει να σας συντροφεύσουν, την επόμενη φορά που θα μπείτε στη διαδικασία να αφηγηθείτε εσείς οι ίδιοι ή που θα γίνετε με οποιοδήποτε τρόπο μάρτυρες μιας ιστορίας που μέσω κάποιου άλλου ξεπηδάει μπροστά στα μάτια σας. Το πως σχετίζονται όλα τα παραπάνω με το φημισμένο Confiteor θα γίνει σύντομα αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης επόμενης ανάρτησης που θα εξηγηθεί διεξοδικά πάνω στο θέμα.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Ψυχική Κούραση


Πολλά που δεν αντιλαμβανόμαστε και μας πονούν ξεκινούν είτε από το κοινωνικό σύνολο, είτε από τους άλλους, ως ξεχωριστές οντότητες, είτε εντελώς ξεκάθαρα από μέσα μας τελικά. Αρκετές φορές απαιτείται κόπος κι εντατικές χρόνιες διαδικασίες, ώστε να αντιμετωπίσουμε τι περίπου ή ακριβώς ίσως έφταιγε, τι είναι αυτό που μας δένει και μας κρατάει στη γη, χωρίς να μπορούμε να ανοίξουμε τα φτερά για το δικό μας ουρανό. Στοχεύοντας στο να σκεφτείται με ορίζοντα τη δική σας αυτοκριτική και το ιδιοσυγκρασιακό σας ζύγισμα των πάντων η σταθερή φίλη του μπλογκ, Σταυρούλα Τζιανταρίδου σας προσφέρει το παρακάτω κείμενο. Καθώς η δημοσίευσή τη δύση των καλοκαιρινών διακοπών των περισσοτέρων, ελπίζουμε να σας συντροφεύσει όσο και να σας κάνει να το λάβετε σοβαρά υπόψη.


Μία βόλτα, μετά από καιρό, στο χωριό μου μ’ έκανε να δω τα πράγματα διαφορετικά. Ξέχασα για λίγο τα προβλήματα και πάτησα "διαγραφή" σε όλα. Όλο αυτό βέβαια κράτησε για λίγο αλλά ήταν μια ψυχοθεραπεία που έπρεπε να ξεκινήσει εδώ και καιρό.
Ανακάλυψα ότι όλο αυτό τον καιρό είχα τόση ψυχική κούραση, που έπρεπε κάποια στιγμή να έρθω αντιμέτωπη και να κάνω μια κουβέντα με τον εαυτό μου. Πριν γίνει αυτό όμως ας πούμε τι είναι η ψυχική κούραση που πιστεύω πως έχει κάποια στιγμή αντιμετωπίσει ο περισσότερος κόσμος. Κατά τη γνώμη μου, είναι κατάσταση που βιώνεις, όταν έχεις βαρεθεί όλους και όλα, όπως συμπεριφορές, άτομα, και, γενικά, διάφορες άσχημες καταστάσεις. Θέλεις να τα βροντήξεις όλα και να εξαφανιστείς. Πώς γίνεται όμως αυτό; Πόσο ακόμη μπορεί να δοκιμαστεί η υπομονή; Τι πρέπει να γίνει για ν’ αλλάξει κάτι; Τι δε γίνεται σωστά;...Και πολλές ακόμη ερωτήσεις που βασανίζουν το μυαλό σου και δεν ξέρεις πώς να τις απαντήσεις. Από τη μια, βέβαια, λες ότι όλα εντάξει, θα πάρεις φόρα και θα προχωρήσεις· και, από την άλλη, ο φόβος, η μοναξιά και οι αρνητικές σκέψεις που σε σταματάνε. Ανάλυση στην ανάλυση δηλαδή και από πράξεις τίποτα.
Έντουαρντ Χόπερ, Η Γκέιλ στη γραμμή F
Εύχομαι όλα αυτά να είναι περαστικά και να βρει ο καθένας το δρόμο του. Δε γίνεται μια ζωή όλο στασιμότητα. Είναι ψυχική φθορά όλη αυτή η κατάσταση. Ένα σημάδι, ένα κίνητρο χρειάζεται και η ηλιαχτίδα θα μπει στην ψυχή μας για να προχωρήσουμε και να βρούμε το δρόμο προς την ευτυχία και την ολοκλήρωσή μας. Βέβαια, χρειάζεται χρόνος, τόλμη και θάρρος και να δεχτείς τις θετικές ή αρνητικές συνέπειες που θα προκύψουν, δηλαδή να διώξεις τους φόβους και τις ανασφάλειες και να ταξιδέψεις προς το «άγνωστο».

By Σταυρούλα Τζιανταρίδου, πρόλογος by Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

Η Ζωή των Απογόνων

Το ξέρω πως ο Κλούνεϊ έχει κάνει αρκετές ταινίες (σκηνοθετεί ή πρωταγωνιστεί σε τουλάχιστο μία κάθε χρόνο) κι έλεος πια! Τον βλέπουμε όλη την ώρα και στις διαφημίσεις· και πόσο πια να αντέξεις το πρόσωπό του να εμφανίζεται παντού; Ακόμη και την ώρα που η φάτσα του είναι το τελευταίο πράγμα που έχεις όρεξη να δεις. Όπως κι αν νιώθετε, ομολογουμένως δικαιολογημένα, για το διάσημο γκριζομάλλη ηθοποιό, αυτό που προσωπικά πάντα μου έκανε εντύπωση είναι ο τρόπος που έχει να παίζει ρόλους χωρίς απαραίτητα να φαίνεται πως έχει μπει σε οποιαδήποτε διαδικασία. Γι' αυτή του τη δεινότητα, που έχω ξεχωρίσει και σε άλλες ταινίες, θεώρησα πως οι δυο ώρες που διαρκεί η ταινία Οι Απόγονοι στην οποία πρωταγωνίστησε δε θα ήταν χαμένος χρόνος.


Ένα πέρασμα από μια σύνοψη της υπόθεσης συνέβαλλε εξίσου στο να παρθεί η παραπάνω απόφαση. Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Χαβάη, ο Ματ (Τζορτζ Κλούνεϊ) είναι ο θεματοφύλακας μιας τεράστιας έκτασης που έχει κληρονομήσει μαζί με πολυάριθμα μέλη της οικογένειάς του από τους προγόνους τους· και βρίσκεται ένα βήμα πριν την οριστικοποίηση της απόφασης να πωληθεί αυτό το τεράστιο κομμάτι γης, που προορίζεται για τουριστική εκμετάλλευση. Το ίδιο ακριβώς διάστημα, η σύζυγος του Ματ, η Ελίζαμπεθ (Πατρίσια Χέιστι), παθαίνει ένα τραγικό ατύχημα κατά τη διάρκεια μιας βόλτας με βάρκα και πέφτει σε κώμα. Λόγω και της εκτεταμένης μεταφορικής και κυριολεκτικής απόστασης μεταξύ τους το τελευταίο διάστημα, είναι σίγουρο πως ο Ματ πρέπει να αντιμετωπίσει μόνος του το τέρας της ευθύνης του να φέρει κοντά τις δυο κόρες του, τη δεκάχρονη Σκότι (Αμάρα Μίλερ) και τη δεκαεπτάχρονη Άλεξ (Σεϊλίν Γούντλεϊ) ώστε να τους καταστήσει σαφές το γεγονός πως η μητέρα τους δε θα βρίσκεται για πολύ ακόμη κοντά τους· και πως παρ' όλα αυτά αξίζει να λειτουργούν όλοι μαζί σαν οικογένεια. Το πράγμα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο όταν η Άλεξ του αποκαλύπτει την αιτία του μεγαλύτερου καβγά της με τη μητέρα της: η Ελίζαμπεθ τον τελευταίο καιρό διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση και είχε μάλιστα σκοπό να ζητήσει από το Ματ να προχωρήσουν σε διαζύγιο.


Η ταινία δεν είναι σίγουρο πως μπορεί να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον ακόμη και των οπαδών κουλτουριάρικων ταινιών και οικογενειακών δραμάτων. Ο ρυθμός της κρατιέται αρκετά χαμηλά από το ξεκίνημα· και για τους φαν των χολιγουντιανών θαυμάτων, δεν υπάρχει καν η ελάχιστη δόση σασπένς για να τους παροτρύνει να μην εγκαταλείψουν τη θέαση, αν δεν έχουν συνηθίσει το βλέμμα τους στην οθόνη να γίνεται πιο εξεταστικό. Η περιπλοκή των γεγονότων στο εσωτερικό των ηρώων, ωστόσο, είναι ένας άλλος υποτιμημένος μα υπαρκτός λόγος να δει κανείς μια ταινία ως το τέλος, αν όχι για την παραδοχή και μόνο πως είναι αδύνατο στη ζωή να προεξοφλήσει κανείς ακριβώς για τα γεγονότα και τα πράγματα που μπορούν να τον κάνουν να πάρει μαθήματα ζωής.
Κατά τα άλλα, η θεματολογία της ταινίας είναι κάτι που βρήκα εξαιρετικά πρωτότυπο, ακόμη κι αν είναι γνωστή η εμμονή του Κλούνεϊ να καταπιάνεται, είτε σκηνοθετικά, είτε υποκριτικά, με την πολιτική πλευρά καθημερινών καταστάσεων που επηρεάζουν το μέλλον του μέσου ανθρώπου. Εκτός από το στοιχείο της πολιτισμικής διαφορετικότητας που σταδιακά φαίνεται να παραδίδεται οριστικά στη μαζική ομογενοποιημένη παγκόσμια κουλτούρα -όπως οι πλειοψηφία των Χαβανέζων χαρακτήρων στην ταινία, που τείνουν να συμπεριφέρονται όσο πιο αμερικανικά μπορεί να φανταστεί κανείς, σε εμφάνιση και τρόπους- Οι Απόγονοι είναι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, μια ταινία που καταπιάνεται με το μέγιστης σημασίας ζήτημα του να διατηρείς με τον καλύτερο κι ίσως πιο συντηρητικό τρόπο αυτά που έχεις κληρονομήσει χωρίς ταυτόχρονα να λες αντίο στις καθημερινές απολαύσεις της ζωής που σε αφήνουν να πλησιάσεις μεγαλεία σε συναισθήματα ή υλικά αγαθά.
Από τη μια μεριά, ο Ματ εκπροσωπεί το συντηρητικότερο παράδειγμα ever, με τη συντροφική και οικογενειακή ζωή στην κατάψυξη, την άρνησή του να παραχωρηθεί η έκτασή του προς εκμετάλλευση έναντι διόλου ευκαταφρόνητου ποσού και τη γενικότερη αποστροφή του προς οτιδήποτε περιπετειώδες· όσον αφορά το λάιφστάιλ ή τον οικονομικό τομέα. Η ρήξη με τη μελλοθάνατη Ελίζαμπεθ μπορούμε να φανταστούμε πως μόνο ως επικείμενη φάνταζε πάντα στη συζυγική ζωή τους, όπως φαίνεται από τις πολλές φιλίες της, την αδυναμία της για τα εξτρίμ σπορ και τις μηδαμινές αναστολές της να προχωρήσει σε μια σχέση εκτός γάμου εξαιτίας ενός συναισθήματος έλλειψης ικανοποίησης. Από την άλλη μεριά, είτε στην περίπτωση των Χαβανέζων, είτε στην καθημερινότητά μας, το σίγουρο είναι πως πάντα αξίζει να βρίσκεται ένας τρόπος να συμφιλιώνονται οι δυο τάσεις: ενώ ζεις λίγο τη ζωή σου, όσο είσαι νέος κι ακμαίος κι έχεις τελοσπάντων κάπως στρωμένα οικονομικά και μπορείς, μην ξεχνάς πάντα να παίρνεις τα μέτρα σου, γιατί συχνά δεν υπάρχει κανείς να σε βοηθήσει, όταν έχεις γυρίσει πίσω μόνος κι έρημος και μπερδεμένος, αφού τα έχεις ήδη θαλασσώσει.


Σίγουρα Οι Απόγονοι δεν είναι μια ταινία που με ενθουσίασε απόλυτα με τη σύλληψη, το σενάριο ή τις αξεπέραστες ερμηνείες της. Πρόκειται, όμως για μια ταινία-τροφή για σκέψη σχετικά με τη σύγχρονή μας ταυτότητα κι όσον αφορά την προβληματική του που βαδίζουμε, την οποία αγγίζει. Με την προτροπή να τη δείτε, ελπίζω να προβληματίσει κι εσάς.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

Η Πρώτη Μέρα της Υπόλοιπης Ζωής σου

Στο χώρο του κινηματογράφου, παρατηρείται συχνά τελευταία τα οικογενειακά δράματα να κερδίζουν έδαφος σε σχέση με τις κομεντί· κάτι από την απομυθοποίηση της οικογενειακής συμβίωσης και της παντοτινής συντροφικής αγάπης που χαρακτηρίζει την εποχή μας πρέπει να έχει εισχωρήσει στα άδυτα της ταινιοπαραγωγής. Η γαλλική κωμωδία Η Πρώτη Μέρα της Υπόλοιπης Ζωής σου του Φιλίπ Λιορέ διαφέρει σε κάποια επίπεδα από το παραπάνω παράδειγμα: ενώ εξυμνεί τις χαρές και τις αρετές του οικογενειακού βίου, χωρίς ενίοτε να αποκρύπτει τις ατέλειες που εξ ορισμού ενδέχεται να τον χαρακτηρίζουν ως ιδέα, είναι αποσπασματική, μας χαρίζει δηλαδή μόνο στιγμές του, χωρίς καμιά υπόσχεση αληθοφάνειας ή ρεαλισμού, και χωρίς να μας προπαγανδίζει κάποια άποψη που περιμένει απλώς να την καταπιούμε.


Η διαχρονική πορεία μιας οικογένειας, που αποτελείται από δυο γονείς και τρία παιδιά, ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του θεατή μέσα από τις οικογενειακές στιγμές που θεωρούνται μοναδικές για τα μέλη της. Ο Αλμπέρ (Pio Marmai), για παράδειγμα, ο μεγάλος γιος, δε θα ξεχάσει ποτέ τη μέρα που αποφάσισε να μετακομίσει μακριά από την οικογενειακή στέγη. Έχει ήδη αποχαιρετήσει το σκύλο του, μετά από την αναμενόμενη ευθανασία στα βαθιά γεράματα, κι έχει εξασφαλίσει ότι δε θα πληρώνει ενοίκιο για το στούντιο στο οποίο θα κατοικεί, στην πολυκατοικία-ιδιοκτησία του παππού (Ροζέρ Ντυμάς). Μιλάμε για τη μέρα, κατά τη διάρκεια του τελευταίου μέρους της οποίας ο Αλμπέρ θα αποφασίσει πως παραείναι ανεξάρτητος για να δειπνήσει στο πατρικό του και για να ενοχληθούν οι γείτονες που έχει βάλει τη μουσική στο τέρμα· ώσπου ένα κορίτσι πηγαίνει στην πόρτα του για να παραπονεθεί για το θόρυβο. Είναι η μέλλουσα σύζυγος του Αλμπέρ, με την οποία δε θα αργήσει ιδιαίτερα να ανακαλύψει πως, από την αρχή της γνωριμίας τους, ποτέ δεν τα πήγαινε ακριβώς καλά.
Η προσωπική μου αγαπημένη των στιγμών είναι αυτή που ρομαντικά μνημονεύει ο Ραφ (Μαρκ-Αντρέ Γκροντίν), ο δευτερότοκος γιος: η μέρα του γάμου του Αλμπέρ, στην αρχή της οποίας επιστρέφει στο πατρικό του για τις ετοιμασίες και ξαναβρίσκει όλα τα παλιά αντικείμενα που αγαπούσε ως παιδί κι ως έφηβος. Κι επειδή οι ρομαντικοί τύποι είμαστε συχνά και νοσταλγικοί, όλα αυτά φέρνουν το Ραφ πίσω στη βραδιά που γνώρισε τη Μόιρα ή Baby Stardust (Camille de Pazzis), σε ένα διαγωνισμό προσποίησης παιξίματος ηλεκτρικής κιθάρας, στα καμαρίνια, λεπτά πριν το σαρωτικό ντεμπούτο του στη σκηνή ως Magic Fingers. Φυσικά όλα είναι απλώς αρχικές εντυπώσεις και μια πλάνη στο μυαλό του Ραφ, που ψάχνει το κορίτσι των ονείρων του· είναι εύκολο, ωστόσο, να
συνεπάρει κάποιον η ταινία στο σημείο αυτό, ιδιαίτερα με την ταύτιση του θεατή με τη συμπαράσταση που δείχνει στο γιο του ο Ρομπέρ, ο πατέρας του Ραφ. Εκτός από το ότι αναλαμβάνει προσωπικά τη μεταφορά του από και προς το διαγωνισμό, τον συμβουλεύει για το πως να ανταποκριθεί προσφέροντας τις αποκρυσταλλωμένες του μουσικές γνώσεις και απόψεις κι αναλαμβάνει την κατάρτισή του και στον τομέα της ερωτικής αποπλάνησης.
Η ταινία βλέπεται απίστευτα ευχάριστα, όχι μόνο επειδή το χιούμορ των μικρών ιστοριών που την απαρτίζουν είναι τόσο λεπτό κι ανεπαίσθητο που σε χτυπάει κατακέφαλα χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι – αν και το συγκεκριμένο το θεωρώ φοβερό προσόν σε μια εποχή που το μαύρο χιούμορ πασπαλίζει υποφερτές νότες σε μια ταινία, κατά τη διάρκεια της οποίας προσπαθείς να γελάσεις μετά μανίας, όσο κι αν αυτό κρίνεται ανέφικτο. Θα τολμούσε να προχωρήσει κανείς στην παραδοχή πως μια γενικότερη φυσικότητα αναβλύζει από το σύνολο των
χαρακτηριστικών της ταινίας, όπως οι ερμηνείες, τα σκηνικά, τα κοστούμια, αλλά και οι φαρμακερές, ετοιμοπόλεμες ατάκες των διαλόγων. Οι νεότεροι αμφισβητούν τους πρεσβύτερους, όσο απότομα, σκληρά και βιτριολικά αυτό γίνεται και στη ζωή, αδιαφορώντας για τους ψυχοσωματικούς πόνους του να μεγαλώνεις (ας αποφύγουμε εδώ, για λόγους θετικής σκέψης, να πούμε γερνάς), να προσπαθείς να γίνεις κάτι περισσότερο από αυτό που είσαι, νιώθοντας ήδη ένα απολίθωμα που έκανε θυσίες ώστε να κάνει παιδιά, μόνο και μόνο για να τα αναθρέψει και να τα δει να ανοίγουν τα δικά τους φτερά, συχνά πεισματικά, οριστικά και αμετάκλητα. Όπως η Μαρί-Ζαν, η μητέρα, που αποφασίζει να παρακολουθήσει μαθήματα Τέχνης στο πανεπιστήμιο στα 40κάτι, επιστρέφοντας στις πολυάριθμες ομάδες φίλων και στα σκισμένα τζιν, στην προσπάθεια να σταθεί πιο κοντά στα παιδιά της, αλλά και να αναζωογονήσει τη σχέση της με το σύζυγό της.
Όσο για την πρώτη μέρα του υπολοίπου της δικής μου ζωής, επιχειρώντας να διαψεύσω το ρητό πως η πραγματικότητα είναι συνήθως πιο ευφάνταστη από την τέχνη, το μόνο που μου 'ρχεται, ενώ ψάχνω και ξαναψάχνω τις αναμνήσεις μου είναι η στιγμή της φώτισης μετά το τέλος των εξετάσεων για την πρώτη ενότητα του μεταπτυχιακού μου, στις αρχές του περσινού καλοκαιριού. Αν και ολοφάνερα εσωστρεφής στιγμή, το ότι μάλλον αισθανόμουν να έχω καταφέρει κάτι κάτω από δυσχερείς περιστάσεις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αρκετά από τα γρανάζια του μυαλού μου δούλευαν πυρετωδώς ώστε να κατεβάσω ιδέες για να στήσω ένα ιστολόγιο (αυτό εδώ!), και, για πρώτη φορά, να καταφέρω να το συνεχίσω, άναψε μέσα στο λεωφορείο της επιστροφής μια νοητή ατομική λάμπα που με έκανε να δω διάφορα πράγματα υπό άλλο πρίσμα, πιο ήρεμο και συγκαταβατικό. Η παραδοχή πως είχα ανθρώπους, όπως για παράδειγμα την οικογένειά μου, που ένιωθα πως θα ήταν για πάντα εκεί, σαφώς συνέβαλε τα μέγιστα στο συναίσθημα, κι εδώ είναι που υποκλίνομαι στα μηνύματα, που, χωρίς επιμονές, προσπαθεί να μεταδώσει η ταινία. Ιδιοσυγκρασιακές σκέψεις, με βάση την Πυρκαγιά σ' ένα Σπιρτόκουτο, που τότε άκουσα για πρώτη φορά, αγναντεύοντας τοπία της Μακεδονίας· σας προτρέπω να κάνετε κι εσείς κάτι παρόμοιο σύντομα για να επωφεληθείτε από σκέψεις παρόμοιων ειδών που προσωπικά σας γεμίζουν.



Η Πρώτη Μέρα της Υπόλοιπης Ζωής σου θα διεκδικήσει τη δυνατότητα να σου μείνει αξέχαστη, αν περιλαμβάνει το χρώμα, την ανάμνηση ή βέλτιστα τη συμμετοχή αυτών που αγαπάς πιο πολύ, ανεξάρτητα αν τους επέλεξες ή σε επέλεξαν: μια όμορφη αλήθεια που η αξιοπρόσεκτη αυτή ταινία επιχειρεί να μας μεταδώσει.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Σκέψεις Γενεθλίων

Κάθε εορτασμός γενεθλίων είναι η αποδοχή ενός ακόμα χρόνου που πέρασε. Και τι ακριβώς αντέχει κανείς να παραδεχτεί πως του άφησε πίσω; Στην εποχή που όλο και κάτι βρίσκουμε να κυνηγήσουμε συνεχώς (λεφτά, δόξα ευτυχία, κι η λίστα δεν τελειώνει εδώ έτσι απλά!), όλο και στενεύουν τα περιθώρια για μια ευκαιρία να σταθούμε και να εκτιμήσουμε τι έχουμε αποκομίσει από το τελευταίο έτος της ζωής μας. Στην παρούσα συγκυρία διακοπών από εργασιακές δραστηριότητες, μιας και συμβαίνει να μου βρίσκεται άπλετος χρόνος, εγώ είπα να αποδεχθώ τον κατακλυσμό των σκέψεων που προμηνύουν τα 28 – αν και αναπόσπαστο τμήμα της δεκαετίας των 20, δε φαίνονται πια και τόσο αστεία· αντίθετα είναι εδώ για να επιδείξουν πως ενός είδους περιθώρια έχουν αρχίσει να στενεύουν.


Τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος ανά τακτά χρονικά διαστήματα μοιάζει δύσκολο να καταγραφούν. Αντίθετα, μοιάζει εύκολο να περιδιαβαίνεις ανάμεσα στις στιγμές χωρίς την παραμικρή έγνοια για το ιδιαίτερο νόημά τους· κι αφού σου προσφέρουν ανεμελιά, τόσο το καλύτερο που συμβαίνει αυτό. Οι στιγμές ενώ απλώς ζεις και είναι τόσο φωτεινές κι ιδιαίτερες, που στέκεται αδύνατο να βρεις τρόπο να τις καταγράψεις, είναι πιθανότατα αυτές που θα σου μείνουν αξέχαστες και που θα σου δίνουν αιωνίως το δικαίωμα να παρηγοριέσαι, όταν χτυπούν την πόρτα οι άλλες, οι δύσκολες· κι άλλη επιλογή από το να αναμοχλεύεις κοιτώντας πίσω δε σου μένει πια. Αυτό, με την προϋπόθεση πως δε φροντίζεις απλά να αλωνίζεις άσκοπα ανά διαστήματα, με την πρόθεση να αποφεύγεις τη συνειδητοποίηση του τι γίνεται μέσα σου και γύρω σου αγνοώντας πλήρως ποιος είναι ο εαυτός σου· εφόσον, ως άτομα, έχουμε οριστεί από την εξέλιξη της εποχής μας, ως κέντρα κινητοποίησης της ιστορίας, μια τέτοια αδιαφορία πρόκειται σίγουρα να επηρεάσει την πορεία της ζωής μας, αλλά και τις σχέσεις μας με τους άλλους.
Τους άλλους που στα 28 πια δε μπορούν με τα εντελώς ιδιοσυγκρασιακά τους συμφέροντα και τα συνεχή σκαμπανεβάσματα που χαρακτηρίζουν τις ζωές
τους να σε επηρεάσουν τόσο βαθιά όσο παλιότερα κατάφερναν. Απεναντίας το προστατευτικό σου κάλυμμα είναι ανθεκτικό, όσο κι αν μοιάζει αδιαφανές. Από εκεί, έχουν το δικαίωμα να παρατηρούν κι όσο τους παίρνει να μπαινοβγαίνουν, την ώρα που το μάθημα του να γίνεσαι σκληρός αποκτά μέσα σου την πρέπουσα σημασία δίπλα στον ανθρωπισμό που είναι δυνατό να οδηγήσει ακόμη και μέχρι τη θυσία για τον πλησίον. Έτσι, άτομα που δε σε ενδιαφέρουν πια για τον προφανέστατο λόγο πως όχι απλά δε θα σε αγαπήσουν ποτέ, αλλά δεν προτίθενται καν να μπουν στη διαδικασία να σε γνωρίσουν, απορρίπτονται χωρίς περιστροφές και δεύτερες σκέψεις. Κάτι από το ρητό πως η ζωή είναι πολύ σύντομη γι' αυτούς, στους οποίους ούτως ή άλλως δεν θα αρέσουμε, έχει αρχίσει να απλώνει τις ρίζες της εδώ. Κι αυτοί οι αλλοπρόσαλλοι που για τον οποιοδήποτε λόγο την τελευταία στιγμή λιποψυχούν κρίνεται σκόπιμο να μείνουν μακριά, αφού η ψυχή τους δεν το λέει.
Με τα παραπάνω κριτήρια καθορίζεται πως τα 28 είναι μια ηλικία-σημείο αναφοράς, που εύκολα καθορίζει τα άτομα που μένουν στη ζωή μας, όπως κι αυτά που προορίζονται να εξέλθουν. Η τέχνη του να δημιουργεί κανείς δεσμούς και να κουρνιάζει στον ίσκιο τους, έστω σε κάποια έκφανσή της, πρέπει ως τώρα να έχει κάπως κατακτηθεί όσο σπάνια και με απύθμενο κόπο κι αν φαίνεται πως καταφέρνει κανείς να φτάσει στην απόλαυση των καρπών, προς την οποία έχει αλύπητα προσπαθήσει να στοχεύσει. Από την άλλη, η τέχνη της εγκατάλειψης, όταν είναι αδύνατο να πράξει κανείς ή να σκεφτεί αλλιώς έχει κι αυτή την τιμητική της, καθώς επιθυμίες φτάνουν κι απομακρύνονται από την επιφάνεια
Ζε Ζι, Λέγοντας Αντίο
και καθώς συγκρούεσαι ολοένα με μεγαλύτερη ορμητικότητα με τα «θέλω» των άλλων και με τις περιστάσεις. Κάτι από τους υπέρμετρους συναισθηματισμούς αποχωρισμών ανήκει πια οριστικά στο παρελθόν – όσο κι αν εγώ εξακολουθώ να νιώθω ευσυγκίνητη. Ο αποχαιρετισμός με κάποια στοιχεία του χαρακτήρα σου που διαχρονικά ξεπροβάλλουν θεμελιώδη ενδέχεται να παραμένει δύσκολος στη διαχείριση.
Κι η στενοχώρια για όσα έχουν φύγει και δεν πρόκειται να ξανάρθουν πια συγκρούεται με τη βιασύνη που στοιχειώνει την ύπαρξή σου να μπεις μέσα στα καινούργια όσο πιο γρήγορα γίνεται. Στην πραγματικότητα, όσο μεγαλώνεις η μοναξιά της στενοχώριας υποβαθμίζεται σε κάτι γαλήνιο που ανακαλύπτεις σε όλες τις περιστάσεις· ή τελοσπάντων παίρνει τη θέση που της αναλογεί σ' έναν σύμπαν με φυσικές ατέλειες που συνηθίζεις να αποδέχεσαι σιγά σιγά. Κι από την άλλη μεριά, υπάρχουν πράγματα, άνθρωποι και καταστάσεις που θα μας κάνουν πάντα χαρούμενους κι ενεργητικούς όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα ψωμιά κι αν φάμε.
  Ακόμη κι αν συνεχίζει να με απασχολεί ο κόσμος και τα στραβά του, βρίσκω στον ερχομό των φετινών μου γενεθλίων να προαναγγέλλονται στιγμές που ατενίζουν την ισορροπία, εσωτερική κι εξωτερική. Αν μην τι άλλο, εν μέσω θερινής ραστώνης κι ενώ τυπικά μεγαλώνει σκέφτεται κανείς την κατεύθυνση που ακολουθεί στη ζωή και βρίσκει το κουράγιο να την αξιολογήσει. Τουλάχιστο μέχρι να γιορτάσει πλήρως την είσοδό του πίσω στη δραστηριότητα.

 By Μαρία Γώγογλου