Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Η Επιβίωση ενός Πιανίστα

Όσο άκαιρο κι αν φαντάζει εν μέσω καλοκαιριού το να συλλογίζεται κανείς τις σκληρές, χειμωνιάτικες (θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει κανείς, εξαιτίας της ψυχρότητας που αποπνέουν) στιγμές της ιστορίας, κάποιες φορές η σκέψη τρέχει μακριά από την κατεύθυνση προς την οποία συνειδητά την έχουμε στρέψει. Έτσι, πρόσφατα το μάτι μου έπεσε πάνω στη θήκη του DVD της ταινίας Ο Πιανίστας του Ρομάν Πολάνσκι και αποφάσισα να την παρακολουθήσω για να με κατακλύσει η δύναμη της μουσικής και των μηνυμάτων μερικών από τις ζοφερότερες πτυχές της πρόσφατης ιστορίας του 20ού αιώνα.


Ο Πιανίστας είναι η ιστορία ενός Πολωνοεβραίου που έπαιζε επαγγελματικά πιάνο σε ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρσοβίας· κι ενεργοποίησε το ένστικτο και τη θέληση που τον βοήθησε να επιζήσει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις μαζικές εξολοθρεύσεις Εβραίων της περιόδου ώστε να συνεχίσει να κάνει ακριβώς το ίδιο. Η ταινία ακολουθεί το Βλάντισλαβ Σπίλμαν, τους γονείς και τα τρία αδέρφια του στην καθημερινή τους ζωή από τις μέρες απειλής της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία, μέχρι τις φρικαλεότητες και τις ταπεινώσεις των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μετά την απόλυτη υποδούλωση της Πολωνίας στους Γερμανούς, όντας Εβραίοι, οι Σπίλμαν χάνουν σταδιακά την οικονομική τους δύναμη, την οικογενειακή τους περιουσία, τη διάθεση για να απολαύσουν τις στις χαρές της ζωής καθώς και κάθε ίχνος ψυχικής δύναμης, αυτοεκτίμησης και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι περισσότεροι από αυτούς χάνουν και την ίδια τους τη ζωή.
Υπάρχει κάτι, ωστόσο, στον κεντρικό ήρωα, που επιμένει να προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή με κάθε τρόπο, το οποίο, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, σε κάνει να ελπίζεις. Ο Σπίλμαν υποβάλλεται σε όλα τα είδη των γερμανικών διώξεων, αρχικά με την οικογένειά του και στη συνέχεια απολύτως μόνος. Από τη στενότητα και την οικονομική ανασφάλεια των εβραϊκών γκέτο, όπου, όμως, ο πρωταγωνιστής εξακολουθεί να μπορεί να παίζει δημόσια Σοπέν στο πιάνο για τα προς το ζην, έστω και για να διασκεδάσει συχνά ένα τσούρμο απαίδευτων απόκληρων, στη σκληρή εξαναγκαστική εργασία των πρώτων στρατοπέδων συγκέντρωσης, ο θεατής συνεχώς αισθάνεται πως κάτι είναι έτοιμο να σπάσει. Τόσο στην ψυχολογία των πρωταγωνιστών, που πασχίζουν να επιβεβαιώνουν συνεχώς ο ένας στον άλλο πως εξακολουθούν να είναι όλοι μαζί κι άρα καταφέρνουν να είναι καλά, όσο και στη ροή της πλοκής, που με τη σκληρότητα
των συνθηκών και των συμπεριφορών των Γερμανών φέρνει στο φως το σκοτάδι των συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών και καταστάσεων, αλλά και δείχνει από πόσο μικρή ψιλή κλωστή είναι δυνατό να κρέμεται η πιθανότητα ζωής κάποιου. Εν πάσι περιπτώσει, από τύχη και λόγω μιας παλιάς γνωριμίας, ο Βλάντεκ γλιτώνει το «χωνευτήρι», επιστρέφει πίσω στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα καταναγκαστικά έργα, μπλέκεται στα πλοκάμια της αντίστασης, και τελικά εγκαταλείπει οριστικά το γκέτο, κρυβόμενος σε μια σειρά από διαμερίσματα γνωστών. Ώσπου, με την επιβολή των αντιποίνων από τους Γερμανούς, μένει ξανά χωρίς στέγη και στο ρόλο του τροφοσυλλέκτη σε ένα βομβαρδισμένο, κατακρεουργημένο Βαρσοβικό τοπίο, κουρνιάζοντας όσο το δυνατόν μακρύτερα κι ασφαλέστερα από το κρύο και τρεφόμενος με ψίχουλα και απομεινάρια από στοκ κονσερβών, όπου κι όταν είναι εφικτό κάτι παρόμοιο να βρεθεί.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η ταινία είναι αισιόδοξη ακριβώς όσο είναι και λυπητερή. Κι όμως. Η θέληση για ζωή, όπως και η δύναμη της Τέχνης αποδεικνύεται ισχυρότερη από τις σκοτεινές δυνάμεις, τις κακές συμπαντικές ραδιουργίες που προσπαθούν απεγνωσμένα να κατακλύσουν την ανθρώπινη φύση για να την πάρουν αμετάκλητα με το μέρος τους. Η ανυπέρβλητη σκηνή λίγο πριν την κατάληξη της ταινίας, όπου ο Γερμανός αξιωματικός συγκινείται από τη δύναμη της ερμηνείας του πλέον ρακένδυτου, ξεπαγιασμένου, αβοήθητου Σπίλμαν, και στη συνέχεια αποφασίζει να τον
βοηθήσει με προμήθειες φαγητού αποδεικνύει περίτρανα πως υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο στο ανθρώπινο όρθωμα της υπόστασης μπροστά στις κακουχίες και τους κινδύνους, όταν κάποιος πραγματικά εστιάζει στο σημείο που στοχεύει να φτάσει. Και το επιχείρημα ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός πως η ιδέα για την ταινία, αλλά και η πλειοψηφία των λεπτομερειών της προέρχεται από τα απομνημονεύματα του ίδιου του Σπίλμαν. Ένα ανεπαίσθητο ίχνος απόδειξης πως η απτή θέλησή σου για κάτι μπορεί πράγματι να κινητοποιήσει μέρος του κόσμου, κι ένας ξεκάθαρος λόγος να δείτε την ταινία ανακτώντας ελπίδες, σε περίπτωση που κάποιες τέτοιες κάποιοι από εσάς έχουν ενδεχόμενα απολέσει.
Κι ασφαλώς δεν είναι ο μοναδικός λόγος. Επιβεβαιώνω κι επαυξάνω καθετί θετικό που έχετε διαβάσει σχετικά με την εκπληκτική ερμηνεία του Έιντριεν Μπρόντι στη συγκεκριμένη ταινία. Ίσως να υπάρχει κάτι στη μορφή και στην ψυχή του που έκανε το κυρίως σωματικό παίξιμό του στην ταινία τόσο ομαλή υπόθεση. Και πάλι, όμως. Υπάρχουν ελάχιστοι πρωταγωνιστές που μπορούν να μεταδώσουν την ανέλπιδη προσπάθεια για ζωή, αλλά και το αέναο ένστικτο της επιβίωσης που μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία όμορφων πραγμάτων και καταστάσεων, ακριβώς με τον τρόπο που το μεταδίδει ο βραβευμένος με Όσκαρ για την ερμηνεία του σ' αυτή την ταινία Μπρόντι, με ένα και μόνο βλέμμα.
Που έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει διαδικασίες να επανεκτιμήσουμε τις αξίες τις ζωής, με περισσότερη ηρεμία και περισυλλογή απ' ότι στάθηκε ανθρωπίνως δυνατό στις εποχές που απεικονίζονται. Γι' αυτό και μόνο, αλλά και για τη δύναμη των ερμηνειών και των πλάνων, αξίζει κανείς να μπει στη διαδικασία παρακολούθησης της πορείας του Πιανίστα χωρίς δεύτερη σκέψη.


By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου