Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

Λίγα Λόγια για το Confiteor

Που είναι λίγα επειδή, έτσι κι αλλιώς θεωρώ αδύνατο να πιάσει κανείς σε μερικές αδρές γραμμές με απόλυτη ακρίβεια το σφυγμό ενός από τα πιο εντονότερα εγκεκριμένα από την παγκόσμια κριτική μιθυστορήματα, που έχει μάλιστα χαρακτηριστεί αριστούργημα από ορισμένους. Κάτι που ωστόσο θέλω να πω με βεβαιότητα για το Confiteor του Ζάουμε Καμπρέ, που είχα την ευκαιρία να διαβάσω αυτό το καλοκαίρι, είναι πως, αν και πολυσέλιδο, και με τις ιδιαίτερες αναγνωστικές δυσκολίες που παρουσιάζει, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σύγχρονα μυθιστορήματα που μπορεί να διαβάσει κανείς απολαμβάνοντας τη θέρμη και την παράταση του να υποκύπτει στη διαδικασία.


Ο Αντριά Αρντέβολ, γόνος εύπορης οικογένειας κατοίκων της Βαρκελώνης, μεγάλωσε με τρόπο ελαφρώς ασυνήθιστο σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του στη συγκεκριμένη εποχή. Η ανατροφή του αποτελούσε ανέκαθεν μήλον της έριδος για τους δυο γονείς του, μιας και η επιθυμία του πατέρα του να γίνει λόγιος και ικανός να χειρίζεται πολλές ξένες γλώσσες συγκρουόταν πάντα με αυτή της μητέρας του να λάβει την εκπαίδευση ενός εκκολαπτόμενου δεξιοτέχνη βιολιστή. Αν και προσωρινά, η επιθυμία του πατέρα του, Φέλιξ, φαίνεται να χάνει έδαφος μετά τον μυστηριώδη τραγικό του θάνατο, ήδη, πριν από την ενηλικίωσή του, ο Αντριά δηλώνει πως θα ακολουθήσει την προσωπική του παρόρμηση να γίνει θεωρητικός της αισθητικής και των ιδεών· και την πορεία αυτοπραγμάτωσης ενός εξειδικευμένου γνώστη της πορείας της ανθρώπινης διανόησης.
Οι διαδρομές που ακολουθούν ο Αντριά και τα μέλη της οικογένειάς του (η τελευταία ούτως ή άλλως στοιχειοθετεί την προέλευσή του, ένα σημαντικό κομμάτι του βιβλίου) συνδέεται με τρόπο δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς με ένα από τα πρώτα βιολιά που κατασκέυασε ο Λορέντζο Στοριόνι το 1764 και περνά κάποια στιγμή στην κατοχή του Φέλιξ Αρντέβολ, καθώς και με ένα εξαιρετικά πολύτιμο μενταγιόν που απεικονίζει την Παναγία των λουλουδιών, ο βασικός κάτοχος του οποίου συνδέεται επίσης με την κατασκευή του προαναφερθέντος βιολιού. Κι εδώ εντοπίζουμε ένα από τα ισχυρότερα σημεία του μυθιστορήματος: τις παράλληλες αφηγήσεις, ακόμη κι αν ο αναγνώστης αργεί κάπως να αντιληφθεί επακριβώς τη σημασία τους για τον κορμό της ιστορίας. Εδώ, μόνο με την ελπίδα να σας κεντρίσουν το ενδιαφέρον, θα αγγίξω δυο από τις αγαπημένες μου, αν και ο όγκος του μυθιστορήματος περιλαμβάνει σεβαστό αριθμό από αυτές.
Η πρώτη έχει πρωταγωνιστή έναν από τους πρώτους κατόχους του μενταγιόν της Παναγίας των Λουλουδιών: τον προμηθευτή ξύλου Ζακιάμ από το Παρντάτς, που εγκατέλειψε οριστικά το χωριό και την οικογένειά του εξαιτίας της καταστροφής του κοντινότερου δάσους που χρησιμοποιούσε η οικογενειακή επιχείρηση για να εκτελεί τις παραγγελίες της. Μετά από αυτή την κακόβουλη ενέργεια εκ μέρους ενός οικογενειακού του εχθρού, ο Ζακιάμ πειραματίζεται με
την επίβλεψη ξυλοκατασκευών· είναι όμως ο θόρυβος, η μυρωδιά και η γενικότερη αίσθηση του ξύλου που θα τον φέρνουν αιώνια πίσω στους δικούς του και στα βασικά γήινα πράγματα που εξ αρχής είχε μάθει να αγαπάει. Αυτό το είδος νοσταλγίας θα οδηγήσει το Ζακιάμ στον Άγιο Πέτρο του Μπουργάλ· και συγκεκριμένα στο δύσβατο δρόμο προς το δάσος δίπλα στο μοναστήρι, όπου θα μπουν οριστικά κι αμετάκλητα τα θεμέλια για τη συλλογή ξύλου με στόχο την κατασκευή του πρώτου βιολιού του Στοριόνι.
Η δεύτερη ιστορία που με εντυπωσίασε αποτυπώνει με τρόπο εναργέστερο τα εσωτερικά βάσανα της ψυχής. Ο μοναχός Ζουλιά ντε Σάου ξυπνά το πρωί της ημέρας, κατά τη διάρκεια της οποίας γνωρίζει πως οφείλει να παραδώσει το ιερό κυτίο της μονής του Αγίου Πέτρου του Μπουργάλ, έχοντας θάψει τον ηγούμενο και μόνο έταιρο συγκάτοικο της μονή την προηγούμενη μέρα· κι εν γνώσει πως είναι αδύνατο να επιβιώσει ένα μοναστήρι, με έναν αδελφό ως μοναδικό κάτοικο. Αναπολεί, λοιπόν, ολόκληρη την πορεία της ζωής του, που χάραξε ο ίδιος για ένα διάστημα ως ο φυγάς-κρυβόμενος αιρετικός μοναχός Μικέλ ντε Σουσκέδα, που επαναστάτησε ενάντια της τυφλής άνευ όρων υποταγής στην αμείλικτη εξουσία, ερμηνευόμενη ως λόγο του Ιησού από το γενικό ιεροεξεταστή-πατέρα Νικολάου Έιμερικ. Ήταν ένα μοναστήρι χτισμένο στην άκρη της φωλιάς του κόσμου, όπου έμελλε να ικετεύσει για φιλοξενία και να γίνει τελικά μέλος της κοινότητάς του, για να παραμείνει τελικά ως τη δύση του, έτοιμος να παραδώσει σε αντιπροσώπους της κοντινότερης μοναστικής κοινότητας το κλειδί και την ιστορία του και για ένα ραντεβού με την πιο απρόσμενη μοίρα της ανθρώπινης φύσης.

Αν ο Χόπερ έλεγε ότι ζωγράφιζε γιατί δε μπορούσε να το πει με λέξεις, εγώ γράφω με λέξεις γιατί, έστω κι αν το βλέπω, είμαι ανίκανος να το ζωγραφίσω. Πάντα βλέπω τα πράγματα όπως εκείνος, μέσα από μισόκλειστα παράθυρα ή πόρτες. Τελικά έμαθα ό,τι δεν ήξερα. Κι ό,τι δεν ξέρω το βγάζω από το μυαλό μου, κι είναι επίσης αλήθεια. Ξέρω ότι θα με καταλάβεις και θα με συγχωρέσεις.”

Η αυτοαναφορικότητα του βιβλίου είναι ένας μόνο από τους δεκάδες άλλους λόγους να ασχοληθεί κανείς μαζί του. Όλες οι ιστορίες μιλούν για την αποσπασματικότητα και την ατέλειά τους και απενοχοποιούν τα δυο αναπόσπαστα αυτά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, συμφωνώντας πιστά και με τις ευχαριστίες κι ομολογίες του συγγραφέα σε μια από τις τελευταίες σελίδες, όπου ξεκαθαρίζει την οριστική ημιτέλεια του παρόντος μυθιστορήματος. Επίσης οι πολλαπλές λειτουργίες ενός αναγνώσματος, που μπορεί να αποτελεί ερωτικό γράμμα προς τη Σάρα, την αγαπημένη του πρωταγωνιστή, αφήγημα προς τέρψιν ή ένα γραπτό με ιστορικό στίγμα, υπόνοιες κι ενδείξεις για τις επόμενες ιστορικές περιόδους, που πλησιάζουν, επιδεικνύουν αποτελεσματικά στην υποκειμενικότητα στην πρόσληψη Τέχνης κι ανάγνωσης που επάξια οφείλει να νιώθει ικανή πως διασπείρει η εποχή μας. Μερικές από τις αμήχανες στιγμές στα μαθήματα Κειμένων του σχολείου, αλλά και στις λογοτεχνικές ώρες των Φιλολογικών Σπουδών, με την παραπάνω λογική μπορεί, λοιπόν, να βρει κανείς πως συναντούν τον προορισμό τους, κατά τη διάρκεια της αναγκαστικά παρατεταμένης επαφής ενός αναγνώστη με το Confiteor.
Το άλλο θέμα από τα μύρια που αισθάνεται κανείς να προσεγγίζει το βιβλίο και διάλεξα να σχολιάσω εδώ σχετίζεται άμεσα με την ανθρωπινότητα και την ιστορική ευθύνη. Αφηγήσεις σχετικές με την επικράτηση και τις θηριωδίες των Ναζί, καθώς και με τα βασανιστήρια και τους παραλογισμούς της Ιεράς Εξέτασης διαπερνούν την κύρια αφήγηση του βιβλίου οριοθετώντας ένα σημείο πέρα από το οποίο, ανεξάρτητα από το βαθμό ευαισθητοποίησης του κάθε ατόμου ξεχωριστά, αντιλαμβανόμαστε πως είναι αδύνατο η ανθρωπότητα να μείνει ανεπηρέαστη. Για παράδειγμα, το συλλογικά στοχευμένο κακό, φυτεμένο μέσα από τον προπαγανδισμό των διεστραμμένων ιδεών του Χίτλερ και μιας εκτεταμένης ομάδας ανθρώπων που τον υποστήριξαν κατ' αποκλειστικότητα στέκεται αδύνατο να αφήνει εντελώς ανεπηρέαστο κάθε Εβραίο σύγχρονο πολίτη του παγκόσμιου χωριού, απόγονο κάποιου θύματος, που ζει διερωτώμενος γιατί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι έπρεπε να χαθούν, ενώ σήμερα ο ίδιος επιβιώνει. Σκέψη που κατά καιρούς όλους όσους αναλογιζόμαστε ομοεθνείς, αλλά και όχι μόνο, που θυσιάστηκαν στο όνομα μιας ιδέας, μας κατατρύχει.
Γι' αυτούς κι άλλους τόσους λόγους αξίζει να διαβάσετε το Confiteor· είναι γνωστό άλλωστε πως το αργό και κατά περιπτώσεις κοπιαστικό διάβασμα είναι ικανό να πυροδοτήσει εντατικές διαδικασίες συλλογισμών, συχνά απρόσμενες.

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου