Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Ιστορία και Επινοητικότητα

Πάει λίγος καιρός από τότε που είχα συνεχώς στο μυαλό μου να ξεκινήσω το διάβασμα του Confiteor του Ζάουμε Καμπρέ, πολυδιαφημισμένο ως ένα από τα πιο αξιόλογα άρτι κυκλοφορηθέντα στην ελληνική αγορά μυθιστορήματα· κι αφού υπέκυψα στην ανάγνωσή του, μπορώ με σιγουριά να πω πως άξιζε τον κόπο. Χωρίς άλλωστε αυτήν δε θα έβρισκαν τη θέση τους εδώ οι παρακάτω συλλογισμοί, που ομολογώ πως, σύμφωνα με την εμπειρία μου, δεν είναι και τόσο εύκολο να πυροδοτηθούν από την ανάγνωση ενός οποιουδήποτε βιβλίου.
Ό,τι κι αν κάνουμε, η ανθρώπινη ιστορία, όλα όσα δηλαδή έχουν συμβεί στον κόσμο πριν από μας, μας ακολουθεί, όπου κι αν βρισκόμαστε, κι οπουδήποτε κι αν αισθανόμαστε πως στοχεύουμε να πάμε. Το θέμα είναι: είμαστε πραγματικά ικανοί να ξεχωρίσουμε τι ποσοστό απ' όσα έχει καταγράψει συνέβησαν επακριβώς στην πραγματικότητα και πόσα προσθέτουν οι ανθρώπινες αφηγήσεις με ποσοστά ή εν είδει μυθοπλασίας;

Νταϊάν Λάντ, Το Λιοντάρι και ο Μονόκερος

Κάπου εδώ μπερδεύεται το νόημα της Ιστορίας, ως επιστήμης, ως κλάδος που κοιτά προς τα πίσω, ώστε να καταγράψει τα πάντα ως στεγνά γεγονότα αναζητώντας απτές και πολύ συγκεκριμένες αποδείξεις, με τις ιστορίες που λέμε ο ένας στον άλλο, ώστε να περάσει κάπως διασκεδαστικά η ώρα και να αποφύγουμε επιτυχώς στη βαρεμάρα. Συγχέεται ακόμη και με τη λογοτεχνική εκδοχή του όρου ιστορία (όπως αυτός τουλάχιστον χρησιμοποιείται από τους Αγγλοσάξονες, αφού στα Ελληνικά τον αντικαθιστούμε με τον όρο διήγημα), ένα κείμενο σε γραπτή μορφή, οργανωμένο και πλασμένο με τρόπο ώστε να τέρψει, να μορφώσει και να συγκινήσει· να προσδώσει, τελοσπάντων, κάτι στην εκλέπτυνση των αισθημάτων όσων φροντίζουν να αναζητήσουν την κατάλληλη ευκαιρία να την πλησιάσουν.
Εμείς, ωστόσο, θα φροντίσουμε να πλησιάσουμε τη δεύτερη σημασία του όρου· αυτή, που, στην πραγματικότητα, είναι και στους περισσότερους ανθρώπους πιο οικεία. Στο κάτω κάτω ήταν τα παραμύθια και οι αφηγήσεις που ακούγαμε ατέλειωτες ώρες όταν ήμασταν μικροί, που μας έκαναν όπως μας έκαναν· που συνέβαλαν τα μέγιστα στο να γνωρίσουμε τους άλλους γύρω μας, κι άρα, εν μέρει, και τον εαυτό μας, καθώς και που μας μύησαν στη μητρική μας γλώσσα. Τι άλλο μαθαίνει να κάνει άλλωστε ένα παιδί, πολύ μικρό σε ηλικία, καλύτερα από το να αναμασά και να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά σε καινοτόμα ή πανομοιότυπη μορφή αυτά που ακούει;

Λέγοντας μια Ιστορία

Μάθαμε, κατά τη διάρκεια των σχολικών μας χρόνων, πως δυο από τα χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών, που, όσο κι αν δεν είναι εντελώς οφθαλμοφανές, διατρέχουν και τις σημερινές μας καθημερινές αφηγήσεις, είναι η υπερβολή κι η λιτότητα. Από τη μια τείνουμε να τα φουσκώνουμε όλα, όταν κάτι ευχάριστο μας εντυπωσιάζει τόσο πολύ που θέλουμε, καθώς διηγούμαστε, να το αγκαλιάσουμε σαν να μην υπάρχει αύριο, κι απ' την άλλη, μπροστά στο όχι πολλά υποσχόμενο, είμαστε φειδωλοί. Μιλάμε για δυο χαρακτηριστικές στάσεις που εκτός από προεκτάσεις συναισθηματικών εξάρσεων, μπορεί να φανερώνουν και το ποιοι είμαστε, ποιος δηλαδή τελοσπάντων είναι αυτός που αφηγείται αφού μιλάει έτσι για τον τάδε· και, μ' αυτό τον τρόπο, βγαίνουν στη φόρα οι προσωπικές μας αδυναμίες, συμπάθειες, οι πολιτικές μας πεποιθήσεις, και τα εντελώς ιδιοσυγκρασιακά συμφέροντα που φροντίζουν επιμελώς τη συντήρηση της ύπαρξής μας.
Η αλήθεια είναι πως αξίζει να αναρωτηθούμε αν μια ιστορία που διηγούμαστε εμείς ή κάποιος άλλος μπορεί να έχει το οποιοδήποτε αποτέλεσμα, αν δεν την προσαρμόσουμε καταλλήλως. Επειδή κάθε ακροατήριο, αισθάνεται κανείς πως έχει τις δικές του ιδιαίτερες ανάγκες (κάτι που και κατά τη διάρκεια μαθημάτων σε πολλά κι ετερόκλιτα τμήματα, με ποικίλες δυναμικές, έχω διαπιστώσει). Άλλος βλέπεις πως αισθάνεται την ανάγκη να εφησυχαστεί, ενώ υπάρχουν προσωπικότητες που χωρίς χιούμορ δεν επιβιώνουν σε κανένα χώρο και για κανένα λόγο. Κι αν τελοσπάντων δε φροντίζεις να αλλάζεις τον τόνο, το περίβλημα ή ακόμα και το κύριο νόημα των ιστοριών σου σύμφωνα με το ακροατήριο που σε παρατηρεί, με αφοσίωση ή δυσπιστία, κάτι από την πεμπτουσία της αφηγητικής μαγείας σου έχει μάλλον ξεφύγει. Ή ίσως δεν είναι η τέχνη σου, ή πρέπει τελοσπάντων να το δουλέψεις για να βρεις τι είδους ιστορίες σου πηγαίνει τελικά να αφηγείσαι, ώστε οι άνθρωποι γύρω σου να μην πλήττουν ακούγοντας συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, βυθισμένοι ούτως ή άλλως στις δυσκολίες τους.


Κι ύστερα, κάθε ιστορία, όση επιστημονική φαντασία κι αν την κατευθύνει ή όσο βαθιά στο παρελθόν κι αν είναι τοποθετημένη, όσο συνεχίζουμε να τη λέμε, αποκτά κάτι από την εποχή, στο σύμπαν της οποίας ξαναζωντανεύει. Έτσι, το πνεύμα του μοναδικού και παντοτινού έρωτα που διακατέχει τα παραμύθια, αλλά και τη λογοτεχνία μέχρι την Αναγέννηση, κι ακόμα παραπέρα, φαντάζομαι πως χάνει κάτι από την αίγλη του, αν προσπαθήσουμε να το μεταφέρουμε στο σήμερα με τυφλή πίστη στην παρωχημένη του αξία και προέλευση. Αντίθετα, κάτι από τις συχνότερες αλλαγές συντρόφων, τη μοναξιά και τις συμπληγάδες του σημερινού συντροφικού βίου αξίζει να βρουν τη θέση τους εκεί· αν μη τι άλλο, ώστε να εντυπωσιάσουμε κιόλας ως αληθοφανείς, δεινοί απόγονοι του Ομήρου με τη δική τους ιδιόμορφη εξέλιξη.
Στο κάτω κάτω, η ταύτιση ενός αφηγητή, θεατή ή ακροατή με κάποιον ήρωα μπορεί να αποτελέσει προσωρινή λύτρωση από τα βάσανά μας, μια εφήμερη απομάκρυνση από τον εαυτό, ακόμη κι ενώ ο ίδιος βρίσκεται σε διαδικασία πειραματισμού και προσπαθειών στο στίβο της ζωής, ώστε να ανακαλύψει ποιος είναι ακριβώς αυτός ο τρόπος για να ζεις -το λεγόμενο modus vivendi- που του ταιριάζει περισσότερο.
Δεν αναλύω παραπάνω τίποτε διαφορετικό από μερικές σκέψεις που ίσως βρείτε πως σας χρησιμεύουν ή πως αξίζει να σας συντροφεύσουν, την επόμενη φορά που θα μπείτε στη διαδικασία να αφηγηθείτε εσείς οι ίδιοι ή που θα γίνετε με οποιοδήποτε τρόπο μάρτυρες μιας ιστορίας που μέσω κάποιου άλλου ξεπηδάει μπροστά στα μάτια σας. Το πως σχετίζονται όλα τα παραπάνω με το φημισμένο Confiteor θα γίνει σύντομα αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης επόμενης ανάρτησης που θα εξηγηθεί διεξοδικά πάνω στο θέμα.

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου