Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Τα Τελευταία Χριστούγεννα του Τζορτζ Μάικλ

Όπως έχει περίτρανα αποδειχθεί, η κυρίαρχη κουλτούρα έχει τη θέση της σ' αυτό εδώ το ιστολόγιο· γι' αυτό και δε μου φαίνεται καθόλου παράλογο που εδώ θα μνημονεύσω έναν άξιο αντιπρόσωπό της για δεκαετίες. Ο θάνατος του Τζορτζ Μάικλ στην ηλικία των 53 ετών μπορεί να μας ξάφνιασε όλους, ακριβώς εξαιτίας της αισθητής ανάδειξής του συμβόλου της ποπ κάποια στιγμή σε μουσικό ήρωα μέσα μας, άσχετα με το τι ίσχυε και τι όχι ή τι αποδείχθηκε διαφορετικό κατά τα σημερινά φαινόμενα, αλλά και στο πέρασμα του χρόνου.


Ο ελληνοκυπριακής καταγωγής Τζορτζ Μάικλ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1963. Γιος Κύπριου εστιάτορα και Αγγλίδας χορεύτριας, γρήγορα έκανε το ντεμπούτο του με τους Wham!, το συγκρότημα που δημιούργησε με τον Άντριου Ρίτζλεϊ. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες και διαχρονικότερες επιτυχίες του διδύμου βρίσκεται και το “Last Christmas”, το Χριστουγεννιάτικο άσμα της πληγωμένης καρδιάς που όλοι σε κάποια φάση έχουμε σιγοτραγουδήσει, εν μέρει από ανάγκη και θέληση να συνοδεύσουμε το κυρίαρχο πνεύμα, κι εν μέρει με πληγωμένα σωθικά, αναμένοντας η καινούργια χρονιά όντως να μας φέρει κάτι ξεχωριστό. Γιατί, μέσα στους στίχους και το ρυθμό του “Last Christmas”, βρίσκονται μαζί δεμένες ταυτόχρονα κι αρμονικά η ανάγκη να συνυπάρχουμε και να συμβιώσουμε με κάποιον άνθρωπο, με το ένστικτο της επιβίωσης που μας ωθεί να αντικρίσουμε ξανά τον κόσμο, έχοντας αναστηθεί από τα συντρίμμια. Είναι, με λίγα λόγια, το ετήσιο καμπανάκι που μας θυμίζει ότι οι μακροσκελώς αναλυμένες εποχές των εφηβικών μας ερώτων έχουν μια για πάντα αποβιώσει.


Όμως, αυτό το 2016, γιατί στέκεται έτσι απάνθρωπα κι επίμονα αντίθετο με την επιβίωση και τη μακροημέρευση των αγαπημένων μας ποπ αστέρων; Και συγκεκριμένα, γιατί στάθηκε τόσο σκληρό με το συγκεκριμένο, που έφτασε σχεδόν χρονικά μόνο λίγες ανάσες πριν την έλευση του 2017; Στην περίπτωση του συγκεκριμένου ποπ ειδώλου, η απάντηση δε μπορεί να βρίσκεται στην αυθαιρεσία ή την υπέρμετρη αλαζονεία. Καλώς ή κακώς, ο Τζορτζ Μάικλ και καλές σχέσεις με τη μητέρα του διατήρησε (τουλάχιστον ως την κατάληξη της τελευταίας, που, όπως λέγεται ήταν ανάμεσα στους παράγοντες που τον οδήγησαν σε διαρκή στενοχώρια, ενδεχομένως και κατάθλιψη), και ουκ ολίγες φιλανθρωπίες έκανε, και τους φανς του ανά τον κόσμο φρόντιζε ανά τακτά κι επαρκώς υπολογισμένα διαστήματα να ικανοποιεί, με τις ανά την υφήλιο εμφανίσεις που ακόμα και λίγο πριν το τέλος του σχεδίαζε, και στην προσπάθεια αποτοξίνωσης αρκετές φορές είχε ριχθεί (με αμφιλεγόμενα έως μάταια αποτελέσματα δυστυχώς). Τι φταίξαμε λοιπόν να στερηθούμε άλλη μια δημοφιλή φιγούρα που φώτιζε που και που με τις μέτριες μελωδίες και τις πράξεις του τη φτηνή, πεζή καθημερινότητά μας;
Η απάντηση, αν και πολυπρόσωπη, σίγουρα εκπροσωπείται εν μέρει από την ίδια την κυρίαρχη κουλτούρα, στην οποία ο γνωστός τραγουδιστής και τραγουδοποιός οφείλει την ανάδειξή του. Δεν αποκλείεται, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα, οι τάσεις για απομόνωση που απαιτεί ο κόσμος τη σήμερον ημέρα να τον είχαν επηρεάσει· σε συνδυασμό με τη μοναξιά που λογικά μπορεί να αισθάνεται κάποιος που βιώνει το ζενίθ της δημοσιότητας στο πετσί του, κι οφείλει να μπορεί να συνεχίσει να είναι φυσιολογικός κι όταν σβήνουν τα φώτα. Δεν αποκλείεται η διαμάχη μέσα του για το πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει λίγα ψίχουλα αυθεντικής συντροφικότητας να μη μπορούσε να συμφιλιωθεί με τη μοναξιά που η απανταχού λατρεία και ο θαυμασμός από αγνώστους μπορεί να προσφέρει. Ποτέ κανείς δε βρισκόταν μέσα του και γι' αυτό δε θα μπορέσουμε να μάθουμε τίποτα ακριβώς. Μονάχα ο καθένας θα προσπαθεί να βγάλει τα δικά του εντελώς υποκειμενικά συμπεράσματα και να κάνει υποθέσεις.
Αδιαμφισβήτητα, πολλές ποπ μελωδίες που τραγούδησε θα μείνουν στη μνήμη μας· χωρίς αυτό να αποτελεί ξεκάθαρη αιτία για το ξαφνικό ενδιαφέρον μας για την περίπτωσή του. Ο άνθρωπος υπέφερε καιρό από οτιδήποτε μπορεί να συμπεριλαμβανόταν ανάμεσα στους αγεφύρωτους συλλογισμούς που τον βασάνιζαν. Εμείς θρηνούμε τώρα, που συνειδητοποιούμε πως μια ενδεχομένως κατάθλιψη είχε φτάσει στο αμήν, ενώ αγνοούσαμε την ύπαρξή της. Θρηνούμε το θάνατο κάποιου, ακριβώς επειδή ευχόμαστε βαθιά μέσα μας να βρεθεί κάποιος κάποια μέρα που θα θρηνήσει και θα αναλύσει έτσι και το δικό μας. Κάποιος που θα θρηνήσει δημόσια και τη δική μας δόξα, ώστε να εξασφαλιστεί η επιβεβαίωση. Σ' αυτή την πτυχή απώλειας του Μάικλ που αντικρίζουμε στα μίντια καθρεφτιζόμαστε.
Το μήνυμα της κατάληξής του, αν κι έχει ιδιαίτερα έντεχνα κι εύστοχα αποσιωπηθεί βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στην πάλη με τον εαυτό σου. Στην πάλη με τα χαρακτηριστικά του που ίσως δε θα διάλεγες ή, στην πραγματικότητα, απλά δε γνωρίζεις αν θα θεωρούσες θεμιτά, αν δεν είχες παντοτινά εξ αρχής συναίσθηση του πόσο χαρακτηριστικά τα ενσωματώνεις. Βρίσκεται στην πάλη με τη θλίψη που «χορεύει κι ύστερα πετάει», μετά από την καρτουνίστικη εικόνα που διαιώνισες, προσπαθώντας να αποκαλύψεις κάτι για σένα σημαντικό (όπως η ομοφυλοφιλία, για παράδειγμα), που μπορεί να αποκρύπτει άλλα τόσα βαθύτερα ουσιώδη. Βρίσκεται στο να προσπαθήσεις να αποδεχθείς τον εαυτό σου εντός ή εκτός δημοσιότητας με τα θεόστραβα που μπορεί να βγάζουν μάτι και με τα προτερήματά του, χωρίς να ζητάς βοήθεια με εξαρτησιογόνο τρόπο από άψυχα ή έμψυχα. Σ΄αυτή τη μάχη, ο Τζορτζ, με όση δύναμη κι αν στάθηκε να ερμηνεύει τους ποπ ύμνους της «Ελευθερίας» και της «Πίστης», φαίνεται πως άντεξε μέχρι εδώ. Μένει σ' εμάς, τους επί γης ανθρώπινους συνεχιστές του, να προσπαθήσουμε για κάτι καλύτερο.



Δεν πρωτοτυπώ, το ξέρω, αναπολώντας τις στιγμές που ψιθύρισα στίχους του και γράφοντας: Τζορτζ Μάικλ R.I.P.

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου