Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Προίκα Φημισμένης Λογοτεχνικής Πένας

Δε θα χρησιμοποιήσω τα τετριμμένα (που, εδώ που τα λέμε, στο χρονικό της κρίσης συχνότατα ανθίζουν) λέγοντας ότι σε καιρούς απογοητεύσεων είναι καλό να κάνουμε στροφή back to basics. Επιθυμώ να δηλώσω, ωστόσο, πως για φιλόδοξους πρωτοεμφανιζόμενους στη γραφή, αλλά και σε αρχικό στάδιο επαφής με τη λογοτεχνία, επιπέδου μεν, είτε υψηλή, είτε του κυρίαρχου ρεύματος δε, η μελέτη των πρώτων διδαξάντων στο είδος αποτελεί σταθμός και δύσκολα μπορεί να αποφευχθεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα διηγήματα του Τσέχωφ είναι αδύνατο να αγνοηθούν κυρίως προς μελέτη και διαδρομή εκτίμησης εξαίσιων δημιουργημάτων που επικοινωνούν πολλά με λίγες λέξεις.

Προσωπογραφία που απεικονίζει τον Τσέχωφ το 1898

Στη συλλογή διηγημάτων Προίκα, που περιέχει μερικά από τα πιο γνωστά διαμάντια του πολυπράγμονος συγγραφέα (τόσο που σε όσους έχουν υπάρξει φοιτητές τμημάτων λογοτεχνίας, οι πλοκές, καθώς και κάποια αποσπάσματα είναι καταδικασμένα να διαβάζονται οικεία, λες και απηχούν κάτι από το χρονοντούλαπο του μυαλού!) αυτό γίνεται πέρα για πέρα αισθητό. Από τον ενδελεχή τεμαχισμό της ανθρώπινης φύσης και ψυχοσύνθεσης δεν ξεφεύγει κανένα στοιχείο, κολακευτικό ή μη. Ακόμη κι οι πιο ανεπαίσθητες διακυμάνσεις ερεθίζουν το πάντα σε εγρήγορση μάτι του συγγραφέα, που προσπαθεί να φτάσει στις αιτίες των πιο πανανθρώπινων ανησυχιών και τάσεων πριν τις διαφωτιστικές αναλύσεις του Φρόυντ, πατέρα της σύγχρονης ψυχολογίας. Έτσι, για παράδειγμα, το άγχος για την παντρειά της κόρης, που στη Ρωσία του 19ου αιώνα όφειλε να βρει τον τρόπο να αποκατασταθεί ως γυναίκα αποτυπώνεται στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής. Παρά την επανειλημμένη άρνηση της εν λόγω κόρης-ηρωίδας, η συναισθηματική συμμόρφωση στις κοινωνικές επιταγές είναι πασιφανής, τόσο μέσα από τη διαρκή επικέντρωση στη σταδιακή επέκταση του όγκου των προικιών όσο και στη διαταραγμένη ψυχική της διάθεση, που κλιμακώνεται, ιδιαίτερα μάλιστα κι αφού η ενδοοικογενειακή κλοπή τους γίνεται αισθητή. Κάθε έκφανση αντίδρασής της ή έλλειψή της ανακαλεί κι πιθανά υπαρκτές σημερινές αντιδράσεις από φαινομενικά «καθημερινούς» ανθρώπους πάνω στο ίδιο θέμα.
Για το συγγραφέα της Προίκας, η εμμονή με το καθημερινό φέρνει στο φως την πεμπτουσία της ανθρώπινης φύσης, κι ως εκ τούτου, της καθημερινής πραγματικότητάς μας. Έτσι, η βαρεμάρα κι η «μηχανική απάθεια» του προέδρου και των λοιπών δικαστών και υπαλλήλων στο διήγημα “Κακουργιοδικείο”, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των κατηγοριών του αντεισαγγελέα, αλλά και γενικά για όσο φαίνεται να κυριαρχεί ό,τι οι ήρωες αντιλαμβάνονται ως ρουτίνα, φωτίζει το καθημερινό μας μπούχτισμα για άλλη μια μέρα φουλ στις κοινοτυπίες, που δε φιλοδοξούμε παρά να μας φέρει «τα ίδια και τα ίδια», και σαφώς φανερώνει την έλλειψη εκτίμησής μας για το μοναδικό φαινόμενο της ζωής. Η συγκέντρωση της ενέργειάς μας σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο χρόνο που εκεί και τότε θεωρούμε σημαντικό λόγω της επιφαινόμενης έντασής του, ακόμη κι αν σε λίγες ώρες είναι καταδικασμένο να ξεχαστεί, αποτελεί ένα ακόμη ανθρώπινο χαρακτηριστικό που συγκεντρώνει την προσοχή του συγγραφέα. Η πρωταγωνίστρια της “Αναστάτωσης” αφήνει τη θεωρητικά επιφανειακή προσβολή του ψαχουλέματος των υπαρχόντων της από την αφεντικίνα της, λόγω άρτι παρελθούσας οικιακής κλοπής, στο σπίτι των οποίων διαμένει και προσφέρει τις υπηρεσίες της ως γκουβερνάντα, να διεισδύσει στα τρίσβαθα της ψυχής της, παρά το γεγονός ότι γνωρίζει πως το περιστατικό είναι μέρος της κατάστασης των πραγμάτων. Αφήνεται να επηρεαστεί τόσο βαθιά από ένα παροδικό συναίσθημα, ακόμη και τη στιγμή που ο φόβος και η ανάγκη για την επιβίωση έχουν αντίκτυπο στην αξιοπρεπή υπόστασή της, με τον τρόπο που όλοι μας παρασυρόμαστε από ρεύματα συναισθημάτων που πιστεύουμε ότι μας ξεπερνούν, και που μετά από καιρό είναι αδύνατο να ανακαλέσουμε την απαρχή και την κατάρρευση της επήρειας τους.
Υπάρχουν αναμφισβήτητα στιγμές που ο αναγνώστης αισθάνεται στα σωθικά του την επιμονή του συγγραφέα να διατηρήσει ένα απόλυτο είδος απόστασης, να παραμείνει αδέκαστος απέναντι στη μεροληψία και στην ευμετάβλητη φύση της ανθρώπινης ψυχής. Στην κατρακύλα του Πουτόχιν του “Παλιού Σπιτιού”, που χάνει τη γυναίκα του, όσο κι αν εν ζωή πιθανά δεν εκτιμούσε στο έπακρο τις ιδιαιτερότητές της, ο Τσέχωφ στέκεται αμείλικτος, ειδικά όταν η υπόληψη της οικογένειάς του παύει πλέον να τον αγγίζει· τόσο που, αφού έχει ξεκάνει το παλτό ενός από τους γιους του, επιλέγει να σκοτώσει στο ποτό τα λεφτά. Η επιμονή του, παρ' όλα ταύτα, στο να μην αφήνει ούτε το ελάχιστο περιθώριο για θαυμαστές εξαιρέσεις προτιμά να αγνοήσει πόσο σπουδαίοι μπορούν να γίνουν και πόση γενναιότητα μπορούν να φανούν οι αφανείς καθημερινοί άνθρωποι συχνά κάτω από δύσκολες και ιδιάζουσες συνθήκες, με την απομυθοποίηση έστω και της ελάχιστης σπουδαιότητας σε κάθε τους ενέργεια. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε ίσως, επιχειρώντας ιλιγγιώδη χωροχρονικά άλματα να υποθέσουμε ότι κατόπιν αλλεπάλληλων αποτυχιών κι αδιεξόδων με τους άλλους, ο Τσέχωφ είχε καταλήξει κατά μια έννοια πεσιμιστής.

Γκουστάβ Κουρμπέ, Μετά το Δείπνο



Όπως και να 'χει ωστόσο, δεν παύει η λιτή σε ύφος, με ανεπαίσθητα λόγιες στιγμές γραφή του να φτάνει βαθιά μέσα μας παρά την πάροδο των χρόνων, των ηθών και των νοοτροπιών. Το ότι κράζει μέσα από δείγματα δουλειάς του για την καλλιέργεια της κριτικής ικανότητας επί του συνόλου του πληθυσμού, καθώς και κατά συνέπεια για κοινωνική αλλαγή, μαρτυρώντας την αμάθεια και τα κοινωνικά χάσματα της εποχής του, απλά μας αποδεικνύει με έναν τρόπο ακόμα το πόσο επίκαιρος είναι.


By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου