Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Μικρού Μήκους Χρονικά της Κρίσης Κάτω από το Μικροσκόπιο: Δυστυχώς Απολύεσαι

Δεν είναι λίγοι όσοι υπερθεματίζουν ότι τα χρόνια της κρίσης, όπως τη βιώνουμε στην Ελλάδα κι όχι μόνο, κάτι περισσότερο από 6 χρόνια τώρα, ως μέρος του φάσματος της θεματολογίας δημιουργημάτων, τους απωθούν εξαιτίας της μελαγχολίας που τους προκαλούν. Και δεν είναι λίγες οι φορές που έχω έρθει αντιμέτωπη με τις σκέψεις τους, διερωτώμενη πώς είναι δυνατό ένα μόνο είδος θύμησης και αντανάκλασης να τους προκαλεί τόσο βαθιά θλίψη. Κατά τη γνώμη μου, στο Δυστυχώς Απολύεσαι, όπως και σε άλλα έργα που επωμίζονται επάξια το βάρος του είδους, περισσότερο η συνειδητοποίηση κι ένα είδος μετα-αυτοκριτικής είναι ικανά να ωθήσουν τον αναγνώστη στην πρόθυμη έως και μανιώδη ανάγνωσή τους.

Κάρι Αν Μπάαντ, Μελαγχολία με Δαίμονες

Φυσικά κάποια επίπονα στερεότυπα είναι αδύνατο να αποφευχθούν κι εδώ, όπως κι αλλού. Όπως, για παράδειγμα, η συναισθηματική στειρότητα-προϊόν μιας στεγνής οικονομίας, που εισπράττει κανείς σε πολλές περιπτώσεις από τον φιλικό ή / και οικογενειακό περίγυρο. Στα περισσότερα μικρά διαμάντια-διηγήματα του Φώτη Καλαμαντή η αφομοίωση των ιδεών του καπιταλισμού ως υπέρτατες αξίες από τα μέλη της κοινωνίας είναι απόλυτη και πλήρης, δείγμα αυθεντικά συνειδησιακής ματιάς και διάθεσης ρεαλισμού. Πόσο μάλλον αν σκεφτεί κάποιος ότι το έτος έκδοσης που φέρει η συλλογή είναι μόλις το 2014.
Το εντυπωσιακό, ωστόσο, σ' αυτές τις μικρές ιστορίες δεν παραμένει μονάχα ο υπέρτατος βαθμός που οι συμπεριφορές μας, ως Ελλήνων της κρίσης έχουν αποτυπωθεί. Το πιο υπέροχο που έχει να αντικρίσει κανείς, με το που θα ανοίξει σχεδόν τα πρώτα διηγήματα του Δυστυχώς Απολύεσαι, είναι πολλά από τα προσωπικά ρομαντικά όνειρα προσωπικής πλήρωσης των ηρώων, συχνά ανέφικτα, που όμως, καθώς οικοδομούνται με προσοχη, ορθώνονται και καταλαμβάνουν στο σύμπαν τους απέραντες εκτάσεις, εκτοπίζοντας κάθε γκρίζα ανορθογραφία. Όπως για παράδειγμα δυο από τους συμπαθέστερους στην υποφαινόμενη ήρωες: ο Μιχάλης στα “Σκουπίδια” κι ο Κώστας στη “Ματούλα”.
Σκαλίζοντας σχολαστικά την εξέλιξη του πρώτου, διαπιστώνουμε πως ο Μιχάλης έχει παντρευτεί σε κανονική ηλικία, μόνο όπως κάτι αντίστοιχο υπολογιζόταν της δεκαετίες προ κρίσης, έχει βαρεθεί την καθημερινότητα με τη γυναίκα του και τα δίδυμα που του έχει χαρίσει, και ψάχνει έναν έρωτα να τον εξιτάρει στο πρόσωπο της Χρύσας. Το αντικείμενο του πόθου του είναι γυναίκα ευκατάστατη, παντρεμένη με πετυχημένο επιχειρηματία, στην προσπάθεια να αποκτήσει εμπειρίες προσωπικής ζωής, που να την εκφράζουν, έχοντας τες επιλέξει η ίδια· είναι ξεκάθαρο πως ως ηρωίδα που έχει φέρει εις πέρας καταπιεστικούς ρόλους ετών, αυτό που αναζητά πιθανώς απέχει παρασάγγας από συναισθηματική αναγέννηση οποιασδήποτε έντασης και μορφής. Μολονότι, αυτή ακριβώς ξυπνά στο μυαλό, την καρδιά και το είναι του εραστή της και ήρωά μας, Μιχάλη, στον οποίο δε μένει παρά να συνειδητοποιήσει ότι τίποτε απολύτως δεν επιθυμεί από τη ζωή μακριά από την απρόσμενη καθημερινότητα ενός παθιασμένου έρωτα.


Όσον αφορά, τώρα, τη συναισθηματική εξέλιξη του Κώστα στη “Ματούλα”, όλα εξαρτώνται από τις προοπτικές άνθησης του βλασταριού που με τόσο κόπο μόνος του κατάφερε να μεγαλώσει. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, η αρχική διάγνωση της έφηβης κόρης του με δύσκολα προβλέψιμη, για ό,τι τουλάχιστον αφορά την πορεία της, νόσο τον ρίχνει σε βαθιά μελαγχολία, που συνοδεύεται από αδυναμία αντίδρασης, μετά από τυχαία συνάντηση με ένα ακαθόριστου είδους και προέλευσης πεπρωμένου. Γι' αυτόν σύσσωμο το σύμπαν αντανακλά την αγάπη του για το παιδί που έφερε στον κόσμο, κι έτσι, κάπου μετά την αποκάλυψη μιας ανακουφιστικής αλήθειας στο διήγημα βροντά με άνεση την πόρτα στο ποτισμένο από κάθε ραγδαία διαβρωτική επίπτωση της καπιταλιστικά ανθρωποφαγικής ιδεολογίας αφεντικό του, το Τσίγκο, όνομα και πράμα (ειδικά αν σκεφτεί κανείς την κυριολεκτική χρωματολογία, καθώς και τη μορφολογική και ηχητική εγγύτητα της λέξης με το χαρακτηρισμό “σπάγγος”).
Και ο απόηχος του αγαπημένου μου διηγήματος από τη συλλογή (συνήθως αποφεύγω να μεροληπτώ σε υπερβολικό βαθμό, πάντα με πυξίδα την αυτοπραγμάτωση μέσα από τις κατάλληλες εξαιρέσεις, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση στάθηκε ειλικρινά δύσκολο να αντισταθώ!): στην “Καλή Δουλειά” ο αναγνώστης έρχεται φάτσα φόρα αντιμέτωπος με την προδιαγεγραμμένη αποτυχία ενός νέου που ψάχνει να βολευτεί με κάθε πολυτέλεια της έννοιας στη μετακρισιακή πραγματικότητα της σημερινής Ελλάδας. Ο Κώστας είναι 28 χρονών, απόφοιτος τμήματος Γεωγραφίας, αφού την κρίσιμη στιγμή δεν κατάφερε να περάσει στο Μαθηματικό κι ασφαλώς άνεργος. Ένα τηλεφώνημα του πατέρα του σε παλιό γνώριμο-μεγαλέμπορο-μαφιόζο εγγυάται με βεβαιότητα, αν όχι τίποτε άλλο, να του χαρίσει μια ματιά στην είσοδο των ημιαπατεωνιών και της απανθρωπιάς του ελληνικού μεγαλοεπιχειρηματικού κόσμου και τις δυσκολίες του ιδιωτικού τομέα. Θα καταφέρει ο Γιώργος να στεριώσει σαν υπάλληλος στην εταιρεία του Νάκου Βαρθολομαίου, μεγαλέμπορα χαρτιού, διαβόητου για μαφιόζικη συμπεριφορά, ή έχει δίκιο η Τίνα, η κοπέλα του, που προσπαθεί να τον προτρέψει να μη δίνει και πολύ σημασία; Κανενός είδους απάντηση, αλλά κι όλες ταυτόχρονα μπορούν να ικανοποιηθούν τα μέγιστα από την έκβαση του εκτενέστερου διηγήματος της αξιόλογης αυτής συλλογής.
Τι κι αν αισθανόμαστε πως οι λέξεις “ανεργία” και “οικονομικές συνθήκες” έχουν σημαδέψει τη ζωή μας βαθιά για πάντα· το λιτό ύφος γραφής του Καλαμαντή που όμως δεν αποφεύγει τις συγκρατημένες εκρήξεις, καθώς και η ανατριχιαστικά οικεία καθημερινότητα των περιστατικών που περιγράφει μας κάνουν να διακρίνουμε εκ νέου πράγματα που υπάρχουν στη ζωή μας και δεν έχουμε σταθεί ποτέ να αντικρύσουμε ή να παρατηρήσουμε. Αφιερωμένο αδιαμφισβήτητα σε όσους έχουν σβησμένη την παραγωγή λογοτεχνίας γραμμένη στην εποχή που φιλοδοξεί να αποτυπώσει τις καινοφανείς ιδιαιτερότητές της.

By Μαρία Γώγογλου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου