Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Ξενέρωτη Μπόσα Νόβα του 21ου Αιώνα

Σινιάλο μιας αντιρομαντικής εποχής

Για όσους δεν το έχουν σκεφτεί ενεργά ακόμα, ήρθε η στιγμή να το επιβεβαιώσουν: ναι, είναι αλήθεια πως οι στίχοι που με εμπνέουν περισσότερο γίνονται οι εντονότερες αφορμές για τις αναρτήσεις μου, πολλές φορές στον ορίζοντα άσχετων κινήτρων. Ομολογώ πως άφησα, πάντως, πολύ καιρό τη “Μπόσα Νόβα του Ησαΐα” του Φοίβου Δεληβοριά μέσα μου να ωριμάσει προτού αραδιάσω τις παρακάτω σκέψεις.
Η αλήθεια είναι ότι, παρά το γεγονός ότι το τραγούδι γράφτηκε πολύ πριν την έλευση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και, συνεπακόλουθα, και της ελληνικής, διόλου επιεικούς έκφανσής της, αποτυπώνει πολλά νεοελληνικά τερτίπια που ξεπήδησαν και αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκειά της – χωρίς φυσικά να ισχυρίζεται κανείς ότι η εποχή των 1990s της κυκλοφορίας του παρόντος δεν ήταν χαρακτηριστική εποχή για την άνθηση στερεότυπων που στοιχειώνουν το σύγχρονο νεοελληνικό χαρακτήρα. Να, λοιπόν, μια θεώρηση της σύγχρονης εκδοχής ερωτικών σχέσεων ή της σχεδόν παντελούς απουσίας της εμπνευσμένη απευθείας από τον αγαπημένο τραγουδοποιό.


Το πιο κλασικό: δυο άτομα που τα προξένεψαν οι φίλοι τους (προσέξτε: δε γνωρίστηκαν στην παρέα κι έπειτα αποφάσισαν να βγουν, ιδιαίτερα γιατί αυτή η προσέγγιση κρύβει συμπάθειες και είναι αρκετά πιο πολλά υποσχόμενη!) πιστεύοντας πως έκαναν μια πέρα για πέρα καλή πράξη, ανακουφίζοντας ανθρώπους για τους οποίους έχουν μόνο θετικά συναισθήματα από την άβυσσο της μοναξιάς τους (ειδικά εν μέσω χειμώνα, που, εδώ που τα λέμε, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αμείλικτη). Κανείς δεν είχε δει τον άλλο ποτέ ξανά στα μάτια του και παραμένουμε ακόμη αρκετά υποθετικά μίλια μακριά από την πιθανότητα ενός είδους επαφής, που έτσι κι αλλιώς αποτελεί το βασικό στόχο και την προϋπόθεση επιτυχίας του εγχειρήματος. Έτσι, μπορούμε σίγουρα να παραδεχτούμε πως υπάρχει μια άλφα απόσταση μεταξύ τους, τουλάχιστο μέχρι να σπάσει ο πάγος των αρχικών στιγμών αναγνωρισιμότητας στοιχείων οικειότητας κι ενδείξεων ετερότητας.
Η ουσία είναι ότι βγαίνουν έξω, τελοσπάντων· και κανείς δε θέλει να τολμήσει κάτι που να τον βγάλει έξω από τον προσεκτικά οριοθετημένο εαυτό του· αυτόν που όπλισε για να αντιμετωπίσει αγνώστους. Η σχέση προχωράει, για εκείνη τη βραδιά και για λίγο μόνο, στο μυαλό τους ως προοπτική ενός μέλλοντος που κανείς δεν τους ρώτησε ποτέ αν επιθυμούν. Κι αν η στιγμή που από “μια ρόμπα μισάνοιχτη [... και] μπαίνει ο ήλιος [και] βλέπω το φως” που τους έρχεται ως αναλαμπή από το μέλλον δεν τους κολακέψει στο μυαλό αρκετά, ή δεν αισθάνονται έτοιμοι ή σίγουροι για να τη ζήσουν, παρηγορούνται με σκέψεις διαφορετικές και με το συλλογισμό ότι η βραδιά θα τελειώσει.

Έντβαρντ Μαντς, Χωρισμός ΙΙ
Κι είναι οι οπτικές τους γωνίες τελείως διαφορετικές· έχουν περάσει και οι δυο τους προ πολλού “αυτό το στάδιο”. Αυτός ξέρει να βγαίνει με αυτούς που αποκαλεί την “παρέα του”, μέχρι το πρωί, ή τελοσπάντων, μέχρι όσο αντέξει, και να περνάει καλά, με τη σύγχρονη αποστασιοποιημένη έννοια, η κατανόηση της οποίας απαιτείται για να κάνει κάποιος πράξη το “περνάω καλά”. Άλλωστε και η ενατένιση τυχαίων ατόμων συνοδευόμενη με τις φαντασιώσεις, ή το “φάτε μάτια ψάρια”, ή το άσκοπο κι άδοξο φλερτ που δεν αναζητεί τίποτα, γνωστό κι ως “λάδι λάδι κι από τηγανίτα τίποτα” έχει κι αυτό τη θέση του στο σύγχρονο μωσαϊκό των ερωτικών σχέσεων. Από την άλλη μεριά, είναι εύκολο να τροφοδοτεί συνεχώς μέσα του μια εικόνα παντρεμένου με ένα συμβιβασμένου δουλικό που φοράει “ρόμπα” και “μπικουτί”· ακόμη και η μητέρα του στην εποχή της είχε επιμείνει να δείχνει περισσότερη ανεξαρτησία από αυτό πέρα από τις αντιξοότητες, και, παρ' όλα αυτά, κάθε νέα γνωριμία και αποσαφήνιση επιβεβαιώνει ακόμη λίγο πιο ατράνταχτα την εμπεριστατωμένη άποψή του για το γυναικείο φύλο. Κι εκείνη συμβιβάζεται με το ότι πάντα θα υπάρχει κάτι πιο ιδανικό να ψάξεις αφού φαίνεται πως δεν είναι πολύ πιθανό να βγει κάτι μ' αυτόν εδώ που, κάθε τρεις φράσεις, επιμένει να κοιτάει έξω από το τζάμι της καφετέριας, προς το απροσδιόριστο πουθενά, και να μην καταλαβαίνει αυτά που αυτή προορίζει προς την κατεύθυνσή του ως πνευματώδη αστεία· γιατί ανεπιφύλακτα το “κανείς δεν είναι τέλειος” αποτελεί βαθιά γνώση, αλλά κι επειδή δε συνίσταται να βασίζεις τον ορισμό της ευτυχίας σου σε προσδοκίες από τους άλλους που είναι δυνατό να αμφισβητηθούν.
Κι όλα αυτά υπό τη σκέπη ενός λάτιν ρυθμού, πιο αργού απ' ότι χαρακτηριστικά (“μπόσα νόβα”), αλλά που υπονοεί ένα πάθος που δεν αγγίζει την πραγματικότητα και γι' αυτό δεν είναι πιθανό να κορυφωθεί. Τα φυσιολογικά λιμνάζοντα επίπεδα της συζήτησης, κατά τη διάρκεια της μοναδικής εξόδου τους, θα παρακαμφθούν μόνο για να ζήσουν την ένταση ενός ενδεχόμενου μέσα στο μυαλό τους, που, ωστόσο, απουσιάζουν και τα άψυχα, αλλά και τα έμψυχα μέσα που θα συντελούσαν στην πραγματοποίησή του.


Γιατί ζούμε πλέον τη μετακρισιακή do-it-yourself δεκαετία των 2010s, το χρήμα δε ρέει όπως το 1995, όταν κυκλοφόρησε το παραπάνω τραγούδι, κι ο καθένας προσπαθεί να χειριστεί τον εαυτό του με τον πιο οικονομικά αποδοτικό τρόπο που να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του, αποφεύγοντας να επαναφέρει στην επιφάνεια τα κρυμμένα κομμάτια παλιάς θλίψης που όλοι κουβαλάμε. Και το να φαντάζεσαι πράγματα επιβεβαιώνει την προηγούμενη συλλογιστική πορεία, τουλάχιστον από την πλευρά του ότι τα εκτονώνεις από το “είναι” και τραβάς παρακάτω, στο επόμενο κεφάλαιο.
Και ακριβώς, υπό αυτό το πρίσμα η ζωή, συνεχίζεται... Δηλαδή μετά το πέρας της βραδιάς ο καθένας τους συνεχίζει ατομικά να ψάχνει και ταυτόχρονα να μην ψάχνει καθόλου, έχοντας συνηθίσει ο εαυτός του να είναι υπεραρκετός. Κι η εμπειρία που μόλις προηγήθηκε θα αποτελεί πάντα ένα απροσδιόριστο κομμάτι ζωής, καλά θαμμένο· κάτι για το οποίο κανείς ποτέ δε θα δεχτεί να συνομιλήσει, εκτός κι αν το κάνει κατά λάθος, σαν ένα μωρό που δεν ήρθε, στην πραγματικότητα, ποτέ στη ζωή.
Κι αυτή είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί όχι μόνο “στην Κερατέα και στο Γραμματικό”, αλλά οπουδήποτε στον κόσμο. Και που συμβαίνει, δηλαδή, συνειδητά· άσχετα που αμφισβητούμε έμπρακτα τη δύναμη του οποιουδήποτε Φοίβου Δεληβοριά στο να επέμβει στα σκαμπανεβάσματα της προσωπικής μας ζωής και του εσωτερικού μας κόσμου.

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου