Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Διαδρομές IV

η πικρή γεύση μιας υπόκωφης σύγκρουσης

Είναι η σκηνή που τα προκαλεί όλα, η κυρίαρχη σκέψη στο μυαλό του, τη στιγμή που ακόμη βρίσκεται στο θέατρο. Είναι η κορύφωση της απόλυτα τυπικής χωροταξικής επιθεώρησης, ενώ συνεχίζει να προσπαθεί να γνωριστεί με το χώρο που σε λίγες ώρες θα τον φιλοξενήσει. Τουλάχιστον όσο προλαβαίνει προτού μπουν μέσα οι υπόλοιποι μουσικοί, που βρίσκονται σε απόλυτη αναμονή πριν αρχίσουν να στήνουν, κι αυτός ο περιορισμένος χρόνος της κατά κάποιο τρόπο ηγετικής φιγούρας δραπετεύσει, όπως μέσα από το τρυπητό ενός νιπτήρα, μπροστά στον καθρέφτη, όπου δέχεσαι να παρατηρήσεις την αντανάκλασή σου (άλλωστε έχουν πολλά να γίνουν, αφού τίποτα δεν έχει ετοιμαστεί για την αποψινή συναυλία). Το κέντρο της σκηνής, αυτό για το οποίο συμβαίνουν όλα, δικαιολογεί κάθε κατάσταση, ακόμη κι αυτές τις σκοτεινές αναμνήσεις, στις οποίες άθελά του, όπως και πολλές άλλες αναπόδραστες στιγμές, δεν του μένει τίποτε άλλο παρά να επιστρέφει.


Είναι γνωστή η έμφαση με την οποία μιλούν όλοι για τα λάθη της νιότης. Ένα, όμως βασικό χαρακτηριστικό της έβρισκε ο ίδιος πάντα πιο βασικό, κι ας μη φαινόταν να κεντρίζει κανένα σε τέτοιο βαθμό. Η ώθηση του εγωκεντρισμού, εκείνο το πράγμα μέσα σου που σε σηκώνει από το κρεβάτι κάθε πρωί, γιατί ελπίζεις πως ήρθε η μέρα που θα χτίσεις τη δική σου ζωή, πως θα δομήσεις έναν εαυτό ενάντια στις συνέπειες οποιουδήποτε άλλου· αυτό θεωρούσε το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό οποιασδήποτε νιότης, όπως και της δικής του. Ήταν όμως ταυτόχρονα και μια κατάρα που μπορούσε να σε ωθήσει να διαλύσεις μια πραγματικότητα, μια φιλία ή μια σχέση χωρίς γυρισμό.
Θυμόταν τον καβγά με την τότε κεφαλή του πρώτου συγκροτήματος, στο οποίο συμμετείχε ποτέ· αυτόν που όλοι νόμιζαν πως ήταν τρικούβερτος και με ανεκδιήγητες συνέπειες για κάθε πλευρά και πως είχαν πέσει κεφάλια. Μπορεί να είχε βγει όντως κάτι αποφασιστικό απ' αυτόν, σκεφτόταν τώρα, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι όπως τον παρουσίαζαν. Μάλλον μια εσωτερικευμένη τάση διαφωνίας ήταν παρά ο,τιδήποτε άλλο, έτσι τουλάχιστον το έβλεπε ο ίδιος τώρα.

Ένα προβάδικο, το πρώτο αληθινό ακατάστατό τους μέρος, κι όμως τόσο άθλιο, και παρ' όλα αυτά είχαν το σθένος να ελπίζουν όλοι τους πως εκείνο θα ήταν η βάση της επιτυχίας τους, το τραμπολίνο που θα τους εκτόξευε μια φορά για πάντα εκεί και τότε στον ουρανό της δόξας και της ευτυχίας. Μια μέρα που θεώρησε πως θα ήταν η πιο ανοιχτή και τυχερή της ζωής του είχε αποφασίσει να δείξει επιτέλους στους άλλους τα στιχάκια που από καιρό, για να μην υποδείξουμε χρόνια, έγραφε (γιατί μπορεί να ένιωθε σύντροφος μαζί τους σε όλα, όμως πάντα υπάρχει ένας εαυτός που δεν προσφερόταν για να τον δείξεις). Αυτή τη φορά στ' αλήθεια πίστευε πως δείχνοντας κάτι θα είχε να συνεισφέρει στο πνεύμα της ομάδας, γιατί τι άλλο είχε ένα συγκρότημα, αν τουλάχιστον για κάποιες ώρες της ημέρας δεν ξεχώριζε η ομαδική τους τάση (ένα από τα αλύπητα χαρακτηριστικά της νιότης, όπως τώρα από κάποια απόσταση βρισκόταν να την παρατηρεί ήταν η πλήρης εξιδανίκευση, όχι απλά όταν αισθάνεσαι ρομαντικός, αλλά όταν άθελά σου κάνεις και πράξη τα ιδανικά της ρομαντικής αφέλειας);
Δεν είναι αυτά, ρε φίλε, για μας” του απάντησε η αρχηγική τους φυσιογνωμία, ο φρόντμαν τους, έτσι όπως θα τον ονόμαζε τώρα, που άκουγε τότε στο Μαλαμάντρας, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο συνδυασμένο από όνομα παλιού Ισπανού κατάδικου και μια εύηχη παραλλαγή της σαλαμάνδρας, έτσι για να αποτυπωθεί η πεμπτουσία ενός ευγενούς καθάρματος. “Δεν το βλέπεις πως δεν ταιριάζει μ' αυτά που λέμε; Ο κόσμος περιμένει ταραχή, ανατροπή. Δε θα κάθομαι να τον ταΐζω λιβάδια.”
Και λιβάδια υπήρχαν όντως στα στιχάκια. Λιβάδια και γυμνοί ασυνόδευτοι καβαλάρηδες και μαυροφορεμένα κορίτσια με λυμένα μαλλιά. Αφού είχε εμφανώς επηρεαστεί από τη λογοτεχνία του φανταστικού που τότε διάβαζε. Τόσο έμπρακτη θυσία: τα προσωπικά σου ενδιαφέροντα για μια κοινωνική ανατροπή που δε φαινόταν στον ορίζοντα να μπαίνει από πουθενά.
Μπορούμε απλά να το δοκιμάσουμε”, επέμεινε, “κι ας μείνει στην άκρη. Δε σου είπα να το πάμε στο στούντιο. Δε σου είπα να το παίξουμε στον Κάμπο” (όπου Κάμπος το επόμενο φεστιβάλ όπου θα έκαναν support act. Μέλλον οικονομικών απολαβών της βραδιάς=απροσδιόριστο).
Φίλε, έχω σοβαρά θέματα στο μυαλό μου τώρα για να σκέφτομαι λιβάδια. Είμαι ταπί κι έχουμε ξεμείνει κι από τσιγάρα. ΘΑ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΩΡΑ ΠΩΣ ΘΑ ΤΗ ΒΓΑΛΩ ΧΩΡΙΣ ΛΕΦΤΑ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΣΙΓΑΡΑΑ;”, οι αγριοφωνάρες και ο στόμφος αδυναμίας του “φίλου” του ήταν πλέον κοινότυπες παρουσίες στη ζωή του ήρωά μας. Όμως αυτός ο ενικός. Αυτή η προσωποποίηση της επιθυμίας να τον ταΐζω, θα τη βγάλω είχαν πια αρχίσει να έχουν τον αντίκτυπό τους, κι ας ήταν περισσότερο μέσα παρά έξω (άλλωστε έξω τι μπορούσες να κάνεις, εκτός από το να στριγκλίσεις σε κάποια φάση τις χορδές; Κι αυτό άντε ο οποιοδήποτε να το συνειδητοποιήσει, αφού φαίνεται πως ο ίδιος παραήταν συνεσταλμένο παιδί για όλα τα υπόλοιπα). Κάποτε, όμως έρχεται πάντα η στιγμή που το θρυμμάτισμα αποκαλύπτει τη σάρκα και τα οστά του· και η αναντίρρητή του όψη είναι πλέον ένα γεγονός, που αδυνατείς να το αποστραφείς όσο κι αν προσπαθήσεις.

Απεικόνιση του μουσικού Ίαν Κέρτις των Joy Division σε γκράφιτι
Κι έτσι σιγά σιγά όλο αυτό το κυνηγητό της “άσεμνης δόξας”, ή ο τρόπος που σταδιακά άρχισε να βλέπει όλη αυτή την προσπάθεια του μόνου συγκροτήματος, στο οποίο είχε μέχρι τότε υπάρξει, να γίνουν οι αφεντιές τους γνωστές μούρες του αντεργκράουντ συρρικνωνόταν μέσα του λίγο λίγο, όλο και περισσότερο σε σχέση με αυτό που το μυαλό και η ψυχή του αποζητούσαν από τον ίδιο να γίνει μια μέρα.
Κι η αφορμή, έστω και κουτσή, μα αναπόφευκτη ήρθε μια από τις νύχτες, που αναγκασμένοι να διανυκτερεύσουν στις εστίες όλοι μαζί, αυτός κι ο ντράμερ και η πυγμή της δόξας τους (ο Μαλαμάντρας) και η κοπέλα του τελευταίου (μη φανταστείς, όχι τίποτε παραπάνω από το συνηθισμένο) στο δωμάτιο της στις φοιτητικές εστίες. Ήταν που ήταν αρκετό όλο αυτό, το να μη σε δέχονται ακριβώς γι' αυτό που είσαι, εκεί που προσπαθείς πια να κάνεις το κομμάτι σου κι εσύ, δε μπορούσε επιπλέον να αντέξει και τις μουγκές στριγγές από το διπλανό κρεβάτι, όπου διανυκτέρευε "με παρέα" η μεγαλειώδης μορφή που στοίχειωνε ακόμη και τα όνειρά του. Ακόμη κι αν δεν ήθελε τότε να το παραδεχτεί ούτε καν στον εαυτό του, ήθελε ο ίδιος να είναι το κέντρο, αυτός χωρίς τον οποίον δε γίνεται· αυτός, από τον οποίο εξαρτώνται όλα· αυτός που μπορεί να δίνει νόημα και υπόσταση στις ιδέες που μπορεί φευγαλέα να περνούν μπροστά από τα εφήμερα σύννεφα των άλλων.

Έρωτας-Θάνατος, σχέδιο της Τζίπσι Ράλεϊ

Ουδέποτε δημιούργησε θέμα ή πήρε μέρος στην οποιαδήποτε παρεξήγηση για όλα αυτά τα ζητήματα ανοιχτά. Μια από τις κλασικές αποτυχίες τους να πληρωθούν σε μια ασήμαντη εμφάνιση σε ένα χωριό του Κάμπου ήταν κι ο βασικότερος λόγος που έδωσε στους άλλους να καταλάβουν πως είχε ανάγκη να βιοποριστεί για να συνεχίσει τη ζωή του κάπου αλλού. Σε συγκρότημα ή όχι. Ή έτσι τουλάχιστον τους άφησε να πιστεύουν. Θυμόταν ένα ξημέρωμα που έδωσαν τα χέρια κι ήταν το τελευταίο· κι άκουσε κάτι σαν “καληνύχτα και καλή τύχη”, με όλες τις κοροϊδευτικές εκφάνσεις που θα μπορούσε να περιέχει.


Αυτά ανήκαν όλα στο παρελθόν. Και που να ήξεραν οι άλλοι πρώην συμπορευτές του, οι φαντασμένοι τι τους περίμενε στη συνέχεια, σκέφτεται τώρα· και που να ξέρω εγώ τι με περιμένει απόψε. Ένα κατάμεστο θέατρο, μια υποτονική παρουσία, μια ελλιπής προσέλευση, όλα περνούσαν από το ξάγρυπνο μυαλό του, ακριβώς την ώρα που κάποιος διαλέγει αποφασιστικά να μπουκάρει σταματώντας αυτή την αναπόληση τουλάχιστον προσωρινά.

Υ.Γ. Προηγούμενα μέρη: Διαδρομές Ι, Διαδρομές ΙΙ και Διαδρομές ΙΙΙ 
 
By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου