Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Ο Απόηχος των Φώτων της Πόλης

Είναι δεδομένο πως ο βουβός κινηματογράφος αποτελεί μια μακρινή πραγματικότητα σε σχέση με την τεχνολογική κορύφωση της εποχής μας· γνωρίζουμε όμως εξίσου καλά πόσα περισσότερα μεταδίδουμε με τη γλώσσα του σώματος και τις κινήσεις σε σχέση με τα ατέλειωτα λεκτικά επινοημένα σενάρια. Γι' αυτό το να ξαναδώ Τα Φώτα της Πόλης του Τσάρλι Τσάπλιν δε μου φάνηκε καθόλου άκαιρη ή άστοχη επιλογή.


Αν και ξεκάθαρα αντιπροσωπευτικό του βασικού κορμού των έργων του Τσάπλιν, τοποθετείται στην κορωνίδα της εξέλιξης των δυνατοτήτων του βασικού ήρωα του, του Αλήτη. Ενός ασήμαντου ανθρωπάκου, ακριβώς όπως όλοι μας δηλαδή, που τριγυρίζει συνεχώς με βασική έννοια κι απασχόληση την επιβίωση και τη διασκέδασή του με όλους τους πιθανούς τρόπους που φαίνονται να προσφέρονται διαθέσιμοι.
Στη συγκεκριμένη ταινία, ο Αλήτης είναι τόσο αιχμάλωτος, όσο κι εραστής των Φώτων της Πόλης· με άλλα λόγια, η προσέγγισή του δεν απέχει πολύ από την αμφίθυμη αντιμετώπιση της μοναξιάς, της ζεστασιάς και των δυσκολιών των μεγάλων πόλεων στην καθημερινότητά μας. Σε μια από τις συνηθισμένες του βόλτες, μια μέρα με ασυνήθιστο, για τα δεδομένα της εποχής και ιδιαίτερα της άνθησης της τεχνολογίας κατά τη διάρκειά της, αυτοκινητιστικό κομφούζιο, ο Αλήτης γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο ενός τυφλού, μα πανέμορφου κοριτσιού-πωλήτριας λουλουδιών για τα προς το ζην. Η ψευδαίσθηση της εγγύτητας των προσωπικών τους επαφών κατά τη διάρκεια του φιλμ μπορεί να συντηρείται από το γεγονός ότι η κοπέλα οδηγείται να ελπίζει ότι ο ευγενικός ανοιχτόκαρδος τζέντλεμαν που προσπαθεί να πλησιάσει την καρδιά της φέρεται γενναιόδωρα όντας πλούσιος κι αγνά αισθηματίας. Την ίδια περίπου περίοδο, ο Αλήτης προσπαθεί να επωφεληθεί οικονομικά και συναισθηματικά -με ομολογουμένως ανάμικτα αποτελέσματα- από την ιδιόρρυθμη φιλία του με πλούσιο γόνο.Η ιδιαιτερότητα της τελευταίας συνίσταται στο ότι ενώ ο προνομιούχος είναι μεθυσμένος θυμάται ακριβώς τις αστείες όσο και κρίσιμες στιγμές της διάσωσής του από την αυτοκτονία με παραίνεση του Αλήτη, και του συμπεριφέρεται σαν να είναι ο καλύτερός του φίλος, αλλά μόλις ξεμεθάει δεν τον αναγνωρίζει. Η ομορφιά και η ασχήμια των προθέσεων, των υλικών μέσων και των συναισθημάτων εναλλάσσεται συνεχώς σ' ένα παιχνίδι, όπου είναι δεδομένο πως ο πρωταγωνιστής, ως πιο τιποτένιος κι ασημαντότερος όλων θα την πληρώσει.


Στέκεται αδύνατο να θαυμάσει κανείς τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο της ταινίας χωρίς να σταθεί στο μυθοπλαστικό κατασκεύασμα του κεντρικού ήρωα, η απλότητα της πεμπτουσίας του οποίου μπορεί να κατατροπώσει τους πιο λεπτομερώς οριοθετημένους χαρακτήρες των σύγχρονων κινηματογραφικών πονημάτων. Ο Αλήτης είναι η δημιουργία του Τσάπλιν για να παρακινήσει τους ανθρώπους να καταλάβουν την ασημαντότητά τους και παράλληλα να εκτιμήσουν πόσο μοναδική εμπειρία είναι ακόμη και το να έχει κανείς να περιμένει μόνο τα απλούστατα, τα απολύτως πεζά και ούτως ή άλλως επαναλαμβανόμενα κι αυτονόητα της ζωής, όπως για παράδειγμα τον ήχο από το κελάιδισμα των πουλιών, που ο πρωταγωνιστής ανακαλεί στο μυαλό του πλούσιου «φίλου» του για να τον αποτρέψει από την αυτόχειρη ολίσθηση στο μοιραίο. Είναι ένας μεταμφιεσμένα γελοίος οποιοσδήποτε που απαιτεί την προσοχή των άλλων υπογραμμίζοντας τη σημασία της μακροχρόνιας επιβίωσής του όσο κι εμείς.
Ασφαλώς το παίξιμο του Τσάπλιν σε όλες τις Αλήτικες κι όχι μόνο ταινίες ανήκει σε μια ξεχωριστή κατηγορία. Επηρεασμένος από τα βρετανικά βαριετέ σόου, όπου ανδρώθηκε για να αποκτήσει ταυτότητα και να εξασφαλίσει τα προς το ζην, μπορεί να κάνει ακόμη και τους πιο δύσκολους κι απαιτητικούς να ξεκαρδιστούν με τις αδεξιότητες, στις οποίες υποτίθεται πως αναπόφευκτα μπλέκει, όπως και με τα συναισθηματικά του παθήματα. Στη συγκεκριμένη ταινία, η αυλαία με τον εγκλωβισμό από μέρη του γλυπτού, πάνω στο οποίο ο ήρωας έχει επιλέξει να διανυκτερεύσει, τη νύχτα προ των εγκαινίων του, κλέβει τις εντυπώσεις, ιδιαίτερα τη στιγμή που ο Αλήτης προσπαθεί να απελευθερώσει το παντελόνι του από το επιβλητικό σπαθί ενός αγάλματος. Ο τρόπος που καταφέρνει να εμπλέξει κάθε θεατή στη δράση είναι υποδειγματικός και στοχεύει δραστικά στο να καταλάβεις τι είδους ασήμαντη αδέξια κουκκίδα στον κυκεώνα του σύμπαντος αποτελείς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο καθένας δεν έχει δικαίωμα να διεκδικεί την αγάπη, ακριβώς όπως όλα ανεξαιρέτως τα πλάσματα της φύσης.


Δε μπορείς, ωστόσο, να μη σχολιάσεις το φόντο όλης αυτής της εξέλιξης, που εκτός από τον υλικό κόσμο, ως μόνιμη εστία συγχύσεων και γκαφών, για των προταγωνιστή είναι η σκληρή πραγματικότητα μιας άκαρδης μεγαλούπολης. Η κλειστή φύση των ευκαιριών που αντικρίζουμε σήμερα περπατώντας στα αστικά κέντρα φαίνεται πως δεν ήταν τόσο ξένη στους ανθρώπους του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, που όπως αποτυπώνεται συχνά στην ταινία μετρούν τις πρώτες τους επαφές με τον εκσυγχρονισμό. Ειδικά στην περίπτωση του Τσάπλιν, μια προσωπικότητα που ήξερε εμπεριστατωμένα να διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές, η παραπάνω γνώση πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη. Η εγκατάλειψη, όπως και η άμεση κι έμμεση περιφρόνηση της «Σταχτοπούτας» της ταινίας για τον Αλήτη στο φινάλε, ακόμη κι αν εξαιτίας του έχει αποκτήσει το φως της κι έχει ανέλθει κοινωνικά, αποτελεί μια ρεαλιστική σκηνή στην κοσμολογία της μοναξιάς, των συνεχών προδοσιών και των απογοητεύσεων που βιώνουμε χωρίς να φαίνεται φως σε μια ενδεχόμενη έξοδο ενός τούνελ χωρίς διέξοδο κι επιστροφή. Γι' αυτό και συγκίνηση και συμπάθεια για τον Αλήτη μας κατακλύζει χωρίς προηγούμενο στην άδικη κι όμως κατάφωρα λογική κατάληξη της ταινίας.


Στα Φώτα της Πόλης, η μαγεία μιας άλλης εποχής κι ενός παιξίματος που αληθινά μπορεί να σε συγκινήσει τόσο βαθιά, ώστε να ταρακουνήσει την κοσμοθεωρία σου, αποκαλύπτεται μεγαλοφυώς. Κάποιες φορές στ' αλήθεια το θεωρητικά ξεπερασμένο κρύβει δραστικές εκπλήξεις κι αναταράξεις.

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου