Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Γνωριμία με τους Νεοέλληνες

Η αφορμή ήταν εύλογη: ο Πέτρος Τατσόπουλος παραμένει τα τελευταία χρόνια ένας από τους αγαπημένους μου Έλληνες συγγραφείς. Ο κύριος λόγος, ωστόσο, που διάλεξα τους Νεοέλληνες ως το πρώτο βιβλίο για να συντροφέυσει τις φετινές μου χριστουγεννιάτικες διακοπές είναι η εμφανής πρόκληση του εγχειρήματος: να προσεγγίσει τις ιδιαίτερες φυσιογνωμίες ποικιλότροπα διάσημων νεοελλήνων, ώστε να φωτιστούν άγνωστες στο ευρύ κοινό, καθώς και τηλεοπτικά-μιντιακά παραμελημένες πτυχές της ζωής τους, με στόχο να λάμψει η αλήθεια ταυτόχρονα με την ενδεχόμενη τύφλωση, με το που πετιέται σεβαστή ποσότητα στάχτης στα μάτια μας.


Όμως, η τελευταία διαπίστωση οφείλει σφαιρικά και διεξοδικά να εξηγηθεί. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 περίπου ως χονδρικά τα τέλη αυτής του 2000, η μοναδική πένα κι η πνευματική οξυδέρκεια του Πέτρου Τατσόπουλου επιμελήθηκαν κι έβαλαν τις τελευταίες πινελιές σε μια σειρά από πορτραίτα ως επί το πλείστον γνωστών νεοελλήνων (αλλά κι επαρκών περιπτώσεων πεφταστεριών και μετρίως διασήμων) – πολιτικών, ηθοποιών, τηλεπαρουσιαστών, καλλιτεχνών, αλλά και καθημερινών ανθρώπων, που είδαν με τον έναν τρόπο ή τον άλλο τα φώτα της δημοσιότητας. Άλλοι από αυτούς ζώντες, φιλικά διακείμενοι προς τον γράφοντα, εκλιπόντες ή άτομα που η επήρειά τους στη διασκέδαση και άλλες εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας έχει εγγραφεί με αψεγάδιαστο τρόπο στο ασυνείδητό μας. Όπως είναι αναπόφευκτο, άλλους από αυτούς μοιραία θα συμπαθήσετε αφόρητα, ως αναγνώστες, κι άλλους θα δηλώσετε ευθαρσώς πως, αν υπήρχαν στη δική σας ζωή, θα επιλέγατε να τους αποστραφείτε. Όλοι όμως κάτι έχουν να συμβάλουν στο ψηφιδωτό της νέας, σχετικής με τη σόουμπιζ, ή και ρεαλιστικότερης άποψης του σύγχρονου ελληνικού φάσματος στο οποίο κατοικούμε.
Κι ερχόμαστε στο σημείο, όπου σχεδόν πάντα προτιμώ να δώσω μια πικάντικη γεύση της πλοκής, παρά τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία της· μήπως για να ξυπνήσω το ενδιαφέρον σας για ανάγνωση, σκιαγραφόντας την πορεία του δικού μου ενδιαφέροντος στη διάρκειά της. Ο θαυμασμός για την παγκόσμια πρωτοτυπία του θεατρικού εγχειρήματος του «Αεικίνητου», ενός τεράστιου μεταφερόμενου θεάτρου, με ασύλληπτες δυνατότητες, έμπνευση του θαυμαστά ρομαντικού ανθρώπινου κι επαγγελματικού παραδείγματος του Κώστα Αρζόγλου διαδέχεται τη συγκίνηση για άγνωστες πτυχές -αν και πιθανώς μετρίως ένδοξες- της σύγχρονης Ελλάδας, μέσα από τις περιγραφές των πρώτων στιγμών της άφιξης Καραμανλή και των σχεδόν ανεπιτήδευτων αντιδράσεών του, αμέσως μετά την τραγική πτώση της χουντικής κυβέρνησης το 1974 από τον εκλιπόντα Παναγιώτη Λαμπρία, πρώην εκπρόσωπο τύπου της μετέπειτα κυβέρνησης. Κι αυτό είναι μόνο η αρχή.
Συνεχίζοντας το διάβασμα απλώς εξακολουθείς να διαπιστώνεις πόσες ασυναίσθητες κι αγνοημένες από τον εγχώριο και διεθνή τύπο στιγμές της νεότερης Ελλάδας είναι δυνατό να ξετρυπώνεις, μονάχα από μια έξτρα περιοριστική, ιδιαίτερα από τα χρονικά σημεία εκτέλεσής της, περιγραφή και συνάντηση με κατά καιρούς “σημαίνουσες” νεοελληνικές φιγούρες. Και πόσο αυτού του είδους η φώτιση προχωρά στην απόκρυψη ουσιωδών λεπτομέρειών για τα πρόσωπα και τα γεγονότα όσο και στην αμφίρροπη αποκάλυψη στοιχείων, για την οποία μας προϊδεάζει ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου. Και πόσα ακόμη έπεται να ανακαλύψεις, αφού αυτή η κορυφή του παγόβουνου για την αναγνωστική σου πορεία ενός προσωπικού χτισίματος μπορεί να είναι μόνο η αρχή της αρχής.


Κάπου διαφορετικά, αν και όχι ακριβώς στον αντίποδα, βρίσκονται οι στιγμές, κατά τις οποίες ο συγγραφέας σκόπιμα επιλέγει να σκανδαλίσει τον αναγνώστη. Σ' αυτές αδιαμφισβήτητα συγκαταλέγεται το σοκ μου με την προσωπική ιστορία του Ταχτσή, τις λεπτομέρειες για την προσωπική ζωή του οποίου αγνοούσα παντελώς · εμποτισμένες ασφαλώς εμφατικά από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα και την οπτική του γωνία από τη σύντομη γνωριμία τους. Ένα πορτρέτο που σε βάζει αναντίρρητα σε σκέψη σχετικά με τη σύνδεση ιδιοχειρίας προσωπικότητας και προσωπικής συμβολής στην τέχνη. Συγκεκριμένα, θεωρώ πως δύσκολα θα εκλείψει από τη μνήμη μου η σκέψη για τις βέλτιστα πιο συμμαζεμένες απαντήσεις σε ερωτήματα παιδιών περί λεπτομερών στοιχείων της βιογραφίας του συγγραφέα· ένας κολοσσιαίος, όσο κι εύλογος προβληματισμός για εκπαιδευτικούς, που επιθυμούν να δώσουν τη σκυτάλη, μαζί με μια αντιπροσωπευτική εικόνα των ελληνικών λογοτεχνικών επιτευγμάτων στις επόμενες γενιές.
Τώρα, όσον αφορά τη χίμαιρα της αντικειμενικότητας, θα μπορούσε εύκολα να διακρίνει κανείς πόσο λογικό είναι ο συγγραφέας να μεροληπτεί υπέρ ή κατά ορισμένων προσωπικοτήτων, κρατώντας την προσωπική γνωριμία και σχέση μαζί τους ως νόμιμη δικαιολογία. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, ξεπροβάλλει απροκάλυπτα η τάση του να μη φοβάται να αποκαλύψει τα άδυτα του ασυνειδήτου και των πιο προσωπικών σκέψεών τους, όπως για παράδειγμα κάνει στην περίπτωση Δήμητρας Παπανδρέου. Οι ενδόμυχες βλέψεις της συγκεκριμένης κυρίας αποκαλύπτονται ιδιαίτερα μέσα από το μακρόσυρτο μονόλογο, που ο Τατσόπουλος της αποδίδει ακουτσούρευτο, απευθύνοντάς τον στον αναγνώστη. Δε λείπουν, φυσικά, και οι στιγμές ηρωικής ωραιοποίησης πράξεων προσώπων για τα οποία σκανδαλιστικά στοιχεία και υποθέσεις έχουν ήδη έρθει στο φως, συρρικνώνοντας εν μέρει την αξία συμπερίληψής τους στο συγκεκριμένο βιβλίο· το πορτρέτο της Νατάσας Καραμανλή χωρίς δεύτερη σκέψη δηλώνει την παρουσία του ανάμεσα στα τελευταία υποδείγματα.
Τέλος, μια ανάρτηση σαν αυτή δε θα μπορούσε να ολοκληρωθεί, χωρίς έστω λίγο να επαινέσει το απαράμιλλο ύφος και τη συγγραφική δεινότητα του Τατσόπουλου. Μέσα από την ματιά του, ο αναγνώστης ξαναζεί έντονα όλες τις στιγμές ενθουσιασμού, αδιαφορίας και καταβαράθρωσης του μοντέρνου ελληνισμού που αποτυπώνονται λόγω της απόδοσης των προσωπικοτήτων· το μοναδικό του ταλέντο στο να προσαρμόζει το στυλ γραφής του στην κουλτούρα του προσώπου, με του οποίου την προσωπική ιστορία καταπιάνεται, αναδύεται, ιδιαίτερα στα ετερόκλητα, όσο κι ενδιαφέροντα πορτρέτα της σημαίνουσας φιγούρας του οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και της γνωστής τηλεοπτικής παρουσιάστριας Αννίτας Πάνια. Περριτό να πούμε πως η διείσδυση της κυρίαρχης κουλτούρας ακόμη και στις αγνότερες των αξιώσεων εκλεκτικής φύσης γούστου αφήνεται να αναδειχθεί στην ολότητά της.
Γνωρίζοντας τους Νεοέλληνες θα γνωρίσετε μέρη του εαυτού σας, δίνοντας στην ανάγνωση το χώρο και την ευκαιρία που της αξίζει.

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου