Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Εξερευνώντας το Βασίλειο του Φεγγαρόφωτος

Θα ομολογούσε εύκολα κανείς πως κάθε ταινία του Γουές Άντερσον βλέπεται σαν εκστατικά αισθητική έκπληξη. Η συγκεκριμένη και αρκετά πρόσφατη (του 2012) αντιπροσωπεύει άγνωστες ευαίσθητες πτυχές των προεφηβικών μας παρορμήσεων, αν ειδωθεί με (όχι απολύτως τόσο ξεκάθαρα) μεταφορική διάθεση.


Οι ήρωές μας ζουν στο μικρό ήσυχο νησί της Νέας Πενζανίας (ελεύθερη μετάφραση από το αγγλικό New Penzance), σε μια ασφυκτικά μικρή κοινωνία του 1965. Ο σκηνοθέτης διαλέγει να παρακολουθήσει τις ζωές τους, όχι τυχαία, ελάχιστες μέρες πριν το ξέσπασμα μιας από τις εκρηκτικότερες καταιγίδες του δεύτερου μισού του αιώνα. Είναι η μέρα που ο Σαμ και η Σούζι, ύστερα από έναν ολόκληρο χρόνο κοινής ζωής από απόσταση, μέσω αλληλογραφίας, αποφασίζουν να το σκάσουν απ' όλους κι απ' όλα επ' αόριστον.
Η επιλογή τους σαφώς δεν είναι απόλυτα αδικαιολόγητη κι ανοργάνωτη. Η Σούζι προσπαθεί μάταια να επικοινωνήσει με κάποιον από την οικογένειά της χωρίς ορατό αποτέλεσμα (ή μάλλον με το όχι και τόσο ενθαρρυντικό αποτέλεσμα των ξεσπασμάτων βίας της και της ανάρτησης κάπου στο σπίτι ενός μίνι φυλλαδίου που, εμμέσως πλην σαφώς, τη χαρακτηρίζει δύσκολο παιδί). Ο Σαμ από την άλλη είναι ορφανός· τα έχει σχεδόν σπάσει με τη θετή του οικογένεια που έχει προσπαθήσει άδοξα να ανακαλύψει τα κουμπιά που θα τη βοηθούσαν να τον φροντίζει (και δεν είναι η πρώτη!)· δεν είναι ιδιαίτερα αγαπητός από τους συνομηλίκους του προσκόπους στην κατασκήνωση όπου ξεκαλοκαιριάζει· κι, ακριβώς όπως η Σούζι, διψά για περιπέτεια.
Κάπου εδώ σχεδόν ολοκληρώνεται η εξιστόρηση του προεφηβικού σύμπαντος των “παιδιών” στην ταινία και ξεκινά η δράση του βασιλείου των μεγάλων (που εδώ που τα λέμε αποτελεί μόνο δευτερευόντως άξονα δράσης του φιλμ). Μόνο που αυτός ο κόσμος, όπως και στην πραγματικότητα, είναι γεμάτος κρυφές απογοητεύσεις, μυστικές νευρώσεις, σπασμωδικές κινήσεις και προσεκτικά φυλαγμένες αποτυχίες. Είναι οι ενήλικες, δηλαδή, της ταινίας που φαίνονται, όσο κανείς άλλος, να συμπεριφέρονται σαν παιδιά, ενδεχομένως όπως η κατάσταση παραπαίει και στον αληθινό κόσμο, ενώ τα παιδιά-σχεδόν έφηβοι βαδίζουν σταθερά στα χνάρια της ζωής κι αισθάνονται ξεκάθαρα να ξέρουν τι θέλουν.
Όπως σε κάθε ταινία του Γουές Άντερσον, είναι αδύνατο να μην επαινέσεις αυτό το συγκεκριμένο απαράμιλλο ύφος που διαθέτει η τεχνική του. Που ίσως συνοψίζεται εύκολα στο ασύγκριτο στήσιμο σκηνικών και στην λεπτομερή τοποθέτηση και χρήση props που επικοινωνούν την ιδιαιτερότητα κάθε σημαντικού χαρακτήρα ξεχωριστά στο θεατή, καθιστώντας τον αναγνώστη στην κινηματογραφική διαδικασία για έστω και λίγες μόνο στιγμές. Έτσι, τα βιβλία της Σούζι, ακόμη και τα διαλεγμένα αποσπάσματα που διαβάζει στο Σαμ ή στον ίδιο και την παρέα του κατά τη διάρκεια της περιπέτειας χτίζουν προσεκτικά τη φυσιογνωμία της όσο και την ψευδαίσθηση του κόσμου της ταινίας, την ίδια στιγμή που προσφέρουν μια εναλλακτική όψη της μέχρι εκείνου του λεπτού πλοκής, μαζί με την ιδιότητά τους να μας μεταφέρουν στον κόσμο των επιρροών του Γουές που κατά κάποιο τρόπο έχουν αντικρίσει την προσδοκία της πλοκής της συγκεκριμένης ταινίας. Έστω κι αν είναι μόνο ορισμένες, το βάθος και η απόλαυση της κατάδυσης που προσφέρουν στη συγκεκριμένη διαδικασία αυτές οι στιγμές της ταινίας είναι αδύνατο να συγκριθούν με ανάλογη κινηματογραφική προσπάθεια.


Κι ο έπαινος δε σταματά εδώ. Παρά το γεγονός ότι, μετά την κορύφωση της κατάκτησης του ειδυλλιακού τοπίου, που σφραγίζει την παντοδυναμία του ιδανικού πρώτου εφηβικού έρωτα των πρωταγωνιστών, η δύναμη της πλοκής της ταινίας παραδίνεται όλο και περισσότερο στους απειλητικούς ρυθμούς της επαναληπτικότητας, οι πρωταγωνιστές πετυχαίνουν νέα ύψη. Οι εκπληκτικοί μικροί επαγγελματίες που ενσαρκώνουν το Σαμ (Τζάρεντ Γκίλμαν) και τη Σούζι (Κάρα Χέιγουορντ) δε θα μπορούσαν να ενσαρκώνουν πιο πειστικά τους κεντρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους, παρά το γεγονός ότι μια ταινία με προεφήβους-σχεδόν απόλυτους πρωταγωνιστές κάνει το κινηματογραφικό εγχείρημα να μοιάζει αδυσώπητα ανέφικτο. Θα τολμούσα να πω πως κόκκοι συγκρατημένου κι όμως εκρηκτικού λυρισμού της κλειστής Σούζι εκτοξεύονται στο θεατή μαζί με την εξερευνητική διάθεση του άτακτου, κι όμως τόσο αφοσιωμένου στο κορίτσι του, Σαμ. Η προσωπική μου αδυναμία, όσον αφορά την υποκριτική της ταινίας, παραμένει ο Έντουαρντ Νόρτον, στο ρόλο ενός τόσο χαμένου στον κόσμο του, που δε μπορεί να βοηθήσει στην εξαφάνιση ενός μέλους της κατασκήνωσης, αρχηγού προσκόπων, όσο κι ενός παθιασμένου χομπίστα που βρίσκεται ακριβώς στη σφαίρα δραστηριοτήτων όπου θα έπρεπε να είναι.
Φυσικά μια ανάρτηση για ταινία του Γουές Άντερσον (όπως και για τόσες άλλες τόσων άλλων) δε θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς ένα συσχετισμό του κόσμου του φιλμ με τον κόσμο του θεατή, που ένας επίμονος ρομαντικός σινεφίλ είναι αδύνατο να αποφύγει (κάτι που έτσι κι αλλιώς συμβαίνει γενικά). Η ασύγκριτη ομορφιά της φύσης, καθρεφτισμένη τόσο στα απίστευτα διαλεγμένα τοπία του φανταστικού νησιού της Νέας Πενζανίας, όσο και στα αποκρυσταλλωμένα στα κοντινά πλάνα, ιδαίτερα χαρακτηριστικά των προσώπων των δυο παιδιών-πρωταγωνιστών αδυνατεί να μη θυμίσει στο θεατή έστω και θραύσματα της ανεπιστρεπτί χαμένης αθωότητας της εφηβείας του. Και, συνεπακόλουθα, έστω και για δευτερόλεπτα να τον συγκινήσει. Γιατί η έκρηξη ενάντια στη συστημικότητα των συμπεριφορών του κόσμου των μεγάλων διατηρείται στην καρδιά όσων πραγματικά απόλαυσαν τις στιγμές του ακόμη και λίγο περισσότερο παρακινδυνευμένου ώριμου παιδικού παιχνιδιού. Γιατί η προσπάθεια να βρεις τον εαυτό σου, μέσα από την αντίδραση στην αποστείρωση της συγκεκριμενοποίησης του περιβάλλοντος δράσης σου, είναι συχνά, για κάποιους από εμάς, μια διαδρομή χωρίς τέλος.


Η περιπέτεια στον κόσμο του Βασιλείου του Φεγγαρόφωτος συναρπάζει όσο και η τακτική, κατά τη διάρκεια της ταινίας, στατικότητα της κάμερας που βυθίζει στο σύμπαν των ηρώων, όσο και στα άδυτα του ασυνειδήτου του δημιουργού του. Αξίζει να ακολουθήσετε τα μονοπάτια των αποχρώσεων της αποκάλυψής της.



By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου