Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Διαδρομές ΙΙ

  απομάκρυνση-αναπολώντας τη Σόφι

Είχε καθίσει πίσω στο βαγόνι, όπως ούτως ή άλλως συνήθιζε, κι αφήσει λίγες στιγμές να περάσουν, ώσπου ν'αρχίσουν να εναλάσσονται με περισσότερη δύναμη τα τοπία· για να αποκρυσταλλωθεί μέσα του η στιγμή. Ύστερα πήρε το σημειωματάριο που του είχε γίνει συνήθεια τελευταία να κουβαλάει συνέχεια στην τσέπη του σακακιού του, που εμφανώς αψηφούσε τις άγριες διαθέσεις των καιρικών συνθηκών των μερών που είχε αρχίσει να περιδιαβάζει. Όλα του φάνηκαν πολύ εύκολα τότε και δεν υπήρξε όριο σ' αυτά που έγραφε κι ήταν ένας τρόπος πολύ απλά να τα λέει στον εαυτό του, αδιαφορώντας για ο,τιδήποτε άλλο. Αυτό τουλάχιστο γιατί του ήταν εύκαιρο να σκεφτεί πως ίσως δεν υπήρχε καμία ρεαλιστική περίπτωση να τον ακούσει να βγάζει από το στόμα του τραγουδιστά αυτές τις λέξεις. Αλλά απέφυγε αυτή τη σκέψη χωρίς να χρειαστεί να επιμέινει στον εαυτό του πως δεν την είχε ξανασυναντήσει. Το μόνο που μετρούσε τώρα ήταν να πει ακριβώς αυτά που ένιωθε κι έβλεπε τώρα για εκείνη τη στιγμή, η γεύση της οποίας κρατιόταν καλά ακόμη μέσα στο μυαλό του· κι οι ομοιοκαταληξίες που του κατέβηκαν δεν ήταν άσχημες. Σκέφτηκε τότε: «αυτός είναι ο τρόπος» και πως σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση του δινόταν η ευκαιρία να αποδώσει αυτό που μόλις είχε νιώσει ως αποτέλεσμα αυτού που μόλις είχε συμβεί, θα ακολουθούσε ακριβώς την ίδια ή παρόμοια μέθοδο.

Οι Αυθεντικοί Να Είσαι Άγριος και να Περιπλανιέσαι & ΣΙΑ, Ταξιδεύοντας με τρένο
Στην πραγματικότητα, ο αποχωρισμός δεν έλεγες πως απολάμβανε ιδιαίτερη σπουδαιότητα. Στο Ντίσελντορφ είχε δεχτεί να φιλοξενηθεί από ένα μακρινό ξάδερφό του· γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως δε θα εξαντλούσε τις δυνάμεις του εκεί. Ήταν έτσι κι αλλιώς ένα ταξίδι χωρίς συγκεκριμένη ιδέα προορισμού βασικά, που θα σημαδευόταν καθοριστικά μόνο από οτιδήποτε θα διατηρούσε την ιδιότητα να συνεχίσει να του προκαλεί το ενδιαφέρον ως το μέρος που θα αποφάσιζε ξαφνικά οριστικά να μείνει ή τη μέρα του γυρισμού του.
Η Σόφι, ωστόσο, δεν ήταν άτομο που μπορούσες να της αντισταθείς, παρ' όλο που γενικότερα δε μπορούσε να πει πως ήταν ειδικευμένος στη ζωή να αντιστέκεται. Η Σόφι ήταν ένα άτομο που θα της έδινες αυτό που σου ζητούσε την πρώτη στιγμή που σε κοιτούσε με επιθυμία· αλλιώς κινδύνευες να αψηφήσεις τη ζωή σου ή να νιώσεις χτηπημένος από κάτι.
Ή τουλάχιστον έτσι ένιωσε εκείνο το βράδι, που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αποκορύφωμα της γνωριμίας τους (σε κανέναν δε θα αρνιόταν πως μπορεί εξ ολοκλήρου η φυσιολογία της νύχτας να τον έκανε να αισθανθεί ή έστω να φανταστεί πως αισθάνθηκε αυτά τα πράγματα, γιατί πότε μπορούσες να είσαι σίγουρος για την αληθινότητα του αληθινού;). Τότε που είχαν πάει κάμπινγκ τέσσερα σώματα μεταμφιεσμένα σε δυο ζευγάρια. Ήταν από αυτές τις στιγμές της νιότης που ήταν προκαθορισμένο ότι θα ζούσες, άσχετα αν τελικά θα κατάφερνες να τις κάνεις δικές σου.
Είχε κλασικά γίνει κάτι, κι ο ξάδερφος του με την άλλη κοπέλα είχαν προσποιηθεί πως πηγαίνουν βόλτα – υπήρχε ξεκάθαρα η πρόφαση πως κάθε δυάδα ήθελε να μείνει μόνη της.
Εκεί η Σόφι άρχισε να σκαλίζει -τι το ήθελε;- τον πυρήνα της ζωής του. “Γιατί ταξιδεύεις;”, τον ρώτησε ευθέως, αρνούμενη συνειδητά να αποτραβήξει το βλέμμα της από πάνω του.
Είναι απαραίτητο να αλλάζεις παραστάσεις πού και πού”, απάντησε αυτός, όλο νόημα, “κι ύστερα σε κουράζει να βλέπεις τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους. Βαριέσαι θανάσιμα χωρίς να θέλεις να τους πεις τα λάθος πράγματα. Εγώ φυσικά έχω ήδη πει πολλά τέτοια”, και κοίταξε το άπειρο ή αλλιώς τη μορφή του αποτυπωμένη στην ημιτελή σελήνη που έφεγγε μελλοντικές φαντασιώσεις και ικεσίες.
Δηλαδή, σα να λέμε κάνεις ένα διάλειμμα”, αποφάνθηκε το κορίτσι, που ακόμη δεν είχε δείξει εμφατικά να καταλαβαίνει.
Από τον προηγούμενό μου εαυτό. Επ' αόριστον”, είπε μ' ένα χαμόγελο λες και του είχε έρθει ξαφνικά να απαγγείλει ένα σωρό αγαπημένα του ποιήματα. Στ' αλήθεια, τα ένιωθε αυτή τη στιγμή να έρχοται στο στόμα του κιόλας, αδυνατώντας να καταλάβει αν ήταν η νύχτα ή αυτός ο ίδιος που είχε φταίξει γι' αυτή την απροσδιόριστη μυστικιστική διαπροσωπική μαγεία του μοιράσματος.


Εκείνο το βράδυ του ήρθε κι έπαιξε, ίσως όχι μόνο για τη Σόφι, αλλά σίγουρα για τη Σόφι· όχι για να δικαιολογήσει την κιθάρα που είχε φέρει μαζί του, τη στιγμή που άλλα, θεωρητικά πιο απαραίτητα προσωπικά είδη δεν τον απασχολούσαν. Έπαιξε για εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον έτσι έβγαιναν από μέσα του οι λέξεις, όπως καταλάβαινε την κατάσταση· και σε μεγάλο βαθμό αισθανόταν πως και η Σόφι καταλάβαινε, πως έπιανε ακριβώς το ρυθμό της στιγμής: κάτι που μόλις είχε αρχίσει να συμβαίνει που παρόμοιό του δεν υπήρχε περίπτωση στην ιστορία των ανθρώπων και των πραγμάτων να ξαναγεννηθεί. Εκείνη είχε μια ήπια αντίδραση, κάτι τελείως ανοίκειο σε σχέση με τις κραυγές και τα έντονα σχόλια που είχε συνηθίσει σε μια ασφυκτική αίθουσα μικρού αριθμού ατόμων, όπου οι περισσότεροι ξέρουν το μικρό σου όνομα κι όμως δε φαίνεται να νοιάζονται καν για την ύπαρξη πραγματικού κέντρου του γεγονότος.
Κάπου εκεί ανάμεσα στην έξαψη, εξαιτίας της πραγματικής παρακολούθησης, και στο τέλος του μικρού ρεσιτάλ πρέπει να ήταν που εκείνη έκανε την κίνηση -μια κίνηση που γινόταν πιο έντονη εξαιτίας του εμφανούς της προτεταμένης τάσης των μελών της, κι όλα αυτά μέσα στη νύχτα- κι έπιασε το χέρι του· τον πρόλαβε, δηλαδή πριν ανάψει τσιγάρο που ήταν η δεύτερη φύση του, και είχε το θετικό να σε βγάζει πάντα από την αμηχανία, να σε βγάζει από τη θέση να σκεφτείς ποια ήταν η επόμενή σου κίνηση, ειδικά σε κάτι τέτοιες στιγμές όπως αυτή εδώ. Και υπήρχε γύρω τους ένα είδος ανθρώπινης αίσθησης που μεταδίδεται με τον αέρα, όσο το κρύο της νύχτας είχε ξεκάθαρα εγκατασταθεί.


Σ' όλα αυτά προσπαθούσε να ανατρέξει η μνήμη του με λεπτομέρειες, αλλά η μοναξιά που αισθανόταν στο τρένο, ειδικά τώρα, που σχεδόν όλοι οι συνεπιβάτες είχαν αποκοιμηθεί από ανυπομονησία λόγω υπερβολικής αίσθησης προσανατολισμού, που τώρα συνειδητοποιούσε πως του ήταν ανεκτίμητη. Κάτι που χρειαζόταν οπωσδήποτε για να οπλιστεί στη διαδρομή του για την επόμενη αντιμετώπιση του έξω κόσμου: όλα αυτά τα μάτια του κοινού που σε κοιτούσαν με την εξωπραγματική αίσθηση ότι ακριβώς εξαιτίας αυτού που είσαι, σίγουρα θα τους έχει απομείνει κάτι να απομυζήσουν. Έκλεισε το σημειωματάριο και κοίταξε έξω, όπου παρά τη συννεφιά, ένιωθε το αιώνιο φως που έλουζε τα πράγματα να πέφτει στη φύση και πιο πολύ στην ψυχή του.
  
Υ.Γ.: 1ο ΜέροςΔιαδρομές Ι

By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου