Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Η Καλλιτεχνική Εσωστρέφεια κι ο Γκράχαμ Κόξον

Ασφαλώς αυτή η ανάρτηση είναι το άλλο μισό του μισού “που σε κόβει σε δυο μισά”, σύμφωνα με την ελεύθερη μετάφραση προσέγγισης σεναρίου γνωστής αγαπημένης μου ταινίας (Like Crazy, Drake Doremus, 2011, δες ανάρτηση για τις σχέσεις και τις αποστάσεις). Αξίζει, πάντως, εδώ να αναφερθεί ότι σπανίζουν τα παραδείγματα συγκροτημάτων (αυτή τη στιγμή έχω μόλις τα μέγιστα παραδείγματα των Beatles και Rolling Stones στο μυαλό μου) που στέγασαν και γαλούχησαν περισσότερες από μία έντονες προσωπικότητες μουσικών. Στην περίπτωση των βρετανών Blur, ιδιαίτερα αγαπητός έχει υπάρξει ο ήδη τιμημένος από αυτό το ιστολόγιο Ντέιμον Άλμπαρν· αλλά ο δικός μου, όπως κι άλλων πολλών, αγαπημένος «θολός» μουσικός και χαρακτήρας είναι ο Γκράχαμ Κόξον.


Γεννημένος στη Γερμανία και μεγαλωμένος σε διαφορετικές περιοχές της Γηραιάς Αλβιώνας, από πατέρα μουσικό του στρατού, είχε την τύχη και ταυτόχρονα την ατυχία να γνωρίσει το Ντέιμον στην εφηβεία· και η εμμονή του τελευταίου με την επιτυχία έπρεπε να συνοδευθεί επιτυχώς, ιδιαίτερα μιας και ο Γκράχαμ ήθελε εξίσου να γίνει ανεξάρητος μουσικός, χωρίς ποτέ να κλείσει οριστικά της πόρτες στις εικαστικές τέχνες – είναι γνωστό άλλωστε πως έχει ο ίδιος φιλοτεχνήσει το σύνολο των εξωφύλλων των σόλο άλμπουμ του, καθώς και του 13 των Blur. Κύριο χαρακτηριστικό και ταυτόχρονα μυστική υπερδύναμη του Γκράχαμ παραμένει διαχρονικά η εσωστρέφειά του.
Χωρίς η ιδέα για ένα τέτοιο χαρακτηριστικό καλλιτέχνη, και συγκεκριμένα, μουσικού, να μας ξενίζει· και δε θα αναφέρω εδώ, όπως είναι αναμενόμενο, αποκλειστικά και μόνο την προφανή εσωστρέφεια του Παυλίδη προς ισχυροποίηση του επιχειρήματος. Η δυσανεξία στην έκθεση στους παπαράτσι, ή αν θέλετε να μιλήσουμε γενικότερα και ειλικρινά, προς τις κάμερες γενικώς είναι δυνατό να εντοπίσει κανείς πως προέρχεται εν μέρει από μια αίσθηση της ασχετοσύνης του εγχειρήματος προβολής μιας ανεξάρτητης καλλιτεχνικής δημιουργίας, και μερικώς από ένα μετριασμένο ασυνείδητο συνεχές συναίσθημα μειονεξίας εξαιτίας μιας διαρκώς ελλειπούς αυτοπεποίθησης. Κάπως έτσι, φτάνουμε να αντιληφθούμε τον Γκράχαμ ως τον συνεχώς περιφερειακό και κάπως αδιάφορο, με ένα τρόπο, για τα τεκταινόμενα, χαρακτήρα στα βιντεοκλίπ της δεκαετίας του 1990 που τόσο πολύ δόξασε την ανατολή της δύναμης της τηλεόρασης και συνεπακόλουθα του MTV.
Κάτι τελείως διαφορετικό, ωστόσο, διατρέχει τη συμβολή του Γκράχαμ στις κατά καιρούς κατευθύνσεις των μουσικών μονοπατιών που ακολούθησαν οι Blur. Αφού η περίοδος, κατά την οποία το αμιγώς βρετανικό στιλ ερμηνείας, αλλά και παιξίματος, που έκλεινε το μάτι στην ποπ, ιδιόχειρη επινόηση του Άλμπαρν, είχε πλέον παρέλθει, καθώς καθετί που έχει μανιωδώς λατρευτεί κάποια στιγμή είναι καταδικασμένο να ξεφουσκώσει, ήταν η στροφή του Γκράχαμ προς αμερικανικές, πιο ηλεκτρισμένες επιρροές που ήρθε να αναστήσει μια για πάντα το ρόλο του συγκροτήματος. Ιδιαίτερα το παίξιμο-σήμα κατατεθέν του, πότε αφοπλιστικά ήσυχο, πότε απίστευτα εκρηκτικό, άνετα μπορεί να υποστηρίξει κανείς πως ευθέως διατυπώνει τις ακραίες εντάσεις στη ζωή ενός μουσικού, που ξεκίνησε με στόχο να αποτυπώσει τα όρια μιας πραγματικότητας σε μερίδα φίλων για να καταλήξει σύντομα κι ανέλπιστα σε ποπ είδωλο. Απόληξη η οποία ηχεί έντονα στο σύστημα σκέψεων κάποιων, ειδικά όταν ενδεχομένως απλώνουν τη σκέψη στο ξεκίνημα της πορείας τους, πράγμα που ο Γκράχαμ δε φαίνεται συχνά να αποφεύγει, λόγω της ενδοσκοπικής του εμμονής και ιδιοσυγκρασίας.
Που είναι και το αιώνιο καλλιτεχνικό ερώτημα που συχνά προσπάθειες εξισορρόπησης δεν καταφέρνουν να υπερνικήσουν: να διατηρήσεις το μικρό αριθμό φίλων κι αποκλειστικών θαυμαστών μαζί με το άρτιο αποτέλεσμα που επιθυμείς να παρουσιάσεις, με όσο περιθωριακό τρόπο κι αν το αποφασίσεις ή να ανοιχθείς προς το κοινό στην προσπάθεια να γίνεις δημοφιλής μετατοπίζοντας αισθητά τον άξονα της τέχνης σου, με απρόβλεπτα αποτελέσματα; Δικαιούμαστε να έχουμε υποψίες βασισμένες σε ψήγματα συμπεριφοράς του Γκράχαμ ότι κάτι νοητικά πισωγυρίσματα ανάμεσα στις δυο προοπτικές δεν τα ξεπέρασε ποτέ.
Κάτι που, ακριβώς εξαιτίας αυτού του είδους της κρυμμένης έντασης της συμπεριφοράς του, του το συγχωρείς. Προσωπικά δε βρίσκω καθόλου παράλογο το να κάνεις συνήθεια την οδό των παμπ, όπου κάθεσαι και συζητάς για πίνακες και διακοσμητική, και ξεχνάς μονομιάς τις οχλήσεις του να δηλώνεις παρουσία ως ποπ είδωλο, ή το να κλείνεσαι στον εαυτό σου και στο σπίτι σου και στη ματαιοπονία για το διαζύγιό σου και στην προσωπική σου πορεία, που δεν αποκαλύφθηκε ακριβώς έτσι όπως την ήθελες για να βρεις τον εαυτό σου. Φαίνεται, ωστόσο, πως ο Ντέιμον, ο Άλεξ κι ο Ντέιβ -συνεταίροι στη συγκροτηματική επιτυχία- είχαν δει τα πράγματα κάπως πιο οικονομικά και καριερίστικα σοβαρά κι υπερασπίστηκαν την ετυμηγορία της αποπομπής του Γκράχαμ: μετά την εξάντληση των δυνατοτήτων του 13 μπορούσε πλέον κι επίσημα να μείνει στο σπίτι του με όσο “καφέ και τηλεόραση” επιθυμούσε ή να σύρει τις κιθάρες του σε άλλο στούντιο.


Όπως κι έκανε. Και πραγματικά, η -ήδη ξεκινημένη προς το τελείωμα της «θολής» εποχής- σόλο πορεία του μουσικού, κατά τη γνώμη μου, είναι κάθε άλλο από απογοητευτική. Στα highlights μπορούν να θεωρηθούν τόσο οι στιγμές του που θυμίζουν ψηλάφηση της ιστορίας του ροκ εντ ρολ (όπως η παρακάτω, από το τελευταίο του άλμπουμ), όσο κι εκείνες οι στιχουργικές που αναδύουν την αξία της διείσδυσης της ψυχανάλυσης στον καθημερινό κόσμο του ατόμου για να καταγράφει την προέλευση, την πορεία προς, αλλά και τις αποκλίσεις από την αμφισβήτηση του εαυτού. “Το βλέπω πραγματικά τώρα / τόσο ξεκάθαρα όσο και η λάσπη για τον εαυτό μου”, έχω να ομολογήσω, όπως και ο Γκράχαμ.


Στο τέλος της ημέρας, ας αποδεχθούμε πως ο καθένας έχει δικαίωμα σε έναν για προσωπικούς λόγους αγαπημένο χαρακτήρα, κι έτσι ακριβώς θα υποστηρίξω εδώ τη μεροληψία μου προς τον Κόξον (με εξαίρεση το γεγονός ότι με έχουν εκφράσει κατά καιρούς θραύσματα της μουσικής και των στίχων από τη μέχρι τώρα σόλο πορεία του). Η συνεχής αμφιταλάντευση των απόψεών του ανάμεσα στις προσωπικές ροπές προς αμφιλεγόμενα είδη επιτυχίας και στην απόλυτη εσωτερική εναρμόνιση με τον εαυτό ανέκαθεν με έκαναν να συμπάσχω μαζί του. Κι ας βρίσκεται προς το παρόν κάπου ξεχασμένος, το ποπ θηρίο μέσα του ίσως πάλι να ετοιμάζεται να ξυπνήσει.


By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου