Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Η Ψυχοπαθολογία του Ταξιτζή

Σε αναγκαστικά πιεστικές περιόδους, πάντα επιστρέφω στα βασικά· ακολουθώντας αυτή τη σκέψη ο Ταξιτζής δεν είναι απλώς και μόνο η τοπ των αγαπημένων μου ταινιών, αλλά κι αυτή στην οποία ξαναγυρίζω, όταν τα πράγματα δε φαίνονται να κυλούν τόσο πρίμα, όσο σε αφήνουν να χάψεις πως προσδοκάς οι περιστάσεις. Συγκεκριμένα, είναι κάτι πανανθρώπινο στη επιμονή στη μοναξιά του ήρωα που μου θυμίζει διάφορους ανθρώπους, αλλά και ξεχωρίζει μέσα μου από το βαθμό της μοναδικότητας που διακατέχεται.


Ο Τράβις Μπίκλ (Ρόμπερτ ντε Νίρο) είναι ένας 26χρονος βετεράνος του Βιετνάμ που αδυνατεί να κλείσει μάτι τις νύχτες. Αυτή η κατάσταση τον οδηγεί να ζητήσει δουλειά ως ταξιτζής στους δρόμους της Νέας Υόρκης, οδηγώντας πάντα και παντού, συμπεριλαμβανομένων των μικρών ωρών εργασίας και των πιο ιδιότυπων δρομολογίων. Κάπου εκεί θα έρθει σε επαφή με το χειρότερο πρόσωπο της ανθρώπινης φύσης, καθώς αναγκάζεται να εξυπηρετήσει πελάτες από όλα τα μήκη και πλάτη της ζωής: πολιτικούς, επιχειρηματίες, αξιοπρεπείς πολίτες, αλλά κι αποβράσματα του υποκόσμου. Κάπου εκεί, επίσης, μετά από κατασκοπεία διαρκείας μέσα από τα παράθυρα του ταξί, θα γνωρίσει τη Μπέτσι και θα εμπνευστεί μια ιδιόχειρη έκφραση του θαυμασμού και του έρωτά του προς το πρόσωπό της, με ανάμικτα αποτελέσματα και παράπλευρες πολύμορφες απώλειες εκατέρωθεν. Αλλά και το πιο σημαντικό: κάπου εκεί, λίγο πιο μετά, θα αποφασίσει να διοχετεύσει το σύνολο των καθημερινών του ενεργειών στον ευγενή όσο και ριζοσπαστικό σκοπό της σωτηρίας ενός ανήλικου κοριτσιού από τα κυκλώματα εμπορίου λευκής σαρκός-εκμηδένισης της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ως εδώ τα πράγματα φαίνονται απλά. Καλός εναντίον συνόλου κακών (θα αποφύγω να μεταφέρω το σκορ, ακριβώς για να αποτυπώσω πόσο επιτακτικό θεωρώ να παρακολουθήσετε την ταινία, αν δεν έχει τύχει ακόμη της προσοχής σας). Μόνο που υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που σα θεατής αντιλαμβάνεσαι ότι πηγαίνουν λάθος με την ψυχολογία του πρωταγωνιστή, που είναι αδύνατο να «κλείσεις» την ερμηνεία της ταινίας ακολουθώντας την πρόχειρη για χολιγουντιανά σενάρια οδό πρόσληψης δημιουργημάτων. Συγκεκριμένα, συστατικό στοιχείο της ιδιαιτερότητας του Τράβις αποτελεί το ότι αποδεδειγμένα και σε μεγάλο βαθμό από προσωπική επιλογή και παράπλευρες λοξοδρομήσεις καταλήγει να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μόνος του (χωρίς να χρειάζεται να τονιστεί πόσο ενδεικτικό παραδειγμάτων του σύγχρονου ανθρώπου αποτελεί αυτό το πρότυπο). Ως ανατριχιαστική ομοιότητα της πραγματικότητας του ήρωα με τη σημερινή αντηχεί εξίσου το γεγονός της συνεχούς οπλοφορίας, που (πέρα από την αμφιλεγόμενη φύση των ερωτημάτων και της εξωτερίκευσης των επιχειρημάτων που προσκαλεί) είναι ενδεικτικό της συνεχούς απειλής που νιώθει να πρέπει να αντιμετωπίσει, τόσο από υπαρκτούς κυνδύνους όσο κι από ανυπέρβλητες ψυχικές καταστάσεις, ακριβώς όπως ένας εργαζόμενος με σύνδρομο burnout, που καταπιέζεται, στις μέρες μας ανικανοποίητα ψάχνει το μεταφορικό σημείο όπου μπορεί να νιώσει ασφαλής. Ομοιότητες με τη σύγχρονα προβληματική ιδιοσυγκρασία που κάτι περισσότερο από απειλούν να μας βάλουν σε σκέψεις.
Ασφαλώς το να είσαι μόνος περιστασιακά, ως επιλογή, ενίοτε οδηγεί στη νοητή εξίσωση της μοναξιάς με την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία της φύσης. Φτάνει, για παράδειγμα, ένα σημείο της ταινίας, όπου ο ήρωάς μας αισθάνεται πως έχει αναδειχθεί σε επίλεκτο για να αποτολμήσει την κατά μέτωπο συμπλοκή με τον κόσμο της εγκληματικότητας· κάτι σαν αυτό που αισθανόμαστε όλοι, όταν σκεφτόμαστε το ιδιαίτερα συγκεκριμένο και ξεχωριστό μέρος του επαγγελματικού και συναισθηματικοπροσωπικού τομέα που μας ταιριάζει, που σαφώς δε χωράει τις αντιλήψεις του κόσμου των Άλλων. Κι όμως, οι πιθανόητες παρεξήγησης της φύσης του κόσμου, καθώς και των προσωπικών σου ικανοτήτων μπορούν εύκολα να παρεξηγηθούν, όταν επιμένεις να τις αντικρίζεις αποκλειστικά και μόνο υπό το προσωπικό παραμορφωτικό σου πρίσμα· γι' αυτό κι ο Τράβις δεν κουράζεται να αναζητά το ιδανικό ταίρι στην καλοφτιαγμένη και μέσα στο σωστό περιτύλιγμα Μπέτσι, άσχετα που κάποια στιγμή καταλαβαίνει εκ βαθέων πως δεν είναι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό.


Και φυσικά πόσο μπορεί να αργήσει να πάει το μυαλό κάποιου στη σαθρή κατασκευαστικότητα των ιδεών, όταν τόσο συχνά ο εαυτός ξεχνά να καταγράψει τα ψέμματα που του αναλογούν (κάτι που κάνουμε όλοι αρκετά συχνά, αν αναλογιστεί κανείς πόσο επιεικείς είμαστε με τον εαυτό μας και πόσο αμείλικτα αυστηροί εμπρός σ΄αυτά που μας παρουσιάζονται ως επιτεύγματα άλλων. Εγώ, τουλάχιστον, παραδέχομαι πως το κάνω!); Η ατράνταχτη προσωπική “ευτυχία” του Τράβις στηρίζεται εμφατικά σε μεγάλο βαθμό στα ψέμματα που αραδιάζει στους γονείς του (κι ενδεχομένως σε έναν αριθμό γνωστών του), στην κάρτα, όπου τους στέλνει ευχές για την επέτειό τους, για την ηρεμία, που χαρακτηρίζεται από προδιαγεγραμμένα φυσιολογική εξέλιξη επιτυχίας σε προσωπική κι επαγγελματική ζωή. Κάπως παρομοίως δεν αποφεύγουμε καθημερινά τα στραμμένα βλέμματα των περίεργων στην έκβαση της ζωής μας, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε ό,τι προσεκτικά πρεσβεύουμε χωρίς τα βέλη από τις προσδοκίες τους να μας τρυπούν την πλάτη; Αλλά, εκκινώντας από το συγκεκριμένο σημείο, μπορεί ξεκάθαρα να αισθανθεί κάποιος και τη διάρθρωση της κοινωνικής κατασκευής βολικών ιδεών και νοητικών οικοδομημάτων που μπορούν να περάσουν στο ασυνείδητο και να καταδικάσουν γενιές ολόκληρες στη διαιώνιση της κυριαρχίας των αξιών τους. Αναφέρομαι σε ό,τι ακριβώς μπορεί να υποστηρίξει κανείς πως λειτουργεί λανθασμένα σε βάθος στα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας, όπως μπορεί να ειπωθεί για παράδειγμα για την ύπνωση, την εθελοτυφλία, και τη βραδύτητα στις αντιδράσεις της.
Γενικά, λίγα παραδείγματα δημιουργημάτων μπορώ να φανταστώ να μπορούν να ικανοποιήσουν τόσο δραστικά το θεατή, τόσο με το εξωτερικό περιτύλιγμα δράσης, όσο και με την απαίτηση της πλοκής τους για βαθιά ενδοσκόπηση. Ο Ταξιτζής είναι ένα από αυτά, με το Ρόμπερτ ντε Νίρο να μας χαρίζει κάποιες από τις πιο εμπνευσμένες του στιγμές· ιδιαίτερα στο σημείο που καταλαβαίνεις πως είχε αγγίξει τέτοια επίπεδα ταύτισης με τον ήρωα που υποδυόταν, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, ώστε κατάφερε να αυτοσχεδιάσει εντελώς την πολλαπλά και κομβικά γυρισμένη “you talking to me?” σκηνή. Είναι και το παλίμψηστο του τοπίου της Νέας Υόρκης με τις πολλαπλές του σηματοδοτήσεις, όσο και η ποιητικότητα του σεναρίου, με αποσπάσματα-λογοτεχνικές εκρήξεις που ξεχωρίζουν (“δεν πιστεύω πως θα έπρεπε κανείς να αφιερώνει τη ζωή του στη νοσηρή αυτοπροσοχή, πιστεύω ότι καθένας θέλει να γίνει ένας άνθρωπος σαν τους άλλους ανθρώπους”, λόγια του Τράβις από το σενάριο, σε ελεύθερη, δική μου μετάφραση) που κάνουν την ταινία να ξεχωρίζει από τις συνηθισμένες ρετρό επιλογές, στις οποίες ενδείκνυται να επιδοθείς.



Η μοναξιά και ταυτόχρονη ψυχική ανάγκη του Τράβις Μπικλ για συντροφικότητα υπάρχει ξεκάθαρα στον καθέναν από μας. Εσείς πόσα θραύσματά της εντοπίσατε μέσα σας;


By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου