Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Ντον Τζον: Εξαρτήσεις και Μύθοι Περί Πορνογραφίας

Μπορεί κάτι να εγγράφεται κάποτε στο μυαλό σου ως ανάξιο δεύτερης εκτίμησης κι επανατοποθέτησης, λόγω ασημαντότητας της στιγμής, κατά τη διάρκεια της οποίας προφανώς έτυχε να βρεθεί στη ζωή σου. Η ταινία Ντον Τζον ήταν για μένα μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση· που μέσα στην απλοποίηση της υπόθεσής της, ωστόσο, περιέχει άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία που προβληματίζουν με το που την επισκέπτεσαι δεύτερη φορά. Πολλά απ' αυτά τα στοιχεία σχετίζονται άμεσα με τα ερωτηματικά γύρω από το ρόλο της πορνογραφίας, αλλά και με τη γενικευμένη θέση των πολλαπλών εθισμών σε αυτήν.
Ο Ντον Τζον είναι νέος και ωραίος· με τον δικό του γραφικά χαρακτηριστικό και υπέρογκο τρόπο (ελαφρώς υβριστικοί, αλλά και χαριτωμένοι χαρακτηρισμοί για τέτοια άτομα που τους αρέσει να κάνουν θόρυβο στη ζωή με τον ότι να 'ναι τρόπο τους ξεκάθαρα δεν αρμόζουν εδώ). Σίγουρα του αρέσει να περνάει το χρόνο του γνωρίζοντας και φλερτάροντας, με αστραπιαία αποτελέσματα (!), όσο πιο όμορφες γυναίκες γίνεται. Και σίγουρα απολαμβάνει που παίζουν τα κοκόρια με τους φίλους του και πάντα καταφέρνει να κερδίζει, όπως και την κυριακάτικη βόλτα προς την εκκλησία με το αυτοκίνητό του, κι ας βρίζει όσους δεν ξέρουν στ' αλήθεια να αψηφούν το πορτοκαλί φανάρι στο δρόμο. Αυτό, όμως, που του αρέσει περισσότερο από ο,οτιδήποτε άλλο είναι η βουτιά στο διαδικτυακό του πορνό κάθε βράδυ (αλλά και σε ακαθόριστες στιγμές της ημέρας), συνήθεια που ούτε καν η ανακάλυψη και κατάκτηση της, μπρος στα κριτήριά του, ιδανικής γυναίκας δε μπορεί να ατροφήσει.


Κι η ισορροπία θα ήταν εντάξει, αν κάπου μέσα στην σχετικά αφανή αυστηρή εσωτερική λογική του δεν υπήρχε το μικρόβιο της εξάρτησης. Που ασφαλώς για κανένα μας πια δεν αποτελεί κάτι ξένο. Όλες οι επικρίσεις για τα δεινά των ναρκωτικών και του αλκοόλ του προηγούμενου αιώνα ωχριούν μπροστά σ' ένα φαινόμενο, όσο και καθημερινό χαρακτηριστικό που κυριαρχεί στην εξάπλωσή του στο πολυεπίπεδο σύνολο τομέων της ζωής. Από την τηλεόραση και τα κινητά στα πολύ προσωπικά μας “γούστα” στη μουσική και στον αθλητισμό, αλλά και στην εξακολούθηση αφηγήσεων με αποδεδειγμένη αντοχή στο χρόνο, συχνά ανεξάρτητα από το γεγονός της παντελούς ασυμβατότητάς τους με την εποχή ή του μυθολογικού τους περιεχομένου. Όπως για παράδειγμα, η μητέρα του Τζον, στην ταινία (όσο στο βάθος και ο πατέρας του, ακόμη κι αν δεν το επιδεικνύει διακαώς), που ζει με την ελπίδα πως το καμάρι της, ο μεγάλος της γιος θα ανοίξει μια μέρα την πόρτα και θα ξεπροβάλλει με την εκλεκτή της καρδιάς του, την ιδανική γυναίκα που θα συμβάλλει στη διαιώνιση του οικογενειακού ονόματος κι ολόκληρου του πληθυσμού των οικοκυρικών δραστηριοτήτων και στερεοτύπων. Σαν να ζούμε το σήμερα μέσα στο χθες ή σα να μην άλλαξε απολύτως τίποτε στη αναπόφευκτα ακατάπαυστη ροή των πραγμάτων.
Εξάρτηση που φτάνει στο απόγειό της, καθώς σιγά σιγά εισερχόμαστε στα ενδότερα μιας νοοτροπίας που μας παρουσιάζεται ως τυπική του ανδρικού παράγοντα: της κλασικής όσο και της σύγχρονης πορνογραφίας (που, όπως φαίνεται στην ταινία, φαίνεται να παρουσιάζουν έντονες διαφορές). Όλοι και κυριότερα όλες έχουμε αδιάψευστα αναρωτηθεί για τη σημασία της, όσο και για την κρισιμότητα της ύπαρξής της στην αρσενική μοναχική ρουτίνα· με τους υπολογισμούς των ορίων της φυσιολογικής κατανάλωσης πορνογραφικού υλικού να παίρνει, ιδιαίτερα σε γυναικεία, αλλά και όχι μόνο, μυαλά φοβερές διαστάσεις (αλλά στ' αλήθεια πού οριοθετείται το φυσιολογικό;). Αδιαμφισβήτητα η εισβολή της ταινίας της Τζούλιας Αλεξανδράτου, πριν από μερικά χρόνια, στην καθημερινότητα των αισθήσεων του ελληνικού κοινού πυροδότησε, όσο και όξυνε τους παραπάνω προβληματισμούς. Η δική μου σκέψη, όπως κεντρικά και της ταινίας, κατευθύνεται κυρίως προς το κατά πόσο σε κοινωνίες που δημιουργούν ή / και τρέφουν την αναγκαιότητα της διακίνησης πορνογραφίας, με τόσο ζήλο, ως συστατικό στοιχείο μιας υγιούς πραγματικότητας, μπορεί να ευδοκιμήσει ή έστω να επιβιώσει το ερωτικό αίσθημα. Υπάρχει άραγε νόημα πίσω από τη συνέχιση της χρήσης του όρου «έρωτας», κι αν ναι, κάτω από ποιον ογκώδη κι επικίνδυνο βράχο φυλάσσεται προσεκτικά;


Έτερον εκάτερον θα απαντούσε ίσως (εύχομαι!) η πλειοψηφία· από την άλλη μεριά, όμως, η εισχώρηση της πορνογραφίας οριστικά στον ορίζοντα της ζωής μας φαίνεται να έχει αλλοιώσει κάτι ή τουλάχιστο να το έχει κάνει να αποκτήσει τη συγκεκριμένη της χροιά. Συγκεκριμένα αισθάνομαι ίσως όχι η μόνη που έχει παρατηρήσει ένα είδος διείσδυσης μιας συγκεκριμένης, εμφανώς επηρεασμένης και από το πορνό, νοοτροπίας που με αντίκτυπο σε ένα είδος επίφασης της κανονικότητας της ζωής, ακόμη και στον ευρύτερο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων. Κάτι που, για παράδειγμα, μπορείς να διακρίνεις τις στιγμές που παρατηρείς ανθρώπους να πηγαίνουν από τη μια σχέση στην άλλη σχεδόν απ' ευθείας ή που φαίνεται να ερωτεύονται σχεδόν τηλεπαθητικά και να προχωρούν σε σχέση ακόμα γρηγορότερα. Κάτι που νιώθεις κάθε φορά που βλέπεις πόσο πολύ το εύρος της σεξουαλικής εμπειρίας υπολογίζεται στην παρέα σου ως βασικό χαρακτηριστικό κάποιου για να είναι απολύτως αποδεκτός ως “φυσιολογικό” δείγμα ανθρώπινης φύσης.


Κάπου στο βάθος αυτής της ιδέας βρίσκεται κι ο κόσμος που ο Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ έβαλε με κάθε τρόπο τα δυνατά του να μας το αναπαραστήσει (με τη μέγιστη συμβολή της Σκάρλετ Γιόχανσον, σε ρόλο έκπληξη, της Τζούλιαν Μουρ κι όλων των υπόλοιπων ηθοποιών και συντελεστών της ταινίας). Το κινηματογραφικό του πόνημά του μπορεί να μην είναι αφηγηματικά συγκλονιστικό· διεκδικεί ωστόσο να περάσει ένα σημαντικό μήνυμα στον κάθε θεατή, οποιαδήποτε σχέση κι αν διατηρεί με τους θεματικούς άξονες της ταινίας. Σ' ένα τέτοιο σημείο της προσπάθειας, για παράδειγμα, εντυπωσιάζει με την ολική ανατροπή της πλοκής όπου ένα αγόρι γνωρίζει κορίτσι. Εξίσου παραδεκτά, η επαναληπτικότητα των σκηνών, όπως για παράδειγμα η αλληλουχία της προσφυγής στην εκκλησία, της εξομολόγησης, της απαράλλακτης άφεσης αμαρτιών και του οικογενειακού δείπνου, καταφέρνει να αγγίξει την αλήθεια της καθημερινότητας, και μέσα απ' αυτή την εξομοίωση, να υπογραμμίσει τις τόσο απενοχοποιημένα τοξικές μας συνήθειες που σίγουρα δεν εξαντλούνται στην απλή επαφή με τα ποικίλα είδη εθισμών και της διαθέσιμης «πορνογραφίας». Η απλά μετωπική προσέγγιση στην ερμηνεία του Τζον, αλλά και των υπόλοιπων ηρώων, με αποκορύφωμα το “βουβό” χαρακτήρα της αδερφής του πρωταγωνιστή, που καίρια σπάει τη σιωπή της την κρίσιμη στιγμή, ενισχύει ακόμη περισσότερο την καταδίκη της κατασκευής αυτού του είδους πραγματικότητας στο οποίο, άθελά μας ή μη, δίνουμε συνεχώς τη συγκατάθεσή μας.
Στο τέλος της ημέρας, κερδίζει η πορνογραφία ή ο έρωτας; Κάντε μια μίξη κι ευχηθείτε κάτι καλό να βγει τουλάχιστον από αυτήν τη μικροαστική φάση της ιστορίας. Τουλάχιστον ο Ντον Τζον μας υπενθυμίζει τη φύση της αλήθειας που κατοικούμε.


By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου