Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Μαθήματα Λογικής Καθημερινής Χρήσης: Η Τέχνη της Καθαρής Σκέψης

Καθημερινά παρασυρόμαστε προς τη μια ή την άλλη απόφαση με μια σειρά από τρόπους· πότε από εγωισμό, πότε από ένστικτο ή την ανάγκη να ανήκουμε στην ίδια πραγματικότητα με τα πλάσματα που αισθανόμαστε πιο κοντά γύρω μας. Η ουσία είναι μία: πώς μπορούμε να μάθουμε να πατάμε το κουμπί της λογικής, όταν η περίσταση δεν επιδέχεται διαφορετική επιλογή; Σ' αυτό ακριβώς μπορεί να μας βοηθήσει ο Ρολφ Ντομπέλλι και το -όσο κι αν ο ίδιος αποστρέφεται τις υπόνοιες του όρου- βιβλίο αυτοβοήθειάς του, Η Τέχνη της Καθαρής Σκέψης.

Πάμπλο Πικάσο, Το Εσωτερικό του Μπουντουάρ της Ζακλίν

Στο βιβλίο αυτό, ο Ντομπέλλι συγκεντρώνει και αναλύει διάφορους τρόπους με τους οποίους καθημερινά πιανόμαστε να αποκκλίνουμε από τον ορθολογισμό ως κέντρο βάρους για να αναλάβουμε την ευθύνη σοβαρών αποφάσεων. Μας δίνει να καταλάβουμε πως τα συναισθήματα και οι αισθήσεις μας επίμονα κατορθώνουν και παρεισφρύουν στη θεώρηση μας του κόσμου και να τη θολώνουν για λίγα ή παραπάνω λεπτά. Η μέθοδος, με την οποία ο ίδιος προσεγγίζει αυτά τα αυθαίρετα λάθη, ωστόσο, τα αποδομεί στην ολότητά τους· ζητά από τον αναγνώστη να ακολουθήσει την πορεία σκέψης του σε παρόμοιες περιστάσεις, αλλά και του προτείνει εναλλακτικές διαδρομές, με την προοπτική εκείνος να αρχίσει να αναζητά την αρχή και το τέλος της αυθεντικά επιθυμητής γενικής του φιλοσοφίας και τρόπου σκέψης.
Κατ' αρχάς να τονιστεί πόσο πολύ ως σοβαρό πλεονέκτημά του βιβλίου οφείλει να καταμετρηθεί η ευκολία στην ανάγνωση που παρέχει στον αναγνώστη. Τα μικρά, σχεδόν όμοια σε μέγεθος κεφάλαια με την επεξήγηση των πιο θεμελιωδών γνωστικών πλανών που ταλανίζουν καθημερινά τις επιλογές μας μπορούν να κερδίσουν ακόμη κι αυτούς που με μανία επιδιώκουν να απαλλαγούν από οποιαδήποτε επιρροή των βιβλίων. Τα δε γλαφυρά παραδείγματά του που καλύπτουν το φάσμα μεγάλης ποικιλίας περιστατικών από πολυάριθμους επαγγελματικούς χώρους καθώς κι από άλλες φάσεις τέχνης και ζωής απευθύνονται σε όλα τα γούστα και φέρνουν την κατανόηση κάθε γνωστικής πλάνης μέσα σε ακόμη πιο ενδόμυχες πτυχές της σκέψης του αναγνώστη. Για τους ακόμα πιο «βιβλιοδύσκολους», καθοδηγητικές εικόνες αφύπνισης συνειρμών στο ξεκίνημα κάθε μικρού κεφαλαίου επισημαίνουν το γενικό παραλογισμό της σημερινής εποχής και τη φυσικότητα με την οποία δεχόμαστε τα πράγματα αγκαλιάζοντάς τα ως μια λογική μετεξέλιξη μιας παντοτινής άρχουσας τάξης πραγμάτων του σύμπαντος.
Ο κύριος στόχος του γράφοντος κι εδώ, βέβαια, δεν απέχει τόσο συντριπτικά από την αμέριστη φιλοδοξία πολλών ομοτέχνων του: η δυνατότητα να γίνει αντιληπτό το πόσο η εξέταση και η επανεξέταση των πραγμάτων είναι δυνατό να ωφελήσει τον αναγνώστη στην προσπάθεια να κρίνει βαθύτερα τις επιλογές του. Αμφισβητώντας ξανά και ξανά τις ρίζες των εννοιών στο κυνήγι αποσαφήνισης του ανέφικτου της ανακάλυψης του ξεκλειδώματός του.

Λούι Τζόβερ, Ο Κύριος Λογικός

Μπορεί σε πολλές φάσεις το γράψιμό του να μας «πιάνει στα πράσα». Να μας διακρίνει στη γωνία να αισθανόμαστε εκτεθειμμένοι που κι εμείς σε πολλές περιπτώσεις έτσι λανθασμένα και ανόητα έχουμε σκεφτεί. Στην πραγματικότητα, οι ενοχές μας δεν αξίζει να μας στερήσουν την ευκαιρία να διακρίνουμε καρέ καρέ τη στιγμή του παραστρατήματος ενός συλλογισμού, ώστε να μπορέσουμε να αποφύγουμε το ίδιο λάθος την επόμενη φορά.
Κι εδώ το σημείο που θα σας εκθέσω τα προσωπικά πιο προσφιλή σφάλματα σκέψης που μπορούν να μας βασανίσουν αλύπητα πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του ύπνου και του ξύπνιου μας με ατέλειωτη επιμονή: κατά πρώτον η πλάνη του επιζώντος. Θα τρομάξετε απίστευτα αν στ' αλήθεια αναλογιστείτε πόσο συστηματικά υπερεκτιμάτε τις δυνατότητές σας να πετύχετε και πόσο υποτιμάτε τη συμβολή της τύχης σε οποιοδήποτε δυσανάλογα με την πραγματικότητα θετικό ποσοστό επιτυχίας. Ο μόνος τρόπος να συνειδητοποιήσει κανείς τον αποφασιστικό ρόλο της τύχης στην απόληξη τολμημάτων του ανθρώπου είναι να επισκεφθεί το νεκροταφείο των αποτυχημένων· τη μεταφορική δηλαδή ύπαρξη τόπου που στεγάζει τις παρουσίες ή μάλλον τις απουσίες πραγματοποίησης εκατοντάδων ονείρων ανθρώπων που δεν είδαν ποτέ το φως της ημέρας, ακριβώς επειδή χτύπησαν πόρτες, αλλά δεν τους δόθηκε ποτέ η κατάλληλη ευκαιρία.
Η άλλη όψη που μέσα από τις παραινέσεις του συγγραφέα αποδεικνύει μια σημαντική αιτία που καταφεύγουμε στην πλάνη του επιζώντος είναι η αποστροφή μας προς την απώλεια. Η αρνητική πλευρά των πραγμάτων και ειδικά η επικράτησή της σε δεδομένες περιστάσεις τείνει να έχει σαρωτικό αντίκτυπο στις συνειδήσεις μας· τείνει να μένει χαραγμένη για σημαντικό διάστημα στη μνήμη μας· κι εν τέλει πολλές φορές μας ωθεί σταδιακά στο να απορρίπτουμε καθετί το θετικό ως μια μόνιμα παραδεκτή εξέλιξη, τη στιγμή που η αρνητική πλευρά συνεχίζει να μας τρώει και να μας ξεσκίζει τα θετικά. Ως γιατρικό, ο συγγραφέας μας ωθεί να εξετάζουμε πάντα το σύνολο των πραγμάτων που μας έχουν συμβεί καθώς και των αποτιμήσεών μας από αυτά, και πολλά πολλά άλλα που μόνο μια αληθινή επαφή με το βιβλίο ενέχει τη δυνατότητα να σας αποκαλύψει.
Μην παρασυρθείτε, όμως, υπερβολικά, παρακινεί ο συγγραφέας, ιδιαίτερα στον επίλογο του βιβλίου. Αφεθείτε και εκτονώστε ένστικτα και παρορμήσεις της στιγμής, όταν πρόκειται να διαλέξετε κάτι απλό καθημερινό, όπως για παράδειγμα τη μάρκα γόμας ή απορρύπαντικού που σας αντιπροσωπεύει (!). Συχνά η επιλογή μας δεν κάνει τη διαφορά· προσοχή όμως μέχρι να καθορίσετε το όριο μέχρι το οποίο μπορεί να αναδεικνύεται καταλυτική η προηγούμενη σκέψη.
Η Τέχνη της Καθημερινής Σκέψης με μια απλή ανάγνωση μπορεί να προστεθεί στις πρακτικές αντιμετώπισης της καθημερινής ζωής, ώστε να διακρίνουμε ενδεχόμενα αυθεντικά ψήγματα αξίας της. Το αν όντως θα υιοθετήσουμε ορισμένες από τις συμβουλές του Ντομπέλλι εξαρτάται από τη στάση που διαλέγουμε κάθε λεπτό να τοποθετηθούμε απέναντι στα συνεχή καθημερινά φαινόμενα, όπως εν μέρει κι από τις ερμηνευτικές μας ανησυχίες κι αναζητήσεις.



By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Τέλος Εποχής Διαδικτυακών Ρομάντζων

Υπάρχουν μέρες που το δέχεσαι ότι η γενική ξηρασία της προσωπικής σου ζωής δεν αξίζει να σε καταρρακώνει. Κι άλλες απ' αυτές που αποφασίζεις το Facebook δικαιούσαι να λειτουργεί ως άξιο υποκατάστατο αυτού που πάντα ευχόσουν να έχεις, αλλά, στην πραγματικότητα, ποτέ μέχρι τώρα στ' αλήθεια δεν απέκτησες: μια σχέση με πορεία στο χρόνο που να βγάζει νόημα.
Ώσπου να την πετύχω”, λες, καλό θα μου κάνει.

Σκίτσο της Τζίπσι Ράλι

Κι ύστερα αυτό το υποτιθέμενα υπαρκτό άτομο που παίζει να έχεις δει και μια-δυο φορές στην αληθινή σου ζωή αποφασίζει πως το έργο κλιμακώνεται καλά. Είναι ο τυχερός του καιρός, πρέπει να δράσει καίρια και γρήγορα, να σκοράρει εν αγνοία σου. Κι αρχίζουν τα μηνύματα στο Messenger να φτάνουν πιο συχνά που πάντα επικεντρώνονται πιο αφοπλιστικά στα προσωπικά του ενδιαφέροντα, τη μαγεία και τη σπανιότητα των οποίων βαριέσαι, αλλά δεν παραιτείσαι από το να αναγνωρίσεις.
Και κάνεις τη σύγχρονη γιόγκα. Compartmentalization / Διαμερισματοποίηση. Βάζεις τη στιγμή ή τις στιγμές αυτές σ' ένα κομμάτι της ημέρας, από αυτά που διατηρείς, επειδή οφείλεις να τα αφιερώσεις στον εαυτό σου και σε κανέναν άλλο· και τα υπόλοιπα είναι γυμναστήριο, δουλειά, διάβασμα, youtube, βόλτες με φίλους. Κάτι που την ολότητά του θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος που θα έμοιαζε με διευθυντή προγράμματος τηλεοπτικού σταθμού ή μέλος προσωπικού ασφαλείας, που βλέπει σε διαφορετικά παράθυρα οθόνης όλα αυτά τα επίπεδα επικέντρωσης του εαυτού σου στις διάφορες δραστηριότητες, την ομαλή ταυτόχρονη και διαδοχική εκτέλεση των οποίων κατά βάθος εσύ η ίδια διευθύνεις.
Ύστερα από αυτό το στάδιο, σε κάποια φάση, έστω και απρόθυμα συγκεντρώνεσαι εντελώς στην ανάγνωση μηνυμάτων από αυτό το επίμονο άτομο, ενδεχομένως αναζητώντας το τι θα μπορούσε να είναι πραγματικά ακριβώς αυτό που η παρούσα εμπειρία θα ήταν ποτέ δυνατό να σου προσφέρει. Εμπιστευόμενη τη λειτουργία του συστήματος αντανακλαστικών σου και την ίδια στιγμή μη λαμβάνοντας ξεκάθαρη απάντηση από το κέντρο ελέγχου του.
Κάπου εκεί που έχεις αποχαυνωθεί ανάμεσα στην προοπτική ενστάλαξης αυθεντικής εξυπνάδας (!) στην επόμενή σου απάντηση και στο χαζολόγημα στο γνωστό κοινωνικό δίκτυο (γιατί πάνω απ' όλα τα σημαντικά είναι τα ασήμαντα της ζωής) έρχεται το μήνυμα πρόσκληση: συνήθως όσο προκλητικό θα μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει περίπτωση να φανεί κάποιος, λαμβάνοντας υπόψη πως όλη η «κατάσταση» γίνεται στο Facebook κι, έτσι κι αλλιώς, την παρούσα στιγμή δε βλέπει το πρόσωπό του ευτυχώς, οπότε, όσο πιο προκλητικός, τόσο καλύτερα, για να κερδίσει για το τομάρι του κάτι εν δυνάμει περισσότερο για την πάρτη του, όπως το λένε· μήπως τάχα η ύπαρξή του μέχρι στιγμής δεν έχει παραπάνω αποδείξει ότι το αξίζει έστω κάπως (αυτό αδυνατούμε να το επιβεβαιώσουμε και δεν το κάνουμε); Και μόνο με το δικαίωμα να βρίσκεται ζωντανός και, όπως είναι φυσικό κι εν προκειμένω εμφανές, καθ' όλα ενεργός.
Όμως εσένα ξαφνικά σε χτυπάει ένα είδος συνειδητοποίησης προερχόμενο από βαθιά μέσα στο κεφάλι σου· έχει μαζευτεί στη συγκεκριμένη εγκεφαλική περιοχή ως αποτέλεσμα μελέτης και παρατήρησης συμπεριφορών χρόνων, και ξαφνικά ξεπερνάει τα όρια όλης της ρομαντικής ενθάρρυνσης των ταμπλόιντ περιοδικών, των σαπουνόπερων, καθώς και των τηλεοπτικών κι εν γένει κι επί της ουσίας παραμυθένιων ζευγαριών: είναι σαν να ήξερες από πριν κάθε λέξη αυτού που κατά βάθος από την αρχή είχε στο μυαλό να σου προτείνει. Στην πραγματικότητα είσαι πια μια ενήλικη πλέον που μπορεί να δώσει συμβουλές ικανές να μεγαλώσουν τα παιδιά που ένα μεγάλο διάστημα της ζωής σου ονειρέυεσαι ότι θα κάνεις. Και ναι: οι εναλλακτικοί στίχοι και οι ποιητές και οι συγγραφείς, των οποίων τις αράδες διατηρούσες μια ζωή στην ψυχή σου σαν ευαγγέλιο τώρα φαίνεται πως μπορούν να αποκτήσουν μια έμπρακτη εφαρμογή που έχει ορισμένο νόημα: ένας έρωτας διαφέρει κατά πολύ από ένα ζορισμένα επινοημένο ανύπαρκτο συναίσθημα, του οποίου σου αφαίρεσαν το δικαίωμα να προσδιορίσεις την πορεία εξέλιξης. Βάλε λοιπόν τέλος στα διαδικτυακά ρομάντζα και τις ανώριμες προσομοιώσεις σχέσεις και καλωσόριξε την ένταξή σου στην ερωτική φιλοσοφία ανάπτυξης σχέσης σε προσωπικό επίπεδο. Είναι προβληματική και δυσεύρετη, όμως τουλάχιστον υπάρχει περίπτωση να σου συμβεί στ' αλήθεια.

Duy Huynh, Ξεδιπλώνοντας το Μονοπάτι της Ανακάλυψης Εαυτού

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Σκιαγραφώντας την Οικογενειακή Διάσπαση: το Καλαμάρι και η Φάλαινα

Όχι πως ξεκινώ λέγοντας κάτι καινούργιο: ο μύθος της ενωμένης παντοδύναμης οικογένειας έχει κάτι παραπάνω από αποδυναμωθεί στην εποχή μας· αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στον άμεσο περίγυρό του. Η ιδιαιτερότητα στην εστίαση της οπτικής της συγκεκριμένης ταινίας συνίσταται ως επί το πλείστον στον τρόπο που αντανακλά τα ευρύτερα και βαθύτερα αποτελέσματα του διαζυγίου στους όχι άμεσα εμπλεκόμενους, δηλαδή συνήθως στα παιδιά, αλλά και στο ότι μας καλεί να αμφισβητήσουμε στερεότυπα και τετριμμένες πτυχές της μάχης των δύο φύλων.


Κάπου εδώ θα σας συστήσω το είδος του mumblecore που υπηρετεί πιστά ένας από τους, κατά τα τελευταία χρόνια, αγαπημένους μου σκηνοθέτες, ο Νόα Μπάουμπαχ (επιχειρώντας να διαφημίσω το είδος στον αναγνώστη, αλλά και να προτρέξω, καθώς, όπως είναι ήδη εμφανές, σ' αυτό εδώ το ιστολόγιο, ο,τιδήποτε βαφτίζεται ως αγαπημένο σημαίνει ότι πολλές ακόμη σχετικές αναρτήσεις θα ακολουθήσουν). Οι ταινίες mumblecore δεν πλασάρονται στο κοινό σε καμία περίπτωση για την καταιγιστική δράση τους ή για το ότι θα διατηρήσουν άσβεστο το σασπένς της πλοκής καθ' όλη τη διάρκειά τους. Αντίθετα, οι ήρωές τους ως επί το πλέιστον μιλούν, μιλούν, μιλούν και μιλούν, ανασκαλεύοντας τα βαθύτερα κίνητρα πράξης τους και παρακινώντας τον αναγνώστη να προχωρήσει σε είδος ανακάλυψης μέσα από την υπερέκθεση και αυτοανάλυσή τους. Με λίγα λόγια, πιο πολύ ποιοτική-ποιητική αναμόχλευση, παρά εξαρτησιομανία από την ανάγκη για συνέχεια και κάποιο μεγάλο φινάλε.
Εναρμονισμένο με τις συνήθεις προτιμήσεις του δημιουργού οι ταινίες του να θυμίζουν αυθεντική τοποθέτηση σε κάποια εκδοχή του χρονικά άμεσου παρελθόντος ή να είναι πραγματικά, Το Καλαμάρι και η Φάλαινα είναι τοποθετημένο στο τέλος της δεκαετίας του '80, χρονολογία που κατά προσέγγιση ταυτίζεται με τον απόλυτο, ευτελή θρυμματισμό των ψευδαισθήσεων και ταυτόχρονα με τη λησμονιά του. Η γκλαμ μέταλ είχε στραφεί οριστικά προς τις πωλήσεις κι έκλεινε ολοφάνερα το μάτι στη ντίσκο. Ο κινηματογράφος του Ντέιβιντ Λιντς προσπαθούσε να εξοικειώσει τον κόσμο με τον πληθυσμό των πιθανοτήτων η συνείδησή τους να είναι χειραγωγίσιμη και να μην ακολουθεί πιστά τις εντολές τους μπλεγμένη αδυσώπητα και με το ασυνείδητο. Η αμείλικτη στάση του Αμερικανού προέδρου Ρίγκαν, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, απέναντι στη χρήση ναρκωτικών και η σκόπιμη αποστασιοποίησή του από τη μάστιγα του AIDS, εις βάρος της αμερικανικής κοινωνίας, άφηναν περιθώριο μόνο για επιστροφή σε ενός είδους συντηρητικού μαζέματος στο σπίτι και στους δικούς σου, όπου μπορούσες, χωρίς ενδεχομένως να πετροβοληθείς, να διεκδικήσεις ασφάλεια κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις.
Κι είναι ξεκάθαρο πως αυτό ακριβώς αισθάνονται τα παιδιά της οικογένειας, Γουόλτ και Φρανκ, περίπου 16 και 12 χρονών αντίστοιχα, στην ταινία, με τον ίδιο τρόπο που το ζητούν με πολυάριθμα ιδιαίτερους τρόπους τα παιδιά όλου του κόσμου καθημερινά. Χρειάζονται μια άνεση να ακουμπήσουν, τη σταθερότητα ενός τρόπου ζωής για να κοιμούνται ήσυχα τα βράδια ή να κάνουν αυτά τα πολύ ατομικά πράγματα που όλοι διαλέγουμε, γνωρίζοντας ότι κάτι πάντα στο σπίτι θα είναι όπως είναι, παρέχοντας τους υποστήριξη που με ένα τρόπο θα είναι πάντα διαθέσιμη και δεδομένη. Όμως, για λόγους αρχικά άγνωστους στους ίδιους, κι εν μέρει και στο θεατή, στο πρώτο μέρος της ταινίας οι γονείς τους αποφασίζουν να χωρίσουν.


Η ασυμβατότητα κι η ασυμμεντρία των «εγώ» τους και ο ρόλος τους σ' αυτή τους την απόφαση είναι οι πρώτοι παράγοντες που οι θεατές βρίσκουν πως συντέλεσαν σημαντικά. Ο Μπέρναρντ και η Τζόαν έχουν και οι δυο διδακτορικά στη λογοτεχνία και είναι συγγραφείς. Για να είμαστε ακριβείς, η περίοδος εκτόξευσης των επιτυχιών των πρώτων γραπτών της Τζόαν έχει μόλις σηματοδοτηθεί στο ξεκίνημα της ταινίας, ενώ ο Μπέρναρντ βρίσκεται εν μέσω μιας κρίσιμης καμπής στην καριέρα του, παρά τις προφανείς και συχνά ανυπόστατες αυτοπεποιθησιακές του τάσεις πως αποτελεί σπουδαίο δείγμα συγγραφέα και ειδικού λογοτεχνιολόγου (!). Τόσο πολύ που, σε ανύποπτες στιγμές, δε διστάζει να επιβάλει στους άλλους τις δικές του απόψεις σχετικά με το σε τι συνίσταται η υψηλή λογοτεχνία και το γράψιμο εξαιρετικής ποιότητας· συμπεριλαμβανομένης της Τζόαν και ειδικά του Γουόλτ, που, πλησιάζοντας την κρισιμότερη φάση της εφηβικής αναζήτησης-εφιάλτη χρειάζεται επειγόντως κι απελπιστικά ένα ανδρικό πρότυπο ως μίνιμουμ καθοδήγησης για τις άμεσα επιβεβλημένες καθημερινές του ενέργειες.


Η επιτομή της προσπάθειας του σκηνοθέτη-σεναριογράφου Μπάουμαχ στη συγκρότηση του σεναρίου της πλοκής, αλλά και στην εκτέλεση της απογειωτικής κορύφωσης της ταινίας, είναι ακριβώς αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει από καθετί παρόμοιο του είδους της· αλλά κι από οποιαδήποτε προσπάθεια να αποδώσει κανείς την παρανοημένη φύση οπιασδήποτε παρόμοιας κατάστασης. Το εξπρεσιονιστικό καθρέφτισμα της αναταραχής που ζουν καθημερινά τα παιδιά, ως αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους για προσαρμογή στις νέες συνθήκες του διαζυγίου, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη βιολογική και συναισθηματική τους ωρίμανση, που δέχονται ελάχιστη φροντίδα, αφού το βέλτιστο ενδιαφέρον τον γονιών έχει στραφεί προς τους εαυτούς τους, αποτυπώνεται με μοναδικά ξεκαρδιστικό και συνάμα βαθιά συγκινητικό τρόπο: ο Γουόλτ κερδίζει το σχολικό καλλιτεχνικό διαγωνισμό παρουσιάζοντας την εκδοχή του ήδη κυκλοφορημένου “Hey You” των Πινκ Φλόιντ ως δικό του δημιούργημα, απαιτώντας τον αμέριστο σεβασμό και την προσοχή όλων, και κυρίως των γονιών του, ενώ ο Φρανκ ζει ξεχασμένος στο σπίτι τη γενετήσιά αφύπνισή του και συνεχίζει μάταια να θέτει τις σκέψεις του σχετικά με το τι θα ήθελε να ακολουθήσει επαγγελματικά στο μέλλον στα αυτιά υπ' όψιν μορφωμένων γεννητόρων του.
Οι ερμηνείες και των τεσσάρων πρωταγωνιστών (συμπεριλαμβανομένου ενός αγνώριστου, εκπληκτικού Τζεφ Ντάνιελς) μπορούν επάξια να προστεθούν στη συλλογή σπάνια εκλεκτών στοιχείων αυτού του ανεξάρτητου κινηματογραφικού διαμαντιού που αξίζει να ανακαλύψετε. Και να μην ξεχνάμε: κανένας, όσο και προσφιλής σκηνοθέτης δεν αξίζει να αποτελέσει σημείο αναφοράς ή επιχείρημα άξιο λόγου στο δρόμο για την αποτίμησή μας της σύγχρονης αξίας της έννοιας της οικογενειακής πραγματικότητας.


By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Ασύμβατα κι Απεριόριστα Θηλυκή Σοφία Μουτίδου

Η αναζήτηση κομβικών σημείων για την ψηλάφιση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της κυρίας που πρόκειται να περιγραφεί δεν έχει ακολουθήσει ιδιαίτερα μακροσκελή πορεία, καθώς μέρος του έργου της, κι αυτού που φαίνεται να τη χαρακτηρίζει ως αφοπλιστική ειλικρίνεια μέχρις εσχάτων ανακαλύφθηκαν από την υποφαινόμενη πρόσφατα. Το  θεατρικό εργαστήρι της Ορεστιάδας "Διόνυσος" και η στενή επαφή που επιτρέπει στο κοινό της περιοχής μας με τη μαγεία του κόσμου του θεάτρου είναι τουλάχιστο συνυπεύθυνο για το αποτέλεσμα αυτό· σε συνδυασμό με τη θεατρομανία που από τα φοιτητικά χρόνια σε υπολογίσιμο βαθμό με διακατέχει.
Βρίσκω τρόπο να δικαιολογήσω τον εαυτό μου για το καθυστερημένο ενδιαφέρον ωστόσο: η θεατρική επαφή διαφέρει σημαντικά από την τηλεοπτική και την Ιντερνετική και ξαφνικά ο ηθοποιός ή οτιδήποτε άλλο αναδεικνύεται οριστικά ή καταβαραθρώνεται. Η διαφορά με τη Σοφία Μουτίδου είναι πως υπάρχει πάντα τρόπος να ξεχωρίσεις τις σπάνιες πτυχές του χαρακτήρα της από τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει να ενσαρκώνει τους ρόλους της κι από την άποψη για την υποκριτική που φαίνεται να τη διακρίνει.


Η Σοφία Μουτίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου και δέχτηκε να εκπληρώσει την επιθυμία των γονιών της για σπουδές στη Νομική, τις οποίες ακολούθησε ο ερχομός στην Αθήνα, οι σπουδές κι η εμπλοκή της με την υποκριτική. Εμφανίστηκε σε κάποιες εκπομπές και λίγα σίριαλ, πριν μείνει αιώνια χαραγμένη στη μνήμη των τηλεθεατών στο ρόλο της δασκάλας του χωριού, Αγλαΐας στη σειρά του Χάρη Ρώμα και της Άννας Χατζησοφιά «Καφέ της Χαράς». Ένα ρόλο που δε θα είχε με κάθε γλαφυρότητα διαγραφεί στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας των Ελλήνων, αν δεν είχε παιχτεί από τη συγκεκριμένη ηθοποιό με το συγκεκριμένο τρόπο· και σίγουρα δε θα είχε προσφέρει με την ίδια λογική τα μέγιστα στα ποσοστά τηλεθέασης κι ένα μέρος της επιτυχίας του συγκεκριμένου σίριαλ.
Το πρώτο πράγμα που παρατηρούσες από τα πρώτα λεπτά που άνοιγες την τηλεόραση την ώρα που παιζόταν το συγκεκριμένο σίριαλ, σχετικά με την Αγλαΐα, ήταν ο έντονος τρόπος που επιδείκνυε τα φλογερά της συναισθήματα για το δήμαρχο του χωριού-πρωταγωνιστή της σειράς Περίανδρο Πώποτα (Χάρης Ρώμας)· άσχετα που βρισκόταν συνέχεια στη θέση να εισπράττει την παγερή αδιαφορία του. Αυτό είναι κι ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει κανείς σχετικά γρήγορα στην ηθοποιό και άνθρωπο Μουτίδου: η παράφορη θέρμη που αποπνέει προς κι ενάντια στην πραγματικότητα, ειδικά για να προκαλέσει ένα έντονο ρήγμα στη συνείδησή σου για τη διαρκώς απαθή σου στάση άσχετα από την κίνηση πλημμύρας της εποχής· αλλά και για να γιορτάσει σηματοδοτώντας χωροχρονικά το πέρασμά της από την πραγματικότητα. Έτσι, η Αγλαΐα στεκόταν κάποια βράδια στις οθόνες μας παράλογη κι εξωπραγματική, την ίδια στιγμή που μας ωθούσε να αντιληφθούμε την αξία της ανάδυσης συνειδητοποιήσεων.


Η στάση της Μουτίδου γενικότερα απέχει παρασάγγας από τη μέση υπερεπιβεβλημένη διάθεση της καθημερινής Ελληνίδας. Η συνάντηση του χαρακτήρα με τους ρόλους της φέρνει στο φως από καιρό βαθιά κρυμμένα συναισθήματα και διαπιστώσεις που συχνά θεωρούνται ταμπού κι απορρίπτονται από μια «αυθεντική» κατάθεση εαυτού, αν μπορούμε να παραδεχτούμε πως συνεχίζει να συμβαίνει κάτι τέτοιο στις αυστηρά κι αποκλειστικά φιλικές μας συναναστροφές εκτός Facebook. Η επιθυμία, για παράδειγμα να κυνηγήσει κάποια τον άντρα που της αρέσει είναι μια προοπτική παντελώς ενοχοποιημένη, ιδιαίτερα καθ' όσον λαμβάνει χώρα σε εξ ολοκλήρου γυναικεία παρέα· πρακτική την οποία το παίξιμο της Μουτίδου ανέκαθεν στηλιτεύει. Γι' αυτό κι αγαπάμε τις στιγμές που ο εαυτός της αναδύεται ατόφιος μέσα από το ρόλο λανσάροντας την έντονη προσωπικότητά της, κι ας ξέρουμε ότι τα πραγματικά επακόλουθα των εντάσεών του δε θα τα βιώσουμε ποτέ, παράλληλα με την απουσία αλλαγής οποιουδήποτε ίχνος προτύπων στα τρίσβαθα των εγκαταστάσεων ιδεών των καθημερινών ανθρώπων.
Γι' αυτό και την προσωπική της κατάθεση στις Πολύ Κακές Λέξεις την πίστεψα από την αρχή μέχρι το τέλος, ειδικά σ' ότι αφορά στην καυστική κριτική της και τη γελοιοποίηση όλων όσων δεν παραδεχόμαστε, που όμως έχει αποδειχθεί καθημερινή πρακτική πως μας βασανίζουν. Η αλλαγή στις σχέσεις γυναικών-ανδρών ένα μικρό διάστημα μετά το γάμο και οι πάντα υποκινούμενες από αλλόκοτα μυστηριώδεις και υπερφυσικές δυνάμεις σχέσεις νύφης-πεθεράς είναι μερικά μόνο παραδείγματα στην καθημερινή αλληλεπίδραση που σταθερά τροφοδοτεί το γυναικείο συλλογικό ασυνείδητο. Συγκεκριμένα, η ηρωίδα της, η Βούλα, ψυχασθενής μόνο με όρους καθημερινής ασημαντότητας, μας συστήνεται βγάζοντας τα εσώψυχά της, δηλαδή, ουσιαστικά, όλα αυτά τα πράγματα που την αφορούν και την εμποδίζουν να πλησιάσει τη διαδρομή προς την κατάκτηση της ευτυχίας (που αναγκαία στην περίπτωσή της περνάει από το σεξουαλικό τομέα!). Όλα αυτά τα πράγματα που καθημερινά μας ταλανίζουν με την εξωστρεφή τους αθωότητα, από τα παραστρατήματα του πρώην Υπουργού κ. Φίλη στις δηλώσεις του για τη γενοκτονία των Ποντίων, μέχρι τα προχθεσινοβραδυνά βάσανα μιας γυναίκας, που αναζητεί απλώς ικανοποίηση χωρίς να αξιώνει την «κοινωνική άνοδο» στα σκαλιά της εκκλησίας, οδηγούν τη Βούλα στην ανάσα της εξασφάλισης του χρηματικού επάθλου των 10.000 ευρώ και της επαγγελματικής βοήθειας ενός εξειδικευμένου νευρολόγου· κι εμάς σε ένα διάλειμμα κι απόσταση κριτικής αντιμετώπισης από τον άκαμπτο εαυτό μας.


Η ανακάλυψη του χάσματος της συμπεριφοράς μας από την αλήθεια του εαυτού μας πάντα θα αντιπροσωπεύει ένα είδος συνειδητοποίησης υψηλού τιμήματος. Οι ερμηνείες και η αυτοπραγμάτωση της Σοφίας Μουτίδου θα στέκονται πάντα εκεί για να κάνουν αισθητή τη δική της διάσταση από την «ανύψωση» των καθημερινών «πιστεύω» μας, άσχετα από την ποσότητα ή την ποιότητα της ώρας που θα αφιερώσουμε σε σκέψεις για το τρέχων βάρος της ή σχετικά με το αν η αθυροστομία ταιριάζει τελικά με τη θηλυκή φύση.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Προσεγγίσεις Ανεπαίσθητα Αφανών Καλλιτεχνικών Δημιουργημάτων: Α΄ Μέρος

Αποτελούσε πάντα ακρογωνιαίο λίθο στη συγκρότηση των απόψεών μου για την τέχνη πως ακόμη και μέσα από έργα που δεν έχουν εκτιμηθεί ευρέως μπορεί να κατανοηθεί πλήθος εννοιών και τρόπων έκφρασης καθώς και να προσεγγιστεί βαθιά αισθητική απόλαυση. Τα επόμενα υπήρξαν εξαιρετικά υποκειμενικές δικές μου επιλογές· ο λόγος, ωστόσο, που διάλεξα να τα παρουσιάσω εδώ είναι πως γενικότερα διαθέτουν την ιδιότητα να προσφέρουν κάτι, παρά το γεγονός ότι έχουν παραβλεφθεί ή ορθότερα παραγκωνιστεί από άλλα επιτεύγματα των δημιουργών τους που φάνηκαν ικανότερα στο να πλησιάσουν το ευρύ κοινό και να απορροφήσουν μερίδα του λέοντος του ενδιαφέροντός του.

      1. Woody Allen, Scoop


Σπανίζει η κατάπληξη για τις ταινίες του Γούντι Άλεν· ακόμη και γι' αυτές που δεν έχουν καταχωρηθεί ως αριστουργήματα. Στη συγκεκριμένη, το κοινό έρχεται αντιμέτωπο με μια διαφορετική Σκάρλετ Γιόχανσον-δυναμική φοιτήτρια δημοσιογραφίας από την αμερικανική επαρχία· με χαρακτηριστικά σπασίκλα και φαινομενική άγνοια για τον αισθησιασμό που αποπνέει· αποφασισμένη να πετύχει. Παρ' όλο που η συνέντευξη που έχει κανονίσει με γνωστό Βρετανό σκηνοθέτη, κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη Γηραιά Αλβιώνα, δεν εξελίσσεται τόσο ευνοϊκά όσο αναμένεται, η Σόντρα δεν το βάζει κάτω. Ειδικά όταν, η αμελητέα διάρκεια παραμονής της στο κουτί διαμελισμού ανθρώπινων μορίων(!)-μέρος κόλπου κατά τη διάρκεια σόου του μάγου και συμπατριώτη της Σπλεντίνι (Γούντι Άλεν), της προσφέρει στο πιάτο τη μεταθανάτια εμφάνιση-ζαβολιά του έγκριτου και πρόσφατα εκλιπόντος δημοσιογράφου Τζόου Στρόμπελ, και, κατά συνέπεια. το τελευταίο του «λαβράκι». Για να ερευνήσει την υπόθεση που θα το αναδείξει, η Σόντρα θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον Πίτερ Λάιμαν, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας του Λονδίνου, και θα αναζητήσει αποδείξεις για το αν όντως είναι κατά συρροήν δολοφόνος.
Αν κάτι αναδύεται για άλλη μια φορά εδώ, όπως και σε πλείστα παραδείγματα ταινιών του κινηματογραφικού δημιουργού είναι η απόλυτη ανάγκη μας για φαντασία στην αναμέτρηση για επιβίωση με την πραγματικότητα. Η παλινδρόμηση της Σόντρα ανάμεσα στην έντονη επιθυμία της να πετύχει στο δημοσιογραφικό χώρο, που κατά κύριο λόγο προκαλεί τις ονειρικές συναντήσεις της με τον πεθαμένο Στρόμπελ έρχεται σε αντίθεση με την αμελή αίσθηση της σεξουαλικότητας που αποπνέει, την οποία σχεδόν παντελώς αγνοεί. Η επικοινωνία του εαυτού της, ωστόσο, και με το ασυνείδητο-φαντασιακό, μέσα κι από τη συνεργασία της με το μάγο Σπλεντίνι, θα της φανερώσει κάθε πλευρά που είχε κρυμμένη και θα τη βοηθήσει να εξιχνιάσει μια υπόθεση-άλυτο αίνιγμα με καταιγιστικές κι αναπάντεχες εξελίξεις.

      1. Παύλος Παυλίδης, “Νοσφεράτου”


Παρ' όλο που, όντας στο ίδιο άλμπουμ με τη “Λευκή Καταιγίδα” (το Αυτό το Πλοίο που Όλο Φτάνει), ευνόητα επισκιάστηκε από την τελευταία, και τα βαρβάτα, πανανθρώπινα νοήματα που μεταφέρει, το τραγούδι είναι μια άξια ανακάλυψη. Και full credit στον Παύλο (για πολλοστή φορά!) που δοκιμάζει να παίξει σχεδόν οποιαδήποτε τραγούδια με διάφορους τρόπους μπροστά σε διάφορα κοινά, κρατώντας πάντα ένα μέρος τους για την επόμενη περίσταση που θα βρει πρόσφορη να απελευθερώσει τη δύναμή του.
Είναι γνωστό πως ένα μεγάλο μέρος τέχνης γεννιέται από την απουσία αυτού που θα μπορούσε να έχει συμβεί ή να συμβαίνει· από ένα ιδιόμορφο μπλέξιμο, δηλαδή, φαντασίας και πραγματικότητας κι αναμνήσεων που εξωραϊζονται από την εκάστοτε αίσθηση έλλειψης που ενδέχεται να μας ταλανίζει. Εν μέρει σ'αυτή την προσέγγιση ενυπάρχει ένα επίπεδο αποδοχής του εαυτού μέσα από τον εναγκαλισμό της αναγκαιότητας με διάφορους τρόπους μιας πολυεπίπεδης ανυπαρξίας. Στο μυαλό μου, για παράδειγμα, όταν ακούω αυτό το τραγούδι, πολλές φορές φαντάζομαι ένα πρόσωπο (συνήθως γυναίκα) που υπάρχει, με την κλασική χωροχρονική έννοια, κι ένα άλλο υποκείμενο που η σύστασή του ορίζεται επακριβώς στο βαθμό που αψηφά τις υπαρκτές διαστάσεις· εξού και η τάχιστη ομολογία του πως “έρχεται η αυγή / και θα φύγω πάλι”, όπως και ο τίτλος του τραγουδιού.
Δε χρειάζεται, φυσικά, να επιχειρηματολογήσουμε εδώ για το γεγονός πως η μνήμη κι ολόκληρος ο συναισθηματικός κόσμος των ανθρώπων είναι δυνατό να εμψυχώσουν τις πιο δυνατές φαντασιώσεις· που με τη σειρά τους είναι δυνατό να προσφέρουν φως ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Στον 21ο αιώνα, τουλάχιστο, που ο ρομαντισμός θεωρείται κάτι παρωχημένο, και οι αληθινές ερωτικές ιστορίες αποκλειστικό υλικό για ταινία ή χαρακτηριστικά της απομακρυσμένης τυχαίας συνάντησης στον κυβερνοχώρο.



      1. Πάμπλο Πικάσο, Το Μάθημα

Υπάρχει μια ιδιαίτερη πλευρά του καθηγητικού επαγγέλματος, αυτή που αποτέλεσε πόλο έλξης για πολλούς από εμάς, και κάπως έτσι καταλήξαμε σ' αυτό. Ιδιάζουσα πιο πολύ γιατί σε ενθαρρύνει να κρατήσεις ένα συγκεκριμένο χώρο κατά την επαφή σου με αυτό που να μην επηρεάζεται απόλυτα από την πολυδιάστατη διάβρωση που μπορεί να επιφέρει στις σχέσεις και την προσωπικότητα η επαφή με το χρήμα. Αυτή σχετίζεται απόλυτα με τι μεταφορά στάσεων κι αξιών, καθώς και με την καλλιέργεια συναισθημάτων στις ψυχές των μαθητών, και ταυτόχρονα και κατ'επέκταση και των διδασκόντων· κάτι που αρκετά πρόσφατα έμαθα πως ονομάζεται κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα.
Έννοια που ασφαλώς μπορεί να μη βρισκόταν πολύ κοντά στην πρόθεση του ζωγράφου κατά τη διάρκεια της δημιουργίας αυτού του πίνακα· είναι, όμως, φανερό από τον τρόπο που ο πρωταγωνιστής εκδηλώνει το δέσιμο με την ηρωίδα-λογικά «μαθήτριά» του πως υπάρχει κάποιος βαθύς λόγος γι' αυτό το άγγιγμα. Πιθανόν απλώς μια τελευταία προσπάθεια να επικοινωνήσει με κάποιο άλλο πρόσωπο, αλλά και η διάθεση να την προσέξει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο τριγύρω, αλλά και γενικότερα απ' όλα τα άλλα πλάσματα. Η πίστη στο ρομαντισμό των εξ ολοκλήρου επινοημένων αυτών προθέσεων πίσω από αυτά τα στοιχεία κάνει τον πίνακα κάτι περισσότερο από άξιο να σταθεί κανείς να τον παρατηρήσει.
Το να μιλήσει κανείς για την επιρροή του μέντορα κοιτώντας τον δε φαντάζει εξωπραγματικό· αν και η μεταδοτική αυτή δύναμη είναι τόσο συνώνυμη της καλλιτεχνίας ως κι εξαιρετικά δυσεύρετη στην εποχή μας. Παραμένει, ωστόσο, ένα από τα νήματα που μπορούν να κινήσουν τον κόσμο, εμφανώς επηρεάζοντας τη θεώρηση, και συνεπακόλουθα, την πορεία της ζωής φωτεινών δειγμάτων του.


Κι αν αγνοούσατε την ύπαρξή τους μέχρι τώρα, έχετε πλέον λόγο να το ξανασκεφτείτε. Ειδικά αναλογιζόμενοι την επιρροή που μπορεί να ασκήσουν στις απόψεις για το μέχρι στιγμής γνωστό σας κόσμο, ένα είδος έλλειψης ενδιαφέροντος του οποίου ενδέχεται ήδη να έχει αρχίσει να κατερρέει εν γνώση σας.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος κι ο Κίνδυνος Παρεκτροπής του Υπερμεγέθους Εγώ

Ξεκινώντας, δε θα μπορούσα σε καμία περίπτωση να παραλείψω να αναφερθώ στη συμβολή του διαβάσματος των κειμένων της Αδέκαστης, και της στήλης της στο Βημαγκαζίνο, σ' αυτό και σε όλα τα υπόλοιπα πορτραίτα που θα ακολουθήσουν. Η επιρροή της στην εκτίμηση των γελοιότερων και ντροπιαστικότερων πλευρών εγχώρια «σημαντικών» προσωπικοτήτων έχει υπάρξει ανεκτίμητη κι η απουσία της από τo δυναμικό του ένθετου της γνωστής εφημερίδας κάτι περισσότερο από αισθητή. Δε χρειάζεται φυσικά να κάνω καμία εκτενή εισαγωγή στο θέμα ότι ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος και ο ρόλος του στο ψηφιδωτό της προσωπικής και κοινωνικής δράσης των διάσημων περσόνων της εγχώριας show biz και της δημοσιογραφίας έχει θεωρηθεί αμφιλεγόμενος.


Θα αποφύγω να κρυφτώ εδώ, και γι' αυτό, ξεκάθαρα θα δηλώσω ότι υπήρξα ένα από τα πρώτα (και προφανώς ομολογουμένως λιγοστά!) άτομα που που ανακάλυψαν και παρακολούθησαν την πρώτη τηλεοπτική του απόπειρα, την εκπομπή Ευθέως στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, και υπήρξα μάλιστα και μπογδανοφάν. Μάλιστα, ή αλλιώς μπογδανίτσα (!) κατά το λεξικό σχηματισμό που ελληνιστί δηλώνει απόλυτο φανατισμό προς άρρενες καλλιτέχνες και σημαντικές προσωπικότητες. Μέχρι τουλάχιστο να ολοκληρωθεί κάθε φάση μυστηρίου της τελετής των αποκαλυπτηρίων.
Στην πραγματικότητα, όταν διανύεις την αρχή μιας από τις πιο ευαίσθητες δεκαετίες της νιότης, χαίρεσαι όταν διαπιστώνεις ότι υπάρχουν κι άλλα νέα άτομα εκεί έξω, που έχουν διεκδικήσει κι έχουν κερδίσει σημαίνουσες θέσεις, που προσπαθούν να καταφέρουν το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει για κάτι, ακριβώς ή τουλάχιστο περίπου με τον τρόπο που μπορεί να προσπαθείς κι εσύ. Δεν αργούν υπερβολικά τα τεκμήρια για να γειωθείς, ωστόσο, κι ευτυχώς, όχι αναπόφευκτα επειδή είναι μοιραίο, αλλά οι συλλογισμοί σου για ορισμένα μόνο ανθρώπινα παραδείγματα και το έργο τους θα εξακολουθήσουν να καταποντίζουν τη σταθερότητα του συστήματος αξιών σου με τον ίδιο τρόπο.
Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος ξεκίνησε την πορεία του με την επιμονή και το στόχο να κάνει ρεπορτάζ, να εκμαιέυσει απαντήσεις για γκρίζα κι αμφιλεγόμενα σημεία στο ελληνικό πολιτικό και κοινωνικό τοπίο· και κατέληξε να αισθάνεται άνετα με την εικόνα του και τα κουτσομπολιά για το πεδίο δράσης και τις επιλογές στην προσωπική του ζωή να αναπαράγονται από μιντιακά μορφώματα συχνά αμφιβόλου κύρους. Απέφυγε να προστατέψει τον εαυτό του από τη βροχή πάσης φύσης σχολίων για τις καθημερινές του δραστηριότητες από ναρκισσισμό, την «πρωτοτυπία» της ευχαρίστησης που άλλοι άνθρωποι ασχολούνται μαζί του.


Αλλά, ας προσπαθήσουμε να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος σπούδασε δημοσιογραφία κι ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Λονδίνο, με μεταπτυχιακό στη Φιλοσοφία και μαθήματα μακροοικονομικών. Δε θα ήταν περιττό να τονίσουμε εδώ τη στενή επαφή του με μορφές τέχνης κι ελληνικών υποκουλτούρων, δίνοντας βάση στο επιχείρημα με αφορμή τη συμμετοχή του στο συγκρότημα 2CV κατά τη διάρκεια της εφηβείας του, καθώς και τη διαμονή και αποκλειστική προέλευσή του από κεντρική περιοχή του Δήμου Αθηναίων με παλιά αστική και καλλιτεχνική αίγλη. Αυτά, ώστε τουλάχιστο να μην παραλειφθεί εντελώς το περιτύλιγμα.
Το ξεκίνημά του στο Ευθέως του ΣΚΑΪ δε θα μπορούσε ασφαλώς να υποστηρίξει κανείς πως έγινε με ποδαρικό, καθώς ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκε από το κανάλι-οίκο εργασίας του και το Νίκο Μιχαλολιάκο της Χρυσής Αυγής, ώστε ο τελευταίος να ανανεώσει τη ρήξη του με το κατεστημένο των κυρίαρχων καναλιών και, ουσιαστικά, να επαναλάβει την τραμπούκικη ρητορική του κόμματός του, η άνοδος του οποίου μόνο κατάπληξη κι απογοήτευση θα μπορούσε να προκαλέσει στον καλλιεργημένο Έλληνα θεατή. Όλα αυτά μπροστά σε έναν έκθαμβο Μπογδάνο που ακόμη δεν έχει αντιληφθεί πόσο πολύ είχε καταπιέι τη γλώσσα του κι επέτρεψε την απόλυτη επικράτηση του χάους, στο ντεμπούτο της σύντομης διαδρομής του προς την αποκάλυψη ρωγμών στη ελληνική πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα.
Στη συνέχεια προβληματίστηκε για την πορεία της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι, αλλά και για το πολιτιστικό της τοπίο με καλεσμένους τόσο ετερόκλητους κι έγκριτους όσο ο Πέτρος Τατσόπουλος, ο Φαήλος Κρανιδιώτης κι ο πανεπιστημιακός Ιωάννης Μάζης, καθώς και ο Mikeius, ο Μιχάλης Μυτακίδης των Active Member κι ο Νότης Σφακιανάκης. Ώσπου το πήρε απόφαση κι ο ίδιος, αλλά και ο σταθμός του το πόσο αδύνατο φάνηκε μια εκπομπή, που στηριζόταν στα υποκειμενικά σχόλια και τις εντυπώσεις από παρελθοντικές προσωπικές εμπειρίες του παρουσιαστή της, και προβαλλόμενη στη μεταμεσονύχτια ζώνη, να επιβιώσει τηλεκριτικά και κυρίως τηλεθεαματικά. Αξέχαστη η στιγμή που την είπε κυριολεκτικά στον Αλαβάνο για μέλος του τότε κομματικού του σχηματισμού, που ανακαλύφθηκε να διατηρεί ως φωτογραφία προφίλ του στο Facebook τη φάτσα του ξυλοκοπημένου Μπογδάνου. Γιατί, ούπς, ξέχασα να αναφέρω ότι, στην προ-Ευθέως εποχή, το νέο ταλέντο του ΣΚΑΪ κατάφωρα είχε ξυλοκοπηθεί στα Εξάρχεια από αντιεξουσιαστές ή τέλος πάντων κάποιους, των οποίων η ταυτότητα έχει σταθεί αδύνατο ακόμη να εξακριβωθεί.
Ύστερα από αυτού του είδους την αποτυχία υπαρκτής τουλάχιστο προσπάθειας, ο εκπρόσωπος αυτός της νέας γενιάς της δημοσιογραφίας βρέθηκε στην απογευματινή ζώνη του ΣΚΑΪ, στη θέση του μόνιμου αντικαταστάτη σε ενημερωτική εκπομπή αφιερωμένη στην επικαιρότητα, διαιωνίζοντας κάθε εκδοχή ακόμη και της πιο γραφικής υπόνοιας της αδιάλλακτης γραμμής προσδιορισμού του επιπέδου και της πολιτικής και κοινωνικής κατεύθυνσης του σταθμού, εγκαινιάζοντας την κόντρα του με την Κατερίνα Καινούργιου, τηλεπερσόνα της μεσημεριανής ζώνης, και πραγματοποιώντας τα πρώτα βήματα στο δρόμο για αμέτρητες άλλες κόντρες με πρόσωπα άλλοτε ευτελούς κι άλλοτε υπολογίσιμης αξίας στα ελληνικά τηλεοπτικά κι όχι μόνο δρώμενα. Ο στομφώδης, σύνθετος λόγος για τον οποίο τόσο επίμονα περηφανεύεται στην καλύτερη περίπτωση έχει ως συνέπεια τη στιγμιαία διασκέδαση του Έλληνα που είναι πρόθυμος να ενημερωθεί και στη χειρότερη τη δημιουργία ενός ακατάσχετου ερωτηματικού γύρω από την κατά το δοκούν χρήση της δύναμης των εννοιών και της ιστορίας της γλώσσας, όπως και τον αποπροσανατολισμό από οτιδήποτε υποτίθεται ότι είναι αυτό για το οποίο κορδώθηκε σοβαρός κι έτοιμος να μας ενημερώσει.



Η αυτοπροβολή και, συνεπώς, η κατρακύλα του Κωνσταντίνου Μπογδάνου, καθώς και η πολλαπλότητα των σημασιών των εκάστοτε τηλεοπτικών στάσεών του δε σταματούν εδώ. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να «το χάσει», μόλις νιώσει, έστω κι ελάχιστα πως έχει γίνει δημοφιλής και πως μερίδα του πληθυσμού (ανεξάρτητα από το ουσιαστικό μέγεθός της) ασχολείται με το πρόσωπό του· είναι για κάποιους μόνο, ωστόσο, που αυτό το σημείο αποτελεί καθρέφτη ενός είδους διαρκούς κενότητας ή άσκοπης ύπαρξης υπέρτατων ονείρων και παντοτινών επιδιώξεών.


By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Ο Μπομπ Ντίλαν, η Κυρίαρχη Κουλτούρα και το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Υπάρχουν άνθρωποι-ορόσημα, όπως και στιγμές, αλλά και θεσμοί, που η ύπαρξή τους στέκεται και κάνει το χρόνο να παγώνει την ορμητική μονής κατεύθυνσης ροή του. Όταν έφτασε η ιστορική στιγμή να αποδοθεί στο μουσικό, τραγουδοποιό και ποιητή Μπομπ Ντίλαν το νόμπελ λογοτεχνίας είναι ξεκάθαρο πως είχαμε τη συνένωση δυο υπολογίσιμων μεγεθών, όπως αυτά αντιπροσωπεύονται τουλάχιστο στη φιγούρα της κομβικής για τον 21ο αιώνα προσωπικότητας και το κύρος της αδιάβλητα «αντικειμενικών» κριτηρίων ακαδημίας. Το ότι, ωστόσο, ο 75χρονος μουσικός υπήρξε εκπρόσωπος ζυμώσεων ποικίλων τάσεων και ρευμάτων σε διάφορα επίπεδα μοιραία επιδέχεται τις αμφιλεγόμενες απόψεις και συγκρούσεις γύρω από το γεγονός της βράβευσής του.
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ο ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στην υψηλή κουλτούρα και την τέχνη του λαού, κι όλοι ήταν ήσυχοι· ή τουλάχιστον ο καθένας διασκέδαζε με τον τρόπο του αποφεύγοντας τη σύγχυσή του με οποιονδήποτε άλλο. Σύμφωνα, όμως, και με τον θεωρητικό του κυρίαρχου ρεύματος σκεψης κι έκφρασης Ντουάιτ Μακντόναλντ, στις αρχές του 20ού αιώνα, κι αρκετές δεκαετίες μετά την ανάδυση κι εδραίωση της μεσαίας τάξης, τα όρια είχαν ήδη αρχίσει να συγχέονται με την ανάδυση του μαζικού πολιτισμού, ενός μπερδεμένου προϊόντος που είχε λίγο απ' όλα κι, όπως τουλάχιστον ελπιζόταν από το άρχων κατεστημένο, εμφανώς αρκετά για να φροντίσει την ικανοποίηση ακόμη και των πιο περίπλοκων γούστων οποιουδήποτε ταξικού χώρου. Σαφές προϊόν, ανάδοχος κι ανάδειξη αυτής της κατά μία έννοια γκρίζας περιοχής ήταν η ευρύτερη κουλτούρα των σίξτις (60s), κι ευνόητα η μουσική κι η στιχουργική του Μπομπ Ντίλαν.


Η σύγχυση των ορίων υπήρξε καταλυτική, ακόμη και για την ανάδυση της υποκειμενικότητας του τραγουδοποιού, γεγονός που γίνεται προφανές ακόμη και από το όνομα που υιοθέτησε με την εγκατάστασή του στην περιβόητη καλλιτεχνική χίπστερ περιοχή του Γκρήνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης: Μπομπ, ως χαϊδευτικό από το βαφτιστικό του (Ρόμπερτ Άλλεν Ζίμμερμαν ήταν το όνομα που έφερε προ έλευσης της διασημότητας η ταυτοποίησή του) και το μικρό ενός από τους εμφανώς αγαπημένους του ποιητές, τον Αμερικανό μοντερνιστή Ντίλαν Τόμας ως επίθετο που να υποδηλώνει συγγενική προέλευση (χωρίς να ξεχνούμε πως οι μοντερνιστές λογοτέχνες υπήρξαν οι τελυταίοι κατάκοποι κι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι της υψηλής, κατά κόσμον δύσκολης λογοτεχνίας που διαβάζεται ακόμα στις μέρες μας). Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός πως στα τραγούδια του, πριν και μετά την του ηλεκτρική στροφή, έβαζε πάντα μέσα τους πόνους και τις κραυγές του καθημερινού ασήμαντου ανθρώπου, όπως για παράδειγμα της νύφης που σκούζει, επειδή δεν επιθυμεί να παντρευτεί στις απαρχές της νιότης της από συμφέρον, στο “Tombstone Blues”, την ίδια στιγμή που καλούσε τους ακροατές του να αμφισβητήσουν το κατά πόσον ανακάλυψαν πραγματικά κάτι στο τραγούδι ή τη συναυλία που μόλις απόλαυσαν, όπως συμβαίνει στην απόληξη της τελευταίας στροφής του ίδιου τραγουδιού.


Όλα τα παραπάνω, συν την πολύ πρόσφατη βράβευσή του, παρά το γεγονός που είναι αδύνατο να παραβλέψει κανείς: το παράδοξο ανάμεσα στις χρονικά εδραιωμένες πρακτικές της Ακαδημίες και σ' αυτή την πιο πρόσφατη προτίμησή της. Όλα αυτά τα χρόνια οι Σουηδοί μας είχαν συνηθίσει στο να βραβεύουν την απαράμιλλη τεχνική, τα νέα, πρωτοποριακά μέσα ώστε να επιτύχει ένας λογοτέχνης να περάσει το μήνυμά του, αλλά και παραγνωρισμένες φωνές λόγω της γεωγραφικής τοποθέτησής τους στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και της άγνοιας του ενδιαφέροντος της μερίδας του λέοντος του κοινού για την πολλαπλότητα των προελεύσεων της σύγχρονης γραφής. Πώς αλλιώς μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη βράβευση των δικών μας Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου προ ετών, αλλά και αυτές του Κινέζου Μο Γιαν και του Περουβιανού Μάριο Βάργκας Λιόσα στο πρόσφατο παρελθόν του θεσμού; Μια στροφή, παρ' όλα αυτά, προς γράφοντες ευρύτερα κατανοητούς από το παγκόσμιο κοινό, δυνατή να εξασφαλίσει, ενδεχομένως και να διαιωνίσει το μέλλον του θεσμού, αλλά και της ίδιας της σημασίας της ανάγνωσης στις συνειδήσεις των πολιτών του κόσμου φαίνεται να διαγράφεται σχετικά διακριτικά ως ο τρέχων επιδιωκόμενος στόχοςτης Ακαδημίας.
Ασφαλώς μια εκτίμηση της απόφασης περί δικαιοσύνης της απόδοσης του συγκεκριμένου βραβείου στο Μπομπ Ντίλαν οφείλει να μην παρακάμψει, όπως ταυτόχρονα και να αποφύγει να εστιάσει αποκλειστικά στον διαβόητο τυχοδιωκτισμό του. Ο κατεξοχήν καλλιτέχνης κατάφερε να διακριθεί στο εκάστοτε είδος που κατά τη διάρκεια της πορείας του εμφανίστηκε να διαλέγει, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ηλέκτρισε τον ήχο κι εξατομίκευσε το στίχο του εν μια νυκτί, με τρόπο και ρυθμό σχεδόν κυριολεκτικά χαρακτηριστικό αλλαγής πουκαμίσου, ενδεικτικό του πόσο πολύ ανέκαθεν τον απασχολούσε η ενασχόληση των πάντων με τα επιτεύγματα και την πάρτη του. Ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε διφορούμενες απόψεις για τα παραπάνω σημαινόμενα, είναι αδύνατο να κατηγορήσει κανείς έναν καλλιτέχνη μόνο και μόνο επειδή απέτυχε να ανταποκριθεί στις μαζικές προσδοκίες της εποχής για συνεχόμενη αφύπνιση των συνειδήσεων των καθημερινών ανθρώπων. Στο κάτω κάτω της γραφής, η μίμηση δημοφιλών μοτίβων προτιμητέων από κάποιον κι η σταδιακά οριστική απόρριψη κι αναχώρηση από άλλα αδιαμφισβήτητα αποτελεί την τοποθέτηση γερών θεμελίων στην αποστολή της συγκρότησης προσωπικού ύφους, το οποίο υποτίθεται πως η Ακαδημία Νόμπελ θεωρείται αρμόδια να επιβραβεύει.


Το ζήτημα του μπλεξίματος διαφορετικών ειδών τέχνης και στυλ μουσικής φαίνεται πως θα εξακολουθήσει να χαρακτηρίζει το κυρίαρχο ρεύμα πολιτισμού του 21ου αιώνα, ακριβώς ή σχεδόν αποτυπώνοντας τις αιτίες που ο Μπομπ Ντίλαν μπορούσε και θα μπορεί να θεωρείται σημαία του. Εν γνώσει της καλλιτεχνικής προέλευσης κι εξέλιξής του, η διάσταση απόψεων σχετικά με την απόφασης της Σουηδικής ακαδημίας να τον βραβεύσει με το Νόμπελ Λογοτεχνίας σε καμία περίπτωση δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει.
  
By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Προς Αναζήτηση Ενός Ιδανικού Συντρόφου

«Εν αρχή ην ο λόγος» κι εξυπακούεται πως οτιδήποτε αισθάνεσαι στο είναι σου να βαθαίνει πολύ, αργά ή γρήγορα, θα αποτελέσει τη σημαντικότερη αιτία να δημιουργήσεις. Η επιθυμία κι η ταυτόχρονη ανησυχία σου να εκφραστείς μπορεί, για παράδειγμα, να αναδυθεί ως κατεπείγουσα ανάγκη, αν απορρέει από το γεγονός ότι πρόσφατα μπορεί να έχασες κάποιον. Αυτόν που μεταφορικά αποτελούσε ό,τι κοντινότερο είχες θεωρήσει ποτέ πως μπορούσε να αποτελεί στήριγμα ή που αντιπροσώπευε για σένα την έννοια του προσωπικού αφουγκράσματος απέναντι σε οικείο συνομιλητή. Το πρόσωπο που ανοίγοντας την πόρτα να φύγει, άφησε σκοτάδι σε ένα είδος ανεμελιάς της ζωής σου για πάντα και που το γεγονός ότι σου λείπει δεν πιστεύεις πως δικαιούσαι, και ταυτόχρονα δε θα καταφέρει ποτέ να επιφέρει γυρισμό.

Τζόρτζ Φρέντερικ Γουάτς, Ελπίδα

Και μπορεί τα πράγματα να έχουν έτσι γιατί οι άνθρωποι χάνονται και τέτοιες αστοχίες στα νιάτα συμβαίνουν· ή έτσι τουλάχιστο σου αρέσει να σκέφτεσαι. Μήπως όμως, στην πραγματικότητα, δεν παραμένεις θύμα των ψευδαισθήσεων κι έρμαιο στις πλάνες του επιτήδειου κόσμου που σε περιβάλλει όταν νιώθεις πως βρίσκεσαι αέναα να διαιωνίζεις κύκλους προσέγγισης-εξοικείωσης-απότομης γείωσης στην πραγματικότητα-απογοήτευσης, όταν σου φαίνεται πως βρίσκεσαι αιωνίως στο ψάξιμο για το ιδανικό άτομο για να σε συντροφέψει;
Το όλο θέμα είναι πολύ πιο περίπλοκο απ' όσο φαίνεται. Είναι αδύνατο να μη σκεφτόμαστε, για παράδειγμα, ότι ένα είδος εξιδανίκευσης δε μας ωφελεί στη ζωή, ιδιαίτερα όσον αφορά την ιδέα του να στοχεύσουμε στο υψηλό, ώστε να καταφέρουμε να έχουμε μια σχέση που θα αντέξει στο χρόνο. Μια σχέση με πολλά συναισθήματα, όπως νιώθουμε πως μας έρχονται σαν καταρράκτες κατά καιρούς. Μια σχέση όπως στα πιο τρελά μας όνειρα έχουμε φανταστεί, παρόμοια της οποίας στις κυρίως στις ταινίες και στα βιβλία που ευαγγελίζονται τα πιο υπερβατικά συναισθήματα έχουμε γίνει αυτόπτες. Και ουπς. Κάπου εκεί εντοπίζονται τα όρια της πλάνης, στην οποία ξαφνικά φαινόμαστε εμπλεκόμενοι.



Οι σχέσεις στα βιβλία και τις ταινίες ξεκινούν και τελειώνουν εκεί. Δε βρέθηκε ποτέ σε θέση να κάνει πείραμα κανείς για να διαπιστώσει πόσο καιρό τέτοια εγχειρήματα θα ήταν δυνατό να υπάρξουν σε συνθήκες πραγματικότητας. Οι ήρωες των ταινιών δεν έχουν ποτέ αληθινές σωματικές ανάγκες, παρά μόνο σεναριακές, ακριβώς όπως δεν χρειάζονται κανενός είδους οικονομική υποστήριξη για την ταινιακή ή τη λογοτεχνική τους επιβίωση εκτός από θεατές ή αναγνώστες.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, απ' την πλευρά της συνεπάγεται τη δυνατότητα να μας προσγειώνει. Επιστρέφοντας στην απόφαση επιλογής ατόμου, αυτού που για μας θεωρούμε ότι είναι το «σωστό», η καθημερινότητα έχει τους τρόπους της να μας καταδεικνύει ότι υπάρχουν σαφείς περιοριστικοί παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή μας και σαφώς αντιπροσωπεύουν εμπόδια στην οδό προς την τελειότητα. Αυτό που πολλοί ονομάζουν «θεό Χρόνο», για παράδειγμα, σε συνδυασμό με την ψυχολογία μας. Για να αποδειχθεί η επήρεια του συνδυασμού τους, καλώ όσους από εσάς είναι ελεύθεροι να κάνετε ένα τεστ: πόσο καιρό συνεχίζετε να αισθάνεστε άνετοι με το περιβάλλον σας, όντας εκτός σχέσης; Το πλεονέκτημα της ψυχικής άνεσης για να διαλέξεις είναι κι αυτό κάτι που χρειάζεται σεβαστή ποσότητα εξάσκησης για να αποκτηθεί.
Προχωρώντας συνειρμικά στον επόμενο συλλογισμό, η εξατομίκευση ως ξεκάθαρη απόρροια του κεντρικού ρόλου του καταναλωτισμού και της εξελιγμένης τεχνολογίας στη σύγχρονη εποχή σίγουρα αποτελούν άλλες δυο δυνάμεις που καθυστερούν την απόφαση. Όντας στις συνήθειες κακομαθημένος, αφού έχεις συνηθίσει να βλέπεις και να ακούς τόσο υπερβολικά αυτό που σου αρέσει και θες, κάπου χάνεται η ορατότητα στο δρόμο για την ανεκτικότητα που απαιτεί η συνύπαρξη με την «αλλοσύνη» του «άλλου», με όλους αυτούς τους λιλιπούτειους ανεπαίσθητους τρόπους που διαθέτει να περιφέρεται ως διαφορετικός. Αυτό τείνει να συμβαίνει, χωρίς να σημαίνει πως αμελώ να εξετάσω την οπτική γωνία πως το να επιλέγει κανείς να σταθεί στο πλευρό κάποιου, ταυτόχρονα με τις στιγμές που ο άλλος θα βρίσκεται επίσης στο πλάι του, δε διαλέγει ανάμεσα σε υλικά και άψυχα που κάποιες φορές απλά θα χρησιμοποιήσει για να πετύχει τους διαφόρων ειδών σκοπούς του. Θα διαλέξει ένα είδος ζωής κοντά και μαζί με μια ολοκληρωμένη οντότητα, με οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα και απόκκλιση από το σύνηθες μπορεί να συμπεριλάβει ο όρος.

Τζόρτζ Τούκερ, Μεσημεριανό


Και φυσικά εννοείται πως ο καθένας από εμάς έχει θέσει και θέτει καθημερινά τις προτεραιότητές του· κι ίσως είναι περιορισμένους για αρκετούς λόγους (ενδεχομένως κάποιοι από αυτούς να αναφέρθηκαν παραπάνω) στο να προχωρήσει στην απόπειρα συνδυασμού του δικού του «εγώ» με κάποιο άλλο παρόμοιας φύσης, επίμονα υπερμεγέθες δημιούργημα. Μπορεί να επιθυμείς να κρατήσεις τα με κόπο καλλιεργημένα συναισθήματα και τις προσωπικές τάσεις, την προσεκτικά δομημένη προσωπικότητα και τις ανάγκες σου, βρε παιδί μου, για την πάρτη σου. Κρατώντας, βέβαια, καλά υπόψη σου πόσο κατεστραμμένο και φτωχό ένα τοπίο στην ομίχλη μπορεί να μοιάζει τις κρύες μέρες και τις ώρες που οι δυσκολίες της ζωής κρατούν την ψυχή σου στο σκοτάδι. Ενδεχομένως ,προς αποφυγή αυτού, θα άξιζε έστω για λίγο να πιστέψεις πως υπάρχει κάτι, έστω με μορφή ονειροπόλου φαντάσματος και να ελπίσεις.
Οποιοσδήποτε με πολλή περισσότερη εμπειρία από σένα, γρήγορα πάνω στην κουβέντα θα σου τονίσει πως ο τέλειος άνθρωπος για να σε συντροφέυσει είναι δύσκολο επακριβώς να εντοπιστεί. Αξίζει να συμβιβαστεί κανείς όσο πιο γρήγορα κι εύκολα μπορεί; Για πόσο είναι εφικτό να παραμείνουμε ονειροπόλοι; Ας αγαπήσουμε τη χρονική παράταση, αρκεί να μη μας ξεβράσει βίαια σε έναν εφιάλτη άγχους και πραγματικότητας για το υπόλοιπο της ύπαρξής μας.

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Μοναδική Φράνσις Χα

Τα πορτραίτα προσωπικοτήτων αποδεικνύονται χρήσιμα μόνο όταν αποστάγματα αλήθειας μπορούν να αναδυθούν από αυτά”. Δε θα μπορούσα φυσικά να μη χρησιμοποιήσω τον προηγούμενο, σχεδόν αυταπόδεικτο ισχυρισμό-προσωπική εφεύρεση για να μιλήσω για την αγαπημένη μου κινηματογραφική ηρωίδα· μια γυναίκα-καλλιτέχνη, που οδηγείται δικαιωματικά μέσα από τη σταδιακή ψηλάφιση κι εξερεύνηση των ιδιαιτεροτήτων της ιδιοσυγκρασίας της στην ενηλικίωση: τη Φράνσις Χα από την ομώνυμη ταινία του 2013.

Χαρακτηριστική σκηνή από την ταινία
 
Η Φράνσις είναι μια εν δυνάμει και μαθητευόμενη χορεύτρια, που στα 27 της χρόνια (για πολλούς χαρακτήρες στην ταινία μια ήδη προχωρημένη ηλικία, γεγονός που θα μπορούσε να μη μας φαίνεται περίεργο, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τα συντριπτικά ποσοστά εκρηκτικά νεανικού πληθυσμού της Νέας Υόρκης) ζει στο έπακρο τη μποέμικη ζωή της Νέας Υόρκης . Συγκατοικεί στο Μπρούκλιν με την καλύτερή της φίλη, τη Σόφι, και προσπαθεί να κάνει ό,τι θεωρεί πως είναι πρακτικά δυνατό ώστε να βγάζει κάποια χρήματα προκειμένου να συνεχίσει να απολαμβάνει, προσπάθεια που δεν αποδεικνύεται ως η πιο εύκολη του κόσμου. Μέσα σε λίγους μήνες, οφείλει να αντιμετωπίσει το γεγονός πως η πλειοψηφία των υποστηρικτικών μηχανισμών του γνωστού της κόσμου αρχίζει να καταρρέει: η Σόφι μετακομίζει σε άλλο διαμέρισμα στην Τραιμπέκα και δίνει προτεραιότητα στην εξέλιξη της σχέσης της με τον Πατς, η χορευτική ομάδα της Φράνσις αποφασίζει πως η εκφραστική ιδιαιτερότητα στην κίνηση της ηρωίδας δεν είναι αυτό που την αντιπροσωπεύει, και το κυριολεκτικό κόστος της επιλογής της πρωταγωνίστριας να μείνει σε δωμάτιο του κουλ διαμερίσματος των καλλιτεχνών φίλων της, Μπέντζι και Λεβ, που εμφανίζεται ως plan Β στον ορίζοντα της επιβίωσής της, χτυπάει κόκκινο.
Με χαρακτηριστικό τρόπο, η Φράνσις πρέπει να πάρει την απόφαση πως βρίσκεται στη φάση που «μεγαλώνει», με μεταφορικό και κυριολεκτικό τρόπο. Οι επιλογές για παρέες που βρίσκονται ακόμη ανοιχτές στον ορίζοντα αρχίζουν να συρρικνώνονται καθώς όλο και περισσότεροι φίλοι «τακτοποιούνται» ή ζουν πλέον με την οικογένειά τους, ήδη «αποκατεστημένοι». Ο χρόνος για ερασιτεχνικές ασχολίες και τα άσκοπα πρωινά και απογεύματα με φίλους, που μοιάζουν να μην πρόκειται να τελειώσουν ποτέ, συρρικνώνονται δραματικά με τη μείωση του ελεύθερου χρόνου, εξαιτίας της αναγκαστικής στροφής προς τον επαγγελματισμό, υπέρ της επιβίωσης. Ταυτόχρονα εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια είδους γήρανσης κι έλλειψης της απόλυτης νεανικής ελαστικότητας στο σώμα χέρι με χέρι με τη διαιώνιση της ακμής. (Αναρωτιέμαι αν όλα τα παραπάνω φαντάζουν σε πολλούς από εσάς το ίδιο γνώριμα.) Άουτς!


Το παράδειγμα της Φράνσις κρύβει την ιδιαιτερότητα του αγκαλιάσματος της ενηλικίωσής του σε ένα συνδυασμό του πόσο πολύ μοιάζει στον καθένα μας ταυτόχρονα με έναν εκκεντρισμό, που είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Ξεκάθαρα, η ηρωίδα είναι ένα τρωτό άτομο, που προτιμά το διάβασμα εν μέσω ακαταστασίας πάνω στο κρεβάτι της (αυτό το τελευταίο κάτι μου θυμίζει πολύ!) από το να μάθει να διαχειρίζεται με σύνεση και προνοητικότητα τα οικονομικά της κι από το να βάλει μια τάξη στο χάος των σκέψεων μέσα στο μυαλό της επιβάλοντας στον εαυτό της μια ισορροπημένη πειθαρχία ανάμεσα σε εσωτερικούς κι εξωτερικούς παράγοντες ψυχολογικής επίδρασης. Είναι ταυτόχρονα ο χαρακτήρας που προτιμά να ενσαρκώσει τη φυσιολογία που της υπαγορεύει η αταξία του μέσα της παρά να υποταχθεί ένεκα οικονομικής υποτέλειας στις σωματικές επιταγές της Company. Είναι μια υπολογίσιμη δύναμη του περιθωρίου ανάμεσα σε αναρίθμητες παρέες στην πάντα ξύπνια πόλη του κόσμου, στην οποία τουλάχιστο φαίνεται πως μπορείς να μετατραπείς ανεπιστρεπτί σε μια νύχτα σε ό,τι αποκλειστικά επινοήσεις ήδη από τη στιγμή της υλοποίησης της πρώτης μετακόμισής σου σ' αυτήν.
Μέσα σε όλες αυτές τις αντιφατικές δυνάμεις που διάφορες πτυχές της έχουν προσδιορίσει, η Φράνσις θα καταφέρει να εγκαταλείψει αυτό που πολλοί, χωρίς να γνωρίζουν, ίσως εν μέρει δίκαια ονομάζουν «αλητεία» ενός είδους μεταφοιτητικής ζωής, για την ενηλικίωση. Και, την ίδια στιγμή, να επιβάλει τη δική της τάξη πραγμάτων, ασφαλώς δεχόμενη σημαντική μερίδα κανόνων του παιχνιδιού.

Η ηρωίδα σε στιγμή έμπνευσης

Αν όχι από τα παραπάνω, τότε σίγουρα ακόμη κι από την πιο βιαστική ή νυσταγμένη προβολή μπορεί αδιαμφισβήτητα να γίνει αντιληπτή η δύναμη της έμπνευσης που είναι δυνατό να αντλήσει κάποιος από την επίδραση της Φράνσις. Η ενσάρκωση εκδοχών του εαυτού της πρωταγωνίστριας, Γκρέτα Γκέργουιγκ, μέσα από το σενάριο που έγραψε ο σύντροφος της στη ζωή Νόα Μπάουμπαχ, σκηνοθέτης επίσης της ταινίας, με εκείνη στο μυαλό, απογειώνει με την αθωότητα της αυθεντικότητάς της κάθε προσδοκία. Σκέφτομαι συγκεκριμένα πόσο δύσκολο είναι να απωθήσει κανείς από τη μνήμη του τη σκηνή του μονολόγου, κατά τη διάρκεια της οποίας, η Φράνσις προσπαθεί παραστατικά να εξηγήσει τι ακριβώς επιθυμεί από τα μάτια του άλλου κατά την ξεχωριστή συνύπαρξή των δυο τους σε δημόσιο χώρο ταυτόχρονα με μια σχέση ζωής. Ερμηνεία κι αυτοπραγμάτωση τόσο σπάνια, όσο και η αποτύπωση της ιδιάζουσας θεώρησης της ζωής της Φράνσις στο ασπρόμαυρο φιλμ, που υπερτονίζει τα υπερβατικά θνητά χρακτηριστικά του σώματος και του προσώπου της ηθοποιού-πρωταγωνίστριας. Όπως, για παράδειγμα, τα μαλλιά της, που επίμονα δεν επιμελείται ποτέ, κι έτσι διαλέγουν να τραβούν προς την κατεύθυνση που ο άνεμος και η ίδια τους φυσάει.
Το αν κάποιος θα μπορούσε να διαλέξει να κρίνει την ταινία με βάση τη θεώρηση της ζωής που υπερασπίζεται τη συμβολή του τυχαίου κι όλα όσα καθημερινά συμβαίνουν ερήμην μας, όταν ο χρόνος κι άλλες δυνάμεις και διαστάσεις επεξεργάζονται και δοκιμάζουν τα μαγικά τους, είναι θεμιτό να περιμένουμε να προσεγγιστεί. Ως τότε η Φράνσις της καρδιάς μας παραμένει ένα σύμβολο περάσματος, από μεταβατικό σε πιο μόνιμο στάδιο, η τυφλή είσοδος στο σκοτάδι του μονοπατιού της υποκειμενικότητάς μας.




By Μαρία Γώγογλου