Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Η Ανθρώπινη Ηλιθιότητα της Ελληνικής Εκδοχής Εξουσίας

(τα Αγγλικά του Τσίπρα, το φόρεμα της Μπαζιάνα κι άλλες πολλές σημειολογικές αναφορές)

Όπως έχει ήδη καθιερωθεί, θα απαντήσω γι' άλλη μια φορά σε δημοσιευμένο άρθρο του Τζόελ Στάιν επιμένοντας ετεροχρονισμένα (γιατί όταν κάτι που αξίζει αφεθεί στο χρόνο, αποκτά περισσότερη ξεχωριστή αξία ακριβώς όπως το παλιό καλό κρασί!). Αυτή τη φορά την προσοχή μου τράβηξε η παγκόσμια κυριαρχία της βλακείας (κι όχι άδικα πρέπει να ομολογήσω) που βρίσκει υποδειγματικά τέλεια εκδοχή της στην πολιτική πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας.


Ας ξεκινήσουμε να μιλάμε για τη βλακεία, λοιπόν ορίζοντάς την, όπως κάνει ο διεθνώς αγαπημένος αρθρογράφος, ως έλλειψη λογικής. Η πολιτική διάσταση μιας τέτοιας κατάστασης μπορεί επάξια να αντιπροσωπευθεί στο πρόσωπο των ενεργειών Ελλήνων πολιτικών, που δεν αποτελούν μέρος μιας κατασταλαγμένης στρατηγικής ή έστω ενός πρόχειρου σχεδίου. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την κίνηση της διαδικασίας δημοψηφίσματος εν μέσω παράλυσης μιας χώρας υπό το καθεστώς capital controls, και ουσιαστικά απειλούμενης οικονομικά, με απώτατο στόχο, έτσι κι αλλιώς, να συνεχιστούν απρόσκοπτα οι πολυσχιδείς οικονομικές πολιτικές λιτότητας που τη μαστίζουν και την εξαθλιώνουν καθημερινά κατά την τελευταία εξαετία, που αλλιώς μεταφράζεται και στην θυμόσοφη παροιμία “τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου”; Μόνο μια πολιτική προσωπικότητα του βεληνεκούς του σημερινού μας πρωθυπουργού θα ήταν ικανή να επιχειρήσει να δικαιολογήσει την απάντησή της στην παραπάνω ερώτηση.



Συνεχίζοντας στον ίδιο τόνο, τι θα μπορούσε να θεωρήσει δυνατό να περιμένει ένας λαός που δηλώνει σταθερά εκλογικά τη στήριξή του σε έναν ηγέτη που παίρνει μέρος σε δημόσιους διαλόγους, παρακολουθούμενος από σεβαστά ποσοστά θεατών σε όλο τον κόσμο, με σημαντικές προσωπικότητες, χωρίς να φροντίζει στο έπακρο τη δημόσια εικόνα του; Γιατί η περιορισμένη γλωσσομάθεια του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα δεν αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου για την προσέγγιση των βαθιών ελλείψεων γνώσεων που χαρακτηρίζουν κάθε καθημερινό άνθρωπο· υπερτονίζουν, ωστόσο, τις ρωγμές στις προσωπικές τακτικές ενδυναμωσής του μέσα από την απαραίτητη πληροφόρηση και προετοιμασία σχετικά με τα θέματα που άμεσα τον αφορούν. Με άλλα λόγια, φέρνουν στο φως την ξεκάθαρη υπερεκτίμηση των προσωπικών του δυνατοτήτων, που είναι αδύνατο να του επιτρέψουν να εφαρμόσει αντικειμενικά απαραίτητες επικοινωνιακές στρατηγικές. Κι όλο αυτό με αντίκτυπο την παγκόσμια υπόληψή του. Κι αυτή της ψήφου του ελληνικού λαού που τον εμπιστεύεται επανειλημμένα δηλαδή.


Ωστόσο, αυτή η ανάρτηση δεν αποτελεί, όπως θα βιάστηκαν πολλοί να της προσάψουν ένα χρονικό στις στιγμές ηλιθιότητας στης παρούσας κυβέρνησης (επειδή είναι απολύτως εμφανές ότι δεν είναι η μόνη της οποίας η παρόμοιες στιγμές θα ήταν αδύνατο να αποτυπωθούν σε μια ανάρτηση γραμμένη υπό ευνόητο περιορισμό αριθμού λέξεων!). Αυτή η ανάρτηση θρηνεί το χαμένο επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας, που δήλωσε οριστικά την απώλειά του, τη στιγμή που το φόρεμα της συζύγου του πρωθυπουργού σε εξέχον σοβαρό δείπνο υψίστης σημασίας (τουλάχιστον υποτίθεται!) για τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας έγινε πρώτο θέμα σε όχι αμελητέο αριθμό εκπομπών αντιπροσωπευτικού δείγματος και κεντρικής σημασίας σταθμών της ελληνικής τηλεόρασης. Που εξακολουθεί να δηλώνει εκρηκτικά την πτώση του κάθε φορά που η κατά τα φαινόμενα, πρόσφατα αποκτηθείσα, ενδεχομένως ένεκα έξτρα τραπεζωμάτων, “κοιλίτσα” του πρωθυπουργού μας καταλαμβάνει περισσότερο χώρο στους στοχασμούς μας για την τρέχουσα εξουσία αντί για τις αποδεδειγμένες πρακτικές προθέσεις ή τα έμπρακτα «επιτεύγματά» της.




Εμμένοντας στα τρίσβαθα της ελληνικής ψυχής, κρίνεται απαραίτητη μια διαδικασία ερμηνείας και νοηματοδότησης όσων είναι ενδεχόμενα δυνατό να χαρακτηριστούν «στραβά» της. Υπάρχει συγκεκριμένο κίνητρο που ωθεί έλλογους συμπολίτες μας να ζητωκραυγάζουν, ή έστω από μέσα τους μυστικά να σιγοντάρουν κάθε φορά που η Χρυσή Αυγή δημιουργεί μπάχαλο στην ελληνική Βουλή, με απώτερο στόχο την κατακρεούργηση όσων κεκτημένων του αρχαίου δημοκρατικού πολιτεύματος έχει παραμείνει θεσμοθετημένο να εφαρμόζονται αμυδρά; Κι αν προσπαθήσουμε να πολεμήσουμε την άνοιξη επίμονα εμφανιζόμενων κινήσεων ανιδιοτέλειας, τι μπορούμε να κάνουμε για την επικείμενη επικράτηση της «εποχής των ενστίκτων», από τη στιγμή που το Εκείνο, το κατώτερο, σύμφωνα με την ανεκτίμητη ερμηνεία του Δόκτωρα Φρόιντ, επίπεδο του ανθρώπινου ψυχικού οργάνου, που αντικατοπτρίζει τα ένστικτα και τις βιολογικές επιθυμίες, σταδιακά κι εν μέρει, καταγράφει είδη θριάμβων;
Η ενίσχυση της προσωπικής μας παιδείας, αλλά και η στήριξη στιβαρών κινήσεων στην εκπαιδευτική πορεία των άλλων, όσο τουλάχιστο περνάει από το χέρι μας, μπορεί μόνο να κατέχει μέρος της απάντησης. Όχι μόνο ώστε τουλάχιστο να φαινόμαστε κάπως λιγότερο γελοίοι. Κυρίως για να επιστρέψουμε στη βάση του ουσιώδους μαθαίνοντας να κρίνουμε. Κι ενίοτε «εφαρμόζοντας το κήρυγμά μας» σε καθετί που εξ αρχής έχει υποπέσει στην αντίληψή μας ότι χρήζει κατακραυγής ή απόρριψης χρησιμοποιώντας όσο λιγότερη jargon κουτσομπολιού κι εξειδικευμένο υβρεολόγιο είναι δυνατόν.



  

Προηγούμενα σχόλια πάνω σε άρθρα του Joel Stein στο TIME: 

 Για τους Γεννημένους Κάπου στην Εκπνοή της Δεύτερης Χιλιετίας ή Αλλιώς Millenials

Ο Πυρετός των Trolls

By Μαρία Γώγογλου 

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Εξαιτίας της Απόστασης

Για το είδος αλλοτρίωσης που υφίστανται οι σχέσεις από απόσταση, καθώς και για τις αιτίες ύπαρξής τους τόσο πολύ μελάνι και δάκρυα έχουν χυθεί. Αρκετά τετριμμένα κι όχι μόνο που χρήζουν ξεκαθαρίσματος αποτυπώνονται και κατά τόπους σχολιάζονται από το σκηνοθέτη της ταινίας Like Crazy (δυστυχώς δεν επιδέχεται μετάφραση στα ελληνικά· διαφορετικά, θα συνόψιζε με γελοίο τρόπο το νόημα της συγκεκριμένης ταινίας) που ξαναείδα πρόσφατα – κρίνω σκόπιμο εδώ να αναφέρω ότι θα κατάφερνε να περάσει στο τοπ τεν των αγαπημένων μου φιλμ.


Βλέποντας την ταινία για τρίτη φορά δε θα μπορούσα να αποφύγω διαπιστώσεις που μόνο ετεροχρονισμένα η επαναλαμβανόμενη επαφή με ένα έργο τέχνης (προβληματίζομαι εδώ να βάλω «κυρίαρχης κουλτούρας», ειδικά μιας και πρόκειται για ανεξάρτητη ταινία) μπορεί να ενισχύσει. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι πολλές από τις καθημερινές συμπεριφορές και αντιδράσεις μας είναι απευθείας υπερεπιβαλλόμενες από το τρέχον οικονομικό σύστημα που εξασφαλίζει την καθημερινή διαβίωση των ατόμων. Η Άννα και ο Τζέικομπ, οι πρωταγωνιστές της ταινίας είναι πάρα πολύ ερωτευμένοι και υπερβολικά ταιριαστοί για όσο διάστημα σπουδάζουν μαζί ή έστω παράλληλα στο Λος Άντζελες κι η ανάγκη να διεκδικήσουν τον άρτο τον επιούσιο δεν ζυγίζει κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος στις πλάτες τους καθόλου επιτακτική, αφού μάλιστα είναι εξασφαλισμένη. Όλα όμως φαίνεται να αλλάζουν τουλάχιστον αρκετά, όταν ο καθένας τους πιάνει δουλειά και πρέπει με κάποιο τρόπο να καθιερωθεί στο στερέωμα που έχει διαλέξει. Οι ώρες που διαθέτουν για να επικοινωνήσουν -τηλεφωνικά ή τηλεσυνδιασκεψιακά, μιας και ο ένας παραμένει στην Καλιφόρνια, ενώ η πρωταγωνίστρια επιστρέφει στη γενέτειρά της, το Λονδίνο- συρρικνώνονται ραγδαία, καθώς η δουλειά, η βαρεμάρα, η κούραση κι η γνώριμη απροθυμία για την ανοίκεια αίσθηση που σου προκαλεί κάποιος με τον οποίο έχεις καιρό να μιλήσεις πριονίζουν τις αντοχές τους.

Προηγούμενη ανάρτηση σχετικά με τις επανεπισκέψεις σε δημιουργήματα: Αφετηρία Ερμηνείας η Δεύτερη και Πλέον Επαφή 

Εδώ τίθεται ταυτοχρόνως και το καυτό ζήτημα του ελεύθερου χρόνου: η δεκαετία των είκοσι-κάτι, την αρχή της οποίας διανύουν οι ήρωες της ιστορίας είναι κατεξοχήν οι στιγμές να αφιερώσεις στην απογείωση της δραστηριότητας που έχει κερδίσει περισσότερο την καρδιά και το μυαλό σου και να εξασφαλίσεις ένα βατό υπόλοιπο ζωής, τουλάχιστον από την αυστηρά υλιστική πλευρά των προς το ζην. Την ίδια στιγμή, είναι όμως κι αδύνατο κανείς να αδιαφορήσει για τα αποτελέσματα μιας τέτοιας απόφασης στην εξασθένιση των οργανισμών των ατόμων -που κάποια στιγμή χρειάζονται κάποιο είδος αναψυχής κι ανάπαυσης- αλλά και στην αποξένωσή τους, δυνητικά ακόμη κι από ομάδες συνομηλίκων, αφού οι σχέσεις, εκτός από χώρο προσωπικής αφιέρωσης, χρειάζονται και χρόνο. Κι αυτός στις νέες χωριστές πραγματικότητες του Τζέικομπ και της Άννα είναι καταπιεστικά περιορισμένος. Εκτός κι αν περιλαμβάνει σκότωμα, αναμάσημα κι εύκολη αυτοκατανάλωση μέσω της κατανάλωσης όσων είναι δυνατό να αποσπάσει κανείς από την υλική, πνευματική και διανοητική κατάσταση και ικανότητα του άλλου, όπως για παράδειγμα οι ήρωες καταλήγουν να κάνουν στις περιστασιακές σχέσεις τους με τη Σαμάνθα και το Σάιμον αντίστοιχα.

Σαλβαντόρ Νταλί, Η Επιμονή της Μνήμης

Όλα τα παραπάνω έχουν ασφαλώς ως στιβαρή συνέπεια την κατάρρευση ενός είδου κόσμου του ατόμου κατά τη διάρκεια ή κάποια στιγμή μετά την είσοδο στην ενήλικη πραγματικότητα, η οποία βιώνεται με διαφορετικούς τρόπους από διαφορετικές προσωπικότητες. Υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους οι έννοιες που περιέγραψα παραπάνω και κάθε απόρροιά τους δε γίνονται ποτέ αισθητές – ασφαλώς όχι χωρίς κόστος. Για τους υπόλοιπους το συναίσθημα αποκοπής από ένα μέρος ή κι ολόκληρο τον εαυτό τους, όντας μέσα στη νέα πραγματικότητα είναι αναπόφευκτο, ακριβώς όπως η στιγμή που η Άννα παίρνει τηλέφωνο το Τζέικομπ, την ώρα που εκείνος διασκεδάζει στη ντίσκο για να του πει πως η ζωή της θα μπορούσε μόνο να θεωρήσει ως προχωράει αν και οι δυο αντιληφθούν ότι υπάρχει ακόμη κάποιο μέλλον στο να είναι μαζί.
Ευτυχώς ή δυστυχώς πάντως, η ταινία δεν υπόσχεται να επιμείνει σε κάτι που ο σκηνοθέτης θεωρεί σωστό ή σε συνταγές ευτυχίας. Κάθε δυναμική αλληλεπίδραση που δοκιμάζεται μέσα στο χρόνο επιδέχεται μια κρίση, ενός είδους κλιμάκωση και μια τελεία. Όταν κάτι αλληλοσυνδετικό έρχεται αντιμέτωπο με το τέλμα του, όλοι οι φορείς απομάκρυνσης έρχονται ξαφνικά στο φως και κάθε διαφωνία παρασκηνίου γίνεται ξαφνικά κοφτερό μαχαίρι και προσωπική απειλή. Οι κομμένες λήψεις του Drake Doremus καθ' όλη τη διάρκεια του φιλμ δε στοχεύουν εδώ μόνο στο να υπερθεματίσουν στο ασυναίσθητο του περάσματος του χρόνου που περνάει ανέμελα, σπάνια εκτιμητέος σπιθαμή προς σπιθαμή· βρίσκονται εκεί για να αποτυπώσουν τη σταδιακή ατομική αποξένωση από τις στιγμές δεσίματος στη σχέση που αποπειρώνται να κυριαρχήσουν.
Κι αυτό είναι όλο το spoiler που κερδίσατε για την έκβαση της σχέσης του Τζέικομπ και της Άννα. Γιατί αυτή τη στιγμή απαιτείται να ξεκινήσετε τη δική σας ερμηνεία νοηματοδότησης εκλεκτού δείγματος ανεξάρτητου σινεμά. Επειδή το Like Crazy το αξίζει.

Σκηνή από την ταινία

By Μαρία Γώγογλου


Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Όρια Ανοιχτοσύνης

Και πάλι με πυξίδα της εμμονές μου και την αγαπημένη μου μουσική, θα σας ταξιδέψω σήμερα στο θέμα που, όπως καταλάβατε πολλοί από εσάς που διαβάζετε αυτό εδώ το ιστολόγιο, με απασχολεί πολύ τελευταία (ίσως οι πιο επίμονοι καταφέρουν να ξεθάψουν τον αληθινό λόγο!): να πλησιάζεις ή να μην πλησιάζεις απεριόριστα τον Άλλο με πιθανότητα / φόβο / κίνδυνο να πληγωθείς;
Αρχικά θα ακολουθήσουμε τον Ορέστη Ντάντο και το τεράστιο άνοιγμά του στο διαγωνισμό τραγουδιού του Jumping Fish με το τραγούδι «Ανοιχτά»: ταυτόχρονα με το να γνωρίζουμε ανθρώπους και πράγματα, που μπορεί να μας διευκολύνει στην προσωπική μας αναψυχή, με το να πηγαίνουμε από τον ένα στον άλλο, σαν τις μελισσούλες που πετούν από λουλουδάκι σε λουλουδάκι (!), όποτε μας κάνει κέφι, μπορούμε να αφήσουμε «τις πόρτες ανοιχτές» και μεταφορικά τουλάχιστον. Να μην προστατέψουμε τον εαυτό μας από το να εμπλακεί συναισθηματικά και να γίνουμε κοινωνοί σε μια εμπειρία, που θα μπορούσε να μετασχηματιστεί και να καταλήξει σε έναν εντελώς καινούργιο κόσμο. Κανείς δε μπορεί να εγγυηθεί ή να επιβεβαιώσει το σχήμα, τη γεύση ή τη μορφή του νέου περιεχόμενου αυτής της ιδιότητας του πιθανού, αν συντελέσουμε στο να πάρει σάρκα και οστά.


Το να κοιτάμε αστόχαστα και μόνο, με βεβαιότητα, δε θα μας οδηγήσει στο να μάθουμε να βλέπουμε. Για να μάθουμε τη διαδρομή μιας σκέψης ενός διαφορετικού όντος μόνο ο χρόνος που θα αφιερώσουμε σ' αυτό και η ενέργεια που περιέχεται στο πλησίασμα, που επιδέχεται, θα μας οδηγήσει σ' ένα είδος ενσυναίσθησης που δεν περιγράφεται· κι αν δεν καταλαβαίνει κανείς τι είναι, είναι σίγουρα επειδή δεν το έχει βιώσει ακόμα.

Βίνσεντ Βαν Γκογκ, The Cafe Terrace on the Place du Forum, Arles, At Night

Από την άλλη μεριά (ακόμη κι αν πολλές φορές αυτή δε διαχωρίζει τη θέση της απολύτως ξεκάθαρα), οι ΕΚΜΕΚ είναι ένα συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη, των οποίων την ύπαρξη αντιλήφθηκα πρόσφατα. Ένα ορισμένο συναίσθημα που σε κάνει να φαντάζεσαι ότι δεν ανήκεις σ'αυτό που έχεις μπροστά σου, που περιγράφεται στο τραγούδι τους “Ο Φυγάς”, πρέπει να έχει βιωθεί πανανθρώπινα και σε όλες τις εποχές ακόμη και από τους πιο βαθιά ριζωμένους, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν στιγμές που δε μπορεί κανείς να απευθυνθεί και να αφεθεί σε ανθρώπους πάνω στους οποίους έχει χτίσει τη βάση του άμεσου περιβάλλοντός του. Για παράδειγμα, όταν επιστρέφει στη γενέτειρά του μετά από χρόνια σπουδών ή όταν φεύγει από μια δουλειά στην οποία είχε αφιερωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα για να συνεχίσει στο επόμενο στάδιο.


Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Δωμάτιο στο Άρλες

Εδώ, ωστόσο, μιλάμε για άτομα που ζουν κι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους «νομαδικά», συχνά ακόμη κι επωφελούμενοι έναν ορίζοντα σταθερότητας. Ξαναξεκινούν κάθε φορά από την αρχή επειδή δεν υπάρχουν όρια που τους καθοδηγούν και τίποτα δεν είναι ακριβώς αυτό που ψάχνουν, τουλάχιστο με τη βαθιά έννοια. Μαθαίνουν να αγαπούν και να εξιδανικεύουν από μακριά, χωρίς η απόσταση του ενός εκατοστού να εμποδίζει την όρασή τους, ή τουλάχιστο την κοσμοθεωρία τους μακροπρόθεσμα. Ελλείψει περαιτέρω ανθρωπολογικής σύλλεξης στοιχείων, για σήμερα, θα τους χωρίσω σε δύο κατηγορίες: τους ονειροπόλους, που απλώς δε βολεύονται πουθενά κι αυτούς που φοβούνται πόσο η ύπαρξη στο διάβα τους μικρών ανεπαίσθητων ενδείξεων συναισθηματικής νοημοσύνης με την εγγενή δυνατότητα να γκρεμίσει συθέμελα την προσεκτικά κατασταλαγμένη γενική άποψή τους για τους ανθρώπους και τα πράγματα.
Ξεκάθαρα δεν γράφω αυτή την ανάρτηση για να ομολογήσω πως εμπίπτω στους μεν ή στους δε και να υποστηρίξω μια συγκεκριμένη κατεύθυνση· όμως μετά από πείρα συναισθηματικών χαστουκιών χρόνων, είμαι εδώ για να επιβεβαιώσω ότι ένα είδος μέτρου καθίσταται απαραίτητο στην οποιαδήποτε περίσταση. Ή τουλάχιστο να λέμε πως ανά περιόδους κάνουμε διαλείμματα από τη μια ή την άλλη στάση για να μπορέσουμε να εξισορροπίσουμε μέρη των ιδιοσυγκρασιών μας, αν και η τελευταία μέθοδος δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα εγγυημένη, κυρίως λόγω της ποσότητας και ποιότητας των ατόμων που ενδέχεται να παραγκωνίσουμε ή να απορρίψουμε με αυτή την πρόσφατα υιοθετημένη πρακτική μας. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο άνθρωπος, η ενέργεια και η ύπαρξή του είναι ένα είδος τελείως διαφορετικό απ' όλα τα άλλα και, γι' αυτό στον τρόπο αντιμετώπισης παρόμοιων ή διαφορετικών καταστάσεων δε μπορούν να υπάρξουν απόλυτα εγκεκριμένες συνταγές.
Μην αφήνετε λοιπόν τα λουλούδια που προορίζεται για κάποιο στο πεζοδρόμιο αφύλακτα, καθώς είναι ευνόητο πόσοι και ποιοι παραμονεύουν· αλλά και που και που ο ιδεαλισμός στο όνειρο μιας εναλλακτικής αλλά εν δυνάμει πραγματικότητας δεν είναι τόσο άσκοπος και άκαιρος. Όπως κι οποιουδήποτε είδους παρακινδυνευμένη εγγύτητα, σχεδιασμένη εκ των προτέρων η μη.


By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Τρία Κλικ Προς Απροσδιόριστες Κατευθύνσεις

Ανατρέχοντας στην, όπως θεωρώ, απαραίτητη “τέχνη της ποιήσεως”, που μοναδικά έχει τη δύναμη να νοηματοδοτεί ή τουλάχιστο να σημειώνει κάποια αξία στο πέρασμα της πεζής καθημερινότητας, αυτές είναι κάποιες από τις σκέψεις που έκανα πρόσφατα, μόλις διάβασα τους αγαπημένους μου στίχους από ποιήματα της συλλογής Τρία Κλικ Αριστερά της Κατερίνας Γώγου – όπου ο ελεύθερος συνειρμός της ψυχοθεραπείας συναντά τον ανεπαίσθητο εσωτερικό μονόλογο των μοντερνιστών, και το σχετικό το ακατανόητο.

Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου / γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.”

Είναι αναπόφευκτο ίσως στη ζωή να χάνεσαι με άτομα που ταξιδεύουν, όπως και με άτομα στάσιμα. Κάποιοι αναγκαστικά· χρειάζεται να πασχίσουν να εξασφαλίσουν στον εαυτό τους την επιβίωση. Κι αυτή η δύσκολη απόφαση γι' αυτούς δε σημαίνει μόνο την ανάγκη να αναζητήσουν το μεροκάματο σε μια άλλη χώρα, όπως στην εποχή μας είναι προφανές· ιδιαίτερα όταν οι περιορισμοί των συνθηκών στη δική τους χώρα, όπως την παρούσα στιγμή στην Ελλάδα, το έχουν καταστήσει αναπόφευκτο. Μπορεί να σημαίνει, επίσης, την ανάγκη να αλλάζουν συνεχώς παραστάσεις για να μη δεθούν σημαντικά με ένα μέρος ή κάποιο πρόσωπο που τους ενδιαφέρει.
Ή μπορεί κυριολεκτικά το μέρος όπου ζουν να έχει αφανιστεί “σπιθαμή για σπιθαμή”, με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που χάθηκαν ολόκληρα χωριά, οι κάτοικοι και τα υπάρχοντά τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Μπορεί ένα είδος οικονομικής καταπίεσης να εξαντλεί μέρα με την ημέρα τις νεανικές ψυχές που αντικρίζουν κουφάρια μαγαζιών, έτοιμα να υποχωρήσουν ολοληρωτικά στη βία αναπαραγωγών γκράφιτι συναισθημάτων “φάσμα”, για την αγαπημένη ομάδα ή έναν έρωτα που μπορεί να μην άντεξε και τόσο και να ξεψύχησε πια κάτω από το βάρος όλων αυτών που έχει δει. Μπορεί να φύγουν νωρίς, ξημερώματα ή ένα πρωί με το βάρος σακιδίου γεμάτου σνακ στην πλάτη, για να γυρίσουν πίσω μετά από πολύ λίγες μέρες, με απογοήτευση και συντετριμμένα όνειρα, με παρόμοιο τρόπο μ' αυτόν που ο Jesus of Suburbia στο American Idiot των Green Day φαντάζομαι να παραιτείται από την αποτυχία της μεγάλης εξόδου από την έκπτωτη πραγματικότητα και την αποξένωση του Αμερικανικού Ονείρου.



Τώρα άτομα που ταξιδεύουν στη στασιμότητα θα βρεις πολλά. Αντί γι' αυτό που βρίσκεται ακριβώς μπροστά τους, καταφεύγουν όλοι μέρα στο Facebook και τα βιντεοπαιχνίδια, με αποτέλεσμα να υποχρεώνονται να προσδιορίζουν τον εαυτό τους με τρόπο που άλλοι κρίνουν κι επιλέγουν γι' αυτούς (στην εποχή μας αναπαράγοντας συμπεριφορές, φαίνεσαι ο πιο σπουδαίος). Και πάλι είναι κάτι ονειροπόλοι που τους ζηλεύω: παραδίδονται τόσο ολοκληρωτικά στις ταινίες που βλέπουν και στη μουσική που ακούν λες κι αυτά είναι τα μοναδικά πράγματα να κάνουν στον κόσμο – απ' όλες τις υποομάδες που έχω φτιάξει στο μυαλό μου διαλέγω πιο πολύ να συμπαθώ τους ονειροπόλους. Ειδικά αυτοί που αφοσιώνονται στην εκδοχή του κόσμου που προσπαθούν να φτιάξουν είναι εκείνοι που μπορείς να ερωτευτείς περισσότερο από κάθε άλλον.



Όλοι χαφιέδες είμαστε / όλοι φοράμε μαύρα μοντγκόμερι και κοτλέ παντελόνια”

Ούτε ο κομουνισμός -και ειδικά με τις αποτυχίες και τις πτώσεις του- ούτε η θρησκεία κατάφεραν να αποσπάσουν έστω και ελάχιστα τη σύγχρονη ψυχή από το να αναζητεί να αποδώσει με οποιοδήποτε τίμημα ή μέσο εύσημα στον εαυτό της με απώτερο στόχο να δοξαστεί. Στην εποχή των ΜΜΕ και της εικόνας οποιοδήποτε είδος υστεροφημίας δεν υπολογίζεται αν δεν καταγραφεί στο τώρα· αν δε συμπεριλάβει στις συνέπειές του την εξύψωση του εαυτού και την αυτόματη μειωτική δεκτικότητα απέναντι στις πιο μετριασμένες δυνατότητες κάποιου άλλου. Γι' αυτό και τον κλέψιμο οποιουδήποτε από τον περίγυρο (που μπορεί να μεταφράζεται σε κάθε λογής χαφιεδισμό και προδοσία) πρέπει ως ένα βαθμό να θεωρείται δεδομένο, μιας κι όλο και συχνότερα πια δεν καταγράφεται στο μυαλό κανενός, ούτε καν ως ηθικό αδίκημα. «Ο θάνατός σου η ζωή μου» μας συμφέρει και τον ενισχύουμε.
«΄Ολοι φοράμε» τα ίδια, γιατί η κουλτούρα του να κοπιάρεις έχει γίνει μόδα κι άντε να αντισταθείς. Σε πιέζουν οι ίδιες σου οι αντιστάσεις, αλλά και η συγκεκριμένης χροιάς απάντηση που πρέπει να δώσεις στα άτομα που περιμένουν να αποκατασταθείς στην πραγματικότητά τους. Στ' αλήθεια κάποιες φορές είσαι ο καλύτερος μόλις έχεις απαρνηθει τη διαφωνία και συμπεριφέρεσαι ακριβώς με τον τρόπο που αναμένουν τα αστόχαστα, άνωθεν υπαγορευμένα συμφέροντα των άλλων. 

Από δημιούργημα του Στέφανου Ρόκκου
«Μαύρα μοντγκόμερι και κοτλέ παντελόνια» ή ακριβώς ό,τι δέχεται στην παρούσα κατάσταση ο συρμός, ώστε ακόμη ή και ειδικά ως κόπιες να είμαστε θελκτικοί. Η μορφή που ενστερνίζεται το ανοίκειο είναι ξεκάθαρο πως εξ ορισμού δε μπορεί να γίνει αποδεκτή. Μόνο μαθαίνοντας να κυκλοφορείς ακριβώς όπως πρέπει να δείχνεις έχεις για κάποιοες στιγμές την ημέρα το δικαίωμα να μείνεις στο αυτοσχεδιασμένα ιδιόχειρο περιβάλλον σου και να συνεχίσεις να ζεις, τουλάχιστο όταν δε μονολογείς αδιάκοπα την πίκρα σου ότι άλλαξες ή έστω τις απώλειες των αλλοτριωτικών επιδράσεων που έχεις δεχτεί.

κι ας μην πάρουμε και σήμερα, βρε αδερφέ / προφύλαξη για την υγεία μας / κι ούτε να δίνεις συμβουλές / το πώς το κατεβάζω έτσι / και πώς σκορπιέμαι έτσι / και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα / τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα / να τρέξουνε.”

              
Σε μερικούς ανθρώπους έχει ιδιαίτερα αποτελεσματικά ενσταλαχθεί να κρατούν σωστά τις αποστάσεις: ο λόγος δε μου είναι πάντα ξεκάθαρος. Μάλλον φαίνεται πως προσπαθούν να μην ξεπεράσουν κάποια συγκεκριμένα όρια εγγύτητας με τον Άλλον ως έννοια μήπως και κάτι στον τρόπο που έχουν συνηθίσει να έχουν συναίσθηση της συνέχειας της ύπαρξής τους μέσα στο χρόνο σπάσει ή διαταραχθεί· και μετά αντίο πραγματικότητα, και πώς να συνηθίσεις να ζεις σε μια κατάσταση που μπορεί να ανατρέπει τον μέχρι στιγμής μετρημένο κι οριοθετημένο στην απεραντοσύνη του ορατό ουρανό. Σίγουρα κάθε αλλαγή στις περιστάσεις χειρισμού για κάποιους απαιτεί προσοχή, ή προτιμότερα αποφυγή.
Η ομαδοποίηση κι ο διαχωρισμός, κι ως συνέπεια η δημιουργία στερεοτύπων παραμένει προαπαιτούμενο χωρίς το οποίο αδυνατούμε να ζήσουμε όλοι: εξού και ο πανικός μας μόλις κάτι δραστικό συμβεί και διαταράξει τα προσεκτικά συνταιριασμένα όρια του γνωστού μας κόσμου. Μπορούμε να ξεχωρίζουμε κάθε επιθυμητό από το ανεπιθύμητο, κι ακόμη να προβαίνουμε σε ακόμη πιο εξειδικευμένους διαχωρισμούς και διαβαθμίσεις για να ικανοποιήσουμε την εκάστοτε διάθεσή μας. Να δοκιμάσουμε να συμπεριφερθούμε με την ίδια λογική ξεδιαλέγματος των αντικειμένων και στα άτομα που γνωρίζουμε επίσης. Άλλωστε στην εποχή των προϊόντων δεν έχουμε το δικαίωμα να συμπεριφερθούμε και σ' αυτούς ως άψυχα ή έμψυχα είδη που γεμίζουν το χαμένο χρόνο μας; Εμείς διαλέγουμε να τους θέσουμε ή όχι σε λειτουργία στη ζωή μας με το πάτημα ενός κουμπιού, ή αν θέλετε εναργέστερα όπως η κίνηση της ευκατάστατης κυρίας τη στιγμή που ανοίγει ξανά το μουσικό κουτί της, μετά το πέρας μιας ημέρας εξαντλητικής καθαριότητας, στη σκοτεινότερη πλευρά του σαλονιού της, απολαμβάνοντας τη φωνή που της θυμίζει τα πάντα από αιώνες εποχών ξεχασμένες στη δίνη σταθερής κίνησης πραγματικοτήτων εκσυγχρονισμού.

Πίνακας της Ντίλκα Μπερ

Περισσότερα για την ηρωίδα μου Κατερίνα Γώγου σε επόμενη ανάρτηση· μέχρι τότε ζήστε τη ζωή καταθέτοντας στην περριρέουσα ομοιομορφία τα δικά σας είδη καθημερινών αυτοσχεδιασμών.

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Πυρετός των Trolls (κι Ότι Συνεπάγεται η Εξάπλωσή τους)

Ναι, είναι γεγονός: αυτή τη φορά αποφάσισα να απαντήσω σε ισχυρισμούς άρθρου του TIME πριν χρονίσει απόλυτα η δημοσίευσή του (το άρθρο για τα trolls στο αμερικάνικο περιοδικό TIME δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 29ης Αυγούστου του περασμένου μήνα!). Φαίνεται, επίσης, να μη μπορώ να κρύψω τον ενθουσιασμό μου για τη στήλη του Τζόελ Στάιν που χρόνια διαβάζω στο συγκεκριμένο περιοδικό, μια και το ανακάτεμα του καθημερινού χιούμορ με υψηλότερα ενδιαφέροντα που πετυχαίνει αποδεικνύεται του γούστου μου.


Η έννοια του troll ανήκει ξεκάθαρα στον 21ο αιώνα – σχετίζεται μάλλον περισσότερο με τη γενική έλλειψη ικανοποίησης και τα ψήγματα κατάθλιψης ως απόρροια ενός από τον 20ό ακόμη αιώνα αφομοιωμένου τρόπου ζωής. Εντατικά επικρατεί σύγχυση γύρω από το συγκεκριμένο όρο, ωστόσο: troll δε χαρακτηρίζεται κάποιος που απλώς διαδίδει λανθασμένες πληροφορίες επιδεικνύοντας άγνοια ή χωρίς να το ψάξει και ιδιαίτερα· είναι αυτός που το κάνει παρενοχλώντας τους άλλους και με κακόβουλη πρόθεση. Συχνά καταλαβαίνουμε την εισβολή τρολαρίσματος όταν με κάποιο τρόπο αντιλαμβανόμαστε ότι ποδοπατούνται χρησιμοθηρικά οριοθετημένοι ιντερνετικοί ηθικοί κανόνες.
Αν ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι το Ίντερνετ στοιχειοθετήθηκε για να αντιπροσωπεύσει την απόλυτη ελευθερία λόγου στις σύγχρονες κοινωνίες, τότε τα trolls είναι ένα είδος καθ' εικόνα και ομοίωση, και οι άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν την τάση αξίζει να αυτοανακηρυχθούν άγιοι προς τιμήν της ελευθεροστομίας. Επισήμως, για να θυμηθούμε και το Μαρξ, αυτή είναι ιστορικά η στιγμή που η δύναμη επιστρέφει, με τη χάρη πεφταστεριού δημοσιότητας και υστεροφημίας φυσικά, στα χέρια των οικονομικά και κοινωνικά ανίσχυρων, και, κατά μία έννοια, λειτουργεί και ως κοινωνική εκτόνωση, αφού αποκαθιστά ένα μέρος του γοήτρου τους. 

 
Κι όχι μόνο αυτά, αλλά εξίσου επιδρά θεραπευτικά και προσφέρει ένα είδος εκτόνωσης σε άτομα που σε πραγματικές περιπτώσεις διστάζουν ή ντρέπονται να μιλήσουν ανοιχτά για ένα σωρό σοβαρά θέματα, και που μέσα από τον τρολαριστικό τους ρόλο δύνανται να φτάσουν μέχρι και τον αυτοπροσδιορισμό ή αναπροσδιορισμό. Τόσο θετικό, μόλις αφαιρέσει κανείς το φόβο της πραγματικής επαφής με τα άτομα-ασπαστές διαφορετικών απόψεων, αλλά και με αυτούς που ο εκάστοτε επιθυμεί να θάψει ή να κουτσομπολέψει, αθάνατες ανανεωτικές πρακτικές της καθημερινής ζωής που δε γοητεύουν κόσμο μόνο στην επαρχία, όπως πολλοί συνηθίζουν να πιστεύουν.

Πολ Λέντεντ, Κουτσομπολιό

Και κάπως έτσι καλούμε και την επιστροφή της υποκειμενικότητας: το τρολάρισμα, δηλαδή, ως ένα μέσο να κάνεις θόρυβο, ακριβώς όπως το χιπ χοπ και οι φυλετικές βρισιές που ανταλάσσουν οι Αφροαμερικανοί μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει προσβλητική ή άλλη πρόθεση. Απλά, τα trolls βρίσκουν τη θέση τους ανάμεσα στα είδη διαφορετικότητας του σημερινού γίγνεσθαι.



Αν επιχειρήσουμε ωστόσο να σκεφτούμε την άλλη πλευρά, πολλοί άνθρωποι που σοβαρά ταυτίζουν τον ιντερνετικό τους εαυτό με τον πραγματικό (ένα μέρος αυτής της κατεύθυνσης της συνείδησης υπάρχει πιστεύω σε όλους μας, ή τουλάχιστο σε όσους από μας χρησιμοποιούν συχνά τους λογαριασμούς τους στα κοινωνικά δίκτυα), υποφέρουν όταν τρολάρονται. Ας μην ξεχνάμε ότι αρκετά trolls, που συχνά ευτυχώς δε μιλούν σοβαρά εμμέννουν σε απειλητικά μηνύματα για τη ζωή ατόμων ή των προσώπων στο άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον. Εκεί μάλλον βρίσκεται το όριο του σε ποιο βαθμό μπορεί να υπερβάλλει και να επιμένει κανείς, όταν είναι δυνατό να φέρει κάποιον άλλο στα όρια της κλινικής κατάθλιψης ή ακόμα και της αυτοκτονίας.
Ο κυβερνοχώρος ως μεταφορικά το μέρος της ακατάσχετης εσχατολογίας της κοινωνικής πλευράς του Διαδικτύου πρέπει αναπόφευκτα να παραδεχτούμε ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας από τους χειρότερους εφιάλτες μας· και κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει κάτι περισσότερο από επιστημονική φαντασία στα μυαλά όσων από μας έχουν έστω φευγαλέα έρθει σε επαφή με τα ασύλληπτα ψέμματα και τις ανεξέλεγκτες βρισιές, που συχνά εκτοξεύουν οι ίδιοι άνθρωποι. Αποφεύγοντας κατηγορηματικά να δηλώσω υπέρ οποιουδηποτε ελέγχου ροής πληροφοριών, αυτό το είδους μίσους της ψηφιακής ύπαρξης της ενημέρωσης δε μπορεί να αποτελεί κομμάτι οποιουδήποτε σεναρίου μπορεί να σκέφτηκε κάποιος για το μέλλον της.



Ποιος ξέρει όμως ποια μπορεί να είναι η αντίδρασή μας την επόμενη-πρώτη φορά που θα δεχτούμε προσωπικό τρολάρισμα από κάποιο ξένο ή γνωστό-άγνωστο; Η ρήση του να διατηρούμε την προσωπική μας ελευθερία στα όρια εκείνης των άλλων συνανθρώπων αξίζει να αποτυπωθεί σαν κανόνας: προς trolls και μη.


By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Τραγούδια Που Με Επηρέασαν: Γ΄ Μέρος

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΜΕ ΕΠΗΡΕΑΣΑΝ: ΜΕΡΟΣ Γ΄

Αυτή τη φορά, όπως υποσχέθηκα: στα Ελληνικά! Και, στην πραγματικότητα θα είχα ξεκινήσει από την αρχή με ελληνικά τραγούδια που έχουν επιδράσει επάνω μου, αν δεν είχε χρονικά προηγηθεί το ενεργό αποτύπωμα των εισαγόμενων που έχω προγούμενα, σε παρόμοιες αναρτήσεις περιγράψει, στην ιδιοσυγκρασία μου. Όπως όμως μπορεί να γίνει εύκολα αισθητό, τα τραγούδια στη γλώσσα σου, με τα οποία έχεις ταυτιστεί, δύνανται να έχουν αντίκτυπο πιο βαθύ, κατά το φιλοσοφημένο ρητό του Διονύση Σαββόπουλου, που θεωρεί τη μητρική γλώσσα απαραίτητη για να ερωτευτεί κανείς, αφού μέσω αυτής έχει μόνο την ευκαιρία να επικοινωνήσει εις βάθος.

      1. Τρύπες, “Καινούργια Ζάλη”


Η διαπίστωση ότι κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με ότι έχει (αποτυπωμένη γλαφυρά στη χαρακτηριστική βρετανική φράση the grass is greener on the other side of the fence), εν μέρει ή εξ ολοκλήρου ίσως εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο είναι δομημένες οι σύγχρονες κοινωνίες του καπιταλισμού και του καταναλωτισμού βρίσκει αντίκρισμα σε πολλές πραγματικότητες ανθρώπων και υποομάδων. Ένα είδος δηλαδή επόμενου αποκτήματος κυριολεκτικά και μεταφορικά, που μας εμποδίζει συχνά να απολαμβάνουμε το εδώ και τώρα της ζωής είναι σίγουρα ένα απ' αυτά που σου έρχονται στο μυαλό από τις πρώτες ακροάσεις (η αρχική εντύπωση για μένα). Η πεμπτουσία της στιχουργικής τέχνης του Αγγελάκα, ωστόσο, φανερώνεται εδώ, πρωταρχικά, μέσω του ανοίγματός της σε πολλαπλότητα ερμηνειών, αφού δύσκολα μοιάζει να είναι δυνατό να κλειδώσει κανείς τις εκφάνσεις αυτών των λέξεων σε κάτι συγκεκριμένο.
Από την άλλη μεριά, όλοι έχουμε γνωρίσει άτομα που τους αρέσει να φεύγουν για διάφορους λόγους· το ότι η επαγγελματική τους ζωή είναι δομημένη έτσι θα μπορούσε να θεωρηθεί μια από τις λιγότερο παρεξηγήσιμες και πιο συμπαγείς αιτίες. Συχνά αυτή η εξήγηση αποτελεί δικαιολογία, ωστόσο, για όσα κρύβονται από κάτω: αδυναμία θέλησης να συνδεθούν πραγματικά με καταστάσεις και πράγματα λόγω του ψυχικού κόστους που ο αποχωρισμός μπορεί να συνταράξει. Μπροστά σ' αυτή την προοπτική, επανειλημμένα πολλοί από εμάς έχουμε προτιμήσει την προσήλωση σε “ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει”, μήπως και καταφέρουμε να βγει κάτι, αν πετύχουμε μια εφικτή επανεφεύρεση του εαυτού μας.

      1. Ριφιφί, “Αμετανόητα Τρελός”


(Εδώ θα κάνω intermission, για να ελαφρύνει λίγο το κλίμα, όπως καταλαβαίνουν οι πιο μπασμένοι απ' τους μυημένους του είδους!). Αυτό το τραγούδι αποτελεί σχεδόν εφηβική ανακάλυψη και λατρεία (!). Επίσης, η φωνή του εδώ ερμηνευτή από την αρχή μου θύμισε τον αξέχαστο Βλάση Μπονάτσο· ευχάριστος συνειρμός: η σπάνια, βαθιά, παιχνιδιάρικη χροιά του. Πρέπει εδώ επίσης να σημειώσω ότι την πρώτη επαφή με το τραγούδι οφείλω στην πολύ πετυχημένη -αν και φουλ στις ποπιές και τα χιτάκια- συλλογή, που διανεμήθηκε δώρο με το Βήμα “Νοσταλγοί του Rock 'N' Roll: 1960-1970-1980”, που μαζί με τα στέκια Καφενές και Irish Pub στην Ορεστιάδα κατέχουν τα ρεκόρ στις ρίζες των ακουσμάτων μου.
Οι ερωτικές εξομολογήσεις ανθρώπων που δε μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους στην ολότητά τους κατά πρόσωπο αποτελούσε ανέκαθεν θέμα που με συγκινούσε στην τέχνη όλων των ετών. Εδώ η περσόνα ή ο στιχουργός δίνει την κατάσταση τόσο απλά που θα μπορούσε να συγκινήσει κάθε παγοκολόνα: είναι ερωτευμένος! Και κάθε τρόπος που επινοεί για να ομολογήσει το συναίσθημά του τουλάχιστο στον εαυτό του είναι και η είσοδος σε ένα καινούργιο σύμπαν. Το στοιχείο που συνειδητοποιώ τώρα πως μάλλον πάντα εννοούσα πως χαρακτηρίζει εμένα στους στίχους είναι η έμμεσα εύθικτη αυτοπαραίτηση: “αμετανόητα τρελός και ασυγχώρητα μικρός”. Αυτοσαρκάζεσαι και ταυτόχρονα περιμένεις κάθε λεπτό την επιβεβαίωση από κάποιον άλλο που ουρανοκατέβατα θα δηλώσει αλαφιασμένα πόση σημασία για τον ίδιο και δυνητικά για άλλους έχει αυτό που λες και κάνεις (αυτό που έχεις γράψει, τραγουδάς κι εξομολογείσαι στη συγκεκριμένη περίπτωση).

      1. Παύλος Παυλίδης, “Λευκή Καταιγίδα”


Επειδή είναι αδύνατο να μην τουλάχιστο αναφερθεί το όνομά του όταν μιλάμε για μουσική σ' αυτό εδώ το ιστολόγιο, αλλά και γιατί επισήμως, αυτή την περίοδο, η “Λευκή Καταιγίδα” είναι το αγαπημένο μου τραγούδι. Κι εδώ απλά και μόνο θα σημειώσω ότι η εμπειρία του να το ακούσω live δε μου μετέδωσε μόνο τον πυρήνα του νοήματος του τραγουδιού, αλλά διάνοιξε έναν οριστικά καινούργιο κόσμο στους ορίζοντές μου.
Επίσημη ιστορία σύμφωνα με τις ενδελεχείς έρευνές μου σε οποιοδήποτε μέσο δημοσιεύει οτιδήποτε στο Διαδίκτυο σχετικά με τη ζωή και δράση του δημιουργού(!) δεν υπάρχει, τουλάχιστον on the record, και καλά θα κάνει να μην υπάρξει, καθώς για ανθρώπους σαν κι εμένα μπορεί να καταλήξει σε μια απροσδιόριστη απογοήτευση. Υπάρχει, ωστόσο, μέσα στο μυαλό μου: ξεκάθαρα υπήρξε, κάπου ίσως μακριά, κάποια στιγμή, μια γυναίκα που πέταξε όλες τις μάσκες και τα προσχήματα και “χορεύοντας ... μέσα σε πέντε λεπτά” έμαθε σε κάποιον τι σημαίνει συναίσθημα χωρίς όρια. Αυτή από μόνη της είναι από τις πιο ευαίσθητα ιδιαίτερες στιγμές ελληνικών στίχων που έχει αποτυπωθεί.
Δεν ξέρω αν οι στίχοι και οι μουσική μόνο του τραγουδιού θα μπορούσαν να είναι αρκετοί για να σκέφτομαι την ομορφιά που είναι εμφανής και ταυτόχρονα κρύβεται σ'αυτό για μια αιωνιότητα ακόμα (αν και ξεκάθαρα περισσότερο καταλήγω στο ότι θα μπορούσαν). Οι άπειρες σε αριθμό, όμως ιστορίες που έχω διαβάσει και ακούσει για και από τον ίδιο τον τραγουδοποιό προσθέτουν έντονα στο ψηφιδωτό ερμηνειών αυτού και των άλλων τραγουδιών του αναζητητή των άνευ προϋποθέσεων συναισθημάτων που γνώρισε στο πρόσωπο μιας ξεχωριστής γυναίκας κάποτε.

Εννοείται πως το κεφάλαιο έχει μετατραπεί σε στήλη και η συνέχεια, αυτή τη φορά με ελληνικά και ξένα τραγούδια που με επηρέασαν συνεχίζεται ασυζητητί! Μια ευκαιρία εδώ για όσους δεν έχουν διαβάσει και τις προηγούμενες αναρτήσεις πάνω στο ίδιο θέμα:


Λούτσιο Ρανούτσι, Κιθαρίστας  

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

Η Αθέατη Σημασία της Στίξης

Κάποτε έρχεται η στιγμή να σκεφτείς ότι υπάρχει λόγος που δεν αποθήκευσες σε μια κούτα ή δεν άφησες στην άκρη όλα τα βιβλία που έχεις αποκτήσει από εφημερίδες και πιάνουν συγκεκριμένο χώρο στη βιβλιοθήκη σου. Αυτή η στιγμή με πλησίασε πρόσφατα, όταν, κολυμπώντας στη δίνη των συγγραφικών μου ανασφαλειών, ανακάλυψα τη Στίξη στο Γραπτό Λόγο του Άρη Γιαβρή, δώρο της σειράς «Μικρή Χρηστική Βιβλιοθήκη για τη Γλώσσα» του κυριακάτικου βήματος, όπως το βλέπω, περίπου έναν αιώνα πριν (πολύ σπάνια και συνήθως πολύ αργότερα συγκινούμαι να ανακαλύψω βιβλία που χωρίς κόπο έχω αποκτήσει!). Από τότε και μετά, ένα σωρό πράγματα που θα μου ήταν αδύνατο να φέρω στο νου μου με λέξεις, άρχισαν να χοροπηδούν σταθερά εκεί μπροστά στα μάτια μου.


Επί το πλείστον η χρήση στίξης στη μητρική σου γλώσσα -εκτός από τους αθεράπευτα αναλλοίωτους στο βάθος του χρόνου βασικούς κανόνες- είναι ασυναίσθητη. Σ' αυτό το συμπέρασμα φτάνουμε εύκολα, αν φέρουμε στο μυαλό μας το θεμελιώδη ρόλο της τελείας και του θαυμαστικού, που με έναν τρόπο μας μεταφέρουν την αίσθηση του προφορικού στο γραπτό. Πώς όμως μπορεί να εκτιμήσει κάποιος τη σημασία λεπτότερων διαθέσεων, συναισθημάτων και προθέσεων του γράφοντος αποτυπωμένων με σπανιότερα σημεία, όπως οι παύλες και η άνω τελεία, χωρίς να εντρυφήσει στα πιο ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της χρήσης τους;

Ατμοσφαιρική φωτογραφία των συμπαρομαρτούντων της συγγραφικής τέχνης από την Κάθι Μπάκαλοου

Για να προσελκύσει την προσοχή του αναγνώστη, αλλά και να τον καθοδηγήσει, ο συγγραφέας της Στίξης στον Καθημερινό Λόγο ανατρέχει στη δύναμη της Λογικής και την πανανθρωπινότητα της μεταφοράς. Η χρήση των συμπληρωμάτων για να εξηγήσει πότε καθίσταται απαραίτητο το οριοθετικό κόμμα (εργαλείο ξεχωρίσματος μερών των προτάσεων) πριν την αρχή και μετά το τέλος μιας αναφορικής πρότασης και πότε όχι, κάνει άνοιγμα προς άτομα με αντικείμενα μελέτης κι ενδιαφερόντων μακρινά σε σχέση με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, καθώς και το συγγραφικό κι αναγνωστικό μικρόβιο· ο ρόλος δε του μεταφορικού λόγου στο να μετατρέπει τις πιο αφηρημένες έννοιες σε απολύτως καθημερινά συμπαγείς επιστεγάζει την προσπάθεια του συγγραφέα να μας ενθαρρύνει να αναγνωρίζουμε και να κάνουμε χρήση των σημείων στίξης για να ανιχνεύσουμε, να ασπαστούμε ή να προβάλλουμε ψυχικές διαθέσεις, δικές μας ή των άλλων.
Και για όσους διαλέγουν να χρησιμοποιήσουν ένα βιβλίο όπως αυτό σα σημείο αναφοράς ανά περιπτώσεις, ή και σαν αυτό επιπλέον, καιρό αφού η πρώτη ανάγνωση έχει ολοκληρωθεί, η υπερυποστήριξη της υποφαινόμενης για κάθε είδος προσέγγισης του βιβλίου θεωρείται δεδομένη -έτσι κι αλλιώς η απαρίθμηση σχεδόν ατελείωτων υποπεριπτώσεων χρήσεων των σημείων στίξης στο περιεχόμενο του βιβλίου την καθιστά απαραίτητη. Αναρωτιέμαι αν, μετά απ' όλο αυτό το αναπτερωμένο ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα, φανεί κάποτε κάποιο αποτέλεσμα σ' αυτά που γράφω τουλάχιστον(!).

Φάγιετβιλ Μάνλιους Τζούνιορ, Το Μπλοκάρισμα του Συγγραφέα, αν και κατά τη γνώμη μου μπορεί άνετα να φέρει στο νου και το αντίθετο, δηλαδή τη στιγμή της έμπνευσης

By Μαρία Γώγογλου

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Το Αντίο της Ψυχής

Νιώθω την ανάγκη από την αρχή κιόλας αυτού του κειμένου να ομολογήσω πως δεν υπήρξα ποτέ φαν των Διάφανων Κρίνων, παρ' όλο που μου αρέσει κι έχω θαυμάσει κατά καιρούς μέρος της δουλειάς τους. Ήταν για μένα πάντα από τα συγκροτήματα που «γάβγιζαν» με έναν τρόπο, ενώ τώρα συνειδητοποιώ ότι δε δάγκωναν – διαλέγω αυτή την έκφραση, κυρίως λόγω του σοβαρού και, ίσως για κάποιους και σε νεαρότερες ηλικίες, απειλητικού τους ύφους, και συχνά της ανάσυρσης μακάβριων αντικειμένων σκέψης στη θεματολογία των στίχων. Τώρα, ωστόσο, κι, εξαιτίας της εδώ και μερικούς μήνες εντονότερης εξοικείωσής μου με τη μουσική και τον κόσμο των Κρίνων, αισθάνομαι ότι όσοι τουλάχιστο πιστεύουμε ότι επηρεαστήκαμε με κάποιο τρόπο από τις ερμηνείες του και τα όσα έγραφε, οφείλουμε ένα «αντίο» μαζί κι «ευχαριστώ» στο Θάνο Ανεστόπουλο.


Πρέπει να έχει περάσει πολύ λίγο λιγότερο από μια δεκαετία από τη στιγμή που πρωτάκουσα τις «Μέρες Αργίας», για κάποιους το πιο πολυφορεμένο τους, για άλλους απ' τα πιο χαρακτηριστικά τους. Εγώ θα πω ότι ανήκει σε αυτά που σε σημαδεύουν στο κεφάλι από την πρώτη στιγμή, αν όχι με την αμεσότητα των στίχων του, τότε σίγουρα με τον τρόπο που καταπιάνεται με το σκοτεινότερο θέμα που θα μπορούσε ποτέ να απασχολήσει τον ανθρώπινο νου. Για την ακρίβεια πιθανότατα δεν έχει υπάρξει ποτέ στην πρόσφατη ιστορία του ελληνόφωνου τραγουδιού, τραγουδοποιός του οποίου η persona στους στίχους να αναρωτιέται για το ποιος θα μπορούσε να είναι ο ιδανικός ή ο βέλτιστος τρόπος να αποχαιρετήσει τα εγκόσμια με όρους και συνειρμούς καθημερινού βίου. Υπάρχει και θα υπάρχει πάντα κάτι πανανθρώπινο, τόσο ολοκληρωτικά του καθενός μας στον τρόπο που ο δημιουργός φαντάστηκε την ύστατη αυτή στιγμή, που είναι αδύνατο να μην ανακαλύψει κανείς ότι κάπου κάποτε κι ο ίδιος έχει σκεφτεί έτσι.


Ξεπλέκοντας το κουβάρι αυτής της πτυχής της ελληνόφωνης ροκ ιστορίας οδηγήθηκα πολλά χρόνια αργότερα «Στις Ξέρες Σου» και στο «Έγινε η Απώλεια Συνήθειά Μας». Μολονότι αυτά, όπως και άλλα διαμάντια γραφής του εκλιπόντος δεν προσφέρονται σε όσους επιθυμούν να παραδοθούν για μερικές στιγμές σε έναν κόσμο μουσικής, επιθυμώντας γρήγορα να κλείσει ο κύκλος και να επιστρέψουν στις υπόλοιπες δραστηριότητές τους (αυτό φαίνεται ακόμη κι από τη διάρκεια των τραγουδιών, όπως κι από τις ατέλειωτες στροφές στίχων άλλωστε!), η μουσική και οι στίχοι των Κρίνων θα παραμείνει κάτι αδύνατο να αποπειραθεί ποτέ κάποιος άλλος με τον ίδιο τρόπο. Ο λυρισμός κατάφερε να ποτίσει το έργο του σκοτεινού frontman σε μεγάλο βαθμό, πολύ περισσότερο από το να μετατρέψει τον εαυτό του σε σημαία, ύμνο ή η βασική φωνή σε οποιοδήποτε συμφεροθηρικό ανθρώπινο πολιτικό ή κοινωνικό κίνημα, όπως έχουν αποπειραθεί να γίνουν άλλοι σύγχρονοι και προγενέστεροι ομότεχνοί του.





Στις μύχιες σκέψεις μας, σε όλα αυτά που σιωπηρά παραδεχόμαστε μεταξύ μας ως αυτονόητα ειδικεύτηκαν τα αποστάγματα των στίχων του. Η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου που ζει ανάμεσα σε τόσους άλλους, κι όμως, το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής του δεν το μοιράζεται ποτέ μαζί τους είναι από τις κύριες έννοιες που επιστρέφουν στα τραγούδια-ποιήματα ή σκέτο ποιήματά του. Γι' αυτό και απελπισία καραδοκεί όταν σκέφτεται κανείς έστω και για μια στιγμή πως οι άνθρωποι δε γυρνούν να κοιταξουν έναν καλλιτέχνη που φεύγει, ο οποίος αφιερώθηκε σε κάτι που όμοιό του ή ανάδοχος δε μπορεί να εντοπιστεί παρά στις ίδιες τις κατάφωρα διασπασμένες, αποκομμένες από οτιδήποτε έμψυχο πραγματικότητες του 21ου αιώνα που συνεχίζουμε να ζούμε.
Σαν επέκταση των στίχων του Ανεστόπουλου θα μπορούσαμε μόνο να αναρωτηθούμε πως μπορεί να αισθάνθηκε αποχαιρετώντας μια κοινωνία σαν τη δική μας, ως ενεργή μονάδα, τη συγκεκριμένη, οικονομικά κι όχι μόνο τραυματισμένη και ζοφερή στιγμή. Κι αν ακολούθησε κι ο ίδιος τη συμβουλή να προσπαθήσει να αισθάνεται ζωντανός και να δρα έτσι μέχρι το τελευταίο λεπτό ή τουλάχιστο μέχρι εκεί που γινόταν.

Θάνος Ανεστόπουλος: Ζήστε την κάθε μέρα με αλήθεια, έρωτα κι αγώνα 

Έντβαρντ Μουνκ, Πλάι στο Νεκροκρέβατο

By Μαρία Γώγογλου

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Βίλχελμ Ράιχ κι ο Άνθρωπος με Α Κεφαλαίο

Κατά τη διάρκεια ζωής και δράσης της πλειοψηφίας των ανθρώπινων πλασμάτων σημειώνονται διαφόρων ειδών αναζητήσεις τους: ψάχνουν ανά περιόδους τα πρόσωπα ή / και πράγματα που τους ενδιαφέρουν, και μέσα απ' αυτά, τις απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα της ζωής. Για ορισμένους από αυτούς η ανακάλυψη ορισμένης σταγόνας πρωτοποριακής γνώσης που θα προχωρήσει τα πράγματα πιο πέρα είναι μια από τις απαντήσεις που δίνουν στη δίνη ενός φαινομενικού χάους απ' το οποίο ξεδιαλέγουμε και οργανώνουμε την καθημερινή μας ζωή· και δε μπορεί εδώ να μην αναφερθεί η προσπάθεια μερίδας της κοινωνίας που συχνά ονομάζουμε κοινή γνώμη να σταματήσει την ορμητικότητα της εφαρμογής των πρωτότυπων ανακαλύψεών τους. Στο βιβλίο Άκου Ανθρωπάκο, ο φιλόσοφος κι επιστήμων Βίλχελμ Ράιχ εντοπίζει αυτή την κοινή γνώμη στο μέσο καθημερινό άνθρωπο, μέσα από τα παγιωμένα χαρακτηριστικά του οποίου, είναι εύκολο να διακρίνουμε πως ένα υγιές άτομο οφείλει να αφήνεται στη ζωή και ταυτόχρονα να δρα συνειδητά.


Σύμφωνα με το στοχαστή, ο δρόμος προς την ψυχική υγεία και την ανθρώπινη αρμονική ολοκλήρωση περνά μέσα από την αυτοκριτική. Η διάθεση για σκέψη σχετικά με το παρόν και το παρελθόν του ατόμου μπορεί να το οδηγήσει να κατανοήσει και να διορθώσει στάσεις, συμπεριφορές, ακόμη και πεπραγμένα που ενδέχεται να μην είναι διαθέσιμα στον οποιονδήποτε με την πρώτη ματιά (άσχετα που κάποιοι έχουμε το ταλέντο και την τάση να κάνουμε υπερχρήση αυτής της ανθρώπινης ιδιότητας!). Οδηγεί στο να μπορεί κάποιος να μάθει από την περισυλλογή όχι μόνο των λαθών του αλλά και των περισπούδαστων ενεργειών των συνανθρώπων του, αν δεχθεί να τους παρατηρήσει φιλομαθώς κι αποφύγει τη φιλοπεριέργεια. Υπερνικά το φόβο του να νιώσει κάποιος μειονεξία, όταν κάποιος άλλος όντως υπερτερεί σε κάτι και είναι φανερό, και συνεπώς, εξασφαλίζει ένα είδος δύναμης.
Το δεύτερο που οφείλει μια προσωπικότητα να διαπραγματευθεί (και πολλές εμμένουν να στριφογυρίζουν γύρω απ' αυτό σε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους) είναι η ίδια η έννοια της ελευθερίας. Συμπληρώνοντας τις σκέψεις του φιλοσόφου, θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι ο καθένας πρέπει να μπορεί να προσδιορίζει την κατάστασή του ως ενός ατόμου παντελώς ελεύθερου από κάθε είδους δεσμά και ταυτόχρονα δέσμιου οποιουδήποτε ατόμου. Από τη μια, πρέπει όλοι να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε, ακόμη και να δεχτούμε τα πάντα με ανοιχτές αγκάλες, οποιαδήποτε στιγμή διαλέξει να μας παρουσιαστεί κάτι δραστικό, κι από την άλλη με κάθε τρόπο να προσπαθούμε να βοηθάμε τον κόσμο γύρω μας μ' όποιο τρόπο περνάει από το χέρι μας σεβόμενοι με κάθε έννοια τις αυτόνομες προσωπικότητες των τριγύρω και χωρίς κανένα είδος εμπάθειας. Ανάμεσα στην αγάπη και την πίστη για τον εαυτό και στη δύναμη της θυσίας και της αλληλεγγύης ενσαρκώνουμε την αλληλεξάρτησή τους για να επικρατήσει ένα είδος ισορροπίας.

Πάμπλο Πικάσο, Κορίτσι που Ζωγραφίζει
Παρά τις χρόνιες, εντατικές, κοπιαστικές του έρευνες επί της σύζευξης ψυχανάλυσης και βιολογίας, στις οποίες και διακρίθηκε, και, συνεπώς, το γεγονός ότι δε μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε γνήσιο εκπρόσωπο του ευ ζην, ο Ράιχ μας συμβουλεύει, επίσης, για το πως να απολαμβάνουμε βαθμιαία την ευτυχία μας. Η παράδοση στην ευχαρίστηση θέλει μέτρο κι ο επιθυμητός στόχος, που για το φιλόσοφο περνά πολύ κοντά απ' αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμαζε ευδαιμονία (και σχετιζόταν με ένα ευρύτερο είδος ευτυχίας που περιλάμβανε την ευμάρεια και γενική ικανοποίηση στη ζωή του περιγύρου του ατόμου), περνά μέσα από το συνδυασμό σωστών δόσεων εργασίας κι απόσυρσης στην προσωπική / οικογενειακή ζωή. Η πραγματική ισορροπία βρίσκεται στο να αφήνεται κανείς με τα σωστά άτομα τις σωστές στιγμές, και να αποτρέπει τον προσωπικό του βασανισμό από τις περιστάσεις στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό.

Πίτερ Μπρίγκελ ο Πρεσβύτερος, Γη της Ανεμελιάς


Το τελευταίο απόσταγμα γνώσης που προσφέρει το βιβλίο σχετίζεται με τις βεβαιότητες, την αμφισβήτηση και την πραγματικότητα. Όπως είναι γνωστό από την εποχή και τη μελέτη του Πλάτωνα, και ιδίως του σωκρατικού παραδείγματος, οι ρίζες κάποιου ξεκινήματος της γνώσης βρίσκονται στο να αναιρεί κανείς σταδιακά τις βεβαιότητες που κατέχει. Πέρα από το γεγονός ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας έχει περίτρανα αποδειχθεί πως κάθε βεβαιότητα για αποκλειστική κατοχή της αλήθειας, ως εξήγησης του μοναδικού νοήματος της ζωής, και συνακόλουθα της πορείας του σύμπαντος, έχει οδηγήσει στα όρια της αλαζονείας (είναι αδύνατο να απωθήσει κανείς οριστικά σε απώλεια μνήμης το Γ' Ράιχ και το Ολοκαύτωμα, αλλά και τις τρομακτικές συνέπειές τους), η επιστημονική, αλλά και κάθε είδους πρωτοποριακή γνώση δε μπορεί παρά να στηριχθεί στην αμφισβήτηση δεδομένων αληθειών ανάκατα διάσπαρτων στη δρομολογημένη ρουτίνα του καθημερινού βίου.
Κι αν η αρχή στην οποία κατέληξε ο συγγραφέας με το σύνολο των στοχασμών και της έρευνάς του, ότι δηλαδή η ύπαρξή μας οφείλει να βασιστεί στη συνεργασία του τρίπτυχου έρωτας-εργασία-γνώση, σήμερα θεωρείται κάπως αυτονόητη, αξίζει να αμφισβητήσουμε ακόμη και το βαθμό στον οποίο την ακολουθούμε, καθώς και ό,τι κρύβεται πίσω από αυτό που έτσι κι αλλιώς σίγουρα γνωρίζουμε πως πιστεύουμε. Τουλάχιστον αναλογιζόμενοι τα συμπεράσματά κάποιου αφοσιωμένου στο ανθρώπινο όνειρο κατάκτησης μιας ορισμένης εσωτερικής ευτυχίας.

By Μαρία Γώγογλου